Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 13)

Κίρα

«Νομίζω πως το ακούω» είπε ο Ντέβαν, με το κεφάλι του να ακουμπάει πάνω στηn κοιλιά της. Η Κίρα χάιδεψε τα μαύρα μαλλιά του και χαμογέλασε. Το παιδί που μεγάλωνε εδώ και πέντε φεγγάρια μέσα της είχε πρόσφατα αρχίσει να κινείται, μικρές κινήσεις σαν το φτερούγισμα ενός πουλιού.

«Δεν μπορώ να περιμένω μέχρι να το κρατήσω στην αγκαλιά μου» του είπε. «Νομίζω πως είναι κορίτσι». Ο Ντέβαν σήκωσε το βλέμμα του για να την κοιτάξει.

«Πώς κι έτσι;» Σήκωσε τους ώμους της.

«Απλά έχω ένα προαίσθημα». Ο Ντέβαν ανασηκώθηκε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι.

«Έχεις διαλέξει όνομα;»

«Έλια, Αλίνα... ίσως Σελίν. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα».

«Κι αν είναι αγόρι;» τόλμησε να πει διστακτικά ο Ντέβαν, κάνοντάς τη να του ρίξει ένα δήθεν απειλητικό βλέμμα.

«Δεν είναι. Αλλά σε περίπτωση που τύχει να είναι γιος, μπορείς να διαλέξεις εσύ το όνομα».

Της χαμογέλασε και τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της, τραβώντας τη στην αγκαλιά του. Η Κίρα βολεύτηκε καλύτερα και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. Αμέσως ένιωσε το σώμα της να χαλαρώνει. Οι τελευταίοι μήνες είχαν περάσει σαν όνειρο. Ο Ντέβαν περνούσε σχεδόν κάθε βράδυ μαζί της, αν και συχνά έπρεπε να επιστρέφει στο σπίτι του, για να φροντίζει τα θέματα που η νέα κατάσταση είχε δημιουργήσει στον Οίκο του. Ο φόβος ότι κάποιος θα προσπαθούσε να τη σκοτώσει είχε χαθεί. Και το πιο σημαντικό απ' όλα: θα γινόταν μητέρα. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη φουσκωμένη καμπύλη της κοιλιάς της σαν να προσπαθούσε να αγκαλιάσει τη μικρή ζωούλα που μεγάλωνε μέσα της. Ακόμα δεν το είχε κρατήσει στην αγκαλιά της και ήδη το λάτρευε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.

«Η Ορόρα υποσχέθηκε να μου μάθει ιππασία» είπε στον Ντέβαν, τραβώντας την προσοχή του.

«Μπορώ να σε μάθω εγώ» της είπε θάβοντας το πρόσωπό του στα μαλλιά της και αναπνέοντας το γλυκό της άρωμα.

«Έπρεπε να το είχες προτείνει νωρίτερα» τον πείραξε «Τώρα έχω ήδη δεχτεί την πρόταση της αδελφής σου».

Μέσα σε αυτούς τους μήνες είχε αναπτύξει μια βαθιά συμπάθια για τη δίδυμη αδελφή του Ντέβαν. Στην αρχή η Ορόρα της κρατούσε συντροφιά τις μέρες που έλειπε ο Ντέβαν για να την προσέχει, παρά τις αντιρρήσεις της Κίρα πως μπορούσε να φροντίσει μόνη της τον εαυτό της, αλλά τελικά οι δυο κοπέλες είχαν καταλήξει να γίνουν φίλες. Υπήρχε κάτι στον τρόπο που έλεγε ό,τι ήθελε, που έκανε ό,τι ήθελε χωρίς να ζητάει άδεια από κανέναν, που η Κίρα θαύμαζε.

«Ανυπομονώ να μάθω να ιππεύω για να μπορώ να πηγαίνω παντού». Ήδη σχεδίαζε τα ταξίδια που θα έκανε. Είχε μείνει πολύ καιρό κλεισμένη εκεί μέσα και τώρα ήθελε να δει τα πάντα. Βέβαια έπρεπε να κάνει λίγη υπομονή. Εκτός από τον εαυτό της είχε και ένα παιδί να φροντίσει πια.

«Εγώ θα σου δείξω τα πάντα». Τη φίλησε απαλά στο μέτωπο αλλά ξαφνικά τα μάτια του έγιναν απόμακρα.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ανήσυχα η Κίρα. Τον είχε μάθει αρκετά καλά για να μπορεί να καταλαβαίνει πότε τον απασχολούσε κάτι.

«Θα γίνει ένα συμβούλιο απόψε και πρέπει να παραστώ». Ανασηκώθηκε για να μπορεί να τον κοιτάξει καλύτερα.

«Συμβούλιο για τι πράγμα;»

«Για το μέλλον της Νερίσσα. Ο πατέρας μου προσπάθησε να μη δώσει συνέχεια, αλλά ο Κάσρελ και ο Έντγκαρ επιμένουν να δικαστεί για τον φόνο του Κλάους».

Ασυναίσθητα, τα δάχτυλά της πήγαν στον λαιμό της, στο σημείο που το μαχαίρι του Κλάους την είχε κόψει. Η κίνηση δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Ντέβαν. Έπιασε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του, φιλώντας απαλά τις αρθρώσεις της.

«Του άξιζε» είπε η κοπέλα, με τις μνήμες εκείνης της μέρας να περνούν μπροστά από τα μάτια της.

«Το ξέρω, αλλά ο νόμος λέει πως ένα μέλος του Οίκου δεν μπορεί να βλάψει ένα άλλο μέλος».

Η Κίρα ξεροκατάπιε προσπαθώντας να διώξει τις άσχημες εικόνες από το μυαλό της.

«Και τι θα γίνει; Θα εξορίσουν τη Νερίσσα;» Ο Ντέβαν αναστέναξε σιγανά.

«Δεν ξέρω. Ο πατέρας μου λάτρευε την αδελφή του παρά τις διαφορές τους, και ο θείος Γκρέγκορ προσπαθεί να μην πάρει θέση, αλλά ο νόμος είναι νόμος».

«Είναι ανόητος νόμος» μουρμούρισε η κοπέλα. Τα μάτια της βρήκαν τα δικά του. «Ανησυχώ όποτε φεύγεις. Έχω ένα προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί».Την τράβηξε ξανά στην αγκαλιά του.

«Το ξέρεις ότι δε θα επέτρεπα ποτέ να σου συμβεί κάτι, έτσι δεν είναι;» της είπε καθησυχαστικά.

Όμως δεν ανησυχούσε για τον εαυτό της. Ανησυχούσε για εκείνον. Αυτός ήταν που έμπαινε σε ένα κάστρο γεμάτο φίδια που αποκαλούσε «συγγενείς». Αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο είδος εχθρού που μπορούσε να έχει κάποιος.

«Δε θα χρειαζόταν να σε αφήνω, αν είχες δεχθεί να-»

«Μη συνεχίζεις, Ντέβαν» τον διέκοψε απότομα και τραβήχτηκε από δίπλα του. «Σ' αγαπώ αλλά δε σε παντρεύομαι και δεν αλλάζω γνώμη». Για πρώτη φορά ήταν πραγματικά ελεύθερη και δεν είχε καμία πρόθεση να το αλλάξει αυτό. Κανείς δε θα της υπαγόρευε τι έπρεπε να κάνει ή πώς να φερθεί. Η ιδέα να γίνει ο Άιρυς πεθερός της ήταν φριχτά αποκρουστική.

«Γιατί όχι; Αφού και η ίδια λες πως με αγαπάς, τότε γιατί το αποκλείεις;»

«Επειδή δε θα γίνω μια Ντρόγκομιρ! Δε θα ζήσω κάτω από την ίδια στέγη με αυτούς που δολοφόνησαν την οικογένειά μου!»

«Το ξέρω πως έχεις κάθε λόγο να μισείς την οικογένειά μου αλλά-»

«Τότε σταμάτα να προσπαθείς να με κάνεις μέλος της!» του φώναξε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ξαφνικά ένιωθε την ανάγκη να βάλει μια απόσταση μεταξύ τους. Και μόνο στην ιδέα ότι θα έμπαινε στην οικογένεια των Ντρόγκομιρ τα κόκκαλα του πατέρα της θα έτριζαν στον τάφο του. Πώς είχε το θράσος να της προτείνει κάτι τέτοιο, ενώ ήξερε από πρώτο χέρι τι είχε περάσει εξ αιτίας τους;

Ο Ντέβαν πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του.

«Και τι θα γίνει με το μωρό; Θέλεις να αποκαλούν το παιδί μας μπάσταρδο;»

Τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν φλόγες. Πώς τολμούσε να ανακατεύει το παιδί τους στον καβγά τους;

«Το παιδί μου θα είναι μια Σέλτιγκαρ» γρύλισε. «Δε με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος».

«Δεν είναι μόνο δικό σου παιδί». Ο θυμός που προσπαθούσε να συγκρατήσει τρύπωσε στη φωνή του και έδωσε στα χρυσά του μάτια μια πιο σκληρή όψη. «Είναι και δικό μου. Έχω κι εγώ δικαιώματα».

«Ναι, είναι και δικό σου παιδί και έχεις δικαιώματα πάνω του, αλλά όχι πάνω σε εμένα. Αν δε θέλω να παντρευτώ, τότε καμία δύναμη πάνω σε αυτόν τον κόσμο δεν πρόκειται να με αναγκάσει να το κάνω».

«Γιατί πρέπει να είσαι τόσο εγωίστρια;» ξέσπασε το αγόρι.

Η Κίρα τον κοίταξε σαν να μην μπορούσε να πιστεύει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Εκείνη ήταν εγωίστρια; Είχε μείνει μαζί του, ενώ οποιαδήποτε άλλη στη θέση της θα είχε κάθε λόγο να μη θέλει να τον ξαναδεί στα μάτια της. Χάρη σε εκείνη θα λυνόταν η κατάρα που βάραινε εδώ και αιώνες τον Οίκο του. Για όνομα των Θεών, θα του χάριζε ένα παιδί! Τι άλλο ήθελε πια από τη ζωή της;

«Ίσως είναι καλύτερα να φύγεις πριν πούμε λόγια που θα μετανιώσουμε αργότερα» του είπε. Ξαφνικά ένιωθε κουρασμένη. Γιατί δεν μπορούσαν απλά να είναι ευτυχισμένοι αυτοί οι δύο; Γιατί έπρεπε η οικογένειά του να μπαίνει πάντα ανάμεσά τους;

Ο Ντέβαν άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι, αλλά το ξανάκλεισε και απέστρεψε παραιτημένος το βλέμμα του. Η Κίρα τον παρακολούθησε να σηκώνεται και να φεύγει. Κάτι μέσα της της φώναζε να τρέξει πίσω του και να τον σταματήσει, να μιλήσουν και να βρουν έναν τρόπο να λειτουργήσει όλη αυτή η κατάσταση μεταξύ τους, αλλά η περηφάνια της δεν της το επέτρεψε.

Κάθισε ξανά στο κρεβάτι και τύλιξε τα χέρια της γύρω από την κοιλιά της. Τα μάτια της έκαιγαν από δάκρυα που ήθελαν να ξεσπάσουν αλλά τα συγκράτησε. Έπρεπε να είναι δυνατή, και τα δάκρυα ήταν σημάδι αδυναμίας.

«Θα γυρίσει» είπε σιγανά, απευθυνόμενη στην κοιλιά της. Το κοριτσάκι με τις καστανές μπούκλες και τα χρυσά μάτια από τα όνειρά της εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της φέρνοντας ένα χαμόγελο στα χείλη της. «Θα βρούμε έναν τρόπο να το ξεπεράσουμε κι αυτό» υποσχέθηκε. Θα έβρισκαν έναν τρόπο να κάνουν όλη αυτή την κατάσταση να λειτουργήσει. Τα είχαν καταφέρει μέσα σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, θα τα κατάφερναν και τώρα. «Θα μεγαλώσεις με δυο γονείς που σε λατρεύουν. Είσαι το παιδί μου και θα κάνω τα πάντα για να είσαι ασφαλές και ευτυχισμένο».

Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό της ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να ονειρευτεί πως θα ήταν από 'δω και πέρα η ζωή της, μαζί με τον Ντέβαν και το μωρό τους.

 Φαίη