Παρόν
Σάββατο
«Τα νεύρα μου, σ’ το είπα;» ήταν η πρώτη μου κουβέντα στον Στράτο, με το που πάρκαρε πρόχειρα μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας μου και άνοιξα την πόρτα.
«Μόνο πέντε ή έξι φορές στο τηλέφωνο. Άντε, σταμάτα την γκρίνια, ό,τι έγινε έγινε. Μπες μέσα».
«Σε ευχαριστώ που ήρθες» είπα και έδεσα τη ζώνη μου. Αμέσως ξεκίνησε. «Από όλες τις ημέρες, έπρεπε σήμερα να χαλάσει το αυτοκίνητο, που έχω να πάω από τη Δάφνη στη Νέα Μάκρη για το μπάρμπεκιου και πίσω για τη συνέλευση των γονέων;»
«Δεν πειράζει, θα σε πάω εγώ, το είπαμε. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Το αμάξι τι έπαθε τελικά;»
«Ούτε που ξέρω. Άφησα τον Άγγελο στη μαμά, και στον γυρισμό ανέβασε θερμοκρασία. Έκανε και έναν περίεργο θόρυβο… Στο τσακ ήμουν να κάνω δεξιά και να καλέσω γερανό, αλλά με τα πολλά το έφερα μέχρι το σπίτι».
«Θα το πάμε στο συνεργείο τη Δευτέρα. Είμαι σίγουρος δεν θα είναι κάτι σοβαρό. Έλεγξες το νερό;»
«Όχι, τίποτα δεν έκανα».
«Ξέχνα το για τώρα. Πάμε σε πιο σημαντικά θέματα». Τον κοίταξα απορημένα. «Τι μαγείρεψες; Πεινάω σαν λύκος».
«Έφτιαξα κεφτεδάκια και πατατοσαλάτα. Ήθελα να κάνω και ένα τζατζίκι, αλλά δεν πρόλαβα τελικά».
«Πιάσε μου ένα κεφτεδάκι».
«Κάνε υπομονή, πεινάλα. Δεν μπορώ να πάω άδειο τάπερ στους ανθρώπους».
«Έλα, μόνο ένα. Ξέρεις τι λένε, ένα ίσον κανένα. Δεν μπορείς να πας ενάντια στη σοφία του λαού μας. Άντε, γυναίκα, δώσε μου τον κεφτέ».
«Μάλιστα, άντρα» είπα όσο πιο ειρωνικά γινόταν.
Έσκυψα και άρχισα να ψαχουλεύω μέσα στην τσάντα, μέχρι να βρω το σωστό τάπερ. Έπειτα, τον τάισα στο στόμα.
«Γεια στα χέρια σου, κούκλα μου. Τέλειους τους έκανες. Φέρε τώρα άλλον έναν, τελευταίος, υπόσχομαι».
«Κάνεις σαν πεντάχρονο. Σε επίπεδο ωριμότητας, ο Άγγελος μπορεί και να σε ξεπερνάει» τον πληροφόρησα, αλλά του έδωσα άλλο ένα κομμάτι.
Ο Στράτος μούγγρισε με ευχαρίστηση. Καλά τα έλεγε ο παππούς μου… Οι άντρες, πίστευε, μεγαλώνουν μέχρι τα επτά. Μετά, και μέχρι τα τριάντα, μόνο ψηλώνουν.
«Έναν τελευταίο; Στα αλήθεια αυτήν τη φορά» ζήτησε, ενώ ήταν ακόμη μπουκωμένος.
Έχε χάρη που δεν γίνεται να του πω όχι σήμερα.
Την ώρα που πήγε να πάρει τον κεφτέ, δάγκωσε απαλά και ύστερα έγλυψε το δάχτυλό μου, ρίχνοντάς μου ένα δήθεν λάγνο βλέμμα. Το σοκαρισμένο ύφος μου τον έκανε να ξεσπάσει σε γέλια. Είχε πολύ παιχνιδιάρικη διάθεση, δεν μπορούσα να μην τον μιμηθώ.
«Πώς νιώθεις τώρα;» ρώτησε.
«Καλύτερα. Ευχαριστώ» μουρμούρισα ελαφρώς ντροπαλά και έβαλα μέσα το τάπερ, πιο πολύ για να κρύψω τα μάγουλά μου, που ως συνήθως είχαν βαφτεί κόκκινα, προδίδοντάς με.
«Τι σταθμό θες να βάλω;»
«Πάτα το δύο στη μνήμη».
Η φωνή του Ed Sheeran, που τραγουδούσε μελωδικά για κάποια χαμένη αγάπη, πλημμύρισε το αυτοκίνητο. Η ώρα κύλησε ευχάριστα, ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν τα τριάντα λεπτά της διαδρομής.
Όταν έχεις τόσο καλή παρέα, ο χρόνος τρέχει, πέταξε η φωνούλα μέσα μου.
Για αυτό είμαστε φίλοι, επειδή με κάνει να περνάω καλά.
Φίλοι το λέμε τώρα; Δεν ήμουν ενήμερη ότι άλλαξε ο ορισμός της λέξης ήρθε η πληρωμένη απάντηση, η οποία έβαλε τελεία στην εσωτερική μου συζήτηση.
Αν ήξερε κανείς τι περνούσε από το μυαλό μου ώρες ώρες, μάλλον θα άρχιζε να μαζεύει τις απαραίτητες υπογραφές για ακούσια νοσηλεία.
«Φτάσαμε» ανακοίνωσε ο Στράτος και πάρκαρε πίσω από το αυτοκίνητο του Γιώργου, ενός συναδέλφου του από την εταιρία σεκιούριτι. Βγήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε στο μικρό δρομάκι. Ένας ξέχειλος κάδος μάς υποδέχτηκε, μαζί με μερικά σκυλιά, που ξεσήκωσαν τον τόπο με τα γαυγίσματά τους. Έφταιγε το γεγονός ότι ήμασταν ξένοι ή μήπως το φαγητό που κρυβόταν στις σακούλες που κουβαλούσαμε;
Κοίταξα τον χωμάτινο, χαλικοστρωμένο σε μερικά σημεία, δρόμο και σιχτίρισα.
Βρήκα μέρα να φορέσω τα καινούρια μου άσπρα αθλητικά παπούτσια…
Χρειάστηκαν περίπου πέντε λεπτά, για να φτάσουμε στο τελευταίο σπίτι της οδού χωρίς όνομα. Δεν υπήρχε ταμπέλα – ή αν υπήρχε, ήταν κρυμμένη από τις καλαμιές που είχαν ξεφύγει εντελώς από κάθε έλεγχο. Τα σπίτια ήταν λιγοστά και ο δρόμος αδιέξοδος, φανταζόμουν, λοιπόν, πως δεν δημιουργούσε ιδιαίτερα προβλήματα.
Στην αριστερή πλευρά, υπήρχαν χωράφια και εγκαταλελειμμένα θερμοκήπια, με σκισμένα πανιά που ανέμιζαν από το ελαφρύ αεράκι του Οκτωβρίου. Η μέρα ήταν ζεστή, –συνηθισμένο για το ελληνικό φθινόπωρο–, και ο ήλιος έκαιγε.
Στα δεξιά, υπήρχαν μονοκατοικίες, με πλακόστρωτες αυλές και περιποιημένους κήπους. Ένα από τα σπίτια, το πιο μεγάλο, είχε ένα πηγάδι με κόκκινες λεπτομέρειες. Ένα ξύλινο τραπέζι ήταν στρωμένο στη γωνία, κάτω από ένα σκέπαστρο, και μια εύσωμη, μεγάλη σε ηλικία κυρία διάβαζε το βιβλίο της, αργοπίνοντας τον καφέ της. Θα μπορούσα να δω τον εαυτό μου στη θέση της, συνταξιούχα, με την αυλίτσα μου και μερικά εγγόνια να τρέχουν γύρω γύρω. Α, και έναν σκύλο, φυσικά.
«Μην κοιτάς τόσο απροκάλυπτα, θα τη ματιάσεις την καημένη» μου είπε ο Στράτος και αγνόησα το σχόλιό του.
Παρόλα αυτά απέστρεψα το βλέμμα μου απρόθυμα.
«Σκεφτόμουν πόσο θα μου άρεσε να ζω έτσι. Ξέρεις, όταν πάρω σύνταξη».
«Αν σκέφτεσαι από τώρα τη σύνταξη, είναι κακό σημάδι. Έχεις μόνο τριάντα χρόνια ακόμα».
«Ναι, το ξέρω. Αλλά, να, θα μου άρεσε να μένω σε ένα τέτοιο σπίτι, όταν γεράσω, με το βιβλίο μου, την ησυχία μου… Μακριά από την Αθήνα».
«Έκανα προχτές ένα ηλίθιο τεστ προσωπικότητας στο Facebook, το οποίο με πληροφόρησε πως η ψυχή μου είναι είκοσι χρόνων. Αν το έκανες εσύ, θα σου έβγαζε ογδόντα».
«Καλώς ήρθατε» μας διέκοψε η φωνή της κυρίας Σοφίας, που είχε βγει στον δρόμο για να μας υποδεχτεί, την ώρα που ετοιμαζόμουν να απαντήσω πως τα ογδόντα ήταν πολύ παρεξηγημένη ηλικία.
«Καλώς σας βρήκαμε».
«Τι όμορφα που είναι εδώ» της είπα την ώρα που τη φιλούσα σταυρωτά.
«Πού να δεις και το εσωτερικό. Πριν από δύο εβδομάδες τελειώσαμε τις εργασίες».
Η κυρία Σοφία μάς άνοιξε τη σιδερένια πόρτα, πάνω από την οποία υπήρχε μια αψίδα από μπλεγμένα τριαντάφυλλα, κόκκινα και ροζ. Μύριζαν υπέροχα… Μόλις είδα το οικόπεδο, κατάλαβα για ποιον λόγο ερχόταν εδώ κάθε Σαββατοκύριακο, βρέξει χιονίσει. Το πρώτο πράγμα που διεκδίκησε την προσοχή μου ήταν ο μεγάλος κήπος με τις τριανταφυλλιές και τα διάφορα μυρωδικά, όπως βασιλικό, λεβάντα, δεντρολίβανο και ρίγανη. Όλα ήταν φυτεμένα τακτικά, ενώ ενδιάμεσα υπήρχαν τα απαραίτητα κενά που διευκόλυναν την πρόσβαση.
Έπειτα, η ματιά μου στράφηκε στη μονοκατοικία· φρεσκοβαμμένη, με κεραμιδένια σκεπή και μια μικρή σοφίτα. Γλάστρες με γαρδένιες κοσμούσαν την είσοδό της και στην άκρη του διέκρινα το σπίτι ενός σκύλου. Ένα ξύλινο κιόσκι ήταν χτισμένο στη μέση του οικοπέδου, περιτριγυρισμένο από γρασίδι. Φωτάκια ήταν κρεμασμένα από την οροφή του και πανιά. Το βράδυ θα ήταν υπέροχα εκεί.
«Φέρε μου τις τσάντες, θα τις πάω εγώ μέσα. Εσείς πηγαίνετε να καθίσετε με τον Τάκη και τον Γιώργο, οι υπόλοιποι δεν έχουν έρθει ακόμη» είπε η κυρία Σοφία και μας έσπρωξε μαλακά.
Μόλις εκείνη χάθηκε στο σπίτι, ο Στράτος κατευθύνθηκε προς τον κήπο. Έκοψε ένα λουλούδι και με σκούντησε απαλά στον ώμο.
«Αυτό είναι για εσένα. Πρόσεχε τα αγκάθια του».
Πήρα διστακτικά στα χέρια μου το κόκκινο τριαντάφυλλο που μου έτεινε.
«Είναι πολύ όμορφο».
«Έχει και το ίδιο χρώμα με τα μάγουλά σου».
«Σου έχω πει να μη με κοροϊδεύεις για αυτό, δεν μπορώ να το ελέγξω».
Τον σκούντηξα ελαφρά στο μπράτσο. Εκείνος προσποιήθηκε τον λαβωμένο και πλησίασε γελώντας τους άλλους δύο άντρες, που είχαν μια έντονη συζήτηση για τον σωστό τρόπο ψησίματος του χοιρινού. Χαιρέτησα από μακριά τον κύριο Τάκη, τον άντρα της κυρίας Σοφίας, και τον Γιώργο, και κατευθύνθηκα προς το σπίτι για να βοηθήσω. [AP1]
«Κυρία Σοφία, ευχαριστούμε και πάλι για την πρόσκληση. Δεν μας είπατε, γιορτάζουμε κάτι;» τη ρώτησα μόλις μπήκα μέσα.
Το σαλόνι του σπιτιού ήταν λιτό, με σκουρόχρωμα ξύλινα έπιπλα, ζεστά χρώματα και πολλές θαλασσινές λεπτομέρειες. Ένα βάζο με πετρούλες, άλλο με άμμο και κεριά, καθρέπτης με κοχύλια, όλα όσα μας έδινε απλόχερα η θάλασσα είχαν βρει τη θέση τους στο μικρό εξοχικό.
Μακάρι να πηγαίναμε για ένα μπάνιο τώρα…
«Πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, για να καλέσω τους φίλους μου από τη δουλειά για φαγητό;» με ρώτησε και κούνησα το κεφάλι σε ένδειξη συμφωνίας. «Το κυρία Σοφία δεν θα το κόψεις ποτέ, έτσι;»
«Μάλλον όχι» χαμογέλασα απολογητικά.
«Δεν πειράζει, μπορώ να πω ότι το συνήθισα πια και θα μου φαινόταν ίσως και περίεργο να μες λες σκέτο Σοφία» είπε και άρχισε να ανοίγει τα τάπερ.
Σερβίραμε σε πιάτα και στρώσαμε το τραπέζι στον κήπο. Οι άντρες είχαν ήδη ανάψει τη φωτιά και σύντομα θα έψηναν τα κρέατα. Παρότι ήταν νωρίς για μεσημεριανό, το στομάχι μου γουργούρισε στη θέα του φορτωμένου τραπεζιού. Φαίνονταν όλα πεντανόστιμα.
«Κατερίνα μου, άνοιξε λίγο την πόρτα, θα μου καούν οι πατάτες. Μου έστειλε μήνυμα η Μάχη πως τώρα πάρκαρε. Είναι μαζί με τον Κώστα» φώναξε η κυρία Σοφία και έσπευσα να βγω έξω, για να τους υποδεχτώ.
Ανταλλάξαμε τους τυπικούς χαιρετισμούς και έπειτα σχολιάσαμε τον πανέμορφο κήπο της κυρίας Σοφίας. Το τριαντάφυλλό μου, χωρίς αγκάθια πλέον, στόλιζε τα μαλλιά μου και με έκανε να κοκκινίζω στη σκέψη του ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Λίγο αργότερα, έφτασε η Δήμητρα και ο Νάσος, που επίσης δούλευαν στο ταξιδιωτικό γραφείο, και η παρέα μας ολοκληρώθηκε. Παρότι η πλειονότητα των παρευρισκομένων ήταν παντρεμένη, με εξαίρεση τον εαυτό μου και τον Στράτο, όλοι είχαν έρθει χωρίς τους συζύγους τους. Ήταν κάτι σαν άγραφος κανόνας: μια φορά στο τόσο, δικαιούνταν να περνούν ποιοτικό χρόνο μακριά από το άλλο τους μισό, ώστε να μπορούν να γκρινιάζουν πιο ελεύθερα.
Η κυρία Σοφία ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες και ύστερα έβγαλε την ποδιά της, αποκαλύπτοντας ένα γαλάζιο αέρινο φόρεμα. Κάθισε στην κορυφή του τραπεζιού και ξεκίνησε να τσιμπολογάει, δίνοντας το σύνθημα και στους υπόλοιπους. Τα κεφτεδάκια έγιναν ανάρπαστα –ναι, ο Στράτος τα έφαγε όλα– το ίδιο και η πατατοσαλάτα, παρά τις προειδοποιήσεις του κυρίου Τάκη πως δεν θα τρώγαμε μετά το κρέας.
«Κυρία Σοφία, η τυρόπιτα που φτιάξατε είναι υπέροχη, αλήθεια, μπορώ να φάω όλο το ταψί. Και η σπανακόπιτα είναι φοβερή» είπα όσο έπαιρνα ένα ακόμα κομμάτι.
«Αν δεν φας μετά, θα σε καρυδώσω» άκουσα τον κύριο Τάκη.
Ενοχή σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου και άφησα κάτω το τρίτο κομμάτι σπανακόπιτας που ετοιμαζόμουν να καταβροχθίσω.
«Συνταγή της γιαγιάς μου. Μπορώ να σ’ τη μάθω αν θες». Κούνησα το κεφάλι θετικά σαν να με είχαν βάλει στην πρίζα. «Θες να έρθεις από το σπίτι την Παρασκευή; Θα ξαναφτιάξω έτσι και αλλιώς, γιατί η νύφη μου είναι με την κοιλιά στο στόμα και έτσι τους μαγειρεύω μια εγώ και μια η συμπεθέρα».
«Θα έρθω, ναι, αν μπορέσω να αφήσω κάπου τον Άγγελο».
«Να τον φέρεις μαζί σου, βέβαια. Θα είναι και η κόρη μου στο σπίτι, καλό θα της κάνει να προσέξει λίγο και ένα παιδί. Τελειώνει το παιδαγωγικό και δεν έχει ιδέα. Όταν με το καλό μπει σε τάξη με είκοσι πέντε σπόρους, θα τη φάνε ζωντανή».
«Εντάξει. Σας ευχαριστώ πολύ» είπα και μου χαμογέλασε.
Στερέωσε καλύτερα τα γυαλιά της, που κυλούσαν στη μύτη της, και συνεχίσαμε να συζητάμε περί φαγητών, μέχρι που το ψήσιμο ολοκληρώθηκε. Καθίσαμε όλοι στο τραπέζι και αρχίσαμε να τρώμε –αν και είχα σκάσει, όπως είχε προβλέψει ο κύριος Τάκης–, αλλά δεν ήθελα να τους προσβάλλω.
«Ελάτε να κάνουμε μια πρόποση». Η κυρία Σοφία σηκώθηκε όρθια κρατώντας ένα γυάλινο μπουκάλι μπύρας. «Εύχομαι υγεία σε όλους, προκοπή και πάντα ευτυχισμένες στιγμές» είπε και τσουγκρίσαμε.
Ενστικτωδώς, γύρισα να κοιτάξω τον Στράτο που καθόταν δίπλα μου. Οι ματιές μας συναντήθηκαν και χαμογέλασα συνεσταλμένα. Ήπιαμε μια γουλιά και οι συζητήσεις συνέχισαν από το σημείο που είχαν μείνει. Ο κύριος Τάκης τής έδωσε ένα φιλί. Τον άκουσα να της λέει χρόνια μας πολλά, πριν γυρίσει πίσω στην κουβέντα που είχε με τον Γιώργο, σχετικά με το ψάρεμα.
«Γιατί δεν μου το είπατε;» τη ρώτησα διακριτικά. «Αν το ήξερα, θα σας είχα πάρει κάτι μικρό, έτσι για το καλό».
«Για αυτό. Μας αρκεί που είστε εδώ να γιορτάσετε μαζί μας».
«Πόσα χρόνια κλείσατε παντρεμένοι;»
«Τριάντα δύο. Παντρευτήκαμε λίγο αφότου έκλεισα τα δεκαοκτώ» είπε ονειροπόλα και πνίγηκα σε μια μπουκιά χοιρινό. Με χτύπησε μαλακά στην πλάτη και ανασήκωσε τους ώμους. «Άλλες εποχές τότε» είπε λιτά και σηκώθηκε να φέρει άλλη μια κανάτα νερό.
Τι πνίγεσαι; με μάλωσε η φωνούλα. Και εσύ έκανες παιδί στα δεκαοκτώ.
«Το άκουσες, Στράτο; Τριάντα δύο χρόνια γάμου» του ψιθύρισα και γούρλωσε τα μάτια.
«Όταν εγώ γεννιόμουν, εκείνοι παντρεύονταν. Ποπό[ΈΠ2] » αναφώνησε. «Και άντε, εγώ είμαι εργένης, έχω χρόνο για να παντρευτώ, εσύ είσαι πόσο, είκοσι πέντε; Στο ράφι έμεινες, κακομοίρα» ειρωνεύτηκε και κέρδισε άλλο ένα σκούντημα.
«Τι τρώγεστε εσείς σήμερα;» ρώτησε η κυρία Σοφία και ακούμπησε το νερό στο τραπέζι.
«Πάντα έτσι κάνουν αυτοί οι δύο. Δεν τους βλέπεις κάθε μέρα στο μεσημεριανό;»
«Μη μιλήσω για τα μηνυματάκια, όλη την ώρα τσίκι τσίκι στο κινητό» πετάχτηκε με τη σειρά της η Μάχη και την κοίταξα δολοφονικά. «Ειδικά τον τελευταίο καιρό» συνέχισε όλο νόημα.
«Α, για πείτε και σε εμάς, ρε παιδιά. Δεν συμβαδίζουν οι βάρδιές μας».
«Μην είστε κουτσομπόληδες» μας έσωσε η κυρία Σοφία. «Περίμενε να φύγουν και θα σου τα πούμε μετά, Κώστα» συμπλήρωσε και το στόμα μου έμεινε να χάσκει.
«Ε, αυτό δεν το περίμενα από εσάς, κυρία Σοφία. Πέφτω από τα σύννεφα». Ήμουν σίγουρη πως είχα γίνει κατακόκκινη.
«Από τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι, Κατερίνα μου» είπε και σήκωσε ξανά το μπουκάλι της. «Στην υγειά σας!»
Ε, βέβαια, μας έκανε πρώτα την καρδιά περιβόλι και τώρα… στην υγειά σας!
Σάββατο
«Τα νεύρα μου, σ’ το είπα;» ήταν η πρώτη μου κουβέντα στον Στράτο, με το που πάρκαρε πρόχειρα μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας μου και άνοιξα την πόρτα.
«Μόνο πέντε ή έξι φορές στο τηλέφωνο. Άντε, σταμάτα την γκρίνια, ό,τι έγινε έγινε. Μπες μέσα».
«Σε ευχαριστώ που ήρθες» είπα και έδεσα τη ζώνη μου. Αμέσως ξεκίνησε. «Από όλες τις ημέρες, έπρεπε σήμερα να χαλάσει το αυτοκίνητο, που έχω να πάω από τη Δάφνη στη Νέα Μάκρη για το μπάρμπεκιου και πίσω για τη συνέλευση των γονέων;»
«Δεν πειράζει, θα σε πάω εγώ, το είπαμε. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Το αμάξι τι έπαθε τελικά;»
«Ούτε που ξέρω. Άφησα τον Άγγελο στη μαμά, και στον γυρισμό ανέβασε θερμοκρασία. Έκανε και έναν περίεργο θόρυβο… Στο τσακ ήμουν να κάνω δεξιά και να καλέσω γερανό, αλλά με τα πολλά το έφερα μέχρι το σπίτι».
«Θα το πάμε στο συνεργείο τη Δευτέρα. Είμαι σίγουρος δεν θα είναι κάτι σοβαρό. Έλεγξες το νερό;»
«Όχι, τίποτα δεν έκανα».
«Ξέχνα το για τώρα. Πάμε σε πιο σημαντικά θέματα». Τον κοίταξα απορημένα. «Τι μαγείρεψες; Πεινάω σαν λύκος».
«Έφτιαξα κεφτεδάκια και πατατοσαλάτα. Ήθελα να κάνω και ένα τζατζίκι, αλλά δεν πρόλαβα τελικά».
«Πιάσε μου ένα κεφτεδάκι».
«Κάνε υπομονή, πεινάλα. Δεν μπορώ να πάω άδειο τάπερ στους ανθρώπους».
«Έλα, μόνο ένα. Ξέρεις τι λένε, ένα ίσον κανένα. Δεν μπορείς να πας ενάντια στη σοφία του λαού μας. Άντε, γυναίκα, δώσε μου τον κεφτέ».
«Μάλιστα, άντρα» είπα όσο πιο ειρωνικά γινόταν.
Έσκυψα και άρχισα να ψαχουλεύω μέσα στην τσάντα, μέχρι να βρω το σωστό τάπερ. Έπειτα, τον τάισα στο στόμα.
«Γεια στα χέρια σου, κούκλα μου. Τέλειους τους έκανες. Φέρε τώρα άλλον έναν, τελευταίος, υπόσχομαι».
«Κάνεις σαν πεντάχρονο. Σε επίπεδο ωριμότητας, ο Άγγελος μπορεί και να σε ξεπερνάει» τον πληροφόρησα, αλλά του έδωσα άλλο ένα κομμάτι.
Ο Στράτος μούγγρισε με ευχαρίστηση. Καλά τα έλεγε ο παππούς μου… Οι άντρες, πίστευε, μεγαλώνουν μέχρι τα επτά. Μετά, και μέχρι τα τριάντα, μόνο ψηλώνουν.
«Έναν τελευταίο; Στα αλήθεια αυτήν τη φορά» ζήτησε, ενώ ήταν ακόμη μπουκωμένος.
Έχε χάρη που δεν γίνεται να του πω όχι σήμερα.
Την ώρα που πήγε να πάρει τον κεφτέ, δάγκωσε απαλά και ύστερα έγλυψε το δάχτυλό μου, ρίχνοντάς μου ένα δήθεν λάγνο βλέμμα. Το σοκαρισμένο ύφος μου τον έκανε να ξεσπάσει σε γέλια. Είχε πολύ παιχνιδιάρικη διάθεση, δεν μπορούσα να μην τον μιμηθώ.
«Πώς νιώθεις τώρα;» ρώτησε.
«Καλύτερα. Ευχαριστώ» μουρμούρισα ελαφρώς ντροπαλά και έβαλα μέσα το τάπερ, πιο πολύ για να κρύψω τα μάγουλά μου, που ως συνήθως είχαν βαφτεί κόκκινα, προδίδοντάς με.
«Τι σταθμό θες να βάλω;»
«Πάτα το δύο στη μνήμη».
Η φωνή του Ed Sheeran, που τραγουδούσε μελωδικά για κάποια χαμένη αγάπη, πλημμύρισε το αυτοκίνητο. Η ώρα κύλησε ευχάριστα, ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν τα τριάντα λεπτά της διαδρομής.
Όταν έχεις τόσο καλή παρέα, ο χρόνος τρέχει, πέταξε η φωνούλα μέσα μου.
Για αυτό είμαστε φίλοι, επειδή με κάνει να περνάω καλά.
Φίλοι το λέμε τώρα; Δεν ήμουν ενήμερη ότι άλλαξε ο ορισμός της λέξης ήρθε η πληρωμένη απάντηση, η οποία έβαλε τελεία στην εσωτερική μου συζήτηση.
Αν ήξερε κανείς τι περνούσε από το μυαλό μου ώρες ώρες, μάλλον θα άρχιζε να μαζεύει τις απαραίτητες υπογραφές για ακούσια νοσηλεία.
«Φτάσαμε» ανακοίνωσε ο Στράτος και πάρκαρε πίσω από το αυτοκίνητο του Γιώργου, ενός συναδέλφου του από την εταιρία σεκιούριτι. Βγήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε στο μικρό δρομάκι. Ένας ξέχειλος κάδος μάς υποδέχτηκε, μαζί με μερικά σκυλιά, που ξεσήκωσαν τον τόπο με τα γαυγίσματά τους. Έφταιγε το γεγονός ότι ήμασταν ξένοι ή μήπως το φαγητό που κρυβόταν στις σακούλες που κουβαλούσαμε;
Κοίταξα τον χωμάτινο, χαλικοστρωμένο σε μερικά σημεία, δρόμο και σιχτίρισα.
Βρήκα μέρα να φορέσω τα καινούρια μου άσπρα αθλητικά παπούτσια…
Χρειάστηκαν περίπου πέντε λεπτά, για να φτάσουμε στο τελευταίο σπίτι της οδού χωρίς όνομα. Δεν υπήρχε ταμπέλα – ή αν υπήρχε, ήταν κρυμμένη από τις καλαμιές που είχαν ξεφύγει εντελώς από κάθε έλεγχο. Τα σπίτια ήταν λιγοστά και ο δρόμος αδιέξοδος, φανταζόμουν, λοιπόν, πως δεν δημιουργούσε ιδιαίτερα προβλήματα.
Στην αριστερή πλευρά, υπήρχαν χωράφια και εγκαταλελειμμένα θερμοκήπια, με σκισμένα πανιά που ανέμιζαν από το ελαφρύ αεράκι του Οκτωβρίου. Η μέρα ήταν ζεστή, –συνηθισμένο για το ελληνικό φθινόπωρο–, και ο ήλιος έκαιγε.
Στα δεξιά, υπήρχαν μονοκατοικίες, με πλακόστρωτες αυλές και περιποιημένους κήπους. Ένα από τα σπίτια, το πιο μεγάλο, είχε ένα πηγάδι με κόκκινες λεπτομέρειες. Ένα ξύλινο τραπέζι ήταν στρωμένο στη γωνία, κάτω από ένα σκέπαστρο, και μια εύσωμη, μεγάλη σε ηλικία κυρία διάβαζε το βιβλίο της, αργοπίνοντας τον καφέ της. Θα μπορούσα να δω τον εαυτό μου στη θέση της, συνταξιούχα, με την αυλίτσα μου και μερικά εγγόνια να τρέχουν γύρω γύρω. Α, και έναν σκύλο, φυσικά.
«Μην κοιτάς τόσο απροκάλυπτα, θα τη ματιάσεις την καημένη» μου είπε ο Στράτος και αγνόησα το σχόλιό του.
Παρόλα αυτά απέστρεψα το βλέμμα μου απρόθυμα.
«Σκεφτόμουν πόσο θα μου άρεσε να ζω έτσι. Ξέρεις, όταν πάρω σύνταξη».
«Αν σκέφτεσαι από τώρα τη σύνταξη, είναι κακό σημάδι. Έχεις μόνο τριάντα χρόνια ακόμα».
«Ναι, το ξέρω. Αλλά, να, θα μου άρεσε να μένω σε ένα τέτοιο σπίτι, όταν γεράσω, με το βιβλίο μου, την ησυχία μου… Μακριά από την Αθήνα».
«Έκανα προχτές ένα ηλίθιο τεστ προσωπικότητας στο Facebook, το οποίο με πληροφόρησε πως η ψυχή μου είναι είκοσι χρόνων. Αν το έκανες εσύ, θα σου έβγαζε ογδόντα».
«Καλώς ήρθατε» μας διέκοψε η φωνή της κυρίας Σοφίας, που είχε βγει στον δρόμο για να μας υποδεχτεί, την ώρα που ετοιμαζόμουν να απαντήσω πως τα ογδόντα ήταν πολύ παρεξηγημένη ηλικία.
«Καλώς σας βρήκαμε».
«Τι όμορφα που είναι εδώ» της είπα την ώρα που τη φιλούσα σταυρωτά.
«Πού να δεις και το εσωτερικό. Πριν από δύο εβδομάδες τελειώσαμε τις εργασίες».
Η κυρία Σοφία μάς άνοιξε τη σιδερένια πόρτα, πάνω από την οποία υπήρχε μια αψίδα από μπλεγμένα τριαντάφυλλα, κόκκινα και ροζ. Μύριζαν υπέροχα… Μόλις είδα το οικόπεδο, κατάλαβα για ποιον λόγο ερχόταν εδώ κάθε Σαββατοκύριακο, βρέξει χιονίσει. Το πρώτο πράγμα που διεκδίκησε την προσοχή μου ήταν ο μεγάλος κήπος με τις τριανταφυλλιές και τα διάφορα μυρωδικά, όπως βασιλικό, λεβάντα, δεντρολίβανο και ρίγανη. Όλα ήταν φυτεμένα τακτικά, ενώ ενδιάμεσα υπήρχαν τα απαραίτητα κενά που διευκόλυναν την πρόσβαση.
Έπειτα, η ματιά μου στράφηκε στη μονοκατοικία· φρεσκοβαμμένη, με κεραμιδένια σκεπή και μια μικρή σοφίτα. Γλάστρες με γαρδένιες κοσμούσαν την είσοδό της και στην άκρη του διέκρινα το σπίτι ενός σκύλου. Ένα ξύλινο κιόσκι ήταν χτισμένο στη μέση του οικοπέδου, περιτριγυρισμένο από γρασίδι. Φωτάκια ήταν κρεμασμένα από την οροφή του και πανιά. Το βράδυ θα ήταν υπέροχα εκεί.
«Φέρε μου τις τσάντες, θα τις πάω εγώ μέσα. Εσείς πηγαίνετε να καθίσετε με τον Τάκη και τον Γιώργο, οι υπόλοιποι δεν έχουν έρθει ακόμη» είπε η κυρία Σοφία και μας έσπρωξε μαλακά.
Μόλις εκείνη χάθηκε στο σπίτι, ο Στράτος κατευθύνθηκε προς τον κήπο. Έκοψε ένα λουλούδι και με σκούντησε απαλά στον ώμο.
«Αυτό είναι για εσένα. Πρόσεχε τα αγκάθια του».
Πήρα διστακτικά στα χέρια μου το κόκκινο τριαντάφυλλο που μου έτεινε.
«Είναι πολύ όμορφο».
«Έχει και το ίδιο χρώμα με τα μάγουλά σου».
«Σου έχω πει να μη με κοροϊδεύεις για αυτό, δεν μπορώ να το ελέγξω».
Τον σκούντηξα ελαφρά στο μπράτσο. Εκείνος προσποιήθηκε τον λαβωμένο και πλησίασε γελώντας τους άλλους δύο άντρες, που είχαν μια έντονη συζήτηση για τον σωστό τρόπο ψησίματος του χοιρινού. Χαιρέτησα από μακριά τον κύριο Τάκη, τον άντρα της κυρίας Σοφίας, και τον Γιώργο, και κατευθύνθηκα προς το σπίτι για να βοηθήσω. [AP1]
«Κυρία Σοφία, ευχαριστούμε και πάλι για την πρόσκληση. Δεν μας είπατε, γιορτάζουμε κάτι;» τη ρώτησα μόλις μπήκα μέσα.
Το σαλόνι του σπιτιού ήταν λιτό, με σκουρόχρωμα ξύλινα έπιπλα, ζεστά χρώματα και πολλές θαλασσινές λεπτομέρειες. Ένα βάζο με πετρούλες, άλλο με άμμο και κεριά, καθρέπτης με κοχύλια, όλα όσα μας έδινε απλόχερα η θάλασσα είχαν βρει τη θέση τους στο μικρό εξοχικό.
Μακάρι να πηγαίναμε για ένα μπάνιο τώρα…
«Πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, για να καλέσω τους φίλους μου από τη δουλειά για φαγητό;» με ρώτησε και κούνησα το κεφάλι σε ένδειξη συμφωνίας. «Το κυρία Σοφία δεν θα το κόψεις ποτέ, έτσι;»
«Μάλλον όχι» χαμογέλασα απολογητικά.
«Δεν πειράζει, μπορώ να πω ότι το συνήθισα πια και θα μου φαινόταν ίσως και περίεργο να μες λες σκέτο Σοφία» είπε και άρχισε να ανοίγει τα τάπερ.
Σερβίραμε σε πιάτα και στρώσαμε το τραπέζι στον κήπο. Οι άντρες είχαν ήδη ανάψει τη φωτιά και σύντομα θα έψηναν τα κρέατα. Παρότι ήταν νωρίς για μεσημεριανό, το στομάχι μου γουργούρισε στη θέα του φορτωμένου τραπεζιού. Φαίνονταν όλα πεντανόστιμα.
«Κατερίνα μου, άνοιξε λίγο την πόρτα, θα μου καούν οι πατάτες. Μου έστειλε μήνυμα η Μάχη πως τώρα πάρκαρε. Είναι μαζί με τον Κώστα» φώναξε η κυρία Σοφία και έσπευσα να βγω έξω, για να τους υποδεχτώ.
Ανταλλάξαμε τους τυπικούς χαιρετισμούς και έπειτα σχολιάσαμε τον πανέμορφο κήπο της κυρίας Σοφίας. Το τριαντάφυλλό μου, χωρίς αγκάθια πλέον, στόλιζε τα μαλλιά μου και με έκανε να κοκκινίζω στη σκέψη του ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Λίγο αργότερα, έφτασε η Δήμητρα και ο Νάσος, που επίσης δούλευαν στο ταξιδιωτικό γραφείο, και η παρέα μας ολοκληρώθηκε. Παρότι η πλειονότητα των παρευρισκομένων ήταν παντρεμένη, με εξαίρεση τον εαυτό μου και τον Στράτο, όλοι είχαν έρθει χωρίς τους συζύγους τους. Ήταν κάτι σαν άγραφος κανόνας: μια φορά στο τόσο, δικαιούνταν να περνούν ποιοτικό χρόνο μακριά από το άλλο τους μισό, ώστε να μπορούν να γκρινιάζουν πιο ελεύθερα.
Η κυρία Σοφία ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες και ύστερα έβγαλε την ποδιά της, αποκαλύπτοντας ένα γαλάζιο αέρινο φόρεμα. Κάθισε στην κορυφή του τραπεζιού και ξεκίνησε να τσιμπολογάει, δίνοντας το σύνθημα και στους υπόλοιπους. Τα κεφτεδάκια έγιναν ανάρπαστα –ναι, ο Στράτος τα έφαγε όλα– το ίδιο και η πατατοσαλάτα, παρά τις προειδοποιήσεις του κυρίου Τάκη πως δεν θα τρώγαμε μετά το κρέας.
«Κυρία Σοφία, η τυρόπιτα που φτιάξατε είναι υπέροχη, αλήθεια, μπορώ να φάω όλο το ταψί. Και η σπανακόπιτα είναι φοβερή» είπα όσο έπαιρνα ένα ακόμα κομμάτι.
«Αν δεν φας μετά, θα σε καρυδώσω» άκουσα τον κύριο Τάκη.
Ενοχή σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου και άφησα κάτω το τρίτο κομμάτι σπανακόπιτας που ετοιμαζόμουν να καταβροχθίσω.
«Συνταγή της γιαγιάς μου. Μπορώ να σ’ τη μάθω αν θες». Κούνησα το κεφάλι θετικά σαν να με είχαν βάλει στην πρίζα. «Θες να έρθεις από το σπίτι την Παρασκευή; Θα ξαναφτιάξω έτσι και αλλιώς, γιατί η νύφη μου είναι με την κοιλιά στο στόμα και έτσι τους μαγειρεύω μια εγώ και μια η συμπεθέρα».
«Θα έρθω, ναι, αν μπορέσω να αφήσω κάπου τον Άγγελο».
«Να τον φέρεις μαζί σου, βέβαια. Θα είναι και η κόρη μου στο σπίτι, καλό θα της κάνει να προσέξει λίγο και ένα παιδί. Τελειώνει το παιδαγωγικό και δεν έχει ιδέα. Όταν με το καλό μπει σε τάξη με είκοσι πέντε σπόρους, θα τη φάνε ζωντανή».
«Εντάξει. Σας ευχαριστώ πολύ» είπα και μου χαμογέλασε.
Στερέωσε καλύτερα τα γυαλιά της, που κυλούσαν στη μύτη της, και συνεχίσαμε να συζητάμε περί φαγητών, μέχρι που το ψήσιμο ολοκληρώθηκε. Καθίσαμε όλοι στο τραπέζι και αρχίσαμε να τρώμε –αν και είχα σκάσει, όπως είχε προβλέψει ο κύριος Τάκης–, αλλά δεν ήθελα να τους προσβάλλω.
«Ελάτε να κάνουμε μια πρόποση». Η κυρία Σοφία σηκώθηκε όρθια κρατώντας ένα γυάλινο μπουκάλι μπύρας. «Εύχομαι υγεία σε όλους, προκοπή και πάντα ευτυχισμένες στιγμές» είπε και τσουγκρίσαμε.
Ενστικτωδώς, γύρισα να κοιτάξω τον Στράτο που καθόταν δίπλα μου. Οι ματιές μας συναντήθηκαν και χαμογέλασα συνεσταλμένα. Ήπιαμε μια γουλιά και οι συζητήσεις συνέχισαν από το σημείο που είχαν μείνει. Ο κύριος Τάκης τής έδωσε ένα φιλί. Τον άκουσα να της λέει χρόνια μας πολλά, πριν γυρίσει πίσω στην κουβέντα που είχε με τον Γιώργο, σχετικά με το ψάρεμα.
«Γιατί δεν μου το είπατε;» τη ρώτησα διακριτικά. «Αν το ήξερα, θα σας είχα πάρει κάτι μικρό, έτσι για το καλό».
«Για αυτό. Μας αρκεί που είστε εδώ να γιορτάσετε μαζί μας».
«Πόσα χρόνια κλείσατε παντρεμένοι;»
«Τριάντα δύο. Παντρευτήκαμε λίγο αφότου έκλεισα τα δεκαοκτώ» είπε ονειροπόλα και πνίγηκα σε μια μπουκιά χοιρινό. Με χτύπησε μαλακά στην πλάτη και ανασήκωσε τους ώμους. «Άλλες εποχές τότε» είπε λιτά και σηκώθηκε να φέρει άλλη μια κανάτα νερό.
Τι πνίγεσαι; με μάλωσε η φωνούλα. Και εσύ έκανες παιδί στα δεκαοκτώ.
«Το άκουσες, Στράτο; Τριάντα δύο χρόνια γάμου» του ψιθύρισα και γούρλωσε τα μάτια.
«Όταν εγώ γεννιόμουν, εκείνοι παντρεύονταν. Ποπό[ΈΠ2] » αναφώνησε. «Και άντε, εγώ είμαι εργένης, έχω χρόνο για να παντρευτώ, εσύ είσαι πόσο, είκοσι πέντε; Στο ράφι έμεινες, κακομοίρα» ειρωνεύτηκε και κέρδισε άλλο ένα σκούντημα.
«Τι τρώγεστε εσείς σήμερα;» ρώτησε η κυρία Σοφία και ακούμπησε το νερό στο τραπέζι.
«Πάντα έτσι κάνουν αυτοί οι δύο. Δεν τους βλέπεις κάθε μέρα στο μεσημεριανό;»
«Μη μιλήσω για τα μηνυματάκια, όλη την ώρα τσίκι τσίκι στο κινητό» πετάχτηκε με τη σειρά της η Μάχη και την κοίταξα δολοφονικά. «Ειδικά τον τελευταίο καιρό» συνέχισε όλο νόημα.
«Α, για πείτε και σε εμάς, ρε παιδιά. Δεν συμβαδίζουν οι βάρδιές μας».
«Μην είστε κουτσομπόληδες» μας έσωσε η κυρία Σοφία. «Περίμενε να φύγουν και θα σου τα πούμε μετά, Κώστα» συμπλήρωσε και το στόμα μου έμεινε να χάσκει.
«Ε, αυτό δεν το περίμενα από εσάς, κυρία Σοφία. Πέφτω από τα σύννεφα». Ήμουν σίγουρη πως είχα γίνει κατακόκκινη.
«Από τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι, Κατερίνα μου» είπε και σήκωσε ξανά το μπουκάλι της. «Στην υγειά σας!»
Ε, βέβαια, μας έκανε πρώτα την καρδιά περιβόλι και τώρα… στην υγειά σας!