Βρίσκω τον
εαυτό μου να περιπλανάται αέναα
σε ένα γνώριμο νεκροταφείο,
σαν μια άδικη κατάρα.
Και σύντομα συνειδητοποιώ
πως γνωρίζω κάθε όνομα
που είναι γραμμένο στις ταφόπλακες…
Είναι γνωστοί
και ζωντανοί.
Μα εγώ επέλεξα να τους θάψω
προκειμένου να φύγουν από τον νου μου.
Μάλλον
πρόκειται για όνειρο
ή για όνειρο ονείρου
αυτή η περιπλάνηση.
Δε δύναμαι να χαραμίσω ούτε ένα δάκρυ
Για κανέναν από δαύτους.
Και ενώ περπατώ
ανάμεσα στους κρύους και άψυχους τάφους,
το χέρι μου διαβάζει
ένα ένα τα ονόματα.
Το βλέμμα μου κενό
το άγγιγμά μου απαλό,
σαν το χώμα που τους σκεπάζει.
Κι είναι αυτοί νεκροί
για να μπορώ να είμαι εγώ ζωντανή
και για να συνεχίσω να προχωρώ.
Και συνεχίζω
να προχωρώ.
Μέχρι το χέρι μου
να μην έχει κανέναν άλλον να διαβάσει.
Κανέναν
άλλον να συγχωρέσει.
Κανέναν άλλον να ξεχάσει.