Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 12)

 Ακουμπάει το κερί της στο τραπέζι και μετακινεί στην άκρη του δωματίου τις καρέκλες και οτιδήποτε άλλο υπάρχει πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Πέφτει στα γόνατα και ξεκινάει να ζωγραφίζει το δάπεδο με τη λευκή κιμωλία της. Κάνει έναν πολύ μεγάλο κύκλο, με ακρίβεια διαβήτη θα μπορούσα να πω, και μέσα του άλλον ένα λίγο πιο μικρό. Βάζει το χέρι της στην τσέπη της και βγάζει μια κόκκινη κιμωλία. Ανάμεσα στους κύκλους γράφει ολόκληρο ξόρκι στα Λατινικά. Το μόνο που κατάφερα να διαβάσω είναι η φράση «άρχοντες των Ταρτάρων». Με τη λευκή πάλι κιμωλία ζωγραφίζει δύο ακόμα κύκλους που εφάπτονται, αντικριστά μεταξύ τους, περιμετρικά του μεγάλου κύκλου. Μέσα τους γράφει: «Άνοιξε» και «Κλείσε» αντίστοιχα. Τέλος περνάει το δεξί της χέρι πάνω από το κέντρο όλων των κύκλων και τα σχήματα φωτίζονται με κατακόκκινο φως.

Ο χώρος σκοτεινιάζει και η θερμοκρασία πέφτει αισθητά, παρόλο που το φως των κύκλων μοιάζει με φωτιά. Μια αίσθηση άγχους με κατακλύζει. Το στομάχι μου δένεται κόμπος και φοβάμαι μήπως με καταλάβουν και πάει τόσος χρόνος χαμένος. Ο Ηρακλής δεν είναι ικανός να μπει στη θέση μου. Η μόνη λύση είναι να πιέσω τον εαυτό μου να κάνει ολόκληρη επίκληση μέσα από τα βάθη των Ταρτάρων και ταυτόχρονα να κρατάω και τις δυνάμεις μου μυστικές. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ο Ηρακλής από την άλλη άκρη του δωματίου με κοιτάζει με τρόμο. Τι πας να κάνεις, Mortem;

«Εμείς θα είμαστε οι πύλες που θα χρησιμοποιήσουμε για να έρθουμε σε επαφή μαζί τους. Από εμένα θα ανοίξουν και από εσένα θα κλείσουν. Θα βάλεις όση δύναμη αντέχεις και θέλω να είσαι ψύχραιμος. Ό,τι και εάν συμβεί, δεν πρέπει να βγεις από τον κύκλο σου» μου λέει και μου δείχνει τον κύκλο με τη λέξη «Κλείσε». Κουνάω θετικά το κεφάλι μου.

«Εγώ θα ανάψω τα κεριά με τη δύναμή μου, αλλά εσύ θα τα σβήσεις. Μπορείς να τον κάνεις αυτό;» με ρωτάει και κουνάω πάλι το κεφάλι μου. Δε μιλάω γιατί θέλω να αφομοιώσω πλήρως τις οδηγίες της.

«Μην ξεχνάς, ό,τι και εάν συμβεί, μη βγεις από τον κύκλο. Έτοιμος;» με ξαναρωτάει και παίρνω μια ακόμα ανάσα. Κοιτάζω το τρομακτικό αυτό φως και τους ρούνους που έχουν σχηματιστεί στο πάτωμα.

«Έτοιμος» της λέω ψύχραιμος.

«Πολύ ωραία. Πάμε» μου λέει και μπαίνει μέσα στον κύκλο της, ενώ παίρνει πάλι στα χέρια της το λευκό κερί.

Εγώ κρατάω το μαύρο κερί και μπαίνω στον κύκλο που μου υπέδειξε. Κρατάω το κερί μπροστά μου, όπως και εκείνη, και κλείνω τα μάτια μου για να συγκεντρωθώ. Την ακούω που ψιθυρίζει κάποια λόγια και ο χώρος γύρω μας τραντάζεται. Νιώθω κρύο, υγρασία, μετά ζέστη και ξηρασία. Ανοίγω τα μάτια μου και μια θύελλα σκόνης στις αποχρώσεις του κόκκινου δημιουργείται μπροστά μας. Νιώθω να μου τραβάει ενέργεια… Πολλή ενέργεια για να είμαι ειλικρινής. Νιώθω σαν αυτή η δίνη να θέλει να με κατασπαράξει και είμαι έτοιμος να κάνω εμετό από το ανακάτεμα. Δεν ξέρω πόση ενέργεια έχει αυτή η κοπέλα. Ένα απλό φωτισμένο άτομο δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε τόσο μεγάλες ενέργειες. Τι έχει στο κεφάλι της;

Το μυαλό μου ξαφνικά ξυπνάει και θυμός φουντώνει μέσα μου. Δεν το πιστεύω αυτό που πάει να κάνει! Το ξέρει ότι δεν αντέχει ένας απλός θνητός! Πάνω σε αυτό ακριβώς ποντάρει! Θέλει να με κάνει ανθρώπινη θυσία! Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. Δεν μπορώ να βγω από τον κύκλο. Εάν τολμήσω να βγω, μπορεί να γίνουν πολύ μοιραία ατυχήματα. Η επίκληση είναι ήδη στη μέση της και δεν μπορώ να διακόψω πια! Τα μάτια της ανοίγουν και με κοιτάζει με παγερό βλέμμα. Ανταποδίδω το βλέμμα με θυμό στο πρόσωπό μου. Ξέρει ότι κατάλαβα τι κάνει, αλλά δεν αλλάζει στάση. Κλείνει τα μάτια της και συνεχίζει. Αν δεν αλλάξεις εσύ, τότε θα αλλάξω εγώ!
 Δίνω στον εαυτό μου κι άλλη αγγελική ενέργεια. Με προσοχή. Μου δίνω δύναμη και προστασία. Τα μάτια της ανοίγουν έκπληκτα και με κοιτάζει συννεφιασμένη. Τελικά βάζει τα γέλια και εκείνη τη στιγμή η θύελλα εξαφανίζεται. Στη θέση της εμφανίζεται ένα τεράστιο μαύρο φίδι! Τι στο καλό είναι αυτό το πράγμα; Η όψη του με ανατριχιάζει και ο ήχος που βγάζει από μέσα του ακούγεται περισσότερο σαν χιλιάδες ουρλιαχτά πάρα σαν θρόισμα γλώσσας. Η Τερψιχόρη χαμογελάει στο φίδι και τη νιώθω να έχει αγχωθεί. Δεν περίμενε ότι θα την καταλάβαινα. Δεν περίμενε ότι θα επιζούσα. Ας τελειώνουμε με αυτές τις αηδίες και ας φύγουμε από εδώ μέσα!

«Σε εμένα συμπεριφέρεσαι έτσι; Δε σου έλειψα;» λέει η Τερψιχόρη στο φίδι και τότε ένα σατανικό γέλιο έρχεται από μέσα του.

Μια δίνη περικυκλώνει για τρία δευτερόλεπτα το φίδι και εξαφανίζεται. Στη θέση του βρίσκεται τώρα μια γυναίκα, νέα, Ασιατικής καταγωγής με λευκό κιμονό. Έχει κατάμαυρα, γυαλιστερά, ίσια μαλλιά που φτάνουν μέχρι το τέλος της μέσης της. Τα πόδια της δε φαίνονται μέσα από το φόρεμα και το δέρμα της σχεδόν δεν ξεχωρίζει από το λευκό του χρώμα. Έχει κόκκινα χείλη. Το άρωμά της, βαρύ και γλυκό, χτυπάει τα ρουθούνια μου. Μοιάζει με πριγκίπισσα παραμυθιού. Κοιτάζει μπροστά της χαμογελαστή.

«Για δες ποια μας θυμήθηκε...» λέει με όμορφη φωνή και εγώ σοκαρισμένος δεν ξέρω τι να πιστέψω! Είναι πραγματικά δαίμονας; Ή με γελούν τα μάτια μου; Η Τερψιχόρη χαμογελάει.

«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου» της λέει και σοβαρεύει.

«Εσύ; Εσύ θες τη δική μου βοήθεια; Να και κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί» της λέει και βάζει τα γέλια. Μετά από το γέλιο, σιγουρεύομαι ότι πράγματι μιλάμε με δαίμονα. Το γέλιο της ήταν απόκοσμο και βαρύ. Πραγματικά σατανικό και ανατριχιαστικό.

«Βλέπω δεν έχεις χάσει το χιούμορ σου» της λέει ειρωνικά και ο δαίμονας σταματάει να γελάει. Ο κόσμος σκοτεινιάζει λίγο ακόμα και ξαφνικά αλλάζει όψη. Όχι, δε μεταμορφώνεται ξανά σε φίδι, αλλά σαν να βγήκε μια μορφή δηλητηρίου από μέσα της, καθώς όρμησε προς τα πάνω της. Ένα χρυσό φως τη σταματάει από την ορμητική επίθεση κατά της Τερψιχόρης και σιγά σιγά επανέρχεται στην όμορφη κοπέλα, καθώς η φιδίσια γλώσσα μπαίνει μέσα στο στόμα της. Η Τερψιχόρη γεμάτη ειρωνεία κουνάει αρνητικά το δάχτυλό της.

«Τς, τς, τα… Νομίζω μου χρωστάς πολλά για να συμπεριφέρεσαι έτσι». Η Τερψιχόρη χαμογελάει τόσο πονηρά που θα μπορούσα να πω ότι με τρομάζει περισσότερο και από τον δαίμονα μπροστά μου.

«Τι θες;» τη ρωτάει απότομα αυτό το πλάσμα.

«Θέλω να γίνεις η άλλη άκρη της γέφυρας που θα φτιάξουμε, για να έρθω μια μικρή επίσκεψη» της απαντάει και η γυναίκα το σκέφτεται για μια στιγμή. Γυρνάει και με κοιτάζει, καθώς με πλησιάζει. Μου χαμογελάει και έρχεται όλο και πιο κοντά μου.

«Με τον ομορφούλη θα έρθεις μαζί;» λέει με αργή και ερωτική φωνή. Είναι τόσο κοντά μου που, εάν δεν υπήρχε η ασπίδα γύρω της, τότε θα μπορούσε να με ακουμπήσει.

«Δεν είναι για τα δόντια σου αυτός». Ναι, καλά. Πριν από λίγο με ήθελες ακριβώς για αυτά τα δόντια! Η γυναίκα απομακρύνεται και καταπίνω με δυσκολία καθώς νιώθω την απειλή να μειώνεται.

«Και τότε τι θα κερδίσω;» της λέει με πονηριά.

«Θα σου δώσω την ελευθερία σ-»

«Ψεύτρα!» τη διακόπτει απότομα και πλησιάζει ξανά την Τερψιχόρη απειλητικά. «Δεν μπορείς πια να το κάνεις αυτό! Δεν είσαι...»

«Σιωπή!» φωνάζει η Τερψιχόρη και τη διακόπτει καθώς το φως γύρω μας δυναμώνει από την έντασή της. Η δυνατή φωνή της αφήνει πίσω της μια αίσθηση ηχούς, καθώς τραντάζεται όλο το δωμάτιο.

«Εάν δε με βοηθήσεις θα φροντίσω εγώ η ιδία να μην τον ξαναδείς ποτέ» της λέει τελικά και το δαιμόνιο κάνει πίσω.

«Πολύ καλά, λοιπόν. Θα σε βοηθήσω. Αλλά να ξέρεις, δε θα γλυτώσεις εύκολα... Σε παρακολουθούν. Πάντα το έκαναν...» της λέει και δημιουργείται ξανά μια δίνη που την καταπίνει.

Καθώς εξαφανίζεται ένα σατανικό γέλιο κάνει πάλι την εμφάνισή του και βάζω όλη μου τη δύναμη για να κλείσω τη δίοδο επικοινωνίας μας. Τα κεριά σβήνουν και βγαίνω απότομα από τον κύκλο. Το δόρυ στην πλάτη μου εμφανίζεται ακαριαία και μέσα σε σχεδόν κλάσματα του δευτερολέπτου έχει βγάλει και εκείνη το σπαθί της και έχει αποκρούσει την επίθεσή μου. Ο Ηρακλής πετάγεται ολόκληρος πάνω, καθώς δεν έχει καταλάβει τίποτα και μου φωνάζει.

«Έχεις τρελαθεί τελείως; Τι κάνεις;»

«Ηρακλή, κάνε πίσω!» του απαντάω και εκείνος ακολουθεί τις διαταγές μου. Η Τερψιχόρη χαμογελάει.

«Τι έπαθες ξαφνικά, Μαξ;» μου λέει γεμάτη ειρωνεία. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά...

«Πήγες να με σκοτώσεις! Τι στο καλό κάνεις;» της φωνάζω και ο Ηρακλής μας κοιτάζει μπερδεμένος.

«Ναι, αλλά δεν πέθανες... Πέθανες;» συνεχίζει το ειρωνικό ύφος. Είμαι εξοργισμένος μαζί της! Ποια νομίζει ότι είναι; Πώς μπορεί να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του άλλου για κακό;

«Τι έγινε; Μήπως δε θέλεις να έρθεις μαζί μου τελικά; Φοβήθηκες;» Μου έρχεται να την κοπανίσω στον τοίχο!

«Μου ρούφηξες όλη τη δύναμή μου...» της λέω αργά και καθαρά καθώς τρίζω τα δόντια μου για να συγκρατηθώ.

«Αλήθεια; Δε σου φαίνεται...» μου λέει καθώς με εξετάζει από πάνω μέχρι κάτω. «Εγώ μια χαρά σε βλέπω». Εκνευρισμένος κάνω μια κίνηση να τη χτυπήσω με το δόρυ, αλλά για μια ακόμα φορά με αποκρούει.

«Θα μπορούσα να είχα πεθάνει αν-»

«Αν τι;» με διακόπτει γεμάτη ευχαρίστηση. Δεν απαντώ και ένα μεγάλο κενό ανάμεσα μας δημιουργεί μια αποπνικτική ατμόσφαιρα.

«Όπως είπα πριν, δεν πέθανες. Σωστά;» συνεχίζει εκείνη.

«Όχι» της απαντάω απότομα χωρίς να αλλάξω την απειλητική θέση μου.

«Σωστά. Άλλωστε οι αθάνατοι δεν πεθαίνουν έτσι απλά. Για αυτό άλλωστε λέγονται αθάνατοι. Σωστά;» λέει και το χαμόγελο στα χείλη της ζωηρεύει. Όχι... Αποκλείεται να ξέρει. Μπλοφάρει.

«Σωστά... Αλλά τι σχέση έχει αυτό;» τη ρωτάω και ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα κοιτάζει προς το ταβάνι.

«Έλα τώρα. Μπορείς να μου δείξεις την αληθινή σου μορφή. Ξέρω τι είσαι. Και εσύ και ο φιλαράκος σου» μου λέει και βάζει το κατάνα πίσω στη θήκη του. Εγώ όμως δεν αλλάζω στάση. Έχω μείνει έκπληκτος και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα...

Ξέρει...

Αλλά τι πραγματικά ξέρει;

Και πάνω από όλα, πώς; 

Παρασκευή Γκύζη