Ποίηση Ευγενία Αναστασοπούλου - Το φυλαχτό

Ψάχνει να τον βρει εκείνη πάλι˙
φτερά τα πόδια της, το βλέμμα της φωτιά,
το κουράγιο μέσα της ατσάλι,
για χάρη του γυρνά στην ξενιτειά.

Απορημένοι την κοιτούν περαστικοί,
μα προχωρά χωρίς να τους μιλήσει.
Η σκέψη της γυρίζει πάντα εκεί,
στο ψέμα του, λίγο πριν την αφήσει.

«Δεν έφυγες ταξίδι στην κοιλάδα
που έχει πανηγύρι εξωτικό.
Ενώθηκες, κρυφά, με την ομάδα
που πολεμάει απόψε το κακό».

Τρικυμιασμένα πέλαγα διασχίζει,
περιφρονεί τ’ απόκρημνα βουνά,
τη χιονοθύελλα αντιμετωπίζει,
αδιάβατες χαράδρες προσπερνά.

«Θα βρω αυτόν που ψάχνω ή να ’ναι αργά;
Να βρίσκεται στη γη ή στον ουρανό;
Τρέχα, άτι μου ακούραστο, γοργά,
να τον προλάβω ακόμα ζωντανό».
 
Φτάνει στο τέρμα πια και σταματά
το γέροντα που σκύβοντας διαβαίνει.
Με αγωνία στα μάτια, τον ρωτά
ποιος νίκησε, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.

Νικήσανε, της λέει, τα παλληκάρια,
μα για πολλούς δεν έχει επιστροφή˙
τα ηρωικά τους έμειναν κουφάρια
στη χιονισμένη τη βουνοκορφή.

Αμίλητη, πηγαίνει και κοιτάζει:
χιλιάδες γύρω κείτονται κορμιά.
Κατάλευκο το χιόνι τους σκεπάζει
- και την ψυχή της, μαύρη ερημιά.

Τον αντικρίζει, τέλος, παγωμένο
- και πλάι του, στο χιόνι έχει μείνει
το φυλαχτό του, ασήμι ματωμένο
και γράφει: «Σ’ αγαπώ, ό,τι κι αν γίνει».

Ευγενία Αναστασοπούλου