Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 22)

Μπροστά στη θυμωμένη του όψη μέχρι και τα παιδιά του υποχωρούν. Σαν φοβισμένα κουτάβια κάνουν στην άκρη για να περάσει το αφεντικό τους. Η Spero βάζει το σώμα της μπροστά μας για να του δείξει ότι αυτή είναι η αντίπαλός του. Βρίσκεται μερικά μέτρα μακριά της και καθώς την πλησιάζει το πρόσωπό του γεμίζει όλο και περισσότερο με μίσος και οργή. Σηκώνει το δεξί του χέρι και καθώς το κατεβάζει κάτω με δύναμη βγάζει μια επιθετική κραυγή. Ένα μεγάλο, κοφτερό κύμα σκότους φεύγει με ορμή προς τα πάνω της και η Spero βάζει τα φωτεινά φτερά της μπροστά από το σώμα της, για να προστατευτεί. Το σκότος χτυπάει πάνω τους και χωρίζεται σα δύο. Ο ήχος είναι εκκωφαντικός. Βάζω το χέρι μου μπροστά από το πρόσωπό μου, για να καλύψω τα μάτια μου από το δυνατό φως. Η γη γύρω μας σείεται και λυγίζω τα πόδια μου, για να μείνω σταθερός στη θέση μου. Πόση δύναμη; Και αυτό ήταν το πρώτο χτύπημα. Δεν μπορώ να καθίσω σε μια άκρη και απλώς να παρακολουθώ. Δεν μπορώ να την αφήσω να παλέψει μόνη της.

Κρατάω το δρεπάνι στα χέρια μου και παίρνω θέση μάχης. Πάω να κάνω μερικά βήματα, για να πλησιάσω στο πλευρό της Spero, και μια κατάμαυρη φιγούρα με σταματάει απότομα. Μια γυναίκα ντυμένη με κατάξανθα μαλλιά, ντυμένη στα μαύρα εμφανίζεται μπροστά μου. Με σταυρωμένα τα χέρια της κάτω από το στήθος της και με υπεροπτικό ύφος μού χαμογελάει καθώς τα βλέμματά μας συναντιούνται. Τα πράσινα μάτια της λαμπυρίζουν σαν χάντρες μέσα από το λευκό της πρόσωπο. Δε θα το συνηθίσω ποτέ αυτό... Το σαρδόνιο χαμόγελό της ανοίγει και μου μιλάει με απόκοσμη φωνή.

«Πού νομίζεις ότι πας, όμορφε;» μου λέει και επιτίθεμαι. Βγάζει μια αλυσίδα από τα χέρια της και την μπερδεύει μέσα στο όπλο μου, με αποτέλεσμα η λεπίδα μου να σταματήσει απότομα μερικά εκατοστά μακριά από το πρόσωπό της. «Μα τι αγένεια... Νόμιζα ότι με συμπαθούσες» μου λέει λυπημένη. Προσπαθώ να απεγκλωβίσω το δρεπάνι μου, αλλά με το ζόρι που κουνιέται. Το εφοδιάζω με αγγελική ενέργεια και οι αλυσίδες σπάνε και γίνονται κομμάτια. «Αφού το θες έτσι... Κρίμα. Θα ήσουν πολύ νόστιμος σκλάβος» μου λέει και χαμογελάει ξανά.

Τα μάτια της κοκκινίζουν και η αύρα της γίνεται τόσο μαύρη που σε κάνει να νιώθεις εσύ ο ίδιος βαρύς. Για μια στιγμή, απόλυτη απελπισία έρχεται στην επιφάνεια. Για μια στιγμή λες ότι όλα έχουν φτάσει στο χείλος του γκρεμού και δεν έχεις καμία άλλη λύση πάρα μόνο να πηδήξεις κατ' ευθείαν στο κενό. Και αυτό κάνω. Παίρνω φορά και πηδάω προς τα πάνω της. Το δρεπάνι μου μεταμορφώνεται σε ξίφος και οι αλυσίδες της εμφανίζονται ξανά μέσα από τα χέρια της. Χαμογελάει γεμάτη ευχαρίστηση παρότι έχω φτάσει σε απόσταση αναπνοής. Χωρίς καμία δυσκολία με αποκρούει. Ξανά και ξανά. Ο μεταλλικός ήχος των αλυσίδων που σέρνονται πάνω στο ξίφος μου με ανατριχιάζει. Ο ιδρώτας μου τρέχει κρύος στο μέτωπό μου, αλλά εκείνη φαίνεται να το διασκεδάζει.

Μέχρι που βαριέται και αποφασίζει να βγει στην αντεπίθεση. Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Και τα βήματά μου ένα προς ένα σιγά σιγά με οδηγούν προς τα πίσω. Οι κρίκοι είναι βαριοί και ένας μοβ μανδύας τους προστατεύει, σε αντίθεση με πριν, για να μη σπάσουν. Δεν μπορώ να ανταπεξέλθω μόνο με τις ικανότητές μου στο σπαθί. Βρίσκω την ευκαιρία και σηκώνω το χέρι μου προς το μέρος της. Ένα δυνατό φως βγαίνει και την τυφλώνει. Ένας δαίμονας θα θαμπωνόταν από αυτή τη λάμψη και θα έβρισκα ευκαιρία να επιτεθώ. Αλλά τα πράγματά δεν γίνονται όπως περίμενα. Μου πιάνει με δύναμη την παλάμη μου και με σφίγγει τόσο πολύ που νιώθω τα κόκαλα στο χέρι μου να συνθλίβονται. Το απαίσιο χαμόγελό της βρίσκεται μερικά εκατοστά μακριά από το πονεμένο μου πρόσωπο και απολαμβάνει να με βλέπει να ουρλιάζω από τον πόνο.

Γονατίζω καθώς με σπρώχνει και με συνθλίβει όλο και πιο πολύ. Με το ελεύθερό μου χέρι τη γραπώνω από τη γάμπα της και την πιέζω με όλη μου τη δύναμη, για να ελευθερώσει το χέρι μου. Δε φαίνεται να την ενοχλεί ιδιαίτερα και συνεχίζει να με πιέζει μέχρι που νιώθω τον ώμο μου να φεύγει από τη θέση του. Ο ήχος από το σπάσιμο είναι απαίσιος. Ξαφνικά νιώθω σαν να έχω πάρει ολόκληρος φωτιά. Νιώθω τα φτερά μου να φλέγονται και η αντίπαλός μου βγάζει ένα τεράστιο ουρλιαχτό πόνου καθώς αφήνει το χέρι μου ελεύθερο. Πέφτει κάτω με δύναμη και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Μέσα σε μερικά μόλις δευτερόλεπτα, κοιτάζω τη γάμπα της και έχει καεί ολοσχερώς. Όλο της το πόδι από το γόνατο και κάτω έχει γίνει στάχτη αφήνοντας πίσω του μια άσχημη μυρωδιά καμένου, σάπιου κρέατος. Τα φτερά στην πλάτη μου πράγματι έχουν πάρει φωτιά. Όχι σαν τη φωτιά που καίει στα τζάκια ή σαν τη φωτιά που απλώνεται στις καλοκαιρινές πυρκαγιές. Είναι σαν τη φωτιά της λάβας, σαν τη φλόγα που βρίσκεται μέσα στην ίδια την κόλαση. Πιο καυτή και πιο δυνατή από τη ζεστή και καθησυχαστική αίσθηση της φωτιάς που ξέρετε.

Χωρίς δεύτερη σκέψη της επιτίθεμαι ξανά. Της είναι πολύ δύσκολο να αμυνθεί ή να επιτεθεί. Η νίκη βρίσκεται στην τσέπη μου. Γεμάτη μισός και με κατάμαυρα δάκρυα στο πρόσωπό της, χτυπάει με δύναμη το χέρι της στο δάπεδο. Μέσα από τις πέτρες χιλιάδες αλυσίδες βγαίνουν και την περικυκλώνουν για να την προστατέψουν. Θέλει να κερδίσει χρόνο για να θεραπευτεί. Δεν μπορώ να το αφήσω έτσι αυτό. Το σπαθί στα χέρια μου ξαφνικά φουντώνει μέσα από τις φλόγες μου και με δύναμη το πιέζω πάνω στην ασπίδα της. Τα δευτερόλεπτα περνάνε καθώς η ίδια μου η φλόγα αρχίζει να με ζεσταίνει πολύ και το τοίχος της γίνεται κόκκινο. Σιγά σιγά το σημείο όπου έχω καρφώνει το σπαθί μου υποχωρεί, δημιουργώντας μια τρύπα. Κοιτάζω μέσα και τη βλέπω να θεραπεύει με μανία το πόδι της.

«Χάρηκα που έπαιξες μαζί μου» της λέω και γυρνάει με λύσσα και με κοιτάξει.

Της χαμογελάω γεμάτος ειρωνεία και βάζω το χέρι μου στην τρύπα. Η ίδια της η ασπίδα γίνεται ο τάφος της. Γίνεται το τέλειο καλούπι για να την κάψω ζωντανή. Ουρλιαχτά απόγνωσης, πόνου και καταστροφής ακούγονται από μέσα. Η ασπίδα προσπαθεί να πέσει αλλά δεν την αφήνω να τη ρίξει.

«Cibum!» ακούγεται μια αντρική φωνή από την άλλη άκρη του δωματίου και νιώθω την απειλητική μορφή του «αρχηγού» να με πλησιάζει με τεράστια ταχύτητα.

Η ασπίδα πέφτει και μέσα της δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο στάχτη και μερικές φλόγες που ακόμα καίνε στο πέρασμά τους ό,τι έχει απονείμει. Το επόμενο δευτερόλεπτο ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη μου με ρίχνει κάτω. Όχι, δε με χτύπησε κανείς με όπλο. Δε με χτύπησε κανείς θανατηφόρα. Είναι ο Ηρακλής, ο οποίος με την ασπίδα του σταμάτησε το χτύπημα που θα με σκότωνε ακαριαία. Ήταν τόσο δυνατή αυτή η επίθεση που με την ορμή της έσπρωξε τον Ηρακλή και τον εκτόπισε πάνω μου!

«Θα το πληρώσεις αυτό!» ουρλιάζει ο άντρας που έρχεται κατά πάνω μου.

Ένας εκκωφαντικός ήχος ακούγεται σε όλη την αίθουσα και ξαφνικά όλα γύρω μου νιώθω ότι σταματάνε. Ο χρόνος, η κίνηση, όλα. Για μια στιγμή, κανείς δεν κουνιέται. Μέχρι και ο άγγελος που πριν από ένα δευτερόλεπτο ήθελε να με σκοτώσει τώρα έχει σταματήσει και με κοιτάζει σοκαρισμένος με μάτια ορθάνοιχτα. Το σώμα του σωριάζεται κάτω και μια μαυρίλα φεύγει από πάνω του καθώς τώρα βλέπω μπροστά μου έναν άλλον άντρα να κείτεται ετοιμοθάνατος στο πάτωμα. Πίσω του ακριβώς βρίσκεται μια γνωστή όψη που έχει μείνει να σημαδεύει ακόμα, εκεί που μόλις έριξε. Η Τερψιχόρη. Η Τερψιχόρη του έριξε με τις μαγεμένες σφαίρες της και εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή! Αλλά μάλλον τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως θα θέλαμε να είναι. Ούτε εμείς, αλλά σίγουρα ούτε και η Τερψιχόρη.

«Donum;» ακούγεται ψιθυριστά η φωνή της, καθώς δάκρυα εμφανίζονται στα μάτια της.

Ο εκπεσών που έβλεπα πριν από λίγο τώρα έχει μεταμορφωθεί σε έναν άντρα, μισό άνθρωπο και μισό δαίμονα. Το δέρμα του είναι ερυθρό και φαίνεται άγριο. Από τα κατάμαυρα μαλλιά του ξεπροβάλλουν δύο μικρά κέρατα και τα χέρια του είναι λεπτά και μακριά, όπως και τα πόδια του. Τι συμβαίνει; Αυτός είναι ένας πανίσχυρος δαίμονας αλλά δεν είναι εκπεσών... Η επόμενη κουβέντα της Τερψιχόρης γεμίζει τα κενά που μόλις δημιουργήθηκαν μέσα στο κεφάλι μου.

«Ale! Τι έκανες;» ουρλιάζει καθώς τρέχει πάνω από τον δαίμονα που αργοπεθαίνει μπροστά μου. Ο Ale... Εκείνος το έκανε όλο αυτό! Εάν όμως δεν είναι αυτός ο πραγματικός αρχηγός τους τότε ποιος είναι; Ή μάλλον πού είναι;

«Λυπάμαι... Δεν μπορώ να τους αφήσω να πάρουν την αστραπή...» ακούγεται μια φωνή από πίσω μου και μέσα από τις σκιές εμφανίζεται μια σκιά ψηλόλιγνη με ασαφές σχήμα. Γεμάτη μίσος σηκώνει αργά το βλέμμα της και καρφώνει τη φιγούρα του Ale που αλλάζει μορφή και γίνεται ένα μεγαλόσωμο αλλά γλυκό σκυλί με θλιμμένο βλέμμα.

«Πού είναι;» τρίζει τα δόντια της απειλητικά και ένα γέλιο ακούγεται από τη μεριά που βρίσκεται το σώμα της Εχεκράτειας.

«Εμένα ψάχνεις, καλή μου;» ακούγεται η φωνή του αρχηγού τους καθώς εμφανίζεται μέσα από ένα μαύρο νέφος. Αλλά δεν είναι μόνος... «Δεν είχα σκοπό να χρησιμοποιήσω αυτά τα μέσα, αλλά με ανάγκασες, αδερφέ μου...» Απευθύνεται σε εμένα τώρα και η Spero φουντώνει απειλητικά τα φτερά της, τόσο πολύ που το μέγεθός τους και μόνο σε κάνει να νιώθεις μικροσκοπικός και ασήμαντος απέναντί της.

«Άφησέ τη να φύγει...» γρυλίζει η Spero και ολόκληρη η γη γύρω μας τραντάζεται από την ένταση.

Ο άντρας μπροστά μου κρατάει με δύναμη και απειλεί να σκοτώσει έναν άνθρωπο. Όχι έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, αλλά τη μαθήτρια της Spero. Τη Χρυσηίς... Η ανάσα μου γίνεται όλο και πιο γρήγορη. Το μυαλό μου τρέχει σαν τρελό. Μα πώς γνωρίζει για τη Χρυσηίς; Είναι το μόνο αδύναμο σημείο της Spero και αντίστοιχα η Spero είναι το πιο δυνατό μας όπλο αυτή τη στιγμή. Η Spero μού είχε πει ότι η Χρυσηίς δεν είναι απλό παιδί. Μου είχε πει ότι προορίζεται για τεράστιο σκοπό και ότι πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, για να την αναθρέψουμε σωστά και με ασφάλεια. Για αυτό την ανέλαβε και ως πνευματική της κόρη. Εάν πάθει κάτι αυτό το παιδί, τότε τα πράγματα δε θα είναι καλά. Αναρωτιέμαι όμως... Αξίζει περισσότερο η σωτηρία της μικρής ή της Εχεκράτειας; Όχι. Μέγα λάθος. Δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι. Και τον πιο ασήμαντο άνθρωπο στον κόσμο να έβαζαν στη μέση, είναι καθήκον μας να τον προστατέψουμε με τη ζωή μας μπροστά στους δαίμονες...

Τα κοφτερά νύχια του ακουμπάνε λίγο πιο έντονα τον λαιμό της μικρής και εκείνη ματώνει. Πιέζεται και βάζει τα κλάματα καθώς το απαλό δέρμα της γίνεται κατακόκκινο από το αίμα. Η Spero βγάζει ένα απειλητικό μούγκρισμα σαν προειδοποίηση. Ο μαύρος άγγελος μπροστά μας χάνει το χαμόγελό του και βγάζει το νύχι του από τον λαιμό της. Παρατηρώ ότι το κομμάτι που βάφτηκε με το αίμα της βγάζει μαύρο καπνό. Σαν να τον καίει. Την αρπάζει με το άλλο του χέρι από τα μαλλιά και την τραβάει λίγο μακριά του. Γεμάτος οργή πετάγομαι μπροστά του.

«Κάνε άλλη μια κίνηση και θα πεθάνεις» τον απειλώ αλλά δε φαίνεται να τον νοιάζει. Κοιτάζει με προσοχή και επεξεργάζεται τα καμένα δάχτυλά του που ακόμα βγάζουν καπνούς. Ανοίγει το στόμα του για να δοκιμάσει το αίμα της και αμέσως το φτύνει με δύναμη.

«Τι είναι αυτό;» λέει και τραβάει τη μικρή πιο κοντά του και την κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια καθώς προσπαθεί να τη διαβάσει.

Η μικρή μορφάζει από τον πόνο και με τα μικρά χεράκια της προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από την άγαρμπη λαβή του. Αλλά μάλλον δεν τα καταφέρνει πολύ καλά. Κάτι συμβαίνει με αυτό το παιδί. Κάτι που η Spero δε μου έχει πει... Το βλέμμα του σηκώνεται από το λευκό πρόσωπο του παιδιού και κοιτάζει πίσω από εμένα και τη Spero. Χαμογελάει και ισιώνει ξανά το σώμα του.

«Τι προσπαθείς να κάνεις, καλή μου;» λέει και γυρνάω να κοιτάξω προς το μέρος που απευθύνεται. Και μιλάει στην Τερψιχόρη.

Είναι πεσμένη πάνω από τον αναίσθητο άντρα ο οποίος όμως ακόμα ζει και φαίνεται σαν απλώς να τον έχει πάρει αγκαλιά και να θρηνεί. Είναι όμως ένα θέατρο για να μην τραβήξει την προσοχή. Αλλά εκείνος την κατάλαβε. Το βλέμμα της σηκώνεται καθώς αποκαλύπτει ανάμεσα από τα σώματά τους τα χέρια τους που έχουν ενωθεί και από την ένωση αυτή βγαίνει ένα γαλάζιο δυνατό φως. Με δάκρυα στα μάτια της και καθώς τρέμει ολόκληρη, τον κοιτάζει γεμάτη δύναμη.

«Παίρνω πίσω αυτό που μου ανήκει» του λέει με σιγουριά. Για μισό λεπτό. Τον δαίμονα αυτόν τον αποκάλεσε πριν από λίγο Donum... Έτσι έλεγαν τον δαίμονα που φυλάκισαν μέσα του τις δυνάμεις της... Παίρνει πίσω τις δυνάμεις της!

«Ξέρεις πολύ καλά ότι εάν το κάνεις αυτό ο πολυαγαπημένος φίλος σου θα πεθάνει... Για πάντα. Δε θα μπορέσεις να τον φέρεις πίσω... Δε θα τον δεις ποτέ ξανά...» της λέει με προσποιητή λύπη.

Το φως ανάμεσα στα χέρια τους γίνεται πιο αχνό. Το σκέφτεται... Ήταν ερωτευμένη με αυτό το πλάσμα. Όσο και εάν πληγώθηκε, ακόμα τον αγαπάει και αυτό είναι το αδύναμο σημείο της Τερψιχόρης. Μπερδεμένη τον κοιτάζει και το στήθος της ανεβοκατεβαίνει γρήγορα από το λαχάνιασμα. Και τότε κοιτάζει εμένα. Και το φως ανάμεσά τους δυναμώνει. Τα μάτια του Donum ανοίγουν και με το άλλο του χέρι ακουμπάει το πρόσωπό της. Τη χαϊδεύει σκουπίζοντας τα δάκρυά της και εκείνη γεμάτη έκπληξη τον κοιτάζει.

«Μη σταματήσεις. Ό,τι και εάν σου λέει... Μη σταματήσεις ποτέ» τον ακούω να της λέει καθώς το χέρι του πέφτει απότομα στο πλάι. Μια χρυσή ασπίδα δημιουργείται γύρω τους, για να τους προστατεύει από κάθε επίθεση, και το βλέμμα της αγριεύει ξανά. Ο Ηρακλής βρίσκεται στο πλάι τους και τους προστατεύει με την ασπίδα του. Η Τερψιχόρη κοιτάζει πάλι τον εκπεσών.

«Έδωσα μια υπόσχεση. Σήμερα τα πράγματα αλλάζουν». Μια υπόσχεση...

Είχαμε συμφωνήσει ότι εάν τη βοηθήσουμε να πάρει πίσω τις δυνάμεις της, τότε θα αναστήσει την Εχεκράτεια... Θα κρατήσει την υπόσχεσή της... Ένας δυνατός ήχος μάς αποσπά όλους και κοιτάμε ξαφνιασμένοι προς τη μεριά της Εχεκράτειας. Ο άγγελος μπροστά μας κοιτάζει πίσω του και μετά γεμάτος ευχαρίστηση κοιτάζει πάλι εμάς. Οι αστραπές που βγαίνουν με ορμή μέσα από την Εχεκράτεια τώρα έχουν βγει εκτός ελέγχου και είναι έτοιμες να εκραγούν από τη μεγάλη δύναμή τους.

«Λοιπόν; Τι θα κάνετε τώρα; Ο χρόνος σας έχει σχεδόν τελειώσει. Το δοχείο σπάει... Έχει φτάσει το τέλος σας, και δεν μπορείτε ούτε να κουνηθείτε από τη θέση σας. Η γλυκιά μου Vita είναι απερίσκεπτη. Δε θα προλάβει ούτε καν να γευτεί τις δυνάμεις της. Θα είναι πια πολύ αργά...» Κάνει μια θεατρινίστικη παύση. «Λοιπόν; Πού είναι ο κρυμμένος άσσος σας; Σας προτείνω να τον βγάλετε... Αλλιώς...» Άλλη μία δραματική παύση κάνει την ατμόσφαιρα να λούζεται με την ειρωνεία και τον σαρκασμό του.
«Χμμμ... Τη συνέχεια θα την αφήσω στη φαντασία σας...»

 Παρασκευή Γκύζη