Εξόριστοι (Κεφάλαιο 34)

Λαμπρινή

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, ο ήλιος έδυε και χάριζε μια γλυκιά χλομάδα στο τοπίο έξω από το παράθυρο. Η Λαμπρινή είχε ηρεμήσει κάπως, όλη εκείνη η αναστάτωση είχε καταλαγιάσει και προς το παρόν έδειχνε να επικρατεί η λογική.

Ήταν μια παντρεμένη γυναίκα, ερωτευμένη ακόμα με τον άντρα της ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει. Εγκλωβισμένη σε μια σχέση γεμάτη συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Ήξερε πως αυτό που της έκανε ήταν ασυγχώρητο, όπως ασυγχώρητη ήταν και η πράξη της που έκανε πάνω στην απελπισία της.

Πίεσε τον εαυτό της να δεχτεί τη νέα κατάσταση, να βρει τη λύση για να ξεπεράσει και αυτόν τον σκόπελο, μα παραήταν αδύναμη. Δεν είχε το σθένος, δεν μπορούσε, δεν ήθελε. Όλα ένα τεράστιο μπέρδεμα μέσα στο μυαλό της και εκείνη ήταν ανίκανη να το διαχειριστεί.

Έκλεισε τα μάτια της. Για μια φορά, ήθελε να πάει κάτι καλά στη ζωή της. Έστω για μία φορά, να έχει λόγο για να χαμογελάσει πραγματικά.

Η πόρτα του θαλάμου άνοιξε και φάνηκε ο πατήρ Θεόκλητος. Η καρδιά της σκίρτησε, η φλέβα στον λαιμό άρχισε να χτυπά δυνατά. Παρόλα αυτά, του χαμογέλασε.

-Είσαι καλύτερα; Τη ρώτησε.

Κούνησε το κεφάλι της. Όντως αισθανόταν κάπως καλύτερα.

-Ο γιατρός είπε ότι μπορείς να επιστρέψεις στο σπίτι σου.

Της στάθηκε ένας κόμπος στο λαιμό. Της φάνηκε τόσο ειρωνική αυτή η φράση! Θυμήθηκε τη ρήση που έλεγε, «Σπίτι είναι εκεί όπου είναι η καρδιά» και δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει.

Ο πατήρ Θεόκλητος κατάλαβε τη σύγχυση που επικρατούσε μέσα της, είδε την τρικυμία στα μάτια της, τα χείλη της που έτρεμαν ελαφρά. Πήγε δίπλα της και της έπιασε το χέρι. Ένιωσε να τη διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα, βούρκωσε. Γύρισε το κεφάλι από την άλλη μεριά.

-Χτες όταν μου έστειλες το μήνυμα, κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Βρήκα στην τσάντα σου την ταυτότητά σου και κάλεσα την αστυνομία. Σε βρήκαν λιπόθυμη στο πάτωμα και σε μετέφεραν εδώ.

Έκλεισε τα μάτια της και έσφιξε το σεντόνι.

-Σε παρακαλώ, της είπε. Μίλησε μου, τι σε βασανίζει;

-Ώρες ώρες, πιστεύω πως ο Θεός έχει θυμώσει μαζί μου.

Κούνησε το κεφάλι του.

-Φανταζόμαστε τον Θεό ως κάποιο τιμωρό απέναντί μας. Αυτή η αίσθηση ότι ο Θεός μας μαλώνει, ότι θέλει να μας διορθώνει, να μας κάνει παρατήρηση, να μας φέρεται με αυστηρότητα και να μας δείχνει το πρόσωπό του θυμωμένο, αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί κανείς να ζήσει. Το ακούμε συνέχεια, ο Θεός αγάπη εστί. Το ακούμε, αλλά δεν το ζούμε. Νιώθουμε συνέχεια ότι είμαστε ένοχοι, ότι κάτι κάναμε. Ο Θεός σε αγαπάει χωρίς να σου ζητάει τίποτα. Σε αγαπάει χωρίς να γίνεις πρώτα καλή. Μας αγαπάει όπως είμαστε. Και θέλει να αλλάξουμε, όχι για να ευχαριστηθεί Αυτός, αλλά για τη δική μας ευτυχία, μόνο γι’ αυτό. Ο Θεός είναι Θεός απέραντης αγάπης. Δε γίνεται να ζούμε με ενοχές μέχρι να πεθάνουμε, γιατί οι ενοχές φέρνουν καινούργιες ενοχές. Ο ένοχος δε σταματάει τις αμαρτίες του, κάνει καινούργιες. Οι ενοχές χρειάζονται, για λίγο όμως. Να πάρει η ψυχή σου μπρος και να καταλάβεις ότι κάτι έκανες λάθος. Όταν κουβαλάς κάτι μέσα σου και το κρατάς και δε μιλάς σε κανέναν, αυτό κυκλοφορεί στο αίμα της καρδιάς σου, στο αίμα της ψυχής σου και σε δηλητηριάζει. Πρέπει να συγχωρέσεις τον εαυτό σου και να τον αγαπήσεις. Να φροντίσεις και να αγαπήσεις την ψυχή σου. Δεν είναι εγωισμός, αλλά είναι φροντίδα και βοήθεια. Ο Θεός δεν έχει κρατούμενα σε κανέναν.

Ο ήχος της φωνής του είχε κάτι το ηρεμιστικό στη χροιά του. Όσο μιλούσε, μια γλυκιά ευφορία τη γέμιζε και την ανακούφιζε.

-Μου μιλάτε συνεχώς για ενοχές, εσείς νιώθετε τύψεις για κάτι;

Αισθάνθηκε την παλάμη του να ιδρώνει και να σφίγγει ελαφρά τον καρπό της. Γύρισε και τον κοίταξε. Χαμογελούσε ακόμα μα μπορούσε ένα καταλάβει πως τον είχε φέρει, ίσως για πρώτη φορά, σε δύσκολη θέση. Διέκρινε ένα σύννεφο στο βλέμμα του. Άφησε το χέρι της, σηκώθηκε και πήγε δίπλα στο παράθυρο. Αυτή τη φορά, ήταν εκείνος που απέφευγε το βλέμμα της.

-Δεν ήμουν πάντα ιερέας ξέρεις. Ήταν μία περίοδος της ζωής μου που υπήρξα και εγώ κοσμικός. Το επάγγελμά μου ήταν να μελετώ και να κατανοώ τις συνέπειες της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

-Και τι σας έκανε να καταφύγετε στη ιεροσύνη;

-Αδυνατούσα να κάνω το ίδιο και για την ανθρώπινη ψυχή.

Η Λαμπρινή τον κοίταξε απορημένη.

-Τι εννοείτε;

-Το πρώτο συνθετικό του επαγγέλματός μου, το «ψυχή», ήταν κάτι το εντελώς καταχρηστικό. Η ψυχιατρική δεν παραπέμπει στην ψυχή, αυτή είναι απλά ένας κλάδος της ιατρικής. Η ψυχή εμπεριέχει κάτι το θεϊκό, είναι το άγγιγμα, η πνοή του Θεού.

Έμεινε για λίγο σκεφτικός.

-Υπήρξε μία ασθενής μου, ήταν περίπου στην ηλικία σου. Έπασχε από κατάθλιψη με ιστορικό κατάχρησης ουσιών. Όσο και αν προσπαθούσα, όσες συνεδρίες και αν κάναμε, το έβλεπα πως η κατάσταση της δε βελτιωνόταν. Σκεφτική, θλιμμένη, απόμακρη. Ήταν μέρες που ερχόταν, καθόταν στην καρέκλα, κοιτώντας απλά έξω από το παράθυρο αμίλητη. Ώσπου μια μέρα, και αφού είχε να φανεί στο γραφείο μου για πολύ καιρό, ήρθε και με βρήκε. Ήταν εντελώς αλλαγμένη, χαρούμενη. Μου είπε πως είχε θεραπευτεί, πως ήταν καθαρή πια, ήταν καλά. Όταν τη ρώτησα, τι της είχε συμβεί και επήλθε τέτοια τεράστια πρόοδος, ξέρεις τι μου απάντησε;

Γύρισε και την κοίταξε.

-Μου είπε με μάτια που έλαμπαν από χαρά: «Σώθηκα, βρήκα τον Θεό!». Δεν μπόρεσα να κατανοήσω εκείνη τη στιγμή τα λεγόμενά της. Όταν άκουσα την επόμενη μέρα πως αυτοκτόνησε, κατάλαβα πως είχε έρθει να με αποχαιρετήσει.

Το πρόσωπο του χλόμιασε, δυσκολευόταν.

-Ποτέ δεν μπόρεσα να κατανοήσω τους λόγους που την ώθησαν να προβεί σε αυτό το απονενοημένο διάβημα. Μετά από αυτό, η καριέρα μου σαν γιατρός είχε τελειώσει, είχα αποτύχει να τη σώσω με όσα με είχε εφοδιάσει η συμβατική ιατρική. Κοιτώντας πια πίσω, βλέπω πως θέλησε να ακολουθήσει τον σωστό δρόμο με τον λάθος τρόπο. Στην Περσία, είχαν νόμο, ότι έκαστος που θα εισερχόταν απρόσκλητος στον βασιλιά, έπρεπε να σκοτωθεί, εκτός αν ο βασιλιάς έτεινε το σκήπτρο του προς το άτομο –ένδειξη ελέους. Ίσως με αυτό τον τρόπο, προσπάθησε βίαια να δει τον βασιλιά, αντί να περιμένει από Αυτόν να την καλέσει.

Προσπάθησε να χαμογελάσει.

-Κατάλαβα πως ήταν μάταιο να προσπαθώ να σώσω τους ανθρώπους με τις ιατρικές μου γνώσεις. Ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τον Θεό, παραδόθηκε στην υλική ευμάρεια και αυτοθεώθηκε, με αποτέλεσμα να βιώνει τις καταστρεπτικές συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Ακολούθησα τον δρόμο προς τον Θεό, σε έναν ανηφορικό μονόδρομο και αφοσιώθηκα πλέον σε ένα και μόνο αγώνα, στη βελτίωση της ηθικής μας υπόστασης, τη σωτηρία των ψυχών.

Ηλίας Στεργίου