Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 30, τέλος 1ου μέρους)

Κίρα

Καθόταν στο κρεβάτι του Ντέβαν, στο δωμάτιό του στο κάστρο των Ντρόγκομιρ. Η παχιά πορφυρή κουβέρτα του κρεβατιού σκέπαζε τα πόδια της, ενώ η πλάτη της ήταν στερεωμένη πάνω σε ένα μικρό βουνό από μαξιλάρια. Άγγιξε απαλά με την άκρη του δαχτύλου της το μικροσκοπικό λευκό χεράκι του μωρού που κοιμόταν ήρεμα στην αγκαλιά της. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω στο μικρό πλασματάκι, λες και φοβόταν πως αν έπαιρνε το βλέμμα της έστω και για μια στιγμή μακριά θα εξαφανιζόταν.

Ο Ντέβαν κάθισε δίπλα της και το αφράτο στρώμα του κρεβατιού κουνήθηκε από την απότομη ανακατανομή του βάρους.

«Σου μοιάζει» της είπε με ένα μικρό χαμόγελο να σχηματίζεται στις γωνίες των χειλιών του και έσκυψε, για να φιλήσει το κεφαλάκι του μωρού.

«Όχι, δε μου μοιάζει». Στην πραγματικότητα ήταν ίδιο ο Ντέβαν. Τα ίδια μεταξένια κατάμαυρα μαλλιά στο χρώμα του μελανιού. Το ίδιο σχήμα χειλιών. Τα μάτια του ήταν ένα ανοιχτό γαλανό-γκριζό χρώμα, αλλά τα μάτια των μωρών άλλαζαν. Δεν την πείραζε. Ο γιος της θα ήταν τυχερός αν έμοιαζε στον πατέρα του.

«Απόψε θα ανακοινώσω στον πατέρα μου πως θα αρνηθώ τη θέση του διαδόχου και σε μερικές μέρες μπορούμε να επιστρέψουμε στο κάστρο των Σέλτιγκαρ».

«Σε παρακαλώ, μην το κάνεις. Όλη σου τη ζωή προετοιμαζόσουν για αυτή τη θέση. Είσαι προορισμένος να γίνεις Άρχοντας του Οίκου των Ντρόγκομιρ».

«Η Ορόρα μπορεί να τα καταφέρει το ίδιο καλά» αποκρίθηκε σαν να μην ήταν τίποτα σπουδαίο. «Θα κρατήσει τη συμφωνία με την Ραζιγιέ μέχρι το τέλος, και εξάλλου, της αρέσει να δίνει διαταγές».

Το μωρό έπιασε το δάχτυλο του Ντέβαν τυλίγοντας τα μικροσκοπικά του δαχτυλάκια γύρω του. «Έπιασε το δάχτυλό μου» είπε ενθουσιασμένος ο Ντέβαν, λες και ο γιος τους είχε μόλις κάνει κάτι που κανένα παιδί δεν είχε ξανακάνει ποτέ.

«Ναι, τα μωρά το συνηθίζουν αυτό» του είπε σαρκαστικά η Κίρα, αλλά σοβάρεψε ξανά. «Μην αρνηθείς τη θέση σου» τον παρακάλεσε. «Το ξέρω πως το κάνεις για 'μας αλλά θα έρθει κάποια στιγμή που θα το μετανιώσεις, και τότε θα είσαι δυστυχισμένος. Δεν το θέλω αυτό για ΄σένα».

Την κοίταξε στοργικά. «Εσύ και ο γιος μας είστε όλα όσα θέλω».

«Υποσχέσου μου πως δε θα πεις τίποτα στον πατέρα σου και πως θα το συζητήσουμε ξανά». Δεν μπορούσε να τον αφήσει να κάνει αυτή τη θυσία για εκείνη. Αν απαρνιόταν τη θέση του στον Οίκο του για χάρη της θα κουβαλούσε τις τύψεις για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Μπορεί να το παρουσίαζε σαν να μην ήταν κάτι σοβαρό όμως η Κίρα ήξερε πως η θέση του σήμαινε πολύ περισσότερα για εκείνον απ' ότι παραδεχόταν.

Και στην πραγματικότητα η Κίρα δεν ήθελε να φύγει από το κάστρο των Ντρόγκομιρ. Για την ακρίβεια, εκείνη το είχε ζητήσει από τον Ντέβαν. Ήταν τρελό που βρισκόταν κάτω από την ίδια στέγη με τον Αίρυς, αλλά τουλάχιστον ήξερε πως εδώ το μωρό της θα ήταν ασφαλές. Εδώ θα είχε συγγενείς που θα το προστάτευαν, είτε από αγάπη είτε από συμφέρον, αλλά δε θα άφηναν κανέναν να το βλάψει. Αυτό ήταν το μόνο που μετρούσε.

«Αν αυτό σε κάνει καλύτερα τότε σου υπόσχομαι πως θα το ξανασυζητήσουμε». Κοίταξε τον γιο τους. «Μπορώ να τον κρατήσω;» τη ρώτησε.

Ενστικτωδώς, έσφιξε περισσότερο το παιδί στην αγκαλιά της. Το μυαλό της της φώναζε να μην αφήσει κανέναν να το πάρει, αλλά ήξερε πως φερόταν παράλογα. Ήταν ο Ντέβαν. Δεν ήταν απειλή για το παιδί τους. Του το έδωσε προσεχτικά, αλλά δεν μπορούσε να διώξει τον κόμπο που σχηματίστηκε στο στομάχι της, καθώς το πολύτιμο βάρος του παιδιού έφευγε από τα χέρια της.

«Νομίζω πως μεγάλωσε λίγο» παρατήρησε. Ο γιος τους κουνιόταν ανήσυχα μέσα στην αγκαλιά του. Ο Ντέβαν κοίταξε ερωτηματικά την Κίρα.

«Μάλλον νυστάζει» του είπε η κοπέλα.

«Τότε καλύτερα να τον βάλουμε για ύπνο».

Είχε φέρει την κούνια του μωρού δίπλα στο κρεβάτι τους. Όχι επειδή το μωρό έκλαιγε, ο γιος του ήταν το πιο ήσυχο μωρό του κόσμου εκτός κι αν πεινούσε, αλλά επειδή τις τελευταίες νύχτες η Κίρα ξυπνούσε ουρλιάζοντας από τους εφιάλτες και δεν ηρεμούσε μέχρι να δει το μωρό. Οπότε ο Ντέβαν είχε φέρει την κούνια δίπλα στην δεξιά πλευρά του κρεβατιού, που τώρα ήταν η πλευρά της Κίρας, για να μπορεί να βλέπει πως το παιδί της ήταν δίπλα της.

Άφησε απαλά το μωρό πάνω στο στρώμα και τράβηξε τη χρυσοκέντητη κουβέρτα που του είχε φτιάξει η Ορόρα όταν είχε μάθει πως η Κίρα ήταν έγκυος πάνω του. Το φυλαχτό της Ραζιγιέ κρεμόταν στο ξύλο από πάνω του. Το μωρό έβγαλε μερικούς ήχους διαμαρτυρίας αλλά σύντομα έκλεισε τα μάτια του. Ο Ντέβαν το παρακολούθησε λίγο μέχρι να βεβαιωθεί πως η αναπνοή του ήταν ρυθμική και κανονική, προτού καθίσει ξανά δίπλα στην Κίρα.

Ακούμπησε τα χείλη του πάνω στο μέτωπό της, ένα άγγιγμα απαλό σαν φτερό που μετά βίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φιλί. «Αυτό ήταν» είπε κατηγορηματικά, συνειδητοποιώντας πως ο πυρετός δεν είχε υποχωρήσει εδώ και μέρες. «Θα πάω να φέρω έναν θεραπευτή, ή τη μητέρα μου από το Δάσος των Ψιθύρων».

«Δε χρειάζεται» προσπάθησε να τον πείσει. Είχε ακούσει για τον πυρετό της γέννας, σημάδι πως η γυναίκα που είχε γεννήσει δεν είχε πολύ χρόνο ακόμα, αλλά τα ξόρκια της Ντεσμέρας και της Αϊλίν δούλευαν ακόμα οπότε δεν ανησυχούσε. «Αν ήταν να πεθάνω θα είχε ήδη συμβεί».

Τα χρυσά μάτια του Ντέβαν σκοτείνιασαν.

«Νομίζεις πως δεν ξέρω πόσο κοντά έφτασα στο να σε χάσω;»

 Η φωνή του ήταν σκληρή και βασανισμένη και δε θύμιζε σε τίποτα το αγόρι που την κρατούσε στην αγκαλιά του και της έλεγε πως την αγαπάει ή που της μάθαινε για τους αστερισμούς και την άφηνε να τον νικάει στην ξιφασκία μόνο και μόνο για να την ακούσει να γελάει, ενώ τον μάλωνε που το έκανε επειδή «δεν ήταν δίκαιο».

«Νόμιζα πως ήσουν νεκρή και συνειδητοποίησα πως, όχι μόνο δεν άντεχα να σε χάσω, αλλά και πως δεν ξέρω πώς να ζήσω σε έναν κόσμο που εσύ δεν υπάρχεις». Πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του και την κοίταξε κατάματα. «Μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνεις για εμένα;» Η φωνή του χαμήλωσε μέχρι που έγινε μονάχα ένας ψίθυρος. «Δε σε αγαπάω απλά. Είμαι απόλυτα, αμετάκλητα, και καταστροφικά ερωτευμένος μαζί σου».

Χαμήλωσε το βλέμμα της, νιώθοντας πως η ένταση της ματιάς του μπορούσε να τη διαλύσει σε κομμάτια, και έσφιξε το χέρι του μέσα στο δικό της. Δάκρυα έκαιγαν στο πίσω μέρος των ματιών της, αν και δεν είχε χύσει ούτε ένα από τη μέρα που πήρε πίσω το μωρό της. Δεν έπρεπε να φανεί αδύναμη, έλεγε στον εαυτό της, έπρεπε να είναι δυνατή, για να μην επιτρέψει να ξανασυμβεί τίποτα παρόμοιο. Όμως ο Ντέβαν είχε πάντα την ικανότητα να περνάει μέσα από τα τείχη που όρθωνε γύρω της.

«Τι έχω κάνει...» ξεκίνησε να λέει με τη φωνή της να τρέμει «... για να με ευλογήσουν οι Θεοί δίνοντας μου κάποιον σαν κι εσένα; Δε σε αξίζω. Από τη μέρα που με γνώρισες έχασες την ηρεμία σου, ενώ θα έπρεπε να βρεις κάποια που να σε κάνει ευτυχισμένο, να γελάς, όχι να σου προκαλεί προβλήματα όπως εγώ. Κοίτα τι σου έχω κάνει...» ψιθύρισε σιγανά, αγγίζοντας το μάγουλό του με το ελεύθερο χέρι της. «Σου στερώ πράγματα αντί να σου δίνω. Είσαι έτοιμος να απαρνηθείς τη θέση σου για εμένα. Ξέρω πως ήθελες μια μεγάλη οικογένεια, αλλά δεν μπορώ να σ’ τη δώσω. Η Ντεσμέρα μου είπε πως δε θα μπορέσω να κάνω άλλο παιδί».

Έπιασε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του, φιλώντας απαλά τις αρθρώσεις της. «Έχουμε παιδί».

Ναι, αλλά παραλίγο να το χάσουν. Αν είχαν αργήσει λίγο ακόμα η Νιλάι θα είχε σκοτώσει τον γιο τους. Ξαφνικά ένιωθε σαν να μην μπορούσε να αναπνεύσει. Τα δάκρυα δεν ήρθαν σιγά σιγά, αλλά απότομα, συνοδευόμενα από δυνατούς λυγμούς που δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο την ήδη δύσκολη αναπνοή της. Ο Ντέβαν τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την τράβηξε κοντά του, κρατώντας τη σφιχτά πάνω στο στήθος του. Η Κίρα γραπώθηκε από το πουκάμισό του και συνέχισε να κλαίει γοερά, χωρίς να τη νοιάζει που έμοιαζε με μια τρελή γυναίκα. Τα δάκρυα συνέχιζαν να κυλούν χωρίς σταματημό και δεν ήξερε αν έκλαιγε επειδή παραλίγο να χάσει το μωρό της, επειδή είχε κοντέψει να πεθάνει, επειδή την είχαν απαγάγει, ή για όλο τον πόνο που είχε νιώσει ο Ντέβαν.

«Κλάψε» της είπε ήρεμα ο Ντέβαν χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Βγάλ' το από μέσα σου».

Ολόκληρο το σώμα της έτρεμε από τους λυγμούς. Ήταν λες και όλα τα συναισθήματα που είχε νιώσει τις τελευταίες μέρες, πόνος, οργή, απόγνωση, φόβος είχαν βγει στην επιφάνεια και δεν ήξερε πώς να τα κλείσει ξανά μέσα. Ο Ντέβαν συνέχισε να την κρατάει χωρίς να λέει τίποτα και η Κίρα συνέχισε να κλαίει μέχρι που η εξάντληση την κατέβαλε και χωρίς να το συνειδητοποιεί αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του.

 

Όταν ξύπνησε ένιωθε πιο ήρεμη. Ίσως ο Ντέβαν είχε δίκιο και αυτό που είχε ανάγκη ήταν να ξεσπάσει. Και ο Ντέβαν είχε αποκοιμηθεί σε μια άβολη γωνία, σχεδόν καθιστός με την πλάτη του να ακουμπάει στο κεφαλάρι του κρεβατιού και στα μαξιλάρια. Το χέρι του ήταν ακόμα τυλιγμένο γύρω από τη μέση της.

Για πρώτη φορά παρατήρησε τις σωματικές επιπτώσεις που είχε αυτή η περιπέτεια και σε εκείνον. Το δέρμα του ήταν χλωμό, σχεδόν σταχτί, και υπήρχαν σκιές κάτω από τα μάτια του. Είχε χάσει βάρος και το δέρμα του ήταν πιο τεντωμένο πάνω από τα οστά του προσώπου του απ' ότι το θυμόταν.

Ανασηκώθηκε και φίλησε τη γωνία του στόματός του. Το αγόρι ανασάλεψε και μισάνοιξε νυσταγμένα τα μάτια του. Τα χείλη της βρήκαν τα δικά του και ο Ντέβαν ξύπνησε τελείως. Την έπιασε και την κόλλησε πάνω του, λες και υπήρχε περίπτωση να φύγει. Τα χείλη του κινούνταν πάνω στα δικά της άγρια και πεινασμένα, καμία σχέση με τα απαλά τρυφερά φιλιά που είχε συνηθίσει η Κίρα. Αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή μεταξύ τους ήταν κάτι ανυπόμονο και επιτακτικό, σχεδόν βίαιο. Έμπλεξε τα δάχτυλά της μέσα στις μεταξένιες μαύρες τούφες των μαλλιών του και τον τράβηξε πιο κοντά.

«Ας φύγουμε μακριά από εδώ» της είπε καθώς την άφηνε απρόθυμα, για να αναπνεύσουν, με το στόμα του να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το δικό της. Η ζεστή του ανάσα χάιδευε το πρόσωπό της. Την έπιασε από τη μέση και με μια απότομη κίνηση την ξάπλωσε πάνω στο στρώμα και έγειρε από πάνω της. Ήξερε πως αυτό δε θα μπορούσε να πάει μακριά, όχι όσο το παιδί τους κοιμόταν δίπλα τους, αλλά απόλαυσε την αίσθηση του κορμιού του πάνω στο δικό της.

«Διάλεξε ένα μέρος στον χάρτη και φύγαμε, μόνο εγώ, εσύ και ο γιος μας» της είπε με τη φωνή του βραχνή και την αναπνοή του βαριά. Τα χείλη του διεκδίκησαν ξανά τα δικά της με την ίδια επιτακτική ανάγκη, λες και ο μόνος αέρας που μπορούσε να αναπνεύσει ήταν ο αέρας που ανέπνεε και εκείνη. «Θα σου δείξω ολόκληρο τον κόσμο» της είπε ανάμεσα στα φιλιά. «Άσε με να πάρω μακριά όλες τις άσχημες αναμνήσεις».

Ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλό του και δάγκωσε απαλά το κάτω χείλος του. Ήθελε να μείνουν για πάντα έτσι, να μη σηκωθούν ποτέ από εκείνο το κρεβάτι, όμως επιστράτευσε όλη τη δύναμη της θέλησής της -και χρειάστηκε πολύ-, για να σπάσει το φιλί.

«Είμαι πολύ τυχερή που σε έχω» του είπε κοιτάζοντας μέσα στις χρυσές λίμνες των ματιών του, νιώθοντας πως θα μπορούσε να χαθεί μέσα τους. Ένα μειδίαμα τρεμόπαιξε στις άκρες των χειλιών του.

«Δεν πίστευα ποτέ πως θα το παραδεχόσουν, αλλά μάλλον γίνονται και θαύματα». Τον έσπρωξε από πάνω της και ανακάθισε, κοιτώντας τον δήθεν προσβεβλημένη.

«Τι είναι αυτά που λες; Σου το έχω πει άπειρες φορές». Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του.

 «Όχι».

«Χμ...» έκανε σκεπτικά η κοπέλα. Μάλλον το να το σκέφτεται μέσα στο μυαλό της δε μετρούσε. «Τότε θα πρέπει να το διορθώσω αυτό. Ντέβαν Ντρόγκομιρ, θα σου λέω πως σε αγαπώ κάθε μέρα, ξανά και ξανά μέχρι να βαρεθείς να το ακούς».

«Πες μου ότι μ' αγαπάς»

«Σ' αγαπώ». Της χαμογέλασε και στερέωσε μια καστανή τούφα που είχε πέσει στο πρόσωπό της πίσω από το αυτί της.

«Ποτέ δε θα βαρεθώ να το ακούω αυτό».

«Ακόμα δε θέλω να παντρευτώ όμως». Ο Ντέβαν αναστέναξε δραματικά.

«Το ξέρω. Ήταν γραφτό μου να αγαπήσω μια ξεροκέφαλη, πεισματάρα...» Σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της.

«Το παρατραβάς».

Την αγνόησε και συνέχισε. «... αλλά όλα αυτά είναι στοιχεία που σε κάνουν αυτή που είσαι και δε θα άλλαζα τίποτα πάνω σου. Δε χρειάζομαι όρκους μέσα σε έναν ναό, για να ξέρω πως είσαι δική μου ή εσύ να ξέρεις πως είμαι δικός σου».

Κάθε φορά που πίστευε πως ήξερε τα πάντα για εκείνον, ανακάλυπτε κάτι νέο που την έκανε να τον ερωτευτεί ακόμα περισσότερο, αν και δεν πίστευε πως γινόταν κάποιος να αγαπήσει κάποιον περισσότερο. Επειδή αυτός ήταν ο Ντέβαν, ευγενικός, προστατευτικός, με κατανόηση, και όταν έδινε την καρδιά του σε κάποιον έκανε τα πάντα για εκείνον και δινόταν ολοκληρωτικά στους ανθρώπους που αγαπούσε. Έπρεπε να σταματήσει να ξαφνιάζεται κάθε φορά που ανακάλυπτε πόσο υπέροχος άνθρωπος ήταν.

Το ψιλό κλάμα του μωρού τράβηξε την προσοχή τους. Μέσα σε μια στιγμή είχαν σηκωθεί από το κρεβάτι και στεκόντουσαν πάνω από την κούνια του. Η Κίρα άπλωσε τα χέρια της, για να σηκώσει τον γιο της και τον κράτησε πάνω στο στήθος της κουνώντας τον απαλά για να τον ηρεμήσει.

«Ακόμα δεν έχουμε βρει όνομα» συνειδητοποίησε. Θεωρείτο γρουσουζιά να ονομάσουν ένα παιδί πριν γίνει δυο χρονών, επειδή πολλά δεν επιβίωναν μέχρι τότε, αλλά η Κίρα δεν σκόπευε να χάσει τον γιο της και δε θα έδινε σημασία σε ανόητες προλήψεις. «Λέω να τον πούμε Έρικ».

Ο Ντέβαν την κοίταξε σηκώνοντας ένα φρύδι.

«Νόμιζα πως είχες πει πως αν ήταν γιος θα διάλεγα εγώ το όνομα». Του έριξε ένα βλέμμα σαν να είχε πει κάποια ανοησία.

«Δεν πίστεψες σοβαρά πως θα σε άφηνα να διαλέξεις εσύ το όνομα, έτσι δεν είναι;»

«Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό» απάντησε με ανάλογο ύφος, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και κοίταξε το μωρό. «Οπότε θα τον πούμε Έρικ;»

«Του ταιριάζει, δε νομίζεις;»

«Το Τζόναθαν θα του ταίριαζε καλύτερα...» Το απειλητικό βλέμμα που του έριξε η Κίρα τον έκανε να αλλάξει απότομα την πρότασή του. «Αλλά και το Έρικ ακούγεται μια χαρά».

Τα γκρίζα μάτια της βρήκαν τα χρυσά δικά του. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό ένιωθε ευτυχισμένη, σαν ένα άστρο που ετοιμαζόταν να εκραγεί. Σκέφτηκε όλα όσα είχαν περάσει. Ήθελε να πιστεύει πως όλα είχαν συμβεί για κάποιο λόγο, για να φτάσουν σε αυτή τη στιγμή, μέσα σε εκείνο το δωμάτιο μαζί με τον γιο τους.

«Σ' αγαπώ» του είπε.

«Κι εγώ σ' αγαπώ».

Φαίη