Ένα Μόνο Γράμμα (Πρόλογος)

Επτά χρόνια πριν

Μουδιασμένη…

Ναι, αυτή ήταν η σωστή λέξη, εκείνη που έψαχνε το μυαλό μου για ώρες. Το κορμί μου ήταν αδύναμο και κουρασμένο. Ένιωθα ένα περίεργο κενό. Δεν πονούσα, όχι. Πώς αισθάνεται πόνο ένα παραλυμένο σώμα; Γύρισα από την άλλη πλευρά, δεν ήθελα να βλέπω την τζαμαρία. Τα φώτα με ζάλιζαν, οι άνθρωποι που περπατούσαν συνεχώς με αποσυντόνιζαν. Τι έκαναν με τις ζωές τους; Άραγε γιατί έρχονταν στο νοσοκομείο; Γιατί έφευγαν; Άλλοι το προσπερνούσαν εντελώς˙ εκείνους τους ζήλευα. Περπατούσαν από μπροστά, χωρίς να του ρίξουν μια ματιά, χωρίς να το σκεφτούν. Μιλούσαν στο τηλέφωνο ή σε κάποιον δίπλα τους και γελούσαν.

Πώς μπορούν να γελούν έξω από ένα κτίριο γεμάτο ανθρώπους που παλεύουν; Ή που πεθαίνουν…

Κοίταξα την πόρτα. Δεν με περίμεναν εκπλήξεις εκεί. Ήξερα ήδη ποιοι θα έμπαιναν και πότε: η μητέρα μου, η νοσοκόμα και ο ίδιος ο γιατρός. Έτσι, δεν φούσκωνε μέσα μου η παράλογη ελπίδα πως θα τον έβλεπα. Δεν γινόταν να είναι εδώ, μα, όσο παρατηρούσα τον έξω κόσμο, ήλπιζα ενδόμυχα να τον δω να διαβαίνει τις πόρτες. Στο μυαλό μου κρατούσε λουλούδια και ένα λούτρινο αρκουδάκι. Φορούσε το ξεφτισμένο του τζιν, εκείνο που αρνιόταν πεισματικά να πετάξει και φορούσε μόνο σε ειδικές περιστάσεις. Στο πρόσωπό του καθρεπτιζόταν το άγχος του. Είχε ματώσει λίγο το κάτω χείλος του από το δάγκωμα. Τα χέρια του ήταν κρύα˙ στάλες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό του.

Στον κόσμο του παραθύρου, τον παρακολουθούσα να μπαίνει στο μαιευτήριο ενθουσιασμένος και ανυπόμονος. Στον κόσμο της πόρτας, δεν ονειρευόμουν πια.

Η φωνή της νοσοκόμας με έβγαλε απότομα από τις σκέψεις μου. Ήταν καλύτερα έτσι…

«Κυρία Κατερίνα, αισθάνεστε καλά;» με ρώτησε ανήσυχα.

Κούνησα θετικά το κεφάλι και επικεντρώθηκα στο μικρό πλάσμα που λαγοκοιμόταν, φασκιωμένο με μια γαλάζια κουβέρτα. Το πρόσωπό του ήταν ακόμη κόκκινο. Τα μάτια του κουνιόνταν ελαφρώς και τα χείλη του ήταν σουφρωμένα. Χαμογέλασα και επέστρεψα στο κρεβάτι με αργά, σταθερά βήματα. Κάθισα όσο πιο προσεκτικά μπορούσα, παρόλα αυτά ένα κύμα πόνου διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη. Δεν κατάφερα να αποτρέψω τους μυς του προσώπου μου από το να πάρουν έναν μορφασμό. Η νοσοκόμα δεν μίλησε˙ μονάχα μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο οίκτο, που έκανε την καρδιά μου να βουλιάξει. Νόμιζα θα έφευγε ξανά, θα τον έπαιρνε μαζί της και θα ήμουν πάλι μόνη μου, χαμένη, με σκοτεινές σκέψεις. Αντ’ αυτού, με ρώτησε:

«Θα τον θηλάσετε;»

«Εννοείται» απάντησα αμέσως.

Ήταν η πρώτη φορά που θα μου επέτρεπαν να το κάνω, δύο μέρες μετά τη γέννα. Δεν θα άφηνα την ευκαιρία να πάει χαμένη. Η κοπέλα με πλησίασε, πάτησε ένα κουμπί και η πλάτη του κρεβατιού ανασηκώθηκε σε σχεδόν κάθετη θέση. Έφτιαξε τα μαξιλάρια και ο πόνος κόπασε και ξεχάστηκε.

Μου έδωσε αντισηπτικό και έπειτα έφτιαξε λίγο καλύτερα τη θέση των χεριών μου, πριν εναποθέσει εκεί μαλακά το λιλιπούτειο πλάσμα. Τον κράτησα στην αγκαλιά μου και τον μύρισα. Μερικά δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους, αλλά τα άφησα να κυλήσουν, διότι φοβόμουν να ελευθερώσω το χέρι μου και να τα σκουπίσω. Η νοσοκόμα με βοήθησε να αφαιρέσω τη ρόμπα μου και να σκεπαστώ. Έπειτα ένευσε θετικά. Το κούτελό του ακούμπησε στο δέρμα μου. Ήταν ζεστός και εύθραυστος, ένιωθα πως θα τον έσπαγα.

Το μικρό μου αγόρι βρήκε τη θηλή και άρχισε να πίνει λαίμαργα γάλα. Η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη. Ούτε ήξερα αν υπήρχαν λέξεις για να την περιγράψω… Δεν προσπάθησα κιόλας. Απλώς χαμήλωσα το κεφάλι και κοίταξα το θαύμα που είχα φέρει στον κόσμο.

«Έλειψα μονάχα μισή ώρα και ήδη κάνεις του κεφαλιού σου. Δεν νομίζεις πως έχεις ταλαιπωρήσει αρκετά τη μέση σου; Άσε κάτω το παιδί» φώναξε η μαμά μπαίνοντας φουριόζα στο δωμάτιο.

Πλησίασε με επιθετικό βήμα, άπλωσε το χέρι, αλλά τελικά δεν τον άγγιξε.

Ξεφύσηξα κουρασμένα.

«Ηρέμησε, σε παρακαλώ, θα πάθεις τίποτα. Μην ανησυχείς, πέρασε ο γιατρός από εδώ όσο έλειπες και το συζητήσαμε. Δεν είναι καλό να απέχω από τον θηλασμό, ούτε για εμένα ούτε για το μωρό. Χρειάζεται όλα τα αντισώματα που μπορώ να του προσφέρω. Και ο δικός μου οργανισμός το χρειάζεται. Θα βοηθήσει στην επούλωση μετά τη γέννα. Ο γιατρός το επέτρεψε, αρκεί να είμαι καθιστή. Ρώτα τον, αν θέλεις» απάντησα όσο πιο γλυκά μπορούσα.

Εκείνη κοίταξε τη νοσοκόμα, η οποία επιβεβαίωσε τα λεγόμενά μου. Αισθανόμουν απηυδισμένη από την υπερπροστατευτική στάση που κρατούσε απέναντί μου. Ήμουν μόλις δεκαοχτώ, ναι, αλλά και πάλι ενήλικη και απόλυτα ικανή να προσέχω τον εαυτό μου. Είχα ωριμάσει γρήγορα, έπρεπε να το κάνω, αν ήθελα να επιβιώσω.

«Τουλάχιστον να σου έφερναν ένα θήλαστρο» συνέχισε ακάθεκτη ρίχνοντας ένα φαρμακερό βλέμμα στην κοπέλα, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν της έφταιγε σε κάτι «ή να το αγοράζαμε. Χρειάζεται χρόνο να γειάνει το κορμί σου. Ανησυχώ…»

«Επειδή είσαι και εσύ μάνα, περίμενα να καταλάβεις τη λαχτάρα μου να θηλάσω. Τα μωράκια, όταν γεννιούνται, βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση άγχους. Το περιβάλλον είναι πολύ καινούριο, οι ήχοι, οι μυρωδιές, τα οπτικά ερεθίσματα προκαλούν σχεδόν υπερφόρτωση. Όταν ακουμπάει πάνω μου, ακούει το ίδιο πράγμα που άκουγε εννιά μήνες: τον σταθερό χτύπο της καρδιάς μου. Του κάνει καλό η επαφή δέρμα με δέρμα. Αυτό εδώ το πλάσμα είναι πια όλος μου ο κόσμος και θέλω να του προσφέρω όσα περισσότερα μπορώ. Απλώς τον θηλάζω. Είμαι καθιστή και δεν πονάω. Είμαι καλά, μαμά, σ’ το υπόσχομαι».

Κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα μου, αναστέναξε και μουρμούρισε μερικά συγγνώμη, πριν κρύψει το πρόσωπό της στις παλάμες της. Για λίγο επικράτησε μια αμήχανη σιγή.

«Είναι ένας κούκλος» έσπασε τη σιωπή η νοσοκόμα. Από τη στάση του σώματός της ήταν ξεκάθαρο πως την είχαμε κάνει να αισθανθεί αρκετά άβολα. «Έχει πάρει τα μάτια σας, αλλά νομίζω πως θα μοιάζει περισσότερο στον μπαμπά του». Η μαμά τσιτώθηκε αμέσως. «Μέχρι να τον δω, βέβαια, δεν μπορώ να είμαι και εντελώς σίγουρη».

«Δουλεύει τόσο πολύ ο καημένος. Αμφιβάλλω αν θα προλάβει να περάσει» εξήγησε και εισέπραξε ένα αγριεμένο βλέμμα.

«Γιατί δεν λες την αλήθεια; Γιατί δεν της λες ότι είμαστε μόνο εγώ και ο γιος μου;» Η κοπέλα κοκκίνισε από ντροπή, μας χαιρέτησε ευγενικά και έφυγε γρήγορα, μουρμουρίζοντας πως έπρεπε να δει και άλλους ασθενείς. «Ντρέπεσαι για ό,τι έγινε;» τη ρώτησα ψυχρά μόλις έκλεισε η πόρτα του δωματίου.

«Το είπες και μόνη σου πως είστε οι δυο σας. Γιατί δεν ξανασκέφτεσαι την υιοθεσία;»

«Νόμιζα πως είχε λήξει αυτό το ζήτημα!»

«Όχι για μένα. Η ανατροφή ενός μωρού είναι δυσκολότερη από όσο πιστεύεις, ακόμα και με τους δύο γονείς παρόντες».

«Σε παρακαλώ, για μια φορά, κάνε μου τη χάρη. Δεν το δίνω το παιδί. Δεν θα αλλάξω γνώμη. Είναι δική μου ζωή».

Και είχε έρθει η ώρα να την πάρω στα χέρια μου και να αρχίσω να παίρνω τις δικές μου αποφάσεις. Πριν προλάβει να ξεστομίσει αυτό που ήθελε, πρόσθεσα: «Και ίσως και δικά μου λάθη…
»
 
 
 
Έλενα Παπαδοπούλου