Νερίσσα
Για λαός που είχε τη φήμη ότι ξεπουλούσε τις δυνάμεις του για λίγα νομίσματα, η Νερίσσα δυσκολευόταν πολύ να βρει μια μάγισσα πρόθυμη να κάνει το ξόρκι που ήθελε. Σχεδόν δυο χρόνια, η μόνη λέξη που άκουγε ήταν ''όχι'', κανένας μάγος ή μάγισσα δεν ήταν πρόθυμη να προσπαθήσει να φέρει πίσω κάποιον από τους νεκρούς. Το ξόρκι ήταν επικίνδυνο, και οι λίγοι που είχαν δελεαστεί από την προσφορά της σύντομα την είχαν απορρίψει, δηλώνοντας ότι δεν ήθελαν μπλεξίματα με τους αρχηγούς των Συνάξεων. Το να φέρεις πίσω μια ζωή που είχε ήδη χαθεί ήταν ενάντια στους νόμους της Φύσης, έλεγαν.
Όμως η Νερίσσα δεν εγκατέλειψε ποτέ την ελπίδα να ξαναδεί τον αδελφό που της είχαν στερήσει τόσο άδικα. Κάθε απόρριψη ήταν ένα εμπόδιο, αλλά η νεαρή Ντρόγκομιρ δεν τα άφηνε να την πτοήσουν. Σήκωνε ψηλά το κεφάλι και προχωρούσε. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει.
Είχε συρθεί μέχρι το Άρντεντελ, επειδή είχε ακούσει για μια μάγισσα με ελάχιστες ηθικές αναστολές και ανύπαρκτη συνείδηση που ίσως μπορούσε να κάνει την τελετή που θα έφερνε πίσω τον Νάριαν. Βέβαια, δε θα χρειαζόταν να τα κάνει όλα αυτά, αν ο Ντέβαν και η Ορόρα δεν είχαν χαλάσει τη συμφωνία της με τη Ραζιγιέ, αλλά δεν είχε σημασία, το μόνο που μετρούσε ήταν να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει τον αδελφό της... Δεν την ένοιαζε αν θα της έπαιρνε έναν χρόνο ή δέκα, αλλά θα τα κατάφερνε. Ο Νάριαν ήταν πάντα δίπλα της και πάντα τη φρόντιζε, τώρα θα το έκανε και αυτή για εκείνον.
Της έλειπε αφάνταστα. Ο Νάριαν ήταν πάντα ο συνετός, ενώ εκείνη μπορούσε να τα διαλύσει όλα μέσα σε μια στιγμή πάνω σε ένα ξέσπασμα θυμού. Εκείνος θα ήξερε τί έπρεπε να κάνει και πώς να το κάνει, θα την πρόσεχε, ακόμα και όταν η Νερίσσα διαμαρτυρόταν ότι μπορούσε να φροντίσει μόνη της τον εαυτό της και δε χρειαζόταν κανέναν, αλλά κατά βάθος ένιωθε ασφάλεια ξέροντας ότι τον είχε δίπλα της.
Πήρε βαθιά ανάσα και προχώρησε. Το σπίτι της μάγισσας ήταν λίγο πιο έξω από τα όρια της πόλης, αρκετά απομονωμένο ώστε να διατηρήσει την εικόνα της μυστηριώδους, σοφής γυναίκας, αλλά και αρκετά κοντά ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να την προσεγγίσουν εύκολα και να χαλάσουν τα λεφτά τους στα φίλτρα ή ό,τι άλλες υπηρεσίες παρείχε. Εξωτερικά το σπίτι φαινόταν αρκετά μεγάλο, και μάλιστα φτιαγμένο από πέτρα, σημάδι πως οι δουλειές της μάγισσας πήγαιναν παραπάνω από καλά. Η Νερίσσα προσπάθησε να θυμηθεί το όνομα που της είχαν πει, Ασαντόρα, αν δεν έκανε λάθος, σίγουρα πατούσε στις προλήψεις και τα ανόητα όνειρα των αμόρφωτων χωρικών για να γεμίζει τις τσέπες της... Ο προθάλαμος του σπιτιού ήταν αποκομμένος από τα υπόλοιπα δωμάτια με μια κλειστή πόρτα, όμως η Νερίσσα μπορούσε να διακρίνει τη μυρωδιά του θυμιάματος που ερχόταν από την άλλη πλευρά. Ήταν αρκετά δυνατή -τουλάχιστον για τα υπερευαίσθητα ρουθούνια ενός δράκου- , οπότε σίγουρα η ατμόσφαιρα στα μέσα δωμάτια ήταν αποπνιχτική. Ο προθάλαμος δεν είχε πολλά έπιπλα, μονάχα μερικές καρέκλες αραδιασμένες κοντά στους τοίχους και μερικά κηροπήγια σβηστά, αφού ο ήλιος ακόμη έλαμπε και έριχνε τις ακτίνες του μέσα από τα πεντακάθαρα παράθυρα με τις μακριές κουρτίνες - δε χρειαζόταν και κάτι παραπάνω, άλλωστε οι άνθρωποι δεν ερχόντουσαν για να θαυμάσουν τη διακόσμηση...
Άλλα τρία άτομα περίμεναν πριν από εκείνη, δυο γυναίκες και ένας στρουμπουλός αγρότης που έτρεμε και σκούπιζε συνέχεια τα ιδρωμένα χέρια του στο βρόμικο παντελόνι του. Η Νερίσσα ξεφύσηξε σιγανά και διάλεξε μια καρέκλα για να καθίσει. Δεν ήθελε να τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή πάνω της, κάτι που σίγουρα θα συνέβαινε αν τους φώναζε πως ήταν η Νερίσσα Ντρόγκομιρ και έπρεπε να ξεκουμπιστούν αμέσως από μπροστά της, αλλιώς θα τους έδιωχνε η ίδια και δε θα τους άρεσε καθόλου ο τρόπος που θα το έκανε. Είχε περιμένει σχεδόν δυο χρόνια, τι ήταν μερικές ώρες ακόμα;
Προσπάθησε να σκοτώσει την ώρα της παρατηρώντας τους τρεις χωρικούς, μαντεύοντας για ποιο λόγο είχαν έρθει στο σπίτι της μάγισσας. Η μια ήταν αρκετά νέα και σε άσχετες στιγμές χαζογελούσε στον εαυτό της, οπότε η Νερίσσα υπέθετε πως είχε έρθει στη μάγισσα για να ζητήσει κάποιο ερωτικό φίλτρο που θα έκανε αυτόν που έφερνε αυτό το ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη της να πέσει στην αγκαλιά της. Ίσως και να παντρευτεί, επειδή μερικές γυναίκες δεν είχαν φιλοδοξίες στη ζωή τους και το μόνο που ήθελαν ήταν να φροντίζουν όλη τους τη ζωή έναν άντρα και να μεγαλώνουν τα παιδιά του, ενώ εκείνος θα γύριζε στις ταβέρνες. Η δεύτερη γυναίκα ήταν μεγαλύτερη, γύρω στα τριάντα, ντυμένη με ένα ακριβό φόρεμα από πλούσιο σκούρο μοβ βελούδο, και μια τεράστια κόκκινη ουλή από κάψιμο που απλωνόταν από το κάτω μέρος του αριστερού μάγουλο της μέχρι τον λαιμό της – δε χρειαζόταν πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς τι ζητούσε σε εκείνο το σπίτι... Ο στρουμπουλός αγρότης, τέλος, ήταν πολύ νευρικός, σχεδόν τρομαγμένος, οπότε το μυαλό της Νερίσσας άρχισε να πλάθει μια ιστορία για εκείνον, ότι είχε αναγκαστεί να δανειστεί χρήματα και τώρα δε μπορούσε να ξεπληρώσει τους δανειστές του που τον απειλούσαν, οπότε είχε έρθει στην Ασσαντόρα με την ελπίδα ότι θα είχε κάτι για να του εξαφανίσει τα χρέη, ή τους πιστωτές...
Ο πελάτης που ήταν ήδη στα μέσα δωμάτια βγήκε έξω και η γυναίκα με την ουλή προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Όταν βγήκε ξανά μετά από ώρα, είχε στα χέρια της ένα κόκκινο πουγκί που η Νερίσσα ήταν σίγουρη πως δεν είχε προηγουμένως. Το έσφιξε στο στήθος της σαν να ήταν θησαυρός και βγήκε βιαστικά από το σπίτι.
Η υπομονή δεν ήταν ποτέ η μεγαλύτερη αρετή της και μέχρι να τελειώσουν και οι άλλοι δυο σιγομουρμούριζε κατάρες και βρισιές. Ίσως να μην τα έλεγε και τόσο σιγά επειδή πολλά κεφάλια, ανθρώπων κάθε κοινωνικού στρώματος που εν τω μεταξύ είχαν καταφτάσει στο σπίτι της Ασαντόρας, είχαν γυρίσει προς το μέρος της. Τα βλέμματά τους την εκνεύριζαν περισσότερο και ήταν έτοιμη να μεταμορφωθεί σε δράκο για να τους κάνει να φύγουν ουρλιάζοντας από τον φόβο, αλλά εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και ο στρουμπουλός άντρας βγήκε έξω. Δεν έδειχνε περισσότερο χαρούμενος από όταν μπήκε μέσα, αλλά τι την ένοιαζε;
Είχε δίκιο ότι η ατμόσφαιρα θα ήταν πιο αποπνικτική μέσα στο δωμάτιο. Τουλάχιστον πέντε καντήλια θυμίαμα έκαιγαν σε κάθε γωνιά του χώρου δημιουργώντας συννεφάκια καπνού που έκαιγαν τα μάτια της. Πως μπορούσε αυτή η γυναίκα να αναπνέει εκεί μέσα; Σιδερένια κηροπήγια, σκαλισμένα έτσι ώστε να μοιάζουν με γυμνά κλαδιά, ήταν στερεωμένα στους τοίχους, αγκαλιάζοντας παχιά λευκά κεριά που φώτιζαν διακριτικά το δωμάτιο. Υπήρχαν παράθυρα, αλλά ήταν καλυμμένα με πλούσιες βελούδινες κουρτίνες που κρατούσαν έξω το φως, άλλο ένα σημάδι ότι οι δουλειές της μάγισσας πήγαιναν πολύ καλά. Δεν άκουγε τα βήματά της πάνω στο πάτωμα, οπότε υπέθετε ότι υπήρχε ένα χαλί, αν και δεν μπορούσε να το δει στον χαμηλό φωτισμό.
Στο μυαλό της ήρθε η συνάντηση με τη Ραζιγιέ, σχεδόν πριν από ένα χρόνο. Η νεαρή αρχηγός των Ημισελήνων είχε δεχθεί να την ακούσει στα όρθια στην αυλή της -μάλλον επειδή δεν ήθελε να καλέσει μια Ντρόγκομιρ μέσα στο σπίτι της. Η Ραζιγιέ δε χρειαζόταν το σκοτάδι ή κακόγουστες διακοσμήσεις και θυμιάματα για να εντυπωσιάσει ή να δημιουργήσει εντυπώσεις. Ήξερε ποια ήταν και αυτό ήταν αρκετό. Όμως η Νερίσσα ήταν αρκετά απελπισμένη ώστε να αρκεστεί στην οποιαδήποτε μάγισσα, οπότε...
Η Ασαντόρα καθόταν πίσω από ένα μακρόστενο τραπέζι, καλυμμένο με κάθε λογής βότανα, αποξηραμένα και φρέσκα, και δεκάδες μπουκαλάκια από χρωματιστό γυαλί. Η μάγισσα δεν σήκωσε καν το βλέμμα της για να την κοιτάξει, κάτι που η Νερίσσα θα είχε θεωρήσει προσβολή, αν δεν ανυπομονούσε τόσο να τελειώσουν και να βρεθεί ξανά στον καθαρό αέρα. Η προσοχή της ήταν στραμμένη σε έναν σωρό από κοκάλινα βότσαλα που είχε ρίξει στον μοναδικό κενό χώρο του τραπεζιού μπροστά της, που το καθένα είχε χαραγμένο πάνω του από έναν μαύρο ρούνο.
''Δεν θα βρεις αυτό που αναζητάς εδώ'' της είπε, ακόμα χωρίς να την κοιτάει. Η Νερίσσα τράβηξε ένα μικρό πουγκί γεμάτο χρυσά νομίσματα που ήταν στερεωμένο στη ζώνη της και το πέταξε πάνω στο τραπέζι.
''Σκέψου ξανά την απάντηση σου'' της είπε, κι αυτή τη φορά η μάγισσα σήκωσε το βλέμμα της και τέντωσε το μαραμένο χέρι της για να πιάσει το πουγκί. Σίγουρα μετρούσε πάνω από πέντε δεκαετίες ζωής, αν και το πρόσωπο της ήταν αρκετά καλοδιατηρημένο για την ηλικία της. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια χοντρή πλεξούδα που έπεφτε πάνω στον αριστερό της ώμο και μαύρα χρυσοί κρίκοι στόλιζαν τον λαιμό της, ενώ περίεργα σημάδια από μαύρο μελάνι διέτρεχαν το λεπτό σαν χαρτί γκρίζο δέρμα του προσώπου της, ξεκινώντας από τα ζυγωματικά της και ανεβαίνοντας προς τους κροτάφους της. Άνοιξε το πουγκί και επεξεργάστηκε το περιεχόμενο του για λίγο πριν της κάνει νόημα να καθίσει.
''Θα σου δώσω τα διπλά, αν ανοίξεις ένα παράθυρο'' της πρότεινε, αφήνοντας το πουγκί στην άκρη, και μάζεψε τα βότσαλα στις χούφτες της. Τα ανακάτεψε δυο φορές και τα έριξε ξανά πάνω στο τραπέζι. Η Νερίσσα στριφογύρισε ειρωνικά τα ζαφειρένια μάτια της. Η ηλικιωμένη μάγισσα την αγνόησε και άρχισε να διαβάζει τους ρούνους, αγγίζοντας ελαφρά τα βότσαλα με τα μακριά, σκελετωμένα δάχτυλα της.
''Βαδίζεις σε επικίνδυνο μονοπάτι αλλά θα καταφέρεις να βρεις αυτό που αναζητάς...''
''Οπότε θα κάνεις το ξόρκι;''
''Ανόητο παιδί, σταμάτα και άκου'' είπε η μάγισσα, ενοχλημένη από τη διακοπή.
''Πως τολμάς να μου μιλάς έτσι; Ξέρεις ποια είμαι;''
''Ξέρω πολύ καλά ποια είσαι, όπως ξέρω και πως η αλαζονεία και η σιγουριά που δείχνεις στον εαυτό σου θα είναι η καταστροφή σου, όπως και όλων των Ντρόγκομιρ. Ο κόσμος δε θα πέσει στα πόδια σου μόνο και μόνο λόγω του ονόματος σου, οπότε σταμάτα μια στιγμή για να ακούσεις όσους βρίσκονται γύρω σου''
''Το μόνο που με ενδιαφέρει να ακούσω είναι ένα ''ναι'' ή ένα ''όχι'', γι' αυτό συντόμευε ''
''Όχι'' ήρθε ξερή η απάντηση της Ασαντόρα, και η Νερίσσα την κοίταξε δύσπιστα.
''Μα...Μόλις είπες ότι θα καταφέρω να βρω αυτό που αναζητώ''
''Δεν είπα ότι θα είμαι εγώ αυτή που θα σε βοηθήσει. Το να φέρεις κάποιον πίσω από τον κόσμο των νεκρών είναι πολύ επικίνδυνο και ενάντια στους νόμους της Φύσης. Δεν θα ρισκάρω να χάσω την ψυχή μου και να καταδικάσω τον εαυτό μου σε μια μοίρα χειρότερη από τον θάνατο, όσα πουγκιά με χρυσάφι και αν μου προσφέρεις. Άλλωστε, μόνο οι αρχηγοί των Συνάξεων μπορούν να δώσουν την άδεια για ένα τέτοιο ξόρκι και σου εγγυώμαι πως αυτούς δε μπορείς να τους εξαγοράσεις''
''Άρα τόση ώρα σπαταλάς τον χρόνο μου με ανοησίες'' είπε πικρόχολα. Θα έπρεπε να είχε συνηθίσει να την απορρίπτουν μέχρι τώρα, αλλά κάθε φορά άφηνε σαν ανόητη τον εαυτό της να ελπίζει ότι θα έβλεπε ξανά τον αδελφό της, μόνο και μόνο για να δει τις ελπίδες της να γίνονται στάχτη και να σκορπίζονται στον άνεμο.
Τα μάτια της έτσουζαν, και κάρφωσε το βλέμμα της στη φλόγα ενός κεριού για να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Αν θρηνούσε, θα ήταν σαν να αποδεχόταν ότι ο αδελφός της είχε χαθεί οριστικά, και δε θα το επέτρεπε αυτό... Θα συνέχιζε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να ψάξει σε κάθε γωνιά της Ναβίντια, του Νιέζντιελ, της Νταχάρας και του Ασάι. Δε θα εγκατέλειπε τον Νάριαν, μια μέρα θα γύριζε κοντά της, ενώ ο Κλάους θα σάπιζε κάτω από το χώμα, και θα έφευγαν μακριά από τον Αίρυς και αυτόν τον σάπιο Οίκο που είχαν την ατυχία να ανήκουν. Είχαν δύναμη, είχαν χρυσό, μπορούσαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή όπου ήθελαν...
''Όπου κι αν πας, κανείς από τις Συνάξεις δεν πρόκειται να σε βοηθήσει'' είπε ήρεμα η Ασαντόρα από το τραπέζι, καθώς η Νερίσσα σηκωνόταν να φύγει. ''Όμως θα μπορούσες να βρεις κάποιον που δεν ανήκει σε καμία Σύναξη''.
''Νόμιζα πως όλοι οι μάγοι ανήκαν σε κάποια Σύναξη'' είπε κοιτώντας την καχύποπτα, με εξημμένη ξαφνικά την περιέργεια. Ο πατέρας της και ο αδελφός της ήταν μάγοι, ήξερε τα πάντα για τις Συνάξεις και τους τρόπους των μαγισσών, αν έπαιζε κάποιο παιχνίδι για να της αποσπάσει κι άλλα χρήματα, τότε ήταν ανόητη...
''Όλοι γεννιούνται μέσα σε κάποια Σύναξη, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται να τους διώξουν'' πρόσθεσε η μάγισσα και η Νερίσσα της έριξε ένα ανυπόμονο βλέμμα περιμένοντας να συνεχίσει, αλλά εκείνη έμεινε σιωπηλή. Έτσι, ξεφύσηξε ενοχλημένη και της πέταξε άλλο ένα πουγκί με χρυσάφι.
''Υπάρχει ένας νεαρός μάγος'' ξεκίνησε να λέει η γριά, αρπάζοντας το πουγκί με την ταχύτητα φιδιού που επιτίθεται στο θήραμά του. ''Το όνομα του είναι Κάσσιαν, ή κάτι τέτοιο. Άνηκε στην Σύναξη της Ασάρας, αλλά τον εξόρισαν''
''Θα πρέπει να είναι πολύ διάσημος, ώστε να τον ξέρετε μέχρι τα σύνορα'. Η Σύναξη της Ασάρας είναι κοντά στη βάση της οροσειράς της Υρκόνια, στην άλλη άκρη της Ναβίντια, και για να τον ξέρει μια γριά μάγισσα στο Άντερντελ, αυτό σήμαινε πως είχε κάνει κάτι τρομερό...»
''Ή απλά τα πίνει στην ταβέρνα, στο τρίτο στενό της πόλης'' αποκρίθηκε αδιάφορα η Ασαντόρα, μετρώντας τα νομίσματα μες τα πουγκιά. ''Όμως δείξε προσοχή. Οι μάγισσες σπάνια εξορίζουν κάποιον δικό τους και όταν συμβαίνει, δεν το κάνουν ελαφρά τη καρδία. Ό,τι κι αν έκανε αυτός ο μάγος ήταν αρκετά σοβαρό ώστε να μην τον δεχθεί ξανά καμία Σύναξη''
Η Νερίσσα αγνόησε την προειδοποίησή της και ετοιμάστηκε να φύγει για δεύτερη φορά. Πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα την τρόμαζε; Μπορούσε να μεταμορφωθεί σε δράκο! Κανείς δεν μπορούσε να τη βλάψει!
''Δεν θέλεις να μάθεις τι είπαν οι ρούνοι;'' τη σταμάτησε η φωνή της, πριν φτάσει στην πόρτα
''Πήρες τον χρυσό σου, μπορείς να σταματήσεις αυτή την παράσταση τώρα'' αποκρίθηκε απότομα, χωρίς να γυρίσει για να την κοιτάξει, αλλά εκείνη συνέχισε:
''Ακόμα αρνείσαι να ακούσεις… Το μέλλον σου είναι γεμάτο προδοσία, Νερίσσα Ντρόγκομιρ. Όταν θα νιώσεις ότι όλα μπαίνουν στη θέση τους, όταν θα είσαι πραγματικά ευτυχισμένη, θα σε προδώσει το πρόσωπο που θα είναι πιο κοντά σου. Και όταν έρθει η ώρα, θα προδώσεις αυτούς που αγαπάς, και η καρδιά σου θα ματώσει, επειδή θα ξέρεις πως εσύ το προκάλεσες αυτό στον εαυτό σου…''
Η Νερίσσα πάγωσε στη θέση της για μια στιγμή, κι ύστερα βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να ρίξει άλλη ματιά στη μάγισσα. Τα λόγια της ήταν ανοησίες χωρίς λογική ή αποδείξεις, το μέλλον της δεν κρυβόταν σε μερικές ζωγραφισμένες πέτρες, ή τουλάχιστον έτσι έπεισε τον εαυτό της καθώς άφηνε το πέτρινο σπίτι πίσω της. Το απογευματινό φως ήταν ενοχλητικά δυνατό μετά από τόση ώρα στο σκοτάδι. Σήκωσε το χέρι της πάνω από τα μάτια της για να κάνει σκιά και κατευθύνθηκε προς την πόλη. Θα έβρισκε αυτόν τον Κάσσιαν αλλά αυτή τη φορά δεν θα δεχόταν το ''όχι'' για απάντηση, κι αν δεν τον έπειθε το χρυσάφι της, θα το έκαναν τα δόντια και τα νύχια της... «Σύντομα, αδελφέ», υποσχέθηκε νοερά στον Νάριαν....
Φαίη
Για λαός που είχε τη φήμη ότι ξεπουλούσε τις δυνάμεις του για λίγα νομίσματα, η Νερίσσα δυσκολευόταν πολύ να βρει μια μάγισσα πρόθυμη να κάνει το ξόρκι που ήθελε. Σχεδόν δυο χρόνια, η μόνη λέξη που άκουγε ήταν ''όχι'', κανένας μάγος ή μάγισσα δεν ήταν πρόθυμη να προσπαθήσει να φέρει πίσω κάποιον από τους νεκρούς. Το ξόρκι ήταν επικίνδυνο, και οι λίγοι που είχαν δελεαστεί από την προσφορά της σύντομα την είχαν απορρίψει, δηλώνοντας ότι δεν ήθελαν μπλεξίματα με τους αρχηγούς των Συνάξεων. Το να φέρεις πίσω μια ζωή που είχε ήδη χαθεί ήταν ενάντια στους νόμους της Φύσης, έλεγαν.
Όμως η Νερίσσα δεν εγκατέλειψε ποτέ την ελπίδα να ξαναδεί τον αδελφό που της είχαν στερήσει τόσο άδικα. Κάθε απόρριψη ήταν ένα εμπόδιο, αλλά η νεαρή Ντρόγκομιρ δεν τα άφηνε να την πτοήσουν. Σήκωνε ψηλά το κεφάλι και προχωρούσε. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει.
Είχε συρθεί μέχρι το Άρντεντελ, επειδή είχε ακούσει για μια μάγισσα με ελάχιστες ηθικές αναστολές και ανύπαρκτη συνείδηση που ίσως μπορούσε να κάνει την τελετή που θα έφερνε πίσω τον Νάριαν. Βέβαια, δε θα χρειαζόταν να τα κάνει όλα αυτά, αν ο Ντέβαν και η Ορόρα δεν είχαν χαλάσει τη συμφωνία της με τη Ραζιγιέ, αλλά δεν είχε σημασία, το μόνο που μετρούσε ήταν να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει τον αδελφό της... Δεν την ένοιαζε αν θα της έπαιρνε έναν χρόνο ή δέκα, αλλά θα τα κατάφερνε. Ο Νάριαν ήταν πάντα δίπλα της και πάντα τη φρόντιζε, τώρα θα το έκανε και αυτή για εκείνον.
Της έλειπε αφάνταστα. Ο Νάριαν ήταν πάντα ο συνετός, ενώ εκείνη μπορούσε να τα διαλύσει όλα μέσα σε μια στιγμή πάνω σε ένα ξέσπασμα θυμού. Εκείνος θα ήξερε τί έπρεπε να κάνει και πώς να το κάνει, θα την πρόσεχε, ακόμα και όταν η Νερίσσα διαμαρτυρόταν ότι μπορούσε να φροντίσει μόνη της τον εαυτό της και δε χρειαζόταν κανέναν, αλλά κατά βάθος ένιωθε ασφάλεια ξέροντας ότι τον είχε δίπλα της.
Πήρε βαθιά ανάσα και προχώρησε. Το σπίτι της μάγισσας ήταν λίγο πιο έξω από τα όρια της πόλης, αρκετά απομονωμένο ώστε να διατηρήσει την εικόνα της μυστηριώδους, σοφής γυναίκας, αλλά και αρκετά κοντά ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να την προσεγγίσουν εύκολα και να χαλάσουν τα λεφτά τους στα φίλτρα ή ό,τι άλλες υπηρεσίες παρείχε. Εξωτερικά το σπίτι φαινόταν αρκετά μεγάλο, και μάλιστα φτιαγμένο από πέτρα, σημάδι πως οι δουλειές της μάγισσας πήγαιναν παραπάνω από καλά. Η Νερίσσα προσπάθησε να θυμηθεί το όνομα που της είχαν πει, Ασαντόρα, αν δεν έκανε λάθος, σίγουρα πατούσε στις προλήψεις και τα ανόητα όνειρα των αμόρφωτων χωρικών για να γεμίζει τις τσέπες της... Ο προθάλαμος του σπιτιού ήταν αποκομμένος από τα υπόλοιπα δωμάτια με μια κλειστή πόρτα, όμως η Νερίσσα μπορούσε να διακρίνει τη μυρωδιά του θυμιάματος που ερχόταν από την άλλη πλευρά. Ήταν αρκετά δυνατή -τουλάχιστον για τα υπερευαίσθητα ρουθούνια ενός δράκου- , οπότε σίγουρα η ατμόσφαιρα στα μέσα δωμάτια ήταν αποπνιχτική. Ο προθάλαμος δεν είχε πολλά έπιπλα, μονάχα μερικές καρέκλες αραδιασμένες κοντά στους τοίχους και μερικά κηροπήγια σβηστά, αφού ο ήλιος ακόμη έλαμπε και έριχνε τις ακτίνες του μέσα από τα πεντακάθαρα παράθυρα με τις μακριές κουρτίνες - δε χρειαζόταν και κάτι παραπάνω, άλλωστε οι άνθρωποι δεν ερχόντουσαν για να θαυμάσουν τη διακόσμηση...
Άλλα τρία άτομα περίμεναν πριν από εκείνη, δυο γυναίκες και ένας στρουμπουλός αγρότης που έτρεμε και σκούπιζε συνέχεια τα ιδρωμένα χέρια του στο βρόμικο παντελόνι του. Η Νερίσσα ξεφύσηξε σιγανά και διάλεξε μια καρέκλα για να καθίσει. Δεν ήθελε να τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή πάνω της, κάτι που σίγουρα θα συνέβαινε αν τους φώναζε πως ήταν η Νερίσσα Ντρόγκομιρ και έπρεπε να ξεκουμπιστούν αμέσως από μπροστά της, αλλιώς θα τους έδιωχνε η ίδια και δε θα τους άρεσε καθόλου ο τρόπος που θα το έκανε. Είχε περιμένει σχεδόν δυο χρόνια, τι ήταν μερικές ώρες ακόμα;
Προσπάθησε να σκοτώσει την ώρα της παρατηρώντας τους τρεις χωρικούς, μαντεύοντας για ποιο λόγο είχαν έρθει στο σπίτι της μάγισσας. Η μια ήταν αρκετά νέα και σε άσχετες στιγμές χαζογελούσε στον εαυτό της, οπότε η Νερίσσα υπέθετε πως είχε έρθει στη μάγισσα για να ζητήσει κάποιο ερωτικό φίλτρο που θα έκανε αυτόν που έφερνε αυτό το ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη της να πέσει στην αγκαλιά της. Ίσως και να παντρευτεί, επειδή μερικές γυναίκες δεν είχαν φιλοδοξίες στη ζωή τους και το μόνο που ήθελαν ήταν να φροντίζουν όλη τους τη ζωή έναν άντρα και να μεγαλώνουν τα παιδιά του, ενώ εκείνος θα γύριζε στις ταβέρνες. Η δεύτερη γυναίκα ήταν μεγαλύτερη, γύρω στα τριάντα, ντυμένη με ένα ακριβό φόρεμα από πλούσιο σκούρο μοβ βελούδο, και μια τεράστια κόκκινη ουλή από κάψιμο που απλωνόταν από το κάτω μέρος του αριστερού μάγουλο της μέχρι τον λαιμό της – δε χρειαζόταν πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς τι ζητούσε σε εκείνο το σπίτι... Ο στρουμπουλός αγρότης, τέλος, ήταν πολύ νευρικός, σχεδόν τρομαγμένος, οπότε το μυαλό της Νερίσσας άρχισε να πλάθει μια ιστορία για εκείνον, ότι είχε αναγκαστεί να δανειστεί χρήματα και τώρα δε μπορούσε να ξεπληρώσει τους δανειστές του που τον απειλούσαν, οπότε είχε έρθει στην Ασσαντόρα με την ελπίδα ότι θα είχε κάτι για να του εξαφανίσει τα χρέη, ή τους πιστωτές...
Ο πελάτης που ήταν ήδη στα μέσα δωμάτια βγήκε έξω και η γυναίκα με την ουλή προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Όταν βγήκε ξανά μετά από ώρα, είχε στα χέρια της ένα κόκκινο πουγκί που η Νερίσσα ήταν σίγουρη πως δεν είχε προηγουμένως. Το έσφιξε στο στήθος της σαν να ήταν θησαυρός και βγήκε βιαστικά από το σπίτι.
Η υπομονή δεν ήταν ποτέ η μεγαλύτερη αρετή της και μέχρι να τελειώσουν και οι άλλοι δυο σιγομουρμούριζε κατάρες και βρισιές. Ίσως να μην τα έλεγε και τόσο σιγά επειδή πολλά κεφάλια, ανθρώπων κάθε κοινωνικού στρώματος που εν τω μεταξύ είχαν καταφτάσει στο σπίτι της Ασαντόρας, είχαν γυρίσει προς το μέρος της. Τα βλέμματά τους την εκνεύριζαν περισσότερο και ήταν έτοιμη να μεταμορφωθεί σε δράκο για να τους κάνει να φύγουν ουρλιάζοντας από τον φόβο, αλλά εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και ο στρουμπουλός άντρας βγήκε έξω. Δεν έδειχνε περισσότερο χαρούμενος από όταν μπήκε μέσα, αλλά τι την ένοιαζε;
Είχε δίκιο ότι η ατμόσφαιρα θα ήταν πιο αποπνικτική μέσα στο δωμάτιο. Τουλάχιστον πέντε καντήλια θυμίαμα έκαιγαν σε κάθε γωνιά του χώρου δημιουργώντας συννεφάκια καπνού που έκαιγαν τα μάτια της. Πως μπορούσε αυτή η γυναίκα να αναπνέει εκεί μέσα; Σιδερένια κηροπήγια, σκαλισμένα έτσι ώστε να μοιάζουν με γυμνά κλαδιά, ήταν στερεωμένα στους τοίχους, αγκαλιάζοντας παχιά λευκά κεριά που φώτιζαν διακριτικά το δωμάτιο. Υπήρχαν παράθυρα, αλλά ήταν καλυμμένα με πλούσιες βελούδινες κουρτίνες που κρατούσαν έξω το φως, άλλο ένα σημάδι ότι οι δουλειές της μάγισσας πήγαιναν πολύ καλά. Δεν άκουγε τα βήματά της πάνω στο πάτωμα, οπότε υπέθετε ότι υπήρχε ένα χαλί, αν και δεν μπορούσε να το δει στον χαμηλό φωτισμό.
Στο μυαλό της ήρθε η συνάντηση με τη Ραζιγιέ, σχεδόν πριν από ένα χρόνο. Η νεαρή αρχηγός των Ημισελήνων είχε δεχθεί να την ακούσει στα όρθια στην αυλή της -μάλλον επειδή δεν ήθελε να καλέσει μια Ντρόγκομιρ μέσα στο σπίτι της. Η Ραζιγιέ δε χρειαζόταν το σκοτάδι ή κακόγουστες διακοσμήσεις και θυμιάματα για να εντυπωσιάσει ή να δημιουργήσει εντυπώσεις. Ήξερε ποια ήταν και αυτό ήταν αρκετό. Όμως η Νερίσσα ήταν αρκετά απελπισμένη ώστε να αρκεστεί στην οποιαδήποτε μάγισσα, οπότε...
Η Ασαντόρα καθόταν πίσω από ένα μακρόστενο τραπέζι, καλυμμένο με κάθε λογής βότανα, αποξηραμένα και φρέσκα, και δεκάδες μπουκαλάκια από χρωματιστό γυαλί. Η μάγισσα δεν σήκωσε καν το βλέμμα της για να την κοιτάξει, κάτι που η Νερίσσα θα είχε θεωρήσει προσβολή, αν δεν ανυπομονούσε τόσο να τελειώσουν και να βρεθεί ξανά στον καθαρό αέρα. Η προσοχή της ήταν στραμμένη σε έναν σωρό από κοκάλινα βότσαλα που είχε ρίξει στον μοναδικό κενό χώρο του τραπεζιού μπροστά της, που το καθένα είχε χαραγμένο πάνω του από έναν μαύρο ρούνο.
''Δεν θα βρεις αυτό που αναζητάς εδώ'' της είπε, ακόμα χωρίς να την κοιτάει. Η Νερίσσα τράβηξε ένα μικρό πουγκί γεμάτο χρυσά νομίσματα που ήταν στερεωμένο στη ζώνη της και το πέταξε πάνω στο τραπέζι.
''Σκέψου ξανά την απάντηση σου'' της είπε, κι αυτή τη φορά η μάγισσα σήκωσε το βλέμμα της και τέντωσε το μαραμένο χέρι της για να πιάσει το πουγκί. Σίγουρα μετρούσε πάνω από πέντε δεκαετίες ζωής, αν και το πρόσωπο της ήταν αρκετά καλοδιατηρημένο για την ηλικία της. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια χοντρή πλεξούδα που έπεφτε πάνω στον αριστερό της ώμο και μαύρα χρυσοί κρίκοι στόλιζαν τον λαιμό της, ενώ περίεργα σημάδια από μαύρο μελάνι διέτρεχαν το λεπτό σαν χαρτί γκρίζο δέρμα του προσώπου της, ξεκινώντας από τα ζυγωματικά της και ανεβαίνοντας προς τους κροτάφους της. Άνοιξε το πουγκί και επεξεργάστηκε το περιεχόμενο του για λίγο πριν της κάνει νόημα να καθίσει.
''Θα σου δώσω τα διπλά, αν ανοίξεις ένα παράθυρο'' της πρότεινε, αφήνοντας το πουγκί στην άκρη, και μάζεψε τα βότσαλα στις χούφτες της. Τα ανακάτεψε δυο φορές και τα έριξε ξανά πάνω στο τραπέζι. Η Νερίσσα στριφογύρισε ειρωνικά τα ζαφειρένια μάτια της. Η ηλικιωμένη μάγισσα την αγνόησε και άρχισε να διαβάζει τους ρούνους, αγγίζοντας ελαφρά τα βότσαλα με τα μακριά, σκελετωμένα δάχτυλα της.
''Βαδίζεις σε επικίνδυνο μονοπάτι αλλά θα καταφέρεις να βρεις αυτό που αναζητάς...''
''Οπότε θα κάνεις το ξόρκι;''
''Ανόητο παιδί, σταμάτα και άκου'' είπε η μάγισσα, ενοχλημένη από τη διακοπή.
''Πως τολμάς να μου μιλάς έτσι; Ξέρεις ποια είμαι;''
''Ξέρω πολύ καλά ποια είσαι, όπως ξέρω και πως η αλαζονεία και η σιγουριά που δείχνεις στον εαυτό σου θα είναι η καταστροφή σου, όπως και όλων των Ντρόγκομιρ. Ο κόσμος δε θα πέσει στα πόδια σου μόνο και μόνο λόγω του ονόματος σου, οπότε σταμάτα μια στιγμή για να ακούσεις όσους βρίσκονται γύρω σου''
''Το μόνο που με ενδιαφέρει να ακούσω είναι ένα ''ναι'' ή ένα ''όχι'', γι' αυτό συντόμευε ''
''Όχι'' ήρθε ξερή η απάντηση της Ασαντόρα, και η Νερίσσα την κοίταξε δύσπιστα.
''Μα...Μόλις είπες ότι θα καταφέρω να βρω αυτό που αναζητώ''
''Δεν είπα ότι θα είμαι εγώ αυτή που θα σε βοηθήσει. Το να φέρεις κάποιον πίσω από τον κόσμο των νεκρών είναι πολύ επικίνδυνο και ενάντια στους νόμους της Φύσης. Δεν θα ρισκάρω να χάσω την ψυχή μου και να καταδικάσω τον εαυτό μου σε μια μοίρα χειρότερη από τον θάνατο, όσα πουγκιά με χρυσάφι και αν μου προσφέρεις. Άλλωστε, μόνο οι αρχηγοί των Συνάξεων μπορούν να δώσουν την άδεια για ένα τέτοιο ξόρκι και σου εγγυώμαι πως αυτούς δε μπορείς να τους εξαγοράσεις''
''Άρα τόση ώρα σπαταλάς τον χρόνο μου με ανοησίες'' είπε πικρόχολα. Θα έπρεπε να είχε συνηθίσει να την απορρίπτουν μέχρι τώρα, αλλά κάθε φορά άφηνε σαν ανόητη τον εαυτό της να ελπίζει ότι θα έβλεπε ξανά τον αδελφό της, μόνο και μόνο για να δει τις ελπίδες της να γίνονται στάχτη και να σκορπίζονται στον άνεμο.
Τα μάτια της έτσουζαν, και κάρφωσε το βλέμμα της στη φλόγα ενός κεριού για να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Αν θρηνούσε, θα ήταν σαν να αποδεχόταν ότι ο αδελφός της είχε χαθεί οριστικά, και δε θα το επέτρεπε αυτό... Θα συνέχιζε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να ψάξει σε κάθε γωνιά της Ναβίντια, του Νιέζντιελ, της Νταχάρας και του Ασάι. Δε θα εγκατέλειπε τον Νάριαν, μια μέρα θα γύριζε κοντά της, ενώ ο Κλάους θα σάπιζε κάτω από το χώμα, και θα έφευγαν μακριά από τον Αίρυς και αυτόν τον σάπιο Οίκο που είχαν την ατυχία να ανήκουν. Είχαν δύναμη, είχαν χρυσό, μπορούσαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή όπου ήθελαν...
''Όπου κι αν πας, κανείς από τις Συνάξεις δεν πρόκειται να σε βοηθήσει'' είπε ήρεμα η Ασαντόρα από το τραπέζι, καθώς η Νερίσσα σηκωνόταν να φύγει. ''Όμως θα μπορούσες να βρεις κάποιον που δεν ανήκει σε καμία Σύναξη''.
''Νόμιζα πως όλοι οι μάγοι ανήκαν σε κάποια Σύναξη'' είπε κοιτώντας την καχύποπτα, με εξημμένη ξαφνικά την περιέργεια. Ο πατέρας της και ο αδελφός της ήταν μάγοι, ήξερε τα πάντα για τις Συνάξεις και τους τρόπους των μαγισσών, αν έπαιζε κάποιο παιχνίδι για να της αποσπάσει κι άλλα χρήματα, τότε ήταν ανόητη...
''Όλοι γεννιούνται μέσα σε κάποια Σύναξη, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται να τους διώξουν'' πρόσθεσε η μάγισσα και η Νερίσσα της έριξε ένα ανυπόμονο βλέμμα περιμένοντας να συνεχίσει, αλλά εκείνη έμεινε σιωπηλή. Έτσι, ξεφύσηξε ενοχλημένη και της πέταξε άλλο ένα πουγκί με χρυσάφι.
''Υπάρχει ένας νεαρός μάγος'' ξεκίνησε να λέει η γριά, αρπάζοντας το πουγκί με την ταχύτητα φιδιού που επιτίθεται στο θήραμά του. ''Το όνομα του είναι Κάσσιαν, ή κάτι τέτοιο. Άνηκε στην Σύναξη της Ασάρας, αλλά τον εξόρισαν''
''Θα πρέπει να είναι πολύ διάσημος, ώστε να τον ξέρετε μέχρι τα σύνορα'. Η Σύναξη της Ασάρας είναι κοντά στη βάση της οροσειράς της Υρκόνια, στην άλλη άκρη της Ναβίντια, και για να τον ξέρει μια γριά μάγισσα στο Άντερντελ, αυτό σήμαινε πως είχε κάνει κάτι τρομερό...»
''Ή απλά τα πίνει στην ταβέρνα, στο τρίτο στενό της πόλης'' αποκρίθηκε αδιάφορα η Ασαντόρα, μετρώντας τα νομίσματα μες τα πουγκιά. ''Όμως δείξε προσοχή. Οι μάγισσες σπάνια εξορίζουν κάποιον δικό τους και όταν συμβαίνει, δεν το κάνουν ελαφρά τη καρδία. Ό,τι κι αν έκανε αυτός ο μάγος ήταν αρκετά σοβαρό ώστε να μην τον δεχθεί ξανά καμία Σύναξη''
Η Νερίσσα αγνόησε την προειδοποίησή της και ετοιμάστηκε να φύγει για δεύτερη φορά. Πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα την τρόμαζε; Μπορούσε να μεταμορφωθεί σε δράκο! Κανείς δεν μπορούσε να τη βλάψει!
''Δεν θέλεις να μάθεις τι είπαν οι ρούνοι;'' τη σταμάτησε η φωνή της, πριν φτάσει στην πόρτα
''Πήρες τον χρυσό σου, μπορείς να σταματήσεις αυτή την παράσταση τώρα'' αποκρίθηκε απότομα, χωρίς να γυρίσει για να την κοιτάξει, αλλά εκείνη συνέχισε:
''Ακόμα αρνείσαι να ακούσεις… Το μέλλον σου είναι γεμάτο προδοσία, Νερίσσα Ντρόγκομιρ. Όταν θα νιώσεις ότι όλα μπαίνουν στη θέση τους, όταν θα είσαι πραγματικά ευτυχισμένη, θα σε προδώσει το πρόσωπο που θα είναι πιο κοντά σου. Και όταν έρθει η ώρα, θα προδώσεις αυτούς που αγαπάς, και η καρδιά σου θα ματώσει, επειδή θα ξέρεις πως εσύ το προκάλεσες αυτό στον εαυτό σου…''
Η Νερίσσα πάγωσε στη θέση της για μια στιγμή, κι ύστερα βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να ρίξει άλλη ματιά στη μάγισσα. Τα λόγια της ήταν ανοησίες χωρίς λογική ή αποδείξεις, το μέλλον της δεν κρυβόταν σε μερικές ζωγραφισμένες πέτρες, ή τουλάχιστον έτσι έπεισε τον εαυτό της καθώς άφηνε το πέτρινο σπίτι πίσω της. Το απογευματινό φως ήταν ενοχλητικά δυνατό μετά από τόση ώρα στο σκοτάδι. Σήκωσε το χέρι της πάνω από τα μάτια της για να κάνει σκιά και κατευθύνθηκε προς την πόλη. Θα έβρισκε αυτόν τον Κάσσιαν αλλά αυτή τη φορά δεν θα δεχόταν το ''όχι'' για απάντηση, κι αν δεν τον έπειθε το χρυσάφι της, θα το έκαναν τα δόντια και τα νύχια της... «Σύντομα, αδελφέ», υποσχέθηκε νοερά στον Νάριαν....
Φαίη