Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 5)

Ορόρα

Πάντα ήξερε ότι ο ξάδελφός της ήταν ένας ηλίθιος αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε όριο, ακόμα και για τα δεδομένα του Έντγκαρ.Θα πρέπει να κοίταζε επίμονα για αρκετή ώρα, γιατί η ξανθιά κοπέλα ανασάλεψε άβολα και κόλλησε στο πλευρό του Έντγκαρ σαν να αναζητούσε ασφάλεια, αν και η Ορόρα δεν μπορούσε να διανοηθεί πως οποιοσδήποτε θα μπορούσε να νιώσει ασφάλεια δίπλα του. Ήταν ένας ύπουλος βάρβαρος που νοιαζόταν μονάχα για το δικό του συμφέρον, ακριβώς όπως και οι αδελφοί του.

«Έντ, ποια είναι αυτή η γυναίκα;» ρώτησε σιγανά εκείνη, ρίχνοντας μια μικρή πλάγια ματιά στην Ορόρα. Έντ; Σοβαρά; Αυτή η νύχτα γινόταν όλο και πιο περίεργη. Η νεαρή Ντρόγκομιρ περίμενε να δει αν την είχε αναγνωρίσει, αλλά απ’ ό, τι φαίνεται ο καιρός που είχε περάσει από τη σύντομη συνάντησή τους είχε σβήσει την ανάμνησή της από το μυαλό του κοριτσιού. Ευτυχώς, διότι κάτι της έλεγε ότι ο ξάδελφός της δε θα χαιρόταν ιδιαίτερα αν το μάθαινε.

«Καμία» απάντησε κοφτά ο Έντγκαρ.

«Καμία;» ακούμπησε θεατρικά το χέρι της η Ορόρα πάνω στην καρδιά της, παίρνοντας μια πονεμένη έκφραση. «Πλήγωσες τα αισθήματα μου θανάσιμα» πρόσθεσε, και αγνοώντας το προειδοποιητικό βλέμμα που της έριξε για να μη συνεχίσει στράφηκε προς την κοπέλα.

«Είμαι η Ορόρα Ντρόγκομιρ, μεγαλύτερη κόρη του Άρχοντα Αίρυς της Ναβίντια, και αγαπημένη ξαδέλφη του Έντγκαρ» της είπε, και η μοδίστρα κοίταξε σαν κεραυνοβολημένη μια τον Ένγκαρ και μια την Ορόρα, πριν σκύψει το κεφάλι της και κάνει μια μικρή υπόκλιση.

«Αρχόντισσά μου» ψέλλισε σαστισμένη. «Συγχώρεσέ με, δεν ήξερα...»

«Αμελί, πήγαινε να ξαπλώσεις» της μίλησε ο Έντγκαρ, βάζοντας το χέρι του στον ώμο της. Δεν ήταν διαταγή, αλλά ούτε άφηνε περιθώρια για διαφωνίες.

«Μα...»

«Πήγαινε πάνω» επανέλαβε, προσπαθώντας σκληρά να μην ξεσπάσει μπροστά της. Τα παιδιά του θείου της δε φημιζόντουσαν για την αυτοσυγκράτησή τους η τις ψύχραιμες, λογικές αντιδράσεις τους, όλοι -ακόμα και η Κάλικ- είχαν την τάση να δρουν πριν σκεφτούν, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν οι πράξεις τους. Το ότι ο Ένγκαρ κατέβαλε τέτοια προσπάθεια για να ξεπεράσει τον εαυτό του ήταν στην καλύτερη περίπτωση εντυπωσιακό και στην χειρότερη ύποπτο. Θα στοιχημάτιζε τα λεφτά της στο δεύτερο.

Η Αμελί τούς κοίταξε αβέβαια για μια στιγμή, σαν να μην ήξερε αν ήταν σοφό να τους αφήσει μόνους, αλλά όταν το βλέμμα της συνάντησε τον Έντγκαρ φάνηκε γεμάτο εμπιστοσύνη. Η Ορόρα την παρακολούθησε να ανεβαίνει τις σκάλες, κρατώντας το κάγκελο με το ένα χέρι για να στηριχτεί και ακουμπώντας το άλλο προστατευτικά πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά της, και περίμενε να τη δει να εξαφανίζεται στο πάνω πάτωμα πριν στρέψει όλη την προσοχή της στον μπελά που αποκαλούσε ξάδελφο.

«Έχεις τρελαθεί;» σύριξε, φροντίζοντας να κρατήσει την φωνή της αρκετά χαμηλά ώστε να μην την ακούσει η κοπέλα. «Δεν το πιστεύω πως μπόρεσες να φερθείς τόσο ανεύθυνα!» - για την ακρίβεια, το περίμενε αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα - «Όλο το κάστρο ξέρει ότι εσύ και ο Κάσρελ κοιμάστε με ό,τι φοράει φουστάνια, αλλά ένα μπάσταρδο παιδί;»

«Και ο αδελφός σου έχει ένα μπάσταρδο» αντιγύρισε φαρμακερά ο Έντγκαρ.

«Πώς τολμάς;» φώναξε εξοργισμένη, αδιαφορώντας για το ποιος θα μπορούσε να την ακούσει. «Αυτό...» ξεκίνησε να λέει, αλλά οι λέξεις έσβησαν στα χείλη της, ίσως επειδή αυτό που είχε πει ο Έντγκαρ δεν ήταν τελείως ψέμα. «Αυτό είναι διαφορετικό…»

«Γιατί είναι διαφορετικό;» την προκάλεσε. «Επειδή έσπασε την κατάρα; Επειδή είναι ο διάδοχος; Επειδή είναι αδελφός σου; Έκανε ένα παιδί με την ερωμένη του και ζει μαζί της χωρίς να την έχει παντρευτεί. Αν θέλεις να κάνεις μαθήματα ηθικής, Ορόρα, ξεκίνα πρώτα με τον αδελφό σου!»

«Ο αδελφός μου δεν το κράτησε κρυφό» προσπάθησε να τον υπερασπιστεί, βράζοντας από θυμό και έξαλλη με τον εαυτό της που τον είχε αφήσει να την αποστομώσει.

«Και να ήθελε, δε θα μπορούσε, επειδή επιτέθηκε στη μισή οικογένεια για χάρη της. Στον ίδιο του τον πατέρα» έκανε ο νεαρός Ντρόγκομιρ, και τα λόγια του έσταζαν περιφρόνηση λες και η αναφορά στα γεγονότα της Αρχαίας Πόλης του προκαλούσε αηδία.

«Πες άλλη μια λέξη για τον Ντέβαν και σου ορκίζομαι ότι θα καταλήξεις αιμόφυρτος στο πάτωμα!» γρύλισε. Δεν θα ανεχόταν άλλες προσβολές, ειδικά από αυτόν τον άξεστο. Μιλούσε για αφοσίωση στην οικογένεια ενώ στην πραγματικότητα δεν γνώριζε τίποτα από αυτό.

Ο Έντγκαρ έκανε δυο βήματα προς το μέρος της και σταμάτησε ακριβώς μπροστά της ώστε να βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο. Ήταν πιο ψηλός από εκείνη, αλλά αν νόμιζε ότι θα την τρόμαζε ήταν γελασμένος.

«Κάνε ό,τι χειρότερο μπορείς, ξαδελφούλα» τη χλεύασε. «Πλέον μπορώ κι εγώ να μεταμορφωθώ ανά πάσα στιγμή, όπως κι εσύ. Οι απειλές σου δεν περνάνε πια».

Φαντάστηκε τη γροθιά της να συγκρούεται με το πρόσωπό του, τα κόκαλα της μύτης του να ραγίζουν κάτω από τις αρθρώσεις της. Σίγουρα θα ένιωθε ωραία, αλλά δεν θα έπεφτε στο επίπεδο του, ούτε θα του έδινε τόση εξουσία πάνω της. Ήθελε να της αποδείξει ότι είχε το πάνω χέρι; Θα του έδειχνε ότι έκανε μεγάλο λάθος.

«Έχεις δίκιο, Ίσως εγώ να μη μπορώ να σου κάνω τίποτα, αλλά ο Άρχοντας Αίρυς μπορεί. Τι θα πουν εκείνος και ο άρχοντας πατέρας σου, όταν μάθουν πως άφησες έγκυο μια χωρική;»

«Δεν μπορούν να με αναγκάσουν να παντρευτώ» αντέκοψε, αν και παρά τη σιγουριά του υπήρχε ένας αμυδρός τόνος ανησυχίας στην φωνή του. «Το πιο πιθανό είναι να χαρούν που ο Οίκος θα αποκτήσει άλλον έναν Μεταμορφιστή».

Ανάθεμα, ακύρωνε όλα τα επιχειρήματά της.

«Τότε γιατί δεν τους το λες αφού δεν μπορούν να σου κάνουν τίποτα; Έχεις δίκιο, οι άρχοντες πατέρες μας είναι υπερβολικά υπερόπτες για να επιτρέψουν σε μια ράφτρα να μπει στην οικογένεια. Άσε τους να της πάρουν το παιδί όταν γεννηθεί και να το αφήσουν να μεγαλώσει με τις παραμάνες. Εσύ δεν είσαι υποχρεωμένος να αναλάβεις καμία ευθύνη, ούτε καν να το βλέπεις» του πρότεινε, και η έκφραση του Έντγκαρ εκείνη τη στιγμή ήταν κενή, αλλά τα χέρια του που έτρεμαν τον πρόδιδαν.

«Γιατί το κρατάς κρυφό; Τι σημασία έχει για εσένα ένα παιδί που δε θα έχει ποτέ κάποια ουσιαστική θέση στον Οίκο; Αν και αυτό δε θα τους εμποδίσει να το χρησιμοποιήσουν στους πολέμους τους…» τον προκάλεσε, κι έπειτα έγειρε μπροστά και έφερε τα χείλη της στο αυτί του σαν να ήθελε να του πει ένα μυστικό.

«Θα σου πω εγώ γιατί… Φοβάσαι» ψιθύρισε, και ο Έντγκαρ απομακρύνθηκε ένα βήμα, μιλώντας επιθετικά.

«Δε φοβάμαι κανέναν! Δε φοβάμαι κανέναν, επειδή δε δίνω δεκάρα για κανέναν!»

«Οι πράξεις σου λένε άλλα. Λες ψέματα, Έντγκαρ. Νοιάζεσαι…»

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και αντανακλαστικά το αγόρι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Τα ανοιχτά γαλάζια μάτια του έδειχναν άρρωστα από τον φόβο, και παρόλο που κράτησε μονάχα μερικές στιγμές, η Ορόρα σοκαρίστηκε από αυτή την αντίδραση.

«Δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα μιλάς!» της φώναξε αμυντικά, κλείνοντας τα τείχη γύρω του και επιστρέφοντας στον παλιό, κακό, πικρόχολο εαυτό του. «Είσαι τρελή!»

«Τότε γιατί της βρήκες σπίτι, αφού δε δίνεις δεκάρα;» τον ρώτησε, χρησιμοποιώντας τα λόγια του εναντίον του. Πέρασε νευρικά τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του, και η Ορόρα μπορούσε να δει τις ρωγμές να σχηματίζονται πάνω στο σκληρό, αδιάφορο προσωπείο που προσπαθούσε να διατηρήσει.

«Επειδή αρρώσταινε συνέχεια σε εκείνη την κρύα τρύπα. Κουβαλάει το παιδί μου, δε μπορούσα να την αφήσω εκεί»

«Δεν κουβαλούσε το παιδί σου πριν από δυο χρόνια κι όμως ήσουν μαζί της» επισήμανε. Και πριν από λίγο δεν είχε δηλώσει πως δεν νοιαζόταν για αυτό το παιδί ή για κανέναν;

Το βλέμμα του εστίασε πάνω της. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί από τον θυμό, το μαύρο είχε καταπιεί το γαλάζιο, απ’ το οποίο είχε απομείνει μονάχα ένα λεπτό δαχτυλίδι.

«Με παρακολουθείς;»

«Παρακολουθώ τους πάντες. Δεν καταλαβαίνω τον λόγο της έκπληξής σου, όπως δεν καταλαβαίνω γιατί φέρεσαι έτσι. Την αγαπάς αυτή την κοπέλα;» τον ρώτησε η Ορόρα, και ο Έντγκαρ αντί να της απαντήσει την άρπαξε βίαια από το μπράτσο και την έσυρε προς την πόρτα.

«Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου, ανάγωγε!» του φώναξε, αλλά εκείνος δε χωράτευε.

«Έξω! Αρκετά σε ανέχτηκα για απόψε! Μπορείς να πας και να μιλήσεις σε όποιον θέλεις» της πέταξε, και έκλεισε την πόρτα με βρόντο…

Φαίη