Πάντοτε (Μέρος I: Το τελευταίο χαμόγελο) του Φώτη Καλλιβρετάκη

Ο ηλικιωμένος κύριος βρισκόταν στο σπίτι του. Ήταν παλιό και σκονισμένο. Γεμάτο παλιά έπιπλα. Το όλο σκηνικό έδειχνε μια εγκατάλειψη: μια παλιωμένη μπλε πολυθρόνα, ένα μαύρο παλτό ριγμένο πάνω της, γεμάτο τρύπες και μπαλώματα. Το χαλί ήταν φαγωμένο απ' τα ποντίκια. Και εκείνος καθόταν στο πιάνο, με τα μακριά άσπρα μαλλιά του, τη μαύρη του ρόμπα και το παλιό του κασκόλ, τυλιγμένο γερά γύρω από τον λαιμό του, για να μην κρυώνει.

Το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και χλωμό. Τα καστανοπράσινα μάτια του είχαν ένα βλέμμα μελαγχολίας, στο οποίο καθρεπτιζόταν η εικόνα εκείνης... Πάνω από το πιάνο υπήρχε μια παλιά φωτογραφία της. Ήταν η φωτογραφία ενός κοριτσιού περίπου δεκαπέντε ετών. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και ίσια με μπούκλες στα τελειώματα. Τα καστανά μαγευτικά μάτια της λαμπύριζαν καθώς τα σκέπαζε ένα ζευγάρι όμορφα γυαλιά. Και στα χείλη της σχηματιζόταν ένα χαμόγελο φωτεινό σαν τον ήλιο, που αντανακλούσε την εσωτερική της ομορφιά, την ομορφιά της καρδιάς της.

Έπαιζε ένα μελαγχολικό κομμάτι, μελαγχολικό με μερικές σταγόνες ρομαντισμού. Το είχε γράψει για εκείνη...Τότε... Καθώς έπαιζε έρχονταν στο μυαλό του αναμνήσεις...

Θυμόταν τα μεσημέρια μετά το σχολείο που την άφηνε στο τρένο για να γυρίσει στο σπίτι της. Θυμόταν το χαμόγελο που σχηματιζόταν στα χείλη της, μόλις έκλεινε η πόρτα του τρένου και ξεκινούσε, επειδή εκείνος την κοίταζε από το τζάμι και έτρεχε δίπλα στο τρένο μέχρι να μπει στο τούνελ.

Έρχονταν στην καρδιά του όλα τα συναισθήματα, ζήλιας και απογοήτευσης όταν την κοιτούσε να περπατάει αγκαζέ μαζί με τον φίλο της, χωρίς να ρίχνει ματιά πίσω... Αφήνοντάς τον μόνο...

Είχε αρχίσει να τρέμει, τα χέρια του χτυπούσαν τα πλήκτρα με ένταση. Θυμόταν εκείνα τα μοναχικά βράδια, που ξόδευε γράφοντας κάρτες, κάρτες για εκείνη, κάρτες που δεν είχε ποτέ το κουράγιο να της δώσει.

Άρχισε να βρέχει. Πάνω στα πλήκτρα έσταζαν τα πρώτα δάκρυα. Ήρθε στο μυαλό του μια μέρα που τον είχε αγκαλιάσει. Εκείνη η ανάμνηση άναψε σαν αστραπή! Τη θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια. Πως είχανε μείνει οι δυο τους σ' ένα έρημο θεατράκι, μόνοι. Πως εκείνη κοίταζε μαγεμένη τον χώρο. Εκείνος την κοιτούσε με ένα βλέμμα που έδειχνε λαχτάρα και απελπισία... Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να του ακουμπάει την πλάτη... Ήταν εκείνη... Τον αγκάλιασε και εκείνος τύλιξε τα αδύνατα χέρια του γύρω από το λεπτό και μικροκαμωμένο σώμα της. Κράτησε μόνο δέκα δευτερόλεπτα, για εκείνον όμως ήταν η πιο ευτυχισμένη ανάμνηση μέσα στη μίζερη ζωή του...

Το τραγούδι είχε γίνει πιο χαρούμενο, τα μάτια του έλαμπαν από τα δάκρυα. Κοίταξε μια τελευταία φορά τη φωτογραφία και είπε με σιγανή φωνή:

«Φεύγω ευτυχισμένος, κοιτώντας το χαμόγελό σου για τελευταία φορά...

»Ακόμα και τώρα...

»Σε αγαπώ...»

Το κεφάλι του γλίστρησε απαλά και χτύπησε τα πλήκτρα του πιάνου. Τα μάτια του έχασαν την τελευταία στάλα ζωντάνιας που τους είχε απομείνει.

Ο ηλικιωμένος κύριος δεν ξανακουνήθηκε

 Φώτης Καλλιβρετάκης