Storm II (Κεφάλαιο 9 - μέρος 1)

Ο Μάικλ έβγαλε το κλειδί του ξεκλειδώνοντας την πόρτα του ασανσέρ.

Η Έμιλι έκλεισε την τηλεόραση και έφυγε μαζί του τρέχοντας για το Αρχηγείο των Φωτεινών. Δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη στον δρόμο.

Μπήκαν στο ασανσέρ και η Έμιλι πάτησε το κουμπί αμέσως.

«Πώς έγινε αυτό;» ρώτησε σπάζοντας τη σιωπή.

Ο Μάικλ γύρισε και την κοίταξε. «Όπως όλες οι απαγωγές;»

«Μη με αναγκάσεις να σου ρίξω μπουνιά. Δεν έχω όρεξη».

Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και η Έμιλι βγήκε γρήγορα. Ο Άλεξ τους περίμενε στο λόμπυ γεμάτος νευρικότητα.

«Πώς συνέβη;» τον ρώτησε το ίδιο ανήσυχα η Έμιλι.

Ο Άλεξ σηκώθηκε και πήγε κοντά της. «Μιλούσαμε στο… στο τηλέφωνο και… δεν πρόλαβα… ήθελα να της πω… και εκείνη απλά… ούρλιαξε και μετά… μετά τίποτα».

Η Έμιλι έπιασε τα χέρια του Άλεξ. «Ηρέμησε. Θα τη βρούμε. Το υπόσχομαι». Γύρισε και κοίταξε τον Μάικλ. «Πού είναι;»

«Στο γραφείο. Τους ενημέρωσα λίγο πριν περάσω από το σπίτι σου».

Η Έμιλι γύρισε και κοίταξε τον Άλεξ. «Έλα» του είπε.

Η πόρτα της βιβλιοθήκης ήταν ανοιχτή και μέσα περίμεναν ο Κρίστοφερ μαζί με την Αμάντα Σίμονς.

«Κλείστε την πόρτα πίσω σας» φώναξε ο Κρίστοφερ όταν τους είδε να μπαίνουν μέσα.

Ο Μάικλ έκλεισε την πόρτα απαλά και ακολούθησε την Έμιλι και τον Άλεξ.

Ο Κρίστοφερ κοίταξε την Έμιλι δυσοίωνα. «Ήξερες περισσότερα, έτσι δεν είναι;»

Η Έμιλι σταμάτησε μπροστά του. «Πριν σας πω ό,τι ξέρω, πρέπει να εγγυηθείτε πως θα κάνετε τα πάντα για να βρεθεί η Ντέμυ».

«Φυσικά» απάντησε ο Κρίστοφερ.

«Όχι, όχι. Δε νομίζω πως καταλαβαίνεις πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Κράτα τις ψεύτικες υποσχέσεις σου για άλλη φορά. Αυτή τη στιγμή θέλω να μου υποσχεθείτε πως θα κάνετε όντως τα πάντα για να τη βρείτε».

Ο Κρίστοφερ ρουθούνισε εκνευρισμένος. «Η Ντέμυ είναι μια από εμάς. Δεν πρόκειται να την εγκαταλείψουμε. Θα μας πεις τώρα τι ξέρεις; Και φρόντισε αυτή τη φορά να μην παραλείψεις τίποτα».

Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ας ξεκινήσω από τα βασικά».

«Ποιος απαγάγει όλο αυτόν τον κόσμο;» ρώτησε η Αμάντα.

«Δεν ξέρω το όνομά του… Ξέρω μόνο το κωδικό του όνομα. Τον αποκαλούν “Μάγο”« ξεκίνησε να λέει η Έμιλι.

«Είναι Χαρισματικός;» ρώτησε ο Μάικλ.

Η Έμιλι γύρισε και τον κοίταξε ξενερωμένη. «Σοβαρά τώρα; Τι ερώτηση ήταν αυτή;» Γύρισε και κοίταξε τους δυο αρχηγούς. «Είναι μάγος».

«Τι είδους μαγεία χρησιμοποιεί;» ρώτησε η Αμάντα.

«Μαύρη, όμως δεν ακολουθεί τους νόμους των Μάγων που χρησιμοποιούν Μαύρη Μαγεία. Έχει δημιουργήσει κάποιο είδος αίρεσης».

«Τι είδους αίρεση;» ρώτησε ο Άλεξ.

Η Έμιλι κατέβασε το κεφάλι της. «Δε θα σας αρέσει αυτό που πρόκειται να ακούσετε» είπε χαμηλόφωνα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Έχει βρει έναν τρόπο και κλέβει τις δυνάμεις των Χαρισματικών».

Οι δυο Αρχηγοί κοίταξαν τρομαγμένοι την Έμιλι.

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Κρίστοφερ.

Η Έμιλι χαμογέλασε πικρά. «Δεν περίμενα πως είσαι και χαζός. Κάτσε να σου το πω με πιο απλά λόγια για να το καταλάβεις. Κλέβει τις δυνάμεις των Χαρισματικών. Τις απορροφά».

«Και τι παθαίνουν οι Χαρισματικοί;» ρώτησε η Αμάντα.

Η Έμιλι σήκωσε αγχωμένη τους ώμους της. «Δεν ξέρω. Αλλά προφανώς και δεν είναι ζωντανοί».

Ο Μάικλ κοίταξε την Έμιλι μπερδεμένος. «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;»

«Γνώρισα μια κοπέλα που τον παρακολουθεί εδώ και αρκετό καιρό. Δεν ξέρω αν θυμάσαι όταν σε κρατούσα, που μια ολόκληρη μέρα είχα φύγει».

«Ναι, το θυμάμαι» είπε ο Μάικλ ανακαλώντας στη μνήμη του εκείνες τις δυο εβδομάδες που η Έμιλι τον είχε απαγάγει. Εκείνη την ημέρα κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία του. «Τι συνέβη εκείνη την ημέρα;»

«Εκείνος ανακάλυψε την ύπαρξή μου. Με κυνήγησε αλλά κατάφερα να ξεφύγω» απάντησε η Έμιλι.

«Την ημέρα που σε κυνηγούσαμε… δεν έτρεχες να ξεφύγεις από εμάς, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Άλεξ.

Η Έμιλι κατέβασε το κεφάλι της. «Το άλλο τζιπ… ήταν δικό του».

«Τι άλλο ξέρεις;» ρώτησε ανυπόμονος ο Κρίστοφερ.

Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ξεχάσει εκείνη την ημέρα. «Συνήθως επιλέγει τα θύματά του στα κλαμπ που συχνάζει. Μερικές φορές πηγαίνει μια μέρα στο ίδιο κλαμπ και άλλες φορές μένει μέχρι και μια εβδομάδα. Και πάντα απαγάγει κάποιον όταν είναι μόνος. Τις τελευταίες εβδομάδες βρίσκεται στο Bomb. Αλλά έχω χάσει κάθε επαφή με την κοπέλα που μου έδινε πληροφορίες».

«Πιστεύεις πως την έχει απαγάγει;» ρώτησε ο Άλεξ.

«Φοβάμαι πως ναι».

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε η Αμάντα. «Αυτή είναι αρκετά σοβαρή απειλή. Για όλους μας».

Ο Κρίστοφερ έμεινε για λίγο σκεπτικός. «Είπες πως είναι στο Bomb

«Απ’ όσο ξέρω, ναι. Μπορεί όμως και να έχει φύγει» απάντησε η Έμιλι.

«Πρέπει να στείλουμε κάποιον» είπε ο Κρίστοφερ.

Η Έμιλι γέλασε. «Σοβαρά τώρα; Δεν υπάρχει περίπτωση να μπεις στο Bomb χωρίς πρόσκληση ή γνωριμία».

Η Αμάντα σηκώθηκε από την πολυθρόνα στην οποία καθόταν με το κινητό της στο χέρι. «Ευτυχώς που τυχαίνει να ξέρω τον ιδιοκτήτη» είπε πληκτρολογώντας στο κινητό της.

«Έμιλι, ελπίζω να είσαι πρόθυμη να πας» είπε ειρωνικά ο Κρίστοφερ.

Η Έμιλι σήκωσε το ένα της φρύδι ειρωνικά. «Φυσικά και θα πρότεινες εμένα. Θα πάω».

«Θα πάω κι εγώ μαζί της» είπε ο Μάικλ.

«Μάλλον δεν άκουσες τίποτα από αυτά που λέγαμε τόση ώρα. Φυσικά και δε θα πας» είπε αυστηρά ο πατέρας του.

«Πίστεψέ με, μια χαρά άκουσα. Θα πάω. Και δεν είναι διαπραγματεύσιμο» αποκρίθηκε έντονα ο Μάικλ.

Η Έμιλι κοίταξε τον Μάικλ εκνευρισμένη. «Το ξέρεις πως δε χρειάζομαι ενισχύσεις, έτσι;»

Ο Μάικλ την πλησίασε ψιθυρίζοντάς της. «Έχω την ευκαιρία να μπω για μια και μοναδική φορά στο Bomb. Τι σου δίνει την εντύπωση πως θα την αφήσω να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια μου;»

Η Έμιλι σήκωσε το βλέμμα της στο ταβάνι. «Καλά».

 

 

Η Έμιλι είχε ενημερώσει τους γονείς της πως θα μείνει στο σπίτι της Ντέμυ αν και στην πραγματικότητα θα έμενε στο Αρχηγείο. Νωρίς το βράδυ κατέφθασε ένας άνδρας μαζί με την Αμάντα.

«Από εδώ ο Ντίλαν. Είναι ο ιδιοκτήτης του Bomb» τον σύστησε η Αμάντα.

«Χάρηκα» είπε η Έμιλι ανταλλάσσοντας μαζί του μια χειραψία.

 Ο Ντίλαν ήταν γύρω στα 28 με 29. Με καστανά μαλλιά και καστανά μάτια με πράσινες νότες. Το θέμα γύρω από τον ιδιοκτήτη του Bomb βρισκόταν συνέχεια στο προσκήνιο καθώς κανένας δε γνώριζε πραγματικά ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης του.

«Λοιπόν με ποιον θα ξεκινήσουμε;» ρώτησε ο Ντίλαν.

 

 

 

Η πρόσκληση του Bomb δεν ήταν ένα χαρτί ή κάτι απλό. Για να μπει κανείς έπρεπε να έχει ένα προσωρινό τατουάζ ζωγραφισμένο στον δεξί του καρπό.

Η Έμιλι κάθισε στην καρέκλα μπερδεμένη. «Δε θα είναι μόνιμο, σωστά;» ρώτησε κοιτάζοντας τον Ντίλαν να βγάζει ένα δοχείο με μαύρο μελάνι από τον σάκο του.

Εκείνος γέλασε. «Όχι. Θα είναι προσωρινό. Σε μια εβδομάδα θα έχει φύγει».

«Πάντα αναρωτιόμουν ποια είναι η πρόσκληση».

Ο Ντίλαν ετοίμαζε τα εξαρτήματα με προσοχή. «Είσαι κι εσύ από εκείνα τα παιδιά που προσπαθούν να μπουν με πλαστά τατουάζ στο κλαμπ μου;» 

«Όχι. Αλλά ξέρω αρκετά παιδιά από το σχολείο μου που το έχουν προσπαθήσει».

Ο Ντίλαν προχώρησε και κάθισε κοντά της. «Δεν μπορώ να μην τους αναγνωρίσω πως τα καταφέρνουν στο σχέδιο. Απλά δεν ξέρουν το μυστικό».

«Ποιο μυστικό;»

«Χρησιμοποιώ ένα ειδικό μελάνι» απάντησε παίρνοντας απαλά το δεξί της χέρι, «το οποίο αντιδρά με έναν συγκεκριμένο τρόπο κάτω από ένα μηχάνημα. Με απλά λόγια, ακόμα και πανομοιότυπο να είναι το τατουάζ, κάτω από το συγκεκριμένο μηχάνημα φαίνεται ποιο είναι αυθεντικό και ποιο όχι».

«Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι δε θα το πω αυτό στα παιδιά;»

«Το ξέρουν ήδη. Και δεν πρόκειται να βρουν το μελάνι που χρησιμοποιώ».

Ο Ντίλαν ξεκίνησε να ζωγραφίζει το τατουάζ στον καρπό της.

«Έχω ακούσει για εσένα» της είπε ξαφνικά σπάζοντας την σιωπή.

«Τι εννοείς;» ρώτησε ξαφνιασμένη.

«Ξέρεις… η μοναδική Χαρισματική που χειρίζεται όλα τα Στοιχεία. Τα νέα κυκλοφορούν γρήγορα».

«Σκοτεινός ή Φωτεινός;»

«Εσύ τι λες;»

Η Έμιλι γέλασε. «Εντάξει. Είναι προφανές πως είσαι Σκοτεινός».

Ο Ντίλαν γέλασε. «Ξέρεις, δεν είναι όλοι οι Σκοτεινοί κακοί. Μερικοί Χαρισματικοί έγιναν Σκοτεινοί κατά λάθος. Άλλοι το επέλεξαν».

«Στη δική σου περίπτωση τι έγινε; Το επέλεξες… ή έγινες κατά λάθος;»

«Δε νομίζω πως μπορώ να σου απαντήσω σε αυτό».

«Γιατί; Θες να παραμένεις μυστήριος στα μάτια των υπολοίπων;»

«Όχι» απάντησε νοσταλγικά εκείνος ενώ σταμάτησε να σχεδιάζει. «Δεν μπορώ να σου απαντήσω γιατί δεν ξέρω την απάντηση».

Η Έμιλι έμεινε σιωπηλή. Είχε καταλάβει πως υπήρχε κάτι αρκετά σοβαρό και δεν ήθελε να τον πιέσει περισσότερο.

«Ο πατέρας μου ήταν Αρχηγός των Φωτεινών. Και μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δε χάρηκε καθόλου όταν έγινα Σκοτεινός. Για την ακρίβεια… δεν μπήκε καν στον κόπο να προσπαθήσει να με αλλάξει. Δεν έκανε τίποτα… Απλά αποφάσισε να εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για εμένα. Με αποκλήρωσε και αποφάσισα να φύγω».

«Γιατί μου τα λες όλα αυτά;»

«Γιατί δεν έχω σε κάποιον να τα πω… και επειδή είσαι μια όμορφη κοπέλα».

Η Έμιλι γέλασε. «Σ’ ευχαριστώ για τη ειλικρίνειά σου».

Ο Ντίλαν γέλασε. «Παρακαλώ».

«Κι αφού ο πατέρας σου σε αποκλήρωσε… Πώς άνοιξες το πιο χλιδάτο κλαμπ της Κομητείας;»

«Πίστεψα στον εαυτό μου. Ευτυχώς είχα και κάποιους καλούς φίλους που μου δάνεισαν χρήματα… και με λίγη τύχη κατάφερα να φτάσω σε σημείο να βγάζω περισσότερα χρήματα από τον πατέρα μου. Αστείο δεν είναι;»

«Ειρωνικό θα έλεγα. Χμ… ώστε αυτή είναι η ιστορία του μυστήριου ιδιοκτήτη του Bomb. Αλλά δεν πρόκειται να μιλήσω σε κανέναν».

Ο Ντίλαν την κοίταξε μπερδεμένος. «Τι εννοείς;»

«Δεν έχεις ιδέα, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε γελώντας. «Είσαι το καθημερινό θέμα συζήτησης… όταν βέβαια δεν υπάρχουν άλλα θέματα για συζήτηση».

«Η αλήθεια είναι πως κάτι είχα καταλάβει. Αλλά τον τελευταίο καιρό ασχολούνται με τα δικά σου κατορθώματα. Επίτρεψέ μου να σε συγχαρώ για την εξαιρετική δουλειά σου».

Η Έμιλι γέλασε. «Δεν είμαι περήφανη για τα τελευταία μου κατορθώματα. Απλά…»

«Είσαι τσαντισμένη με όλους; Πάνω κάτω έτσι νιώθουν όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι».

«Ναι, αλλά δεν καταστρέφουν τα πάντα στο πέρασμά τους».

«Είσαι νέα ακόμα. Έχεις πολλά να μάθεις. Kι εγώ μαθαίνω ακόμη».  

Η πόρτα άνοιξε και ο Μάικλ μπήκε μέσα ανυπόμονα. «Τελειώσατε;»

«Μόλις τώρα αρχίσαμε» απάντησε ξερά η Έμιλι.

«Είναι αρκετά περίπλοκο σχέδιο. Θα μας πάρει αρκετή ώρα» πρόσθεσε ο Ντίλαν, ο οποίος ήταν επικεντρωμένος στο τατουάζ.

Ο Μάικλ κοίταξε επίμονα τον Ντίλαν. Είδε το βλέμμα της Έμιλι όταν τον πρωτοαντίκρισε. Σίγουρα της αρέσει, σκέφτηκε. «Μπορώ να περιμένω εδώ μέσα;» 

«Όχι!» απάντησε απότομα η Έμιλι προλαβαίνοντας τον Ντίλαν.

«Γιατί;»

Η Έμιλι σήκωσε το βλέμμα της στο ταβάνι. «Μου χαλάς την αισθητική. Δε σου αρκεί το γεγονός πως θα σε ανεχτώ αύριο το βράδυ;»

Ο Μάικλ ρουθούνισε και βγήκε από τη βιβλιοθήκη.

Η Έμιλι τον κοιτούσε να φεύγει. Το ήξερε πως δεν του φερόταν σωστά. Αλλά ήθελε να τον κρατήσει όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνη.

«Φοβάσαι, έτσι δεν είναι;» είπε ο Ντίλαν σπάζοντας ξαφνικά τη σιωπή.

Η Έμιλι επανήλθε στην πραγματικότητα και γύρισε να τον κοιτάξει μπερδεμένη. «Τι εννοείς;» 

«Φοβάσαι πως δε θα σε αποδεχτεί ως Σκοτεινή».

Η Έμιλι γέλασε ψεύτικα. Θυμήσου, Έμς, είναι ένας άγνωστος! είπε στον εαυτό της. «Τι είναι αυτά που λες;»

Ο Ντίλαν την κοίταξε αυστηρά. «Τα έχω περάσει κι εγώ αυτά, Έμιλι. Πίστεψέ με, δε με ξεγελάς, όπως έκανες με τους υπόλοιπους».

Η Έμιλι ξεφύσησε αγανακτισμένη. «Εντάξει, το παραδέχομαι».

Ο Ντίλαν χαμογέλασε. «Και γι’ αυτό τον διώχνεις μακριά σου, σωστά;»

Η Έμιλι χαμήλωσε το κεφάλι της απογοητευμένη. «Εν μέρει ναι».

«Φοβάσαι πως θα του κάνεις κακό, έτσι δεν είναι;»

Πώς το κάνει αυτό; αναρωτήθηκε έκπληκτη η Έμιλι. Πόση ώρα τον ξέρω; Δέκα λεπτά; Και μέσα σε αυτή την λιγοστή ώρα έχει καταφέρει να με κάνει να μιλάω για εμένα και τον Μάικλ.

«Ναι».

«Το ίδιο ένιωθα κι εγώ».

«Για το αγόρι σου;»

Ο Ντίλαν γέλασε. «Για την κοπέλα μου. Φοβόμουν πως θα της κάνω κακό επειδή έγινα Σκοτεινός. Αλλά δεν την έδιωχνα από κοντά μου».

«Και… τι έγινε τελικά;» ρώτησε η Έμιλι. «Αν θες μου λες».

«Δεν ήταν Χαρισματική. Μια μέρα έχασα τον έλεγχο και… έμαθε τι είμαι. Έφυγε και δεν έχω ξανακούσει τίποτα για εκείνη» είπε ο Ντίλαν μελαγχολικά. Έπειτα ξαφνικά χαμογέλασε πικρά. «Αλλά δεν την κατηγορώ. Θέλω να πω… είναι άλλο να βλέπεις για πρώτη φορά τα μάτια ενός Φωτεινού Χαρισματικού και άλλο ενός Σκοτεινού».

«Δεν πιστεύω πως το χρώμα των ματιών σου την έκανε να φύγει. Πιστεύω πως απλά δεν ήθελε να αποδεχτεί το γεγονός πως υπάρχουμε».

«Και τότε γιατί πληγώνεις τον Μάικλ; Γιατί δεν τον εμπιστεύεσαι;»

«Τον εμπιστεύομαι τον Μάικλ. Εμένα δεν εμπιστεύομαι».

«Μην τον διώχνεις από κοντά σου. Κάποιοι γεννήθηκαν πραγματικά για να γίνουν Σκοτεινοί… και κάποιοι άλλοι Φωτεινοί. Μπορεί να έγινες κατά λάθος, μπορεί και όχι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να κρατάς μακριά σου αυτούς που αγαπάς».

Η Έμιλι χαμογέλασε. «Είναι αστείο, έτσι δεν είναι; Ίσα που σε ξέρω και σου έχω μιλήσει για τα προσωπικά μου».

«Είμαι καλός ακροατής».

Λίγη ώρα αργότερα ο Ντίλαν άφησε στο γραφείο το μηχάνημα. «Λοιπόν… είσαι έτοιμη. Θα σου το καλύψω με μια ζελατίνη για να το προστατέψω. Για τις επόμενες πέντε ώρες μη βρέξεις την περιοχή του τατουάζ. Αύριο το πρωί μπορείς να βγάλεις τη ζελατίνη. Εντάξει;»

«Εντάξει. Ευχαριστώ» είπε η Έμιλι πηγαίνοντας προς την πόρτα.

«Περίμενε» της είπε. Έβγαλε μια κάρτα από το σακίδιό του και της την έδωσε. «Πάρε με όποτε θες να μιλήσεις. Εντάξει;»

«Και για πρόσκληση;» ρώτησε δύσπιστα η Έμιλι.

Ο Ντίλαν γέλασε. «Και για πρόσκληση».

«ΟΚ».

 

 

Η Έμιλι βγήκε από τη βιβλιοθήκη και βρήκε τον Μάικλ να κάθεται σε μια από τις καρέκλες απ’ έξω.

«Μπορείς να μπεις» του είπε.

«Έμς» της είπε πριν φύγει.

«Τι;»

Ο Μάικλ έβγαλε πλαστικές κάρτες από την τσέπη του. «Είναι για το δωμάτιό σου. Η μπλε κάρτα είναι για την πόρτα ασφαλείας… Είναι απέναντι από το γραφείο του πατέρα μου. Και η λευκή είναι για το δωμάτιό σου. Είσαι στο 109».

Η Έμιλι πήρε τις κάρτες και τον κοίταξε μπερδεμένη. «Πριν λίγες μέρες με είχατε φυλακισμένη και τώρα μου δίνετε και κλειδιά;»

«Απλά πάρε τα αναθεματισμένα κλειδιά, Έμιλι» αποκρίθηκε λιγάκι εκνευρισμένος και μπήκε στη βιβλιοθήκη.     

Rene Rafael