κι αντάμωσα τα σύννεφα, στον ουρανό ψηλά.
Έσκυψα κι αφουγκράστηκα με προσοχή τη μέρα,
που ελεύθερη, ανάλαφρη, ανάσαινε απαλά.
Ξεκίνησα ένα πρωινό, στο κάλεσμα της φύσης˙
περπάτησα μες στους αγρούς, στην εξοχή, στα δάση.
Άνθη και δέντρα έμειναν στον νου μου αναμνήσεις
κι ένιωσα πως χαρούμενα μου τραγουδούσε η πλάση.
Ξεκίνησα ένα πρωινό, στης θάλασσας το κύμα.
Φύκια, κοχύλια κι όστρακα, βουνά από κοράλλι,
όλα παντού σκορπίζονταν˙ κι εγώ, σε κάθε βήμα,
έβλεπα να ξανοίγεται μπροστά μου τ’ ακρογιάλι.
Ξεκίνησα ένα δειλινό, στην πόλη, σε μιαν άκρη.
Διάβηκα το ατέλειωτο του Χρόνου μονοπάτι:
όπου κι αν έψαξα -παντού- συνάντησα αίμα, δάκρυ,