Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 25)

Νιώθω το σώμα μου να πέφτει. Σαν να με έλκει η βαρύτητα. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέλος στο κενό. Δεν υπάρχει καν αρχή. Μόνο αυτό το ασταμάτητο και απαίσιο συναίσθημα της πτώσης. Και τώρα τι κάνω; Απλώς περιμένω; Και τι περιμένω ακριβώς; Να φτάσω στον πάτο; Και εάν ο στόχος μου είναι η κορυφή; Μήπως θα έπρεπε εγώ ο ίδιος να δημιουργήσω τον στόχο μου;

Η κραυγή της Spero ηχεί βαθιά μέσα στο κεφάλι μου και ξαφνικά νιώθω όλο μου το σώμα να τραντάζεται από την αναστάτωση. Κάτι δεν πάει καλά... Κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Και δεν μπορώ να επικοινωνήσω με τον έξω κόσμο. Τι συμβαίνει; Τα μάτια μου ανοίγουν. Αλλά δε νιώθω να το κάνω εγώ. Βλέπω το ταβάνι στην αίθουσα που βρισκόμασταν πριν από λίγο και απελπισμένα κοιτάζω γύρω μου. Το επόμενο πράγμα που βλέπω είναι... Εγώ... Για μισό λεπτό... Δε βλέπω μέσα από τα δικά μου μάτια. Βλέπω μέσα από τα μάτια της Εχεκράτειας. Αλλά μόνο βλέπω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Μπορώ να νιώσω την ταραχή και τον θυμό που έχει μέσα της. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο εκτός από το να παρακολουθώ.

Κοιτάζει προς την κορυφή του κεφαλιού της όπου βρισκόταν η Spero. Όλοι γύρω φαίνονται ταραγμένοι και η Spero φαίνεται να υποφέρει από πόνο. Δεν είναι από τα προηγούμενά της τραύματα. Κάτι άλλο συμβαίνει. Από πίσω της ξεπροβάλει το μικροκαμωμένο σώμα της Χρυσηίδας. Προσπερνάει τη Spero και ένα στιλέτο που κρατάει στα χέρια της πέφτει στο πάτωμα. Τι στο καλό; Η ίδια της η κόρη τη μαχαίρωσε πισώπλατα;


«Spero!» προσπαθεί να πει ο Sophus καθώς οι αλυσίδες της Spero σπάνε και πέφτει ηττημένη στο έδαφος.

Η Χρυσηίς με απαθές βλέμμα πλησιάζει προς το μέρος μας και η Εχεκράτεια τελικά καταφέρνει να απλώσει το χέρι της. Η Spero αρπάζει τη μικρή από το πόδι και προσπαθεί να τη σταματήσει. Η Χρυσηίς σταματάει και την κοιτάζει να σέρνεται στα πόδια της. Την κοιτάζει απελπισμένη και κουνάει το κεφάλι της σαν να την παρακαλάει να μη φύγει.

«Έλα μαζί μου, κόρη μου» ακούω τη φωνή της Εχεκράτειας. Μιλάει τηλεπαθητικά στο κεφάλι της μικρής. «Έλα, παιδί μου» επαναλαμβάνει και η Χρυσηίς με κοιτάζει στα μάτια. Βασικά την Εχεκράτεια αλλά είναι σαν να κοιτάζει εμένα...

Το πόδι της ξεγλιστράει από τα χέρια της Spero και τότε η Spero με κοιτάζει. Ή την Εχεκράτεια, τέλος πάντων! Το βλέμμα της σοβαρεύει ξανά και μιλάει στη Εχεκράτεια.

«Δεν έχεις δικαίωμα να την πάρεις. Δε σου ανήκει» της λέει με μίσος.

«Είναι κόρη της πραγματικής δύναμης» απαντάει ήρεμη η Εχεκράτεια. Βασικά η αστραπή μέσα της, και βλέπω τη Χρυσηίς να πλησιάζει.

«Mortem! Γρήγορα!» μου φωνάζει η Spero. Και τότε τα μάτια μου ανοίγουν για μια ακόμα φορά.

Θεέ μου. Υποτίθεται πως είχαμε λίγο ακόμα χρόνο. Αλλά τώρα όλα αλλάζουν. Ακούω κάποιες φωνές στο μυαλό μου. Είναι οι φωνές της Spero και της αστραπής που μάχονται μεταξύ τους μέσα στο κεφάλι της Εχεκράτειας. Αλλά εγώ... Εγώ βρίσκομαι στον όμορφο κήπο που πάντα συναντάω την αγαπημένη μου. Την πραγματική Εχεκράτεια. Τρέχω προς τη ροδιά και τη βρίσκω να προσπαθεί να φτάσει έναν καρπό της.

«Εχεκράτεια!» φωνάζω καθώς τρέχω προς το μέρος της.

Το σώμα της γυρνάει προς το μέρος μου. Τη βλέπω να προφέρει το όνομά μου αλλά δεν την ακούω. Το βλέμμα της είναι λυπημένο και πονεμένο. Κρατάει ένα ρόδι στα χέρια της και κόκκινα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της. Δεν κουνιέται από τη θέση της και εγώ σχεδόν έχω φτάσει. Σταματάω απότομα για να μην πέσω πάνω της και απλώνω το χέρι μου για να την ακουμπήσω αλλά εκείνη ακόμα δεν ανταποκρίνεται. Ένα διαφανές τοίχος με εμποδίζει από να την αγγίξω. Στην αρχή νιώθω χαμένος. Ξαφνιασμένος και καθώς οι ελπίδες μου λιγοστεύουν, αρχίζω και χτυπάω τον τοίχο με όλη μου τη δύναμη. Τα μάτια της Εχεκράτειας γεμίζουν ξανά με δάκρυα και προσπαθεί να μου μιλήσει αλλά δεν την ακούω.

Μου κάνει νόημα να σταματήσω και να την κοιτάξω στα μάτια. Λαχανιασμένος πλέον προσπαθώ να ξεθολώσω το μυαλό μου και να συγκεντρωθώ πάνω της. Με τα πανέμορφα μάτια της με ηρεμεί αλλά όχι αρκετά ώστε να μην αρχίσω από στιγμή σε στιγμή να ξαναβαράω με όλη μου τη δύναμη το τείχος. Θέλω να σε βγάλω από εκεί μέσα. Σχεδιάζει το σχήμα της αστραπής στον αέρα. Ωραία. Αυτό το κατάλαβα. Η αστραπή λοιπόν. Μετά χτυπάει τον τοίχο.

«Χρειαζόμαστε την αστραπή για να σπάσουμε αυτό το πράγμα;» τη ρωτάω και μου κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. Μου κάνει ξανά το σχήμα της αστραπής και με πιο μεγάλες κινήσεις δείχνει το τείχος, ανοίγοντας τα χέρια της. «Η αστραπή είναι που σε εμποδίζει να επιστρέψεις» της λέω και κουνάει το κεφάλι της θετικά. Αλλά συνεχίζει.

Κάνει για άλλη και φορά το σχήμα του κεραυνού και δείχνει εμένα. Και ξανά το ίδιο σχήμα και μια γραμμή στο κέντρο της. Σαν να την κόβει στα δύο. Και δείχνει εμένα. Ξαφνικά μια εικόνα έρχεται μέσα στο μυαλό μου. Η Spero νόμιζε ότι είχα αρπάξει την αστραπή και την έκρυβα. Αλλά δεν ήμουν εγώ. Είχα δει την Εχεκράτεια να την κρατάει μέσα στην καρδιά μου. «Έχεις βάλει ένα κομμάτι της αστραπής μέσα μου...» καταφέρνω να της πω και τότε σαν να ακούει έναν θόρυβο από πίσω της ταράζεται και αρχίζει και κάνει πιο έντονες κινήσεις καθώς τρέμει από φόβο.

Δείχνει πάλι εμένα και κάνει μια κίνηση σαν να ανοίγει μια κλειδαριά. Εγώ είμαι το κλειδί. Το τοίχος αρχίζει και φωτίζεται και το ρόδι πέφτει από τα χέρια της καθώς αρχίζει και το χτυπάει απελπισμένη. Τη βλέπω να προσπαθεί να ρίξει το τείχος Νιώθω κάτι να την πλησιάζει. Το στόμα της σχηματίζει ξανά και ξανά τη λέξη βοήθεια μέσα από τους λυγμούς της. Δεν μπορώ να κοιτάξω μέσα μου! Τώρα βρίσκομαι ήδη μέσα της! Πώς θα τη βοηθήσω. Ασυναίσθητα κάνω και εγώ το ίδιο. Βλέπω μια σκιά να την πλησιάζει και καθώς πλησιάζει όλος ο κόσμος πίσω της καταρρέει σε ένα κατάμαυρο κενό. Χτυπάω με όλη μου τη δύναμη και με το ζόρι που ταράζεται λίγο αυτό το πράγμα. Η σκιά φτάνει κάτω από τα πόδια της και είναι έτοιμη να πέσει.

«Όχι!» Όχι! Δε σε χάνω ξανά! Όχι πάλι! Δεν μπορώ να το κάνω αυτό...

Το τελευταίο μου χτύπημα βγαίνει από μέσα μου και νιώθω όλο μου το είναι να τραντάζεται. Μια δυνατή κραυγή βγαίνει από μέσα μου καθώς συγκεντρώνω όλη μου την ενέργεια στα χέρια μου. Ένα γαργαλητό, σαν τσίμπημα, βγαίνει από την καρδιά μου και μαζεύεται στα χέρια μου. Οι γροθιές μου ακουμπάνε τον τοίχο και ένας δυνατός κραδασμός το κάνει να αναστατωθεί. Από το σημείο που μόλις ακούμπησα τα χέρια μου βγαίνουν μικρές λωρίδες ηλεκτρισμού και το τείχος ραγίζει. Την επόμενη στιγμή έχει γίνει θρύψαλα. Η Εχεκράτεια πέφτει στο κενό και την αρπάζω χωρίς ούτε καν να προλάβω να σκεφτώ την κίνησή μου. Νιώθω τις ενέργειές μας να ενώνονται και είναι τόσο ζεστή...

Τα μάτια μου ανοίγουν για μια ακόμα φορά και αντικρίζω μπροστά μου τα ανοικτά πλέον μάτια της Τερψιχόρης. Με κοιτάζει έντρομη. Το βλέμμα μου πέφτει προς τη Χρυσηίς η οποία έχει σκύψει και ακουμπάει το χέρι της Εχεκράτειας. Εκείνη τη στιγμή όμως το τεντωμένο της χέρι πέφτει κάτω αναίσθητο. Το κορίτσι σαν να ξυπνάει από όνειρο.

«Mater!» φωνάζει και κατευθείαν χωρίς να σκεφτεί τίποτα άλλο τρέχει πίσω της. Τρέχει στη Spero η οποία δεν έχει ανοικτά τα μάτια της πλέον. Δεν είναι νεκρή, το νιώθω. Αλλά δε φαίνεται να είναι και σε καλή κατάσταση... Σηκώνομαι όρθιος και όλοι μαζί πάμε προς τη Spero τρομαγμένοι. Ένα χέρι με σταματάει και γυρνάω να κοιτάξω την Τερψιχόρη που με παρακολουθεί ήρεμη.

«Μείνε μαζί της. Δεν πρέπει να είναι μόνη της όταν επιστρέψει. Θα είμαστε όλοι μαζί με την αρχόντισσά σας, μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά» μου λέει με ένα καθησυχαστικό βλέμμα και ακολουθώ τις οδηγίες της. Είναι σε πιο ήρεμη κατάσταση, για να μπορέσει να πάρει αποφάσεις και έχει δίκιο. Και να πάω στο πλευρό της Spero δε θα καταφέρω να κάνω κάτι. Υπάρχουν πολύ καλύτεροι γιατροί από εμένα. Πέφτω εξουθενωμένος στα γόνατα ξανά και ακουμπάω το κεφάλι της Εχεκράτειας πάνω μου καθώς χαϊδεύω τα μαλλιά της. Δεν περνάνε πάρα μόνο μερικά λεπτά, ή τουλάχιστον έτσι νιώθω, και ο Ηρακλής έρχεται από πάνω μου και με χτυπάει απαλά στον ώμο.

«Έλα, φίλε. Πρέπει να πάμε στο σπίτι» μου λέει και μια ακτίνα φωτός μάς τραβάει προς τα πάνω.

«Mαξ, κλείσε την πύλη» ακούω την Τερψιχόρη να μου φωνάζει με ήρεμη φωνή, σαν να μου λέει ότι τελειώσαμε. Ότι φτάσαμε στον προορισμό μας. Ότι όλα έγιναν όπως θα έπρεπε.

Τα μάτια μου αρχίζουν και συνηθίζουν το ήρεμο φως των ουρανών. Σηκώνω το χέρι μου και το τελευταίο πράγμα που κάνω με όση δύναμη μου έχει απομείνει είναι να κλείσω το τεράστιο χάος που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο κόσμους. Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν, αλλά δεν μπορώ να την αφήσω από τα χέρια μου. Και εάν τελικά δεν κατάφερα να τη φέρω πίσω; Δε δείχνει ακόμα σημάδια ζωής... Το ζεστό χέρι της Τερψιχόρης με ακουμπάει στην πλάτη και με βαστάει για να μην πέσω πίσω. Βλέπω την όψη του Ηρακλή με την άκρη του ματιού μου να γονατίζει μπροστά μου. Απλώνει τα χέρια του και τα βάζει κάτω από την Εχεκράτεια.

«Μπορείς να την αφήσεις τώρα. Είναι σε καλά χέρια» μου λέει και συνειδητοποιώ ότι την έχω αρπάξει πάνω μου και δεν την αφήνω να φύγει.

«Ξεκουράσου, αδερφέ μου» ακούω από πίσω μου την Τερψιχόρη και τα χέρια μου χαλαρώνουν.

Όπως και τα μάτια μου.

Και μετά...

Μετά τίποτα. Δεν μπορώ ούτε την αναπνοή μου να ελέγξω. Τη νιώθω αδύναμη και τα πνευμόνια μου γκρινιάζουν και σφυρίζουν από τον πόνο. Τα μπράτσα μου και τα πόδια μου τρέμουν από την ένταση και νιώθω το σώμα μου να κρυώνει. Αλλά η καρδιά μου καίει. Καίει ακόμα γιατί δεν έχουμε τελειώσει. Δεν έχουμε τελειώσει ακόμα στην πραγματικότητα. Κάνει λάθος η Τερψιχόρη. Η Spero... Η Εχεκράτεια... Πρέπει να βεβαιωθώ ότι είναι όλοι καλά...

«Mortem…» ακούω μια απομακρυσμένη φωνή αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αν είναι καλή. Εάν είναι κακή. Εάν είναι άντρας ή γυναίκα.

«Mortem...» επαναλαμβάνει αλλά δεν μπορώ να την ακολουθήσω.

«Ξύπνα!»
 
Παρασκευή Γκύζη