Εξόριστοι (Κεφάλαιο 26)

Φάνης

Ο Φάνης τελικά αναγκάστηκε να γυρίσει στο σπίτι με βαριά καρδιά. Παραδόξως, ο πατέρας του συμπεριφερόταν σαν μην είχε γίνει τίποτα. Ήταν από τις λίγες φορές που ήταν νηφάλιος και η αλήθεια είναι ότι δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί του, ίσως να μην είχε προσέξει καν πως έλειπε δυο μέρες από το σπίτι. Όταν γύρισε το απόγευμα, τον βρήκε να ετοιμάζεται για την υπηρεσία. Ήταν φρεσκοξυρισμένος, με ύφος γεμάτο αυτοπεποίθηση, πράγμα που τον παραξένεψε. Έμοιαζε να έχει μια από τις σπάνιες καλές του μέρες, μα όσο και αν το ήθελε, ήξερε πως αυτό ήταν κάτι που δε θα διαρκούσε για πολύ. Πολύ σύντομα, η βότκα θα ήταν και πάλι ο οδηγός για τις εφιαλτικές του επιλογές.

Είχε νυχτώσει και ο πατέρας του είχε φύγει. Θα έλειπε όλο το βράδυ, καθώς είχε νυχτερινή βάρδια, κάτι που τον χαροποίησε ιδιαιτέρως. Είχε το σπίτι στη διάθεσή του και έτσι ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να καλέσει την Drite. Ένιωθε αναστατωμένος από την προσμονή, κοίταζε συνεχώς έξω από το παράθυρο τη βροχή που έμοιαζε να έχει κοπάσει κάπως. Κοιτάχτηκε ξανά στον καθρέφτη και έφτιαξε την μικρή μπούκλα που κρεμόταν ανέμελη στο μέτωπό του.

Άκουσε το κουδούνι και η καρδιά του σφίχτηκε, μα δεν μπόρεσε να κρύψει ένα χαμόγελο.

-Ήρθε, είπε στον εαυτό του.

Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν ανοίξει την πόρτα. Κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη και πήγε να την καλωσορίσει. Η Drite φορούσε μια γαλάζια φούστα και μια κοντή λευκή μπλούζα κάτω από τη γαλάζια ζακέτα της, που άφηνε να φαίνεται η κοιλιά της. Τα καστανά σγουρά μαλλιά της ήταν λυτά πάνω στους ώμους της. Παρά την ομπρέλα που κρατούσε, είχε μουσκευτεί, κάνοντάς τη να φαίνεται στα μάτια του σαν υγρή οπτασία.

Της χαμογέλασε αμήχανος και κοιτάχτηκαν στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα.

-Θα τα πούμε από δω; του είπε. Από την πόρτα;

Χτύπησε το κούτελό του.

-Έχεις δίκιο, της είπε, με συγχωρείς. Πέρνα μέσα.

Του έδωσε τη σακούλα που κρατούσε καθώς έμπαινε στο σπίτι του. Την άνοιξε περίεργος για να διαπιστώσει πως ήταν ένα παιδικό παραμύθι.

-«Πινόκιο»; τη ρώτησε με μια ευχάριστη έκπληξη.

-Επειδή μου είπες πως δεν έχεις καλή σχέση με το διάβασμα, είπα να ξεκινήσεις με κάτι ελαφρύ.

-Ενδιαφέρουσα επιλογή, της είπε γελώντας. Η μαριονέτα που προσπαθεί να γίνει ένα καλό παιδί.

-Πίσω από το παραμύθι, είπε με σοβαρό ύφος κοιτώντας γύρω της, είναι μια βαθιά πνευματική ιστορία, η ιστορία ενός παιδιού που πρέπει να είναι «καλό» και γεμίζει με μαθήματα για τα ψέματα. Τα βάναυσα ειλικρινή κοινωνικά σχόλια του Πινόκιο απεικονίζουν ένα ζοφερό όραμα του σύγχρονου κόσμου μας και επιβάλλουν έναν τρόπο για να ξεφύγουμε από τις παγίδες του.

Ο Φάνης σάστισε, κοιτάζοντας μια το παραμύθι, μια εκείνη.

- Μόλις μου κατέστρεψες τα ήδη διαλυμένα μου παιδικά χρόνια.

Η Drite δεν του απάντησε παρά μόνο συνέχισε να κοιτά το σπίτι. Στάθηκε μπροστά στη φωτογραφία ενός άντρα με στολή και την πήρε στα χέρια της.

-Ο πατέρας σου;

-Ναι, είπε αδιάφορα αφήνοντας το παραμύθι σε μια γωνία.

-Του μοιάζεις.

Ο Φάνης έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας μα δεν απάντησε.

-Θα πιεις κάτι; της πρότεινε.

-Σου είπα δεν πίνω.

-Σε πειράζει αν πιω εγώ;

Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της και εκείνος πήγε στο ψυγείο να πάρει μια μπύρα. Όταν γύρισε, είχε βγάλει τη ζακέτα της και κοιτούσε προς το μέρος του.

-Λοιπόν; του είπε.

-Τι λοιπόν;

Τον πλησίασε αποφασιστικά και τον φίλησε με θέρμη στο στόμα, τα χείλη της είχαν γεύση κανέλας. Τον ξάφνιασε αυτή της η κίνηση και απέμεινε να την κοιτά για μια στιγμή χαμογελώντας χαζά. Τη φίλησε και εκείνος. Τον απώθησε και έκανε δυο βήματα προς τα πίσω. Έβγαλε την μπλούζα της και άφησε να φανεί το σφιχτό της κορμί, οι καλοσχηματισμένοι της κοιλιακοί. Έγλειψε τα χείλη του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπύρας, καθώς έβγαλε το αθλητικό της σουτιέν και αποκάλυψε το μικρό στητό της στήθος. Η Drite έμεινε να τον κοιτά σχεδόν ανέκφραστη, ενώ εκείνος κατάπινε με δυσκολία.

Άφησε το μπουκάλι δίπλα του και σχεδόν όρμησε πάνω της. Την αγκάλιασε σφιχτά και επιδόθηκαν σε παθιασμένα χάδια. Της φίλησε τον λαιμό, το στέρνο, τη γραμμή ανάμεσα στο στήθος. Εκείνη είχε αρπάξει τα μαλλιά του και τον έσφιγγε με δύναμη επάνω της, οι ρώγες της είχαν γίνει σκληρές σαν πέτρα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, νόμιζε πως θα βγει από το στήθος του.

Την πήρε αγκαλιά και την πήγε στο δωμάτιό του. Την ξάπλωσε απαλά στο κρεβάτι και έβγαλε την μπλούζα του. Η Drite είδε τη μεγάλη διαγώνια ουλή στο στήθος του.

-Τι είναι αυτό; τον ρώτησε.

-Ένα κακόγουστο ενθύμιο.

Τη χάιδεψε ενοχλημένος.

-Η πληγή είναι πιο βαθιά από όσο φαίνεται, της είπε.

Τον πλησίασε και στάθηκε γονατιστή στο κρεβάτι μπροστά του καθώς εκείνος ήταν ακόμα όρθιος. Φίλησε την ουλή του, στην αρχή διακριτικά, μα μετά πιο άγρια με μικρές δαγκωνιές. Ο Φάνης μόρφασε από τον πόνο, μα κατά έναν τρόπο, τον ερέθισε αφάνταστα. Έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη του και τα χείλη της έβγαλαν ένα μικρό βογκητό ηδονής.

Η Drite τραβήχτηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι μένοντας γυμνή. Έγειρε επάνω της και έκαναν έρωτα, ενώ η βροχή άρχισε να δυναμώνει ξανά. Ήταν η πρώτη φορά και για τους δύο. Με άγαρμπες και άτσαλες κινήσεις ανακάλυπταν τις πρωτόγνωρες χαρές τυλιγμένοι στα λευκά σεντόνια. Το δωμάτιο γέμισε με λάγνες ανάσες και ακόλαστα φιλιά γεμάτα πόθο και λαχτάρα.

Ξάπλωσαν ο ένας δίπλα στον άλλον αγκομαχώντας σαν τελείωσαν. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, αμήχανοι. Ο Φάνης σηκώθηκε και πήγε στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Άναψε τσιγάρο και αφέθηκε στη δροσερή αύρα με κλειστά τα μάτια. Γύρισε και είδε την Drite ακουμπισμένη με την πλάτη στο προσκέφαλο, έχοντας τραβήξει το σεντόνι για να καλύψει τη γύμνια της με μια έκφραση αμηχανίας στο πρόσωπό της.

-Καλύτερα να πηγαίνω, είπε. Είναι αργά.

-Μείνε λίγο ακόμα, της είπε χωρίς να το εννοεί.

Η Drite σηκώθηκε και ντύθηκε μάλλον απρόθυμα. Ο Φάνης πέταξε το τσιγάρο και πήγε κοντά της. Τη φίλησε στα μαλλιά.

-Θα σου τηλεφωνήσω, της είπε και εκείνη του ανταπέδωσε το φιλί.

Κάθισε στο κρεβάτι του γυμνόστηθος, η πληγή του τον έτσουζε. Πήρε την κιθάρα του και τη γρατσούνισε δίχως όρεξη. Όλη αυτή η ερωτική πράξη του είχε αφήσει μια γλυκόπικρη γεύση, ένιωθε μπερδεμένος, διχασμένος.

Άφησε την κιθάρα και έπιασε το ημερολόγιό του από το συρτάρι.

«Πονάει το σώμα μου από την επιθυμία να αγκαλιάσω, η ανάσα κόβεται στη μέση, το κορμί θέλει να σπάσει τα δεσμά του, να ελευθερωθεί, μουδιάζει στη σκέψη της…»

Έμεινε για λίγο σκεφτικός βλέποντας αυτά που έγραψε. Πήρε το μολύβι και έσβησε το «της» αντικαθιστώντας το με το «του».

Ηλίας Στεργίου