Ο Οίκος των Δράκων (κεφάλαιο 27- μέρος 1)

Ντέβαν

Ο Αίρυς παρακολουθούσε τις μάγισσες με μια έκφραση στο πρόσωπό του σαν να είχε δαγκώσει κάτι ξινό. Ο άρχοντας του Οίκου των Ντρόγκομιρ δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει τη δυσαρέσκειά του που είχαν αναγκαστεί να ζητήσουν τη βοήθεια των μαγισσών, πλάσματα που -κατά την άποψή του- άξιζαν μόνο για να εκτελούν θελήματα. Τα παράπονα και η γκρίνια, όμως, ήταν συμπεριφορές για κατώτερους ανθρώπους, ακόμα κι αν έβραζε μέσα του.

Και δεν ξέρει ακόμα ολόκληρη τη συμφωνία, σκέφτηκε ο Ντέβαν, αλλά δεν τον ένοιαζε η αντίδραση που θα είχε όταν μάθαινε ότι είχε υποσχεθεί στις μάγισσες πως θα ήταν ελεύθερες να επιστρέψουν στην ενδοχώρα. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η Κίρα. Εξάλλου, ο Αίρυς μπορεί να ήταν σκληρός άνθρωπος αλλά όχι παράλογος. Προτιμούσε να μοιραστεί ένα μέρος της εξουσίας, παρά να τη χάσει όλη.
        Η προσοχή του στράφηκε ξανά προς τις μάγισσες. Είχαν επιστρέψει στο χωριό και σχεδόν όλη η Σύναξη, μαζί με τους Ντρόγκομιρ και την Ντεσμέρα, στέκονταν μπροστά από το σπίτι της Ραζιγιέ. Ο Ντέβαν παρατήρησε πως το σπίτι της νεαρής μάγισσας ήταν το μόνο που είχε σκαλίσματα πάνω στην πέτρα, ρούνους γραμμένους σε κάποια αρχαία γλώσσα που δεν αναγνώριζε και αστερισμούς τόσο παλιούς που πλέον δεν υπήρχαν στον νυχτερινό ουρανό. Τα μοτίβα που σχημάτιζαν του θύμιζαν τις εικόνες που ήταν σκαλισμένες γύρω από την πόρτα της κρυμμένης αίθουσας στο φαράγγι.

 Η Ραζιγιέ και άλλες δυο μάγισσες στέκονταν γύρω από ένα μικρό οβελίσκο που το ύψος του ξεπερνούσε για λίγο τη μέση της μικροκαμωμένης αρχηγού των Ημισελήνων.

Ήταν φτιαγμένος από μια τραχιά πέτρα γεμάτη κοιλότητες και προεξοχές σαν τα βράχια της θάλασσας και το χρώμα της ήταν ένα βαθύ μαύρο που όμως ξεχώριζε μέσα στη νύχτα, λες και η πέτρα εξέπεμπε ένα εσωτερικό φως... Ο Ντέβαν δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Η κορυφή του οβελίσκου σχημάτιζε μια λεία κοιλότητα σαν μπολ, αν και ο Ντέβαν δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσε κάποιος να το σκαλίσει με τέτοια δεξιοτεχνία σε ένα τόσο περίεργο πέτρωμα. Οι μάγισσες είχαν γεμίσει την κοιλότητα με χονδρό αλάτι, στάχτη και σκόνη από ένα μαλακό μπλε πέτρωμα με λευκές φλέβες που θρυμματίστηκε εύκολα, μόλις η Ραζιγιέ το έτριψε πάνω στον οβελίσκο. Ο Ντέβαν δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν και ούτε του φαινόταν ιδιαίτερα πολύτιμο, αλλά τα αποδοκιμαστικά βλέμματα που του είχαν ρίξει οι μάγισσες όταν είδαν πως η Ραζιγιέ θα το χαλούσε για το ξόρκι του έλεγαν πως έκανε λάθος.

Η Ραζιγιέ άπλωσε τα χέρια της προς τις άλλες δυο γυναίκες και οι μάγισσες τα έπιασαν σχηματίζοντας ένα κύκλο γύρω από τον οβελίσκο. Δεν είχαν μπει καν στον κόπο να δοκιμάσουν κάποιο συνηθισμένο ξόρκι εντοπισμού πρώτα. Ήξεραν πως η Νιλάι ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να πάρει κάθε μέτρο προστασίας που θα τους εμπόδιζε να τη βρουν. Όμως όσο δυνατά κι αν ήταν τα ξόρκια της, δέκα μάγοι δεν μπορούσαν να παραβγούν τη δύναμη μιας ολόκληρης Σύναξης. Οι μάγισσες έκλεισαν τα μάτια τους και άρχισαν να μουρμουρίζουν.

«Τι κάνουν;» ρώτησε ο Ντέβαν χαμηλόφωνα την Ντεσμέρα που στεκόταν δίπλα του. Η μητέρα του προσπαθούσε να απομακρυνθεί όσο πιο πολύ μπορούσε από τον Αίρυς.

«Χρειάζονται ένα πολύ ισχυρό ξόρκι, για να σπάσουν τα ξόρκια κάλυψης της Νιλάι. Προσπαθούν να φτιάξουν ένα σύνδεσμο, για να μπορέσουν να αντλήσουν τις δυνάμεις όλων των μαγισσών της Σύναξης».

Η Ορόρα βρέθηκε δίπλα του και έπιασε το χέρι του, για να το κρατήσει ακίνητο. Ο Ντέβαν δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έτρεμε.

Οι μάγισσες άνοιξαν τα μάτια τους και άφησαν τα χέρια τους.

«Ντέβαν Ντρόγκομιρ, πλησίασε» είπε η Ραζιγιέ, με τόνο που ακούστηκε περισσότερο με διαταγή παρά με αίτημα.

Ήταν περίεργο να ακούει κάποιον να του απευθύνεται με αυτόν τον τρόπο. Συνήθως οι άνθρωποι έτρεμαν τους Ντρόγκομιρ και έσκυβαν τρομαγμένοι τα κεφάλια τους όποτε περνούσαν. Ελάχιστοι είχαν το θάρρος να τους μιλήσουν έτσι και συνήθως δε ζούσαν για πολύ μετά από αυτό.

Ο Ντέβαν άφησε το χέρι της αδελφής του και πήγε προς το μέρος τους. Οι δυο μάγισσες έκαναν στην άκρη, για να τον αφήσουν να πλησιάσει τον μικρό οβελίσκο και να σταθεί απέναντι στη Ραζιγιέ. Ένας από τους μάγους της πλησίασε και έτεινε ένα μαχαίρι προς το μέρος του. Ο Ντέβαν το πήρε κοιτώντας το με απορία. Ήταν ένα απλό μαχαίρι με λεπτή μακριά λεπίδα και ατσάλινη λαβή.

«Το ξόρκι μας θα βρει αυτό που είναι πιο σημαντικό για εσένα» του εξήγησε η Ραζιγιέ. «Χρειαζόμαστε ένα σύνδεσμο. Το παιδί είναι σάρκα από τη σάρκα σου και αίμα από το αίμα σου, οπότε…» Χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, κράτησε το χέρι του πάνω από την κοιλότητα στην κορυφή του οβελίσκου και έκλεισε το αριστερό του χέρι γύρω από τη λεπίδα. Ένιωσε ένα κάψιμο στην παλάμη του, καθώς το κρύο μέταλλο έσχιζε τη σάρκα του και το πλούσιο κόκκινο αίμα έτρεξε πάνω στην μπλε σκόνη.

«Νομίζω πως αυτό είναι αρκετό» είπε η Ραζιγιέ και βούτηξε τα δάχτυλα της μέσα στη σκόνη και το αίμα ανακατεύοντάς τα, δημιουργώντας ένα μοβ μίγμα.

«Πόσο χρόνο χρειάζεται, για να λειτουργήσει;» την ρώτησε.

«Σου έδωσα τον λόγο μου πως θα σε βοηθήσω να βρεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου και σκοπεύω να τον κρατήσω, αλλά αυτό δε σημαίνει πως θα κάνω ένα βιαστικό και τσαπατσούλικο ξόρκι». Μια γυναίκα με μακριά κόκκινα κυματιστά μαλλιά πλησίασε κρατώντας ένα άδειο γυάλινο μπουκαλάκι και μια τυλιγμένη περγαμηνή. Η Ραζιγιέ πήρε το μπουκάλι από το χέρι της και άρχισε να το γεμίζει με τη σκόνη. «Αν σκοπεύεις να διοικήσεις μια μέρα, πρέπει να μάθεις να κάνεις υπομονή».

«Με κοροϊδεύεις;» σχεδόν της φώναξε. «Η Νιλάι απήγαγε την Κίρα, απειλεί να σκοτώσει το αγέννητο παιδί μου, κι εσύ μου λες να κάνω υπομονή; Εσύ θα μπορούσες αν ήσουν στη θέση μου;» Η νεαρή μάγισσα στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια της.

«Αν είχες κληρονομήσει το χάρισμα της μητέρας σου και είχες μεγαλώσει σαν μάγος θα ήξερες πως η υπομονή και η ψυχραιμία είναι δυο από τις σπουδαιότερες αρετές αυτού του κόσμου».

Το να είναι υπομονετικός και ψύχραιμος στα όρια της αδιαφορίας όπως οι μάγισσες δεν ήταν κάτι που τον ενδιέφερε. Του φαινόταν εξοργιστικό που η Ραζιγιέ τον αντιμετώπιζε λες και φερόταν υπερβολικά. Τι περίμενε δηλαδή; Για τη ζωή της Κίρας μιλούσαν!

Η Ραζιγιέ έτεινε το μπουκάλι προς το μέρος του.

«Μην το ρίξεις» του είπε καθώς το έπαιρνε από το μικρό της χέρι και η Ραζιγιέ πήρε άλλη μια χούφτα από τη μοβ-μπλε σκόνη μέσα από το μπολ. Η κοκκινομάλλα ξετύλιξε την περγαμηνή και την άπλωσε πάνω στον οβελίσκο. Ήταν ένας χάρτης του δάσους, όμως αντί να δείχνει περάσματα και ποτάμια, απεικόνιζε το Δάσος των Ψιθύρων κατακερματισμένο σε περιοχές. Το βλέμμα του Ντέβαν έπεσε πάνω σε μερικά ονόματα στο κέντρο κάθε τμήματος, Ημισέληνοι, Κλίαργουότερ, Πάξον. Υπήρχαν και μερικές γκρίζες ζώνες που ο Ντέβαν υπέθετε πως θεωρούνταν ουδέτερες περιοχές και δεν ανήκαν σε καμία Σύναξη. Η Ραζιγιέ άφησε τη σκόνη να κυλήσει μέσα από τα δάχτυλά της και να πέσει πάνω στην περιοχή με το όνομα των Ημισελήνων. Κούνησε το χέρι της πάνω από τον χάρτη με μια κυκλική κίνηση σαν να ήθελε να ανακατέψει τον αέρα.

«Δείξε μου αυτό που αναζητώ».

Η σκόνη άρχισε να κινείται προς τα βόρια, αλλά ξαφνικά σταμάτησε και χωρίστηκε στα δύο. Το ένα σκέλος έμεινε ακίνητο, ενώ το άλλο συνέχισε προς τη βάση της Οροσειράς.

«Είναι φυσιολογικό αυτό;» ρώτησε η Ορόρα που είχε πάει κοντά στον Ντέβαν χωρίς εκείνος να την αντιληφθεί. Η αδελφή του περπατούσε αθόρυβα σαν γάτα, αν και απόψε ο Ντέβαν δε θα την είχε προσέξει ακόμα κι αν χοροπηδούσε σφυρίζοντας. Το μόνο που υπήρχε στο μυαλό του ήταν να βρει την Κίρα.

Και οι υπόλοιποι Ντρόγκομιρ είχαν πλησιάσει, πρώτα ο Αίρυς και ο Γκρέγκορ, πίσω τους ο Κάσρελ και ο Έντγκαρ που έδειχναν εξαιρετικά δυσαρεστημένοι που έπρεπε να βρίσκονται εκεί, ενώ η Κάλικ και η Νερίσσα είχαν μια πιο διακριτική παρουσία στο τέρμα. Οι μάγισσες είχαν παραμερίσει, για να τους αφήσουν να περάσουν, όχι από φόβο, αλλά περισσότερο σαν να αηδίαζαν στην ιδέα ότι θα άγγιζαν κάποιον από αυτούς έστω και κατά λάθος.

«Το ξόρκι δείχνει αυτό που επιθυμεί περισσότερο ο αδελφός σου» είπε η Ραζιγιέ απευθυνόμενη στην Ορόρα, αλλά το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο πρόσωπο του Ντέβαν.

Το μόνο που ήθελε ο Ντέβαν ήταν να βρει την Κίρα και το μωρό. Δεν καταλάβαινε γιατί ο χάρτης τους έδειχνε δυο σημεία.

«Υπάρχει περίπτωση να είναι κάποιο κόλπο της Νιλάι, για να μας παραπλανήσει;»

«Πιθανόν» αποκρίθηκε η μάγισσα.

«Τότε θα χωριστούμε». Δεν είχαν χρόνο για να το αναλύσουν περισσότερο και αυτή ήταν η πιο σίγουρη επιλογή.

«Αυτό είναι γελοίο» είπε ο Αίρυς. Αμφισβητούσε τον γιο του μπροστά σε τόσο κόσμο και δεν είχε καν τη ευγένεια να χαμηλώσει λίγο την φωνή του. «Είναι προφανές ότι βρίσκονται στο σημείο που κινείται».

«Τότε εσύ και ο θείος θα πάτε εκεί» είπε κοφτά το αγόρι. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να δίνει διαταγές. Αν ήταν στο χέρι του, η Κίρα θα ήταν νεκρή προ πολλού και ήταν σίγουρος πως ποτέ δεν είχε δει το παιδί του σαν κάτι παραπάνω από ένα μέσο, για να σπάσει η κατάρα κι ας ήταν αίμα του. Ο Ντέβαν δεν ήξερε καν γιατί ανεχόταν την παρουσία του. Προσπάθησε να ηρεμήσει και έδειξε το σημείο που η σκόνη είχε μείνει ακίνητη. «Εγώ θα πάω εκεί. Κάτι δε μου φαίνεται σωστό. Γιατί η Νιλάι να μας δείχνει πως έχει μείνει σε ένα σημείο και όχι να μας κάνει να πιστέψουμε πως κινείται σε δυο διαφορετικές κατευθύνσεις;»

«Ίσως επειδή προέβλεψε πως θα υπέθετες κάτι τέτοιο» πρότεινε η Κάλικ. Ο Ντέβαν γύρισε και κοίταξε την ξαδέλφη του.

«Τότε γιατί να μας δείξει ένα σημείο τόσο κοντά στο άλλο; Είναι νύχτα, μπορούμε να μεταμορφωθούμε και να πετάξουμε. Ακόμα κι αν πάμε στο λάθος σημείο του δάσους μπορούμε να βρεθούμε στο σωστό πριν προλάβει να διανύσει μισό μίλι. Δε βγάζει νόημα». Στράφηκε ξανά προς την Ραζιγιέ. «Εμείς θα ξεκινήσουμε πρώτοι κι εσείς θα μας ακολουθήσετε».

«Το ξέρεις ότι το πέταγμα και το περπάτημα δεν είναι το ίδιο, σωστά; Αν ξεσπάσει συμπλοκή πριν σας φτάσουμε δεν μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα ζείτε όλοι μέχρι το ξημέρωμα. Όχι πως θα διαμαρτυρόταν κανείς».

Ο Ντέβαν αγνόησε το τελευταίο σχόλιο και κοίταξε την Ορόρα.

«Θα έρθεις μαζί μου;»

«Λες και χρειαζόταν να το ρωτήσεις».

«Θα έρθω κι εγώ μαζί σας» τους είπε η Ντεσμέρα και ο Ντέβαν ένευσε καταφατικά. Ακόμα και η Ορόρα συμφώνησε. Μια Θεραπεύτρια θα ήταν χρήσιμη και ο Ντέβαν έπρεπε να παραδεχθεί πως θα ένιωθε καλύτερα αν ήταν μαζί του η μητέρα τους. Μπορεί να μην μπορούσε να πολεμήσει, αλλά η παρουσία της τον έκανε να νιώθει μεγαλύτερη σιγουριά και ασφάλεια, καμία σχέση με την ψυχρή αντιμετώπιση που είχε από τον Αίρυς εδώ και χρόνια.

Δε χρειάστηκε να συζητήσουν, για να φτιάξουν τις ομάδες. Ήταν λες και ο καθένας τους ήξερε πού έπρεπε να πάει. Ο Αίρυς θα πήγαινε εκεί που πίστευε πως είχε δίκιο και ο αδελφός του με τους γιους του φυσικά θα τον ακολουθούσαν. Η Κάλικ κοίταξε αβέβαια μια τα αδέλφια της και μια τα δίδυμα, αλλά τελικά αποφάσισε να πάει μαζί με τον πατέρα της. Η Νερίσσα... Η Νερίσσα δεν ήθελε να βλέπει κανέναν τους οπότε μάλλον θα έφευγε, για να ψάξει για κάποια άλλη Σύναξη που θα ήταν πρόθυμοι να κάνουν το ξόρκι, για να φέρουν πίσω στη ζωή τον Νάριαν.

Η Ραζιγιέ ένευσε προς το μπουκαλάκι με τη σκόνη που κρατούσε ο Ντέβαν στο χέρι του. «Πρόσεχε μην το χάσεις» του είπε.

Ο Ντέβαν ένευσε καταφατικά αν και δεν ήξερε σε τι θα μπορούσε να τον βοηθήσει αυτή η σκόνη πλέον. Καθώς ετοιμαζόταν να ξεκινήσει πέρασε δίπλα από τη Νερίσσα που είχε μείνει σιωπηλή τόση ώρα, σε σημείο που σχεδόν είχε ξεχάσει την παρουσία της.

«Θα έρθω κι εγώ» του ανακοίνωσε. Ο Ντέβαν ξαφνιάστηκε για μια στιγμή από αυτή τη δήλωση.

«Δεν είσαι αναγκασμένη να έρθεις μαζί μας, ή να πας με τον άρχοντα-πατέρα μου. Αν αποφασίσεις να φύγεις, κανείς δε θα σε κατηγορήσει». Το τελευταίο ήταν ψέμα αλλά δεν μπορούσε να ασχοληθεί με αυτό τώρα.

«Πώς τολμάς να με προσβάλεις έτσι;» είπε θιγμένη, με τα γαλάζια μάτια της να πετάνε σπίθες. «Μπορεί να είμαι θυμωμένη -ποτέ δεν προσπάθησα να το κρύψω- αλλά ειλικρινά πιστεύεις ότι η ψυχή μου είναι τόσο μαύρη ώστε να εύχομαι τον θάνατο ενός αγέννητου παιδιού;»

Το αγόρι την κοίταξε έχοντας χάσει τα λόγια του, αλλά η Νερίσσα απλά τον προσπέρασε και μεταμορφώθηκε. Οι μάγοι ξεκίνησαν, αδειάζοντας τη μικρή πλατεία και δίνοντας χώρο στους Ντρόγκομιρ να μεταμορφωθούν. Δυνατοί άνεμοι σηκώθηκαν καθώς οι δράκοι χτυπούσαν ταυτόχρονα τα φτερά τους, για να απογειωθούν.

Φαίη