Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 14)

Χαρούμενη ψάχνει τη βιβλιοθήκη της. Ο Ηρακλής είναι ακόμα μπερδεμένος, αλλά δε φαίνεται να έχει αμφιβολίες για τις πράξεις μου. Η Τερψιχόρη βγάζει έναν ήχο θαυμασμού από μέσα της, καθώς τραβάει ένα μικρό βιβλίο από τη μεγάλη συλλογή της. Το ανοίγει με προσοχή και με ευλάβεια το ξεφυλλίζει. Διαβάζει γρήγορα ό,τι χρειάζεται και κοιτάζει τον κύκλο στο πάτωμα, καθώς εξετάζει τα στοιχεία μπροστά της. Γονατίζει και με γυμνά χέρια σβήνει το προηγούμενο ξόρκι. Σηκώνεται γρήγορα και παίρνει από το συρτάρι του γραφείου της μια χρυσή κιμωλία και ένα κόκκινο κερί. Με την κόκκινη κιμωλία γράφει από την αρχή το ξόρκι και με τη χρυσή χαράζει σχήματα στο κέντρο. Τέλος, βάζει το κόκκινο κερί στο κέντρο και πάει στη θέση της.

«Θα χρειαστούμε λίγο παραπάνω ενέργεια για αυτόν. Πρόσεχε. Εάν σου μιλήσει, πρέπει να απαντήσεις με ευλάβεια και σεβασμό. Μόνο έτσι θα τον πάρουμε με το μέρος μας. Ένα λάθος και μπορεί να μας δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα».

«Τότε γιατί τον επικαλούμαι; Το δαιμόνιο πριν, από όσο κατάλαβα, ήταν σίγουρη βοήθεια. Αλλά αυτό; Γιατί να ρισκάρεις τόσο πολύ;» τη ρωτάω ενώ ο χώρος γύρω μας έχει ήδη αρχίσει να κρυώνει.

«Είναι ένας από τους πιο δυνατούς δαίμονες όλων των εποχών. Θεωρείται ένας από τους πρώτους. Μπορεί να μας βοηθήσει να βγούμε ζωντανοί από εκεί μέσα. Μπορεί να μας κρύψει πολύ εύκολα» μου απαντάει και δεν είμαι ακόμα σίγουρος εάν πρέπει να κάνουμε αυτήν την κίνηση.

Φορτίζω τον εαυτό μου με όση ενέργεια μπορεί να αντέξει ένα θνητό σώμα. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν μπορεί κανείς άλλος να καταλάβει τι είμαι. Αυτή τη φορά κανένα φως και καμία θύελλα δεν εμφανίζεται. Η Τερψιχόρη αρχίζει να ψέλνει. Νιώθω την ενέργειά μου να αδειάζει σε λίγες μόνο στιγμές. Νιώθω εξαντλημένος και νομίζω αυτή τη φορά το ίδιο νιώθει και εκείνη. Τα μάτια της είναι σφιχτά κλεισμένα και φαίνεται να πιέζεται πολύ, για να βγάλει φωνή από μέσα της. Βήχει με δύναμη. Ένας δυνατός και παγωμένος αέρας φυσάει και παρασέρνει τα μαλλιά της. Το σώμα της μαζεύεται σε μια προσπάθεια να προστατευτεί από την ορμή και τη χαμηλή θερμοκρασία. Φαίνεται ευάλωτη. Από τη μύτη της τρέχει λίγο αίμα. Ο αέρας σταματά και εκείνη παίρνει μια τρομερή ανάσα, σαν να μην μπορούσε τόση ώρα να αναπνεύσει. Το κόκκινο κερί στη μέση ανάβει και η Τερψιχόρη σταματά να ψέλνει.

«Άρχοντά μου; Με ακούς;» λέει με όση δύναμη της έχει απομείνει. Η φλόγα στο κερί τρεμοπαίζει για μια στιγμή αλλά δεν υπάρχει καμία άλλη αντίδραση.
«Άρχοντά μου, εγώ είμαι...» του λέει σχεδόν με ικετευτική φωνή και η μικρή φλόγα μετατρέπεται σε μια έκρηξη φωτιάς. Το φως της με θολώνει και παραλίγο να κάνω πίσω από την όψη της.

«Πώς τολμάς να με ενοχλείς;» βρυχάται η φλόγα μπροστά μας.

«Συγχωρέστε με, άρχοντά μου, αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σας» του λέει και κάνει μια υπόκλιση.

«Ποιος είσαι εσύ;» φωνάζει ξανά και μάλλον απευθύνεται σε εμένα. Να πάρει...

«Λυσίμαχος ονομάζομαι, άρχοντά μου, και είμαι εδώ για να σας υπηρετώ» του απαντάω και κάνω και εγώ μια ευγενική υπόκλιση. Δεν πιστεύω ότι το κάνω αυτό! Μου έρχεται αναγούλα!

«Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ μαζί σας!» απευθύνεται πάλι στην Τερψιχόρη.

«Όχι, σας παρακαλώ! Μη φύγετε! Χρειάζομαι για μια ακόμα φορά την υπέρτατη δύναμή σας και τη μοναδική λάμψη σας, για να σωθώ, άρχοντά μου...» τον παρακαλεί και η φλόγα φαίνεται να ηρεμεί.

«Και πώς μπορεί η μεγαλειότητά μου να βοηθήσει ένα μυρμήγκι σαν και εσένα;» Μόλις πιάστηκε στο αγκίστρι. Μπορεί να είναι δυνατός, όπως λέει η Τερψιχόρη, αλλά όχι και τόσο πολύ έξυπνος τελικά.

«Θα έρθω να σας επισκεφτώ σύντομα. Αλλά όπως ήδη η μεγαλειότητά σας γνωρίζει, πολλοί από εκεί μέσα δε με θέλουν κοντά τους. Για αυτό σας χρειάζομαι, άρχοντά μου, για να με κρύψετε από αυτούς που δεν μπορούν να καταλάβουν τα βαθιά και σοφά πράγματα που αντιλαμβάνεστε εσείς». Θεέ μου... Πόσο ηλίθιος πρέπει να είναι κάποιος, για να κολακεύεται με όλα αυτά;

«Πολύ καλά, παιδί μου. Θα εκπληρώσω την επιθυμία σου. Άλλωστε λίγο αλλαγή στην καθημερινότητά μου δεν κάνει κακό. Πολύ καλά. Πολύ καλά. Θα σε περιμένω τότε μαζί με τον ευγενικό φίλο σου» της απαντάει και η Τερψιχόρη κάνει βαθιά υπόκλιση. Ακολουθώ και εγώ και το κερί σβήνει.

Χρησιμοποιώ όση ενέργεια μου έχει μείνει, για να κλείσω τη δίοδο επικοινωνίας μας. Μόλις οι ενέργειες κλείνουν, η Τερψιχόρη πέφτει κάτω εξαντλημένη και λαχανιασμένη. Προσπαθεί να συνέλθει. Έβαλε τεράστια ποσοστά δύναμης για έναν απλό θνητό. Κάποιος άλλος στη θέση της θα μπορούσε να πεθάνει. Μόνο έναν άνθρωπο είχα δει ξανά να έχει τόσο μεγάλη αντοχή στην πίεση των δυνάμεων. Την Εχεκράτεια...

Η Τερψιχόρη σκουπίζει με μίσος τη μύτη της από το αίμα και με προσοχή σηκώνεται όρθια. Εγώ πάλι αντλώ αργά και σταθερά ενέργεια από το περιβάλλον, για να γεμίσω και πάλι τις μπαταρίες μου. Ο χώρος έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ, που σχεδόν έχει αποστραγγιστεί ενεργειακά. Χρειάζομαι αέρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ανοίγω την πόρτα πίσω μας και βγαίνω στον δρόμο. Σκύβω, στηρίζομαι στα γόνατά μου και παίρνω μερικές βαθιές ανάσες. Ένα χέρι στον ώμο μου, ζεστό και οικείο με ηρεμεί.

«Δε νομίζω να είναι καλή αυτή η ιδέα» μου λέει ο Ηρακλής και σηκώνομαι.

«Καλή ή όχι, είναι η μόνη μας ευκαιρία» του απαντάω καθώς παίρνω μια ακόμα βαθιά ανάσα, πριν μπούμε πάλι μέσα στο σπίτι.

Η Τερψιχόρη είναι καθισμένη στην πολυθρόνα της. Στο δεξί της χέρι κρατάει ένα αναμμένο τσιγάρο, αλλά δεν καπνίζει. Πίνει άπληστα νερό. Καθόμαστε πίσω στις θέσεις μας και περιμένουμε το επόμενο βήμα προσπαθώντας να ηρεμήσουμε -όσο ακόμη μπορούμε. Ήταν μια πολύ γεμάτη μέρα. Αυτή η στιγμή ανάπαυσης είναι ιερή και σεβαστή από όλους μας. Κανείς δε μιλάει. Για λίγο αφήνουμε ο ένας τον άλλον να πάρει μια ανάσα. Η Τερψιχόρη σηκώνεται όρθια και πάει μέσα στο δωμάτιο. Αμέσως μετά επιστρέφει με μια χάρτινη σακούλα. Την ακουμπάει στο τραπέζι και βγάζει από μέσα ένα τυλιγμένο μπέργκερ. Βγάζει άλλο ένα και το πετάει προς τη μεριά του Ηρακλή. Εκείνος με απίστευτα αντανακλαστικά το πιάνει και την κοιτάζει με απορία.

«Δεν ξέρω τι ρόλο παίζεις. Είσαι το τσιράκι του; Μαθητής του; Πάντως έχεις ανάγκη από φαγητό» του λέει χωρίς να τον κοιτάζει και του πετάει και ένα μικρό μπουκάλι νερό. Σβήνει το τσιγάρο της και κάθεται να φάει.

«Τι το κοιτάζεις; Δε μου χρησιμεύεις νεκρός. Φάε» του λέει και κόβει μια μεγάλη μπουκιά από το φαγητό της.

Με τόση λίγη ενέργεια που έχω αντλήσει νιώθω και εγώ την αίσθηση της πείνας για μια στιγμή, αλλά οι άγγελοι δεν τρώνε. Δεν πρέπει να της δείξω ότι χρειάζομαι και εγώ τροφή. Η ησυχία επικρατεί για λίγη ώρα στο δωμάτιο.

Η περίοδος ησυχίας λήγει.

«Τι στο καλό ήταν αυτό;» τη ρωτάω και δείχνω τον κύκλο στο πάτωμα.

«Αυτός ήταν ο Ale. Όπως σου είπα, είναι πανίσχυρος για αυτό και χρειαστήκαμε τόση ενέργεια, για να τον επικαλεστούμε. Σκορπάει τις δυνάμεις του κακού συνεχώς, αλλά είναι ένας από τους λίγους δαίμονες που μπορούν να κάνουν καλό, εάν τον πάρεις με το μέρος σου. Το μόνο που θέλει είναι κολακείες. Τίποτα άλλο» μου λέει απόλυτα σοβαρή και ανάβει ένα τσιγάρο. Κοιτάζει τον Ηρακλή εξεταστικά και του κάνει νόημα σαν να τον ρωτάει εάν είναι καλά. Φαίνεται πραγματικά πολύ κουρασμένος. Έχει να κοιμηθεί δύο μέρες!

«Χρειάζεσαι ξεκούραση» του λέω απότομα και εκείνος στήνει αγέρωχα το κορμί του.

«Είμαι καλά» μου απαντάει και κοιτάζω την Τερψιχόρη.

«Εάν δεν είσαι ξεκούραστος, δε θα καταφέρεις να έρθεις μαζί μας» του λέει εκείνη και την καρφώνω με το βλέμμα μου.

«Ο Ηρακλής δεν έχει να πάει πουθενά» της λέω απότομα και εκείνη φυσάει πάω μου τον καπνό της υποτιμητικά.

«Ό,τι πεις, αφεντικό» μου απαντάει και γυρνάει το κεφάλι της από την άλλη.

«Τι εννοείς; Φυσικά και θα έρθω».

«Ξέχασέ το» απαντάω επιβλητικά.

«Δεν μπορείς να πας χωρίς εμένα». Δεν μπορώ να πάω μ’ εσένα. Εάν σου συμβεί κάτι κακό, δε θα το αντέξει η συνείδησή μου.

«Θα πας πίσω. Η Spero σε χρειάζεται περισσότερο από εμένα» του λέω μέσα στο κεφάλι του και μαζεύεται.

«Δεν μπορώ να σε αφήσω μόνο σου».

«Θα είμαι καλά. Σ’ το υπόσχομαι». Του χαμογελάω και αναστενάζει.

«Πολύ καλά. Θα με βοηθήσεις τότε να πάω πίσω;» μου λέει και σηκώνομαι όρθιος.

«Δεν μπορούσες να τον πας λίγο νωρίτερα; Τώρα μου έφαγε ήδη το φαΐ» λέει εκνευρισμένη η Τερψιχόρη.

«Θα κεράσω εγώ την επόμενη φορά» λέει ο Ηρακλής. Σηκώνει το χέρι της σαν να τον χαιρετάει και δεν του ρίχνει άλλη ματιά. Τον ακουμπάω στον ώμο και τον στέλνω πάλι πίσω στους Ουρανούς.

«Και τώρα οι δυο μας».

«Τέσσερις» με διορθώνει.

«Σωστά... Έχουμε ένα ποντίκι και έναν θυμό μέσα σε αυτό το σπίτι» της λέω ειρωνικά. Για ένα δευτερόλεπτο χαμογέλασε.

«Λοιπόν, είσαι έτοιμος;» με ρωτάει και σηκώνεται όρθια. Δε νιώθω έτοιμος, αλλά κουνάω θετικά το κεφάλι. «Τέλεια. Άκουσέ με. Αυτή τη φορά θα πρέπει να ενωθούμε, και μεταξύ μας και με την άλλη άκρη της γέφυρας». Τον δαίμονα Kiyohime δηλαδή. «Θα πρέπει να συγκεντρωθείς και να δημιουργήσουμε με την ενέργειά μας ένα νήμα που ενώνει τους δύο κόσμους. Θα περάσουμε μέσα από αυτό στα Τάρταρα. Το ταξίδι αυτό δεν είναι σαν μια απλή πύλη. Δεν είναι βέβαιη η κατάληξη. Θα ταξιδέψεις μέσα από ενέργειες και οράματα, μέσα από αλήθειες και φόβους, για να φτάσεις στην άλλη άκρη» συνεχίζει. Πόσο δύσκολο να είναι; Έφτασα εδώ που έφτασα, δε θα σταματήσω τώρα γιατί φοβάμαι για το τι θα αντιμετωπίσω. «Είσαι έτοιμος λοιπόν;» μου λέει ήρεμη και βάζει το σακίδιο στην πλάτη της.

«Έτοιμος». Σηκώνομαι όρθιος.

«Πρόσεχε. Κανείς δεν πρέπει να καταλάβει τι είσαι. Αλλιώς θα καούμε στην κόλαση». Τραγική ειρωνεία…

Απλώνει τα χέρια της και πιάνει τα δικά μου, ενώ στέκεται σαν κολώνα μπροστά μου. Κλείνει τα μάτια της και προσπαθώ να εστιάσω στο να ακολουθήσω την ενέργειά της. Οι δυνάμεις μας γίνονται ένα. Ταξιδεύουν μέσα από ενέργειες και θύελλες, πλημμύρες πυρκαγιές και σεισμούς σαν ένα και μόνο κομμάτι κλωστής. Περνούν μέσα από τα έγκατα της γης και από την κόλαση την ίδια και καταλήγουν σε ένα άγνωστο μέρος: ήσυχο και πρωτόγνωρο.

Η γέφυρα χτίστηκε! Τώρα μένει να τη διασχίσουμε. Το σκοτάδι μας περικυκλώνει και νιώθω ένα περίεργο συναίσθημα κενού να περνάει σαν ρίγος από τη σπονδυλική μου στήλη. Το απόλυτο τίποτα! Και μετά... Μετά ένα φως εμφανίζεται μπροστά μου. Για μια στιγμή τυφλώνομαι. Την επόμενη, βρίσκομαι σε έναν καταπράσινο κήπο. Τι στο καλό; Εδώ πέρα δεν είναι τα Τάρταρα. Δεν μπορεί να είναι! Η ατμόσφαιρα είναι γλυκιά και ζεστή. Αναμνήσεις μου έρχονται από το παρελθόν και ένα άρωμα που είχα πολύ καιρό να νιώσω συνεπαίρνει όλες τις αισθήσεις μου. Γιασεμί...

«Μαξ;» ακούω την πανέμορφη φωνή της να με αγγίζει και γυρνάω τρεμάμενος να τη δω.

«Εχεκράτεια;»

Παρασκευή Γκύζη