Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 1)

Ορόρα

Υπήρχε μόνο ένας λόγος, για να καλέσει ο πατέρας της όλους τους σιδεράδες της Ναβίντια στο κάστρο, και η Ορόρα ήξερε πως αυτό σήμαινε μπελάδες.

Εκείνο το πρωινό είχε ετοιμαστεί σκοπεύοντας να επισκεφτεί το κάστρο των Σέλτιγκαρ, για να ελέγξει αν όλες οι δουλειές γινόντουσαν σωστά, ειδικά τώρα που πλησίαζε ο καιρός της συγκομιδής, και να δει αν χρειαζόντουσαν κάτι, παρόλο που ήξερε πως οι άνθρωποι εκεί ήταν πολλοί περήφανοι και δεν ξεχνούσαν, και οι περισσότεροι δε θα δεχόντουσαν ποτέ βοήθεια από τους Ντρόγκομιρ. Όμως η Ορόρα είχε υποσχεθεί στην Κίρα να τους προσέχει όσο εκείνη και ο Ντέβαν ήταν μακριά και αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει.

Της έλειπε τρομερά ο αδελφός της. Πρώτη φορά ήταν χώρια για τόσο μεγάλο διάστημα. Αντάλλασσαν γράμματα τακτικά τους τελευταίους μήνες, το τελευταίο της έλεγε πως κατευθυνόντουσαν προς το Νιέζντιελ, αλλά δεν ήταν το ίδιο με το μπορεί να περπατήσει μέχρι το δωμάτιό του ή να πετάξει μέχρι το φαράγγι για να τον δει.

Από τα γράμματα του μπορούσε να καταλάβει πως ο αδελφός της ήταν χαρούμενος και τα πράγματα ανάμεσα σε εκείνον και την Κίρα πήγαιναν καλά. Ίσως αυτό χρειαζόντουσαν, να απομακρυνθούν από όλους και από όλα και να μείνουν οι δυο τους. Ακόμα της έλειπε, αλλά αυτή η σκέψη ήταν μια παρηγοριά. Άλλωστε θα τους ξανάβλεπε σύντομα. Τα πρώτα γενέθλια του Έρικ πλησίαζαν και η Ορόρα δε σκόπευε να το χάσει για τίποτα στον κόσμο. Αν ο Ντέβαν και η Κίρα δεν είχαν επιστρέψει μέχρι τότε, θα πήγαινε εκείνη να τους βρει. Η ιδέα ήταν ιδιαίτερα ελκυστική

και για μια στιγμή σκέφτηκε να μεταμορφωθεί εκείνη τη στιγμή και να πετάξει μακριά. Εξάλλου είχε βαρεθεί να βλέπει το ίδιο μέρος, να μιλάει στους ίδιους ανθρώπους, να βλέπει τις ίδιες βαρετές μέρες να έρχονται και να φεύγουν χωρίς να συμβαίνει τίποτα ενδιαφέρον.

Έριξε ένα μεταξωτό σάλι στο απαλό χρώμα της λεβάντας γύρω από τους ώμους της και βγήκε στο μπαλκόνι της. Της άρεσε να παίρνει εκεί το πρόγευμά της και ήξερε ότι δε θα μπορούσε να το κάνει όταν ξεκινούσαν οι βροχές, οπότε ήθελε να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία που είχε. Το ελαφρύ φθινοπωρινό αεράκι πέρασε μέσα από το λεπτό ύφασμα κάνοντάς τη να ανατριχιάσει. Οι Ντρόγκομιρ είχαν μεγάλη ανοχή στη ζέστη αλλά δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά με το κρύο και η Ορόρα δεν αποτελούσε εξαίρεση.

Τα τείχη που τους περίκλειαν απείχαν αρκετά από το κυρίως κάστρο όμως ακόμα και από αυτή την απόσταση η Ορόρα μπορούσε να δει την αναταραχή που επικρατούσε. Οι θηριώδεις πύλες ήταν ανοιχτές και τουλάχιστον τριάντα κάρα είχαν μπει μέσα στο εσωτερικό κομμάτι, ενώ πολλά περίμεναν ακόμα έξω. Η ουρά κινούταν αργά καθώς δεκάδες στρατιώτες των Ντρόγκομιρ έλεγχαν ένα ένα τα κάρα και τους επιβάτες τους, πριν τους επιτρέψουν την είσοδο.

 Μια περίεργη ταραχή απλώθηκε μέσα της. Άφησε το πρωινό της ανέγγιχτο πάνω στο σιδερένιο τραπέζι του μπαλκονιού -παρόλο που το στομάχι της διαμαρτυρήθηκε έντονα με αυτή την απόφαση- και μπήκε ξανά στο δωμάτιο. Βγαίνοντας στους διαδρόμους βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αλάρικ, τον γιο του αρχισταβλίτη που υπηρετούσε στο κάστρο όλη του τη ζωή, αφού είχε γεννηθεί εκεί, και περνούσε εκείνη τη στιγμή, για να πάει σε κάποιο θέλημα που τον είχαν στείλει. Ο νεαρός άντρας σταμάτησε μπροστά της και έσκυψε το κεφάλι του με σεβασμό.

«Αρχόντισσα Ορόρα».

«Τι είναι όλες αυτές οι άμαξες στην πύλη;» τον ρώτησε.

«Ο Άρχοντας Αίρυς καλεί τους σιδεράδες από τις μεγάλες πόλεις και τα χωριά, αρχόντισσά μου». Τον κοίταξε σμίγοντας τα λεπτά φρύδια της.

«Για ποιον λόγο;»

«Φοβάμαι πως δε γνωρίζω, αρχόντισσά μου».

«Μπορείς να αποσυρθείς»

Ο Αλάρικ υποκλίθηκε ξανά και έφυγε, για να συνεχίσει τις δουλειές του.

Χωρίς να χάσει στιγμή, η Ορόρα κατευθύνθηκε προς τα διαμερίσματα του πατέρα της. Είχαν μερικούς από τους πιο ικανούς σιδεράδες στην υπηρεσία τους, οπότε δεν υπήρχε λόγος να καλεί άλλους από την ενδοχώρα, πόσο μάλλον τόσους πολλούς. Η Ορόρα δεν ήταν αφελής, ήξερε πως ο πατέρας της έκανε ετοιμασίες και αυτό δεν της άρεσε καθόλου.

Φτάνοντας έξω από τα διαμερίσματά του άκουσε ομιλίες να έρχονται μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Άκουγε τον πατέρα της να δίνει οδηγίες στους σιδεράδες για το πώς ήθελε την πανοπλία του και τον ελαφρύ θόρυβο από τα εργαλεία τους που δούλευαν.

«Άρχοντά μου;» είπε η Ορόρα, δυναμώνοντας τον τόνο της φωνής της, για να κάνει γνωστή την παρουσία της. Ο άρχοντας-πατέρας της το μισούσε όταν κάποιος εμφανιζόταν μπροστά του ή μιλούσε χωρίς άδεια.

«Πέρνα μέσα» της φώναξε και η Ορόρα μπήκε μέσα στο δωμάτιο.

Τα διαμερίσματα του Άρχοντα του Οίκου ήταν πάντα τα πιο εντυπωσιακά. Βαριά ξύλα, μετάξι, και βελούδο φώναζαν τη θέση που κατείχε ο ιδιοκτήτης τους. Ακόμα και οι άκρες των κουρτινόξυλων ήταν καλυμμένες με ασήμι. Εκτός από το υπνοδωμάτιο και τον κυρίως χώρο, υπήρχε επίσης μια βιβλιοθήκη με σπάνια βιβλία που πολλοί θα ξεπουλούσαν τις περιουσίες τους ή θα σκότωναν, για να πάρουν στα χέρια τους, μια πόρτα που συνέδεε το δωμάτιο με την αίθουσα των συμβουλίων, ακόμα και ένα κρυμμένο οπλοστάσιο σε περίπτωση επίθεσης, απομεινάρι της παράνοιας του πατέρα του Αίρυς. Ο δράκος των Ντρόγκομιρ δέσποζε παντού, στους τοίχους, στα μοτίβα στις ταπετσαρίες και στα παχιά χαλιά, σε σκαλίσματα πάνω στα έπιπλα και τα τζάκια. Τα λουτρά του, μια αίθουσα αρκετά μεγάλη, για να στεγάσει μια πολυμελή οικογένεια και πάλι να περισσεύει χώρος, λαμποκοπούσαν από πρωινό φως που έμπαινε από τα αψιδωτά παράθυρα και αντανακλούσε πάνω στο καλογυαλισμένο λευκό μάρμαρο και στις επίχρυσες διακοσμήσεις με τους πολύτιμους λίθους που άστραφταν σαν τον ήλιο. Και αυτό ήταν το πιο σεμνό δωμάτιο στα διαμερίσματα.

Παλιά της άρεσαν τα διαμερίσματα των γονιών της και ονειρευόταν πως μια μέρα θα γινόντουσαν δικά της, όταν θα γινόταν αρχόντισσα του Οίκου. Τώρα τα έβρισκε υπερβολικά και υπερφορτωμένα.

Ο Αίρυς στεκόταν στη μέση του κυρίως χώρου με τρεις σιδεράδες να δουλεύουν πάνω στην πανοπλία που φορούσε, να τελειοποιούν τις λεπτομέρειες και να προσαρμόζουν τον θώρακα και το σιδερένιο πλέγμα στα μέτρα του.

Ήταν εμφανές πως η κατασκευή της είχε ήδη διαρκέσει αρκετές μέρες αν και δεν ήταν ακόμα έτοιμη. Ο θώρακας ήταν επενδυμένος με σμάλτο και ασήμι, με ένα ανάγλυφο σχέδιο που θύμιζε λέπια και το οικόσημο των Ντρόγκομιρ στο κέντρο. Οι ώμοι είχαν σχήμα κεφαλής δράκου. Τα περιβραχιόνιά του είχαν τα παραδοσιακά σχέδια που οι πολεμιστές φορούσαν στις μάχες, ρούνοι για δύναμη και νίκη, ενώ οι αρθρώσεις των δαχτύλων στα σιδερένια γάντια του είχαν μυτερές προεξοχές σαν καρφιά. Ήταν μια ωραία πανοπλία και εντελώς άχρηστη. Οι Ντρόγκομιρ δε φορούσαν πανοπλίες ούτε κουβαλούσαν σπαθιά, στο πεδίο της μάχης οι φολίδες τους τους προστάτευαν και τα νύχια και τα δόντια τους ήταν τα όπλα τους. Αυτή η πανοπλία ήταν σαν τα βραχιόλια και τα σκουλαρίκια της: κάτι διακοσμητικό.

«Αρκετά» τους διέταξε και στράφηκε προς την κόρη του. «Ποια είναι η γνώμη σου;»

«Εντυπωσιακή, άρχοντά μου». Κάθισε σε ένα ανάκλιντρο, επενδυμένο με κόκκινο βελούδο, απλώνοντας ομοιόμορφα τις φούστες του φορέματός της γύρω της όσο οι άντρες έλυναν την πανοπλία, για να βοηθήσουν τον Αίρυς να τη βγάλει. «Όμως ποια μάτια θα τη θαυμάσουν στον καιρό ειρήνης που διανύουμε;»

Ο Αίρυς έβγαλε την πανοπλία και έκανε νόημα στους άντρες να φύγουν, που πήραν τα κομμάτια και βγήκαν σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιο λες και είχε πιάσει φωτιά.

«Η ειρήνη είναι για τους τεμπέληδες και τους ανίκανους» αποκρίθηκε. «Οι πραγματικοί ηγέτες δεν επαναπαύονται ούτε κάθονται να χοντραίνουν στους θρόνους τους. Τώρα που ο Οίκος μας απέκτησε ξανά την πλήρη δύναμή του είναι καιρός να επεκτείνουμε την κυριαρχία μας».

«Και πώς σκέφτεσαι να το πετύχεις αυτό, άρχοντά μου;» τον ρώτησε η Ορόρα, διαλέγοντας προσεχτικά τα λόγια της.

«Σε δυο μήνες ο Άρχοντας Κάσρελ οργανώνει μια γιορτή, για να γιορτάσει τη γέννηση της μικρότερης κόρης του. Έχει καλέσει ευγενείς από κάθε γωνιά του γνωστού κόσμου, μαζί με τις συνοδείες και τους υπηρέτες τους. Εκείνη τη μέρα οι άμυνές τους θα είναι πιο ευάλωτες, επειδή οι πρωτεύουσα θα ξεχειλίζει από κόσμο».

Η Ορόρα τον κοίταξε δύσπιστα, σαν να περίμενε ότι θα γελούσε και θα της έλεγε ότι αστειευόταν, όμως ο πατέρας της δεν ήταν γνωστός για τα αστεία του.

«Σκοπεύεις να εισβάλεις στη Νταχάρα;» του είπε με ένα ύφος σαν να προσπαθούσε να του δείξει ότι αυτό που σκεφτόταν ήταν τρελό. «Πατέρα, η Νταχάρα είναι τεράστια με έναν εξίσου τεράστιο στρατό. Ακόμα κι αν συγκεντρώσουμε όλες τις δυνάμεις μας και αφήσουμε την έδρα μας απροστάτευτη, είναι πάλι αμφίβολο αν θα υπερτερήσουμε αριθμητικά».

«Οι αριθμοί δεν έχουν σημασία» αποκρίθηκε ο Αίρυς, με την ενόχληση να κάνει την εμφάνισή της στο πρόσωπο και τη φωνή του. «Είμαστε Μεταμορφιστές ενώ οι Ρίχακ είναι μερικοί αξιοθρήνητοι Αλχημιστές. Άλλωστε πρέπει να ξέρεις πως οι πόλεμοι δεν κρίνονται μόνο από το πόσο μεγάλοι είναι οι στρατοί αλλά από τη στρατηγική».

«Τότε εξήγησέ μου επειδή δεν καταλαβαίνω». Η ενόχληση ήταν εμφανής στη φωνή της, αλλά δεν μπορούσε να την κρύψει. Αυτό που σκεφτόταν να κάνει ο πατέρας της ήταν τρελό. Η Ορόρα ήξερε πως το λύσιμο της κατάρας θα μεγάλωνε την ήδη μεγάλη υπεροψία και φιλοδοξία του, αλλά δεν πίστευε πως η δύναμη θα τον τύφλωνε τόσο. Ο πατέρας της έδειχνε υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους ξεχνώντας πως ο Οίκος του ήταν ακόμα αποδυναμωμένος και αριθμούσε σημαντικά λιγότερα μέλη απ' όσα είχε στον τελευταίο πόλεμο που είχαν διεξάγει πριν από δεκαετίες.

«Μπορούμε να τους αιφνιδιάσουμε από τα νότια όπου η περιοχή είναι πιο αραιοκατοικημένη και με λιγότερη φύλαξη. Σε συνδυασμό με την αναταραχή λόγω της γιορτής θα πάρουμε την πρωτεύουσα πριν καν προλάβουν να καταλάβουν τι έγινε».

«Μα θα πρέπει να περάσουμε από την Οροσειρά της Υρκόνια!» του φώναξε, σίγουρη πως είχε χάσει τα λογικά του. «Ακόμα κι αν η Ραζιγιέ μας επιτρέψει την είσοδο θα πρέπει να περάσουμε από τα εδάφη του Ελεαζάρ».

Τα μάτια του Αίρυς στένεψαν σαν τα μάτια ενός φιδιού. «Θα σου το πω μια φορά και βάλ' το καλά στο μυαλό σου» σχεδόν γρύλισε, με τον θυμό να στάζει από τις λέξεις επειδή το αίμα του τον αμφισβητούσε. «Οι Ντρόγκομιρ δε ζητάνε την άδεια κανενός. Απλά παίρνουμε αυτό που μας αξίζει».

«Μάλιστα, άρχοντά μου». Αυτή η συζήτηση δεν οδηγούσε πουθενά και το ήξερε. «Έχω την άδεια να αποσυρθώ;»

Ο Αίρυς έκανε ένα αδιάφορο νεύμα σαν να είχε κουραστεί με αυτή την κουβέντα. Η Ορόρα σηκώθηκε και υποκλίθηκε πριν φύγει.

Αυτό ήταν πολύ κακό. Οι Ντρόγκομιρ δεν είχαν περιθώρια να ανοίξουν πόλεμο με τις μάγισσες και το να στείλουν τον στρατό τους έξω από τις πόρτες του θα είχε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα. Ο Ελεαζάρ ήταν γνωστός για τους άγριους τρόπους του. Το σχέδιό του θα κατέληγε σε λουτρό αίματος πριν καν φτάσουν στην Νταχάρα. Όμως άλλο ήταν αυτό που τη φόβιζε περισσότερο. Αν η Ραζιγιέ αποφάσιζε να άρει την προστασία που παρείχαν οι Ημισέληνοι στον ανιψιό της όλοι θα στρεφόντουσαν ξανά προς το μωρό. Άλλωστε, αν ο Έρικ πέθαινε η κατάρα θα επέστρεφε και, αφού η Κίρα δεν μπορούσε να κάνει άλλα παιδιά, ώστε να συνεχιστεί η γενιά των Σέλτιγκαρ, αυτή τη φορά για τα καλά.

Να ειδοποιούσε τον αδελφό της; Ίσως ήταν καλύτερα να βρίσκονται μακριά όταν ξεσπάσει η θύελλα. Αν τα πράγματα έφταναν στο απροχώρητο, θα αναγκαζόταν να τον ενημερώσει για τα σχέδια του πατέρα τους, αλλά προς το παρόν δεν ήθελε να καταστρέψει την πρωτόγνωρη ευτυχία που βίωναν με την Κίρα και τον γιο τους. Αναστέναξε σιγανά και τύλιξε το μεταξωτό σάλι σφιχτά γύρω της. Ξαφνικά ένιωθε λες και ολόκληρο το κάστρο είχε παγώσει μέσα σε μια στιγμή. Πάλι εκείνη θα έπρεπε να βρει τη λύση, για να προστατεύσει την οικογένειά της, αυτή τη φορά όχι μόνο τον αδελφό και τον ανιψιό της, αλλά και τον πατέρα της από μια μεγαλομανία που θα τους κατέστρεφε όλους. Δε θα επέτρεπε να έρθει η μέρα που ο μεγαλόπρεπος Οίκος των Ντρόγκομιρ θα μετατρεπόταν σε στάχτες, όχι αν περνούσε από το χέρι της να το σταματήσει.

Έπρεπε να λήξει αυτόν τον πόλεμο πριν ξεκινήσει.

Φαίη