Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 19)

Λίγο αργότερα έφεραν τη μητέρα μου στο σπίτι. Της γνωρίσαμε την Ελίζ και εγώ με τον Κεν ξεκινήσαμε τον δρόμο της επιστροφής. Με συνόδευσε ως το κέντρο του Στόκγουελ και επέστρεψε στο σπίτι του, ώστε να μπορέσει να πάει στη δουλειά του. Ένιωθα εξαντλημένη, παρόλο που είχα κοιμηθεί. Αυτή η περιπέτεια με τη μητέρα μου μου άδειασε τα αποθέματα ενέργειας που είχα. Έπρεπε να αναζωογονηθώ. Έκανα ένα ζεστό μπάνιο και μετά έφτιαξα ένα ρόφημα σοκολάτας, το οποίο απόλαυσα στην κουζίνα μου κοιτώντας από το παράθυρο τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα και επέλεξα να περάσω την υπόλοιπη μέρα με μαραθώνιο αγαπημένων μου σειρών.

Την επόμενη μέρα βρισκόμουν στο τμήμα. Ο αρχηγός με πλησίασε. Με κοίταζε που είχα απορροφηθεί σε κάποια χαρτιά.

«Τι ψάχνεις, Πέιτζ;» ρώτησε.

Ερευνώ τις τηλεφωνικές κλήσεις του Λε Μπλανκ ξανά, κύριε, που τον μαχαίρωσαν στο σπίτι του. Θέλω να δω εάν κάποιο από τα νούμερα ανήκε στον Ρόμπινσον, που δολοφονήθηκε πρόσφατα. Ανακαλύψαμε στην έρευνά μας πως ο Ρόμπινσον είχε καταχωρημένο τον Λε Μπλανκ. Θέλω να δω εάν υπάρχει κάποια άλλη σύνδεση μεταξύ τους. Ίσως κάτι που θα ένωνε τις δύο δολοφονίες».

«Δύσκολα θα εντοπίσεις κάτι τέτοιο. Αν υπάρχει όμως σύνδεση ανάμεσα στους δύο θανάτους πρέπει να τη βρούμε άμεσα! Γιατί ίσως ο δολοφόνος ξαναχτυπήσει» παρότρυνε. «Η μητέρα της Γιόχανσον μίλησε στον Λάρρυ εχθές το απόγευμα και επιβεβαιώνει το άλλοθί της. Θα αφεθεί ελεύθερη με αναστολή. Αν επιτεθεί ξανά σε αστυνομικό θα φυλακιστεί» είπε και συνέχισα να ψάχνω.

Σχεδόν αμέσως ανακάλυψα πως όντως οι δυο τους συνομιλούσαν αρκετά. Μάλιστα μια μέρα πριν πεθάνει ο Λε Μπλανκ είχαν ανταλλάξει πολλές κλήσεις. Έπρεπε να το ψάξω περισσότερο. Ζήτησα βοήθεια από μια καινούργια αστυνομικό, τη Μάριον Τζούελς. Είναι τρεις μήνες στο τμήμα και ασχολείται κυρίως με το να βγάζει εντάλματα σύλληψης και έρευνας. Επιπλέον συνοδεύει στο δικαστήριο τους κρατούμενους.

«Μάριον, χρειάζομαι τη βοήθειά σου».

«Ό,τι θέλεις, Πέιτζ. Στη διάθεσή σου».

«Έχω δύο δολοφονίες. Ανακαλύψαμε με τον Τομ πως γνωρίζονταν, παρόλο που δεν έχουν καμία συγγένεια, ούτε μένουν κοντά».

«Εγώ σε τι μπορώ να φανώ χρήσιμη;» ρώτησε με ενδιαφέρον

«Έχω όλα τα στοιχεία εδώ. Διάβασε τα μαζί μου. Θέλω να βρούμε αν υπάρχει σύνδεση μεταξύ των δύο δολοφονιών, και τέσσερα μάτια είναι καλύτερα από δύο» ανταποκρίθηκα χαμογελώντας. Αρχίσαμε ξανά από την αρχή έχοντας μπροστά μας τις τηλεφωνικές κλήσεις, τις τραπεζικές συναλλαγές του Ρόμπινσον.

«Θα μας ήταν χρήσιμο να έχουμε τις τραπεζικές συναλλαγές του Λε Μπλανκ» επεσήμανα στη Μάριον και αμέσως ζήτησε τα στοιχεία από την τράπεζα Έιτς-Ες-Μπι-Σι στην οδό Όλντ Μπρόουντ του Φίνσμπουρι, που είχε καταθέσεις. Υπήρχαν συναλλαγές μεταξύ τους. Κάθε μήνα, ο Ρόμπινσον έστελνε πεντακόσιες χιλιάδες στον Λε Μπλάνκ.

«Κοίταξε αυτές τις κοινές ημερομηνίες» αναφώνησε η Μάριον «Μια μέρα πριν τη συναλλαγή έγιναν πέντε κλήσεις μεταξύ τους και δύο την επόμενη». Αργότερα το μοτίβο επαναλαμβανόταν. Μια μέρα πριν τη συναλλαγή, πέντε τηλεφωνήματα μεταξύ τους και δύο την επόμενη.

«Οι συνεργάτες του Ρόμπινσον τον είδαν με μια βαλίτσα που βάζουν χρήματα να μπαίνει στο ζαχαροπλαστείο. Εκείνη την μέρα είχε κάνει ανάληψη ακριβώς πενήντα χιλιάδες» είπα στη Μάριον.

«Πού βρίσκεται αυτή η βαλίτσα;» ρώτησε.

«Δεν τη βρήκαμε. Από όσο έχω καταλάβει τα χρήματα που ήταν να στείλει στον Λε Μπλανκ τώρα θα τα έδινε αλλού».

«Ίσως στον δολοφόνο, για να γλυτώσει;» αναρωτήθηκε η Μάριον.

«Και εγώ το ίδιο σκέφτηκα. Ή σε κάποιον που τους συνδέει αυτούς τους δύο».

«Υπάρχει άλλη μια συχνή συναλλαγή σε έναν αριθμό που τελειώνει σε 0139. Πρέπει να τρέξουμε το ένταλμα να βρούμε σε ποιον ανήκει» παρατήρησε και εγώ αμέσως της ζήτησα να τρέξει πιο γρήγορα την απαραίτητη διαδικασία.

Είχε νυχτώσει μέχρι να έρθει απάντηση για το ένταλμα, ώστε να βρούμε σε ποιον ανήκει ο λογαριασμός που γίνονταν οι καταθέσεις. Πριν γίνει αυτό, χτύπησε συναγερμός από την Πυροσβεστική υπηρεσία.

«Μια συμμορία έριξε μολότοφ και μπογιές στο σουπερμάρκετ Τέσκο στην οδό Κλάπχαμ. Δύο αστυνομικοί με μηχανή τους καταδίωξαν και κατάφεραν να τους στριμώξουν. Χρειάζονται ενισχύσεις» μας ενημέρωσε ο υπαστυνόμος Θάντερς. Αμέσως, οι συνάδελφοί μου μπήκαν στο αμάξι και έτρεχαν στο σημείο. Μισή ώρα αργότερα, έφεραν τους τρεις εμπρηστές για ταυτοποίηση και ανάκριση.

«Ο υπαστυνόμος διέταξε να μπω εγώ στην ανάκριση και αναγκαστικά θα αφήσω την έρευνα για τις δολοφονίες προς το παρόν» ενημέρωσα τη Μάριον και την άφησα να επιστρέψει στη δουλειά της. Μπαίνοντας στο δωμάτιο της ανάκρισης είδα τρεις έφηβους με χειροπέδες. Μπροστά μου υπήρχαν τρεις φάκελοι. «Ντάνιελ Κάρτερ» διάβασα δυνατά, καθώς άνοιξα τον πρώτο φάκελο.

«Εγώ είμαι» απάντησε ένας ψηλός ξανθός έφηβος. Είχε μια μεγάλη ουλή στο δεξί του μάγουλο. «Ετών δεκαπέντε. Σε ποια περιοχή μένεις;»

«Στο Βάσσαλ» απάντησε εκνευρισμένος.

«Και για ποιο λόγο έριξες μπογιές και μολότοφ στο σουπερμάρκετ;». Δεν απάντησε, έριξε το βλέμμα του στο πάτωμα. «Έμιλυ Φόξιερς ετών δεκαεπτά» διάβασα και κοίταξα τη μοναδική κοπέλα που υπήρχε στο δωμάτιο, με μαύρα κοντά μαλλιά και μπλε τούφα.

«Εγώ είμαι» ψέλλισε.

«Είσαι και εσύ από το Βάσσαλ;»

«Ναι» ανταποκρίθηκε απότομα.

«Εσύ θα μου πεις για ποιο λόγο ρίξατε μολότοφ στο σουπερμάρκετ;»

«Θέλω δικηγόρο» ανταποκρίθηκε.

«Θα έρθει σε λίγο, αν και δεν μπορεί να σας βοηθήσει. Σας έπιασαν στα πράσα να καταστρέφετε ιδιωτική περιουσία. Ρίκι Κάρτερ ετών δεκαεπτά. Να υποθέσω πως είστε αδέρφια;» ρώτησα ενώ κοίταξα τον τελευταίο έφηβο με τα μούσια.

«Μάλιστα» απάντησε.

«Μήπως εσύ θα μιλήσεις;» ρώτησα με έντονο ύφος. Καμία απάντηση όπως το περίμενα. Λίγα λεπτά αργότερα άνοιξε η πόρτα του δωματίου ανάκρισης και μπήκε ένας κύριος με μαύρο κουστούμι.

«Ονομάζομαι Χεφέλφινγκερ Χανς, είμαι ο δικηγόρος των παιδιών» συστήθηκε. Άφησα τον δικηγόρο να μιλήσει με τους κατηγορουμένους και κάθισα στο γραφείο μου χαμένη στις σκέψεις μου. Ο δικηγόρος των παιδιών αποχωρώντας από το δωμάτιο πήγε στον υπαστυνόμο Θάντερς. Λίγο αργότερα έφυγε χαρούμενος. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ειπώθηκε μεταξύ τους. Ήθελα να μάθω οπότε πήγα δειλά να ρωτήσω.

«Υπαστυνόμε, με όλο το θάρρος τι θα κάνουμε με τους τρεις εμπρηστές; Είδα πως μιλήσατε στον δικηγόρο τους».

«Θα πληρώσουν εγγύηση και τις ζημιές που προκλήθηκαν από τη φωτιά και θα αποχωρήσουν. Δεν υπάρχει λόγος να τους κρατήσουμε άλλο εδώ». Κοίταξα έκπληκτη τον υπαστυνόμο. Δεν πίστευα τα όσα άκουσα

«Μα, υπαστυνόμε, διέλυσαν το σουπερμάρκετ. Κινδύνευσε κόσμος. Πώς θα τους αφήσουμε έτσι;»

«Δεν κινδύνευσε κάνεις. Ήταν κλειστό το σουπερμάρκετ. Τις ζημιές θα τις αποκαταστήσουν. Τι θες δηλαδή, Πέιτζ; Να αφήσουμε τα ανήλικα να σαπίσουν στη φυλακή; Καλύτερα να τους δοθεί μια ακόμη ευκαιρία στη ζωή. Εξάλλου ώσπου να πληρώσουν εγγύηση θα είναι προφυλακισμένοι. Θα πάρουν το μάθημά τους» δήλωσε ψυχρά και διέταξε να φύγω. Επέστρεψα στο γραφείο μου απορημένη. Καθώς καταχωρούσα την υπόθεση του εμπρησμού πλησίασε η Μάριον.

«Δέχτηκα τηλεφώνημα Έιτς-Ες-Μπι-Σι. Θα μου στείλουν σε ποιον ανήκει ο λογαριασμός και ζητούν συγγνώμη για την καθυστέρηση. Σε λίγα λεπτά θα τα έχουμε στα χέρια μας».

«Επιτέλους» είπα απότομα. Η Μάριον δεν άργησε να έρθει με τα στοιχεία από την τράπεζα. Ο αριθμός 0139 ανήκει στο όνομα Κεν Σόχερτι».

«Συγγνώμη, Κεν Σόχερτι είπες;»

«Μάλιστα. Από ότι φαίνεται, ναι, δικός του είναι» απάντησε και άρχισα να αισθάνομαι ένα μούδιασμα στο κορμί μου.

Τότε ένιωσα έναν έντονο πονοκέφαλο.

«Πώς έχει μπλεχτεί και τι κρύβει ο Κεν για αυτή την υπόθεση; Πρέπει να τον καλέσουμε για να μας πει την αλήθεια άμεσα» ψέλλισα. Αμέσως τηλεφώνησα στον Κεν˙ έπρεπε να μάθω άμεσα τι γνώριζε. «Κεν, θέλω να σε ρωτήσω κάτι σημαντικό».

«Συνέβη τίποτα;» απόρησε.

«Ήθελα να μου πεις αν γνώριζες προσωπικά τον κύριο Γκρέγκορι Λε Μπλανκ. Είχε οικονομικές συναλλαγές μαζί του ο συνάδελφός σου» είπα και από την άλλη πλευρά του ακουστικού υπήρχε απόλυτη σιωπή. Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν και ο Κεν απάντησε διστακτικά

«Εμ... Όχι δεν εμ... δε γνωρίζω κάποιον με αυτό το όνομα».

«Γιατί κομπιάζεις, Κεν; Συμβαίνει κάτι; Γιατί και με εσένα είχε συναλλαγές» ρώτησα ενώ μια καχυποψία με διαπερνούσε.

«Όχι...όχι απολύτως τίποτα. Απλά εδώ εμ... ετοιμάζω κάτι και προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Καμιά φορά μου έστελνε την πληρωμή μου εκείνος».

«Πρέπει να έρθεις να καταθέσεις άμεσα» ανταποκρίθηκα.

«Εντάξει. Θα βρεθούμε το βράδυ, μωρό μου;» είπε με λάγνο τόνο στη φωνή του.

«Δε νομίζω, Κεν» απάντησα ενοχλημένη.

«Γιατί, μωρό μου; Δεν πέρασες καλά την άλλη φορά;»

«Δεν έχει σημασία. Δεν έχω χρόνο, Κεν. Έχω πολλά να διαχειριστώ στη δουλειά μου...»

«Αυτό είναι δικαιολογία, Πέιτζ. Έλα τώρα τι σε έπιασε» αναφώνησε φανερά ξενερωμένος.

«Δεν μπορώ για πολλούς λόγους, και στην τελική ανάλυση δεν γουστάρω τι να κάνουμε τώρα. Με το ζόρι; Αν ξαναμιλήσουμε θα έχει καθαρά να κάνει με την υπόθεση» δήλωσα και έκλεισα απότομα το τηλέφωνο. Το ένστικτό μου με ειδοποιούσε σαν τρελό. Αισθανόμουν φόβο και καχυποψία από τον Κεν, και μπορεί την πρώτη φορά στο σπίτι του να το άφησα πίσω αυτό το περίεργο προαίσθημα και να του δόθηκα, όμως όλο και αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό που δε θέλω να τον δω ερωτικά, τουλάχιστον όχι ώσπου να λύσω την υπόθεση. Δεν έπρεπε να του δώσω περισσότερες πληροφορίες πριν έρθει εδώ. Πριν ανακαλύψω περισσότερα πράγματα. Πρέπει να τον πιάσω απροετοίμαστο. Εξάλλου η σκέψη του με αποσπούσε. Μου κατανάλωνε πολύτιμο χρόνο από τις έρευνες και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ο Τόμας είχε δίκιο. Η σχέση αυτή δεν έπρεπε να συνεχίσει κάτω από τις συνθήκες που ξεκίνησε.

Δέσποινα Τ.