Storm II (Κεφάλαιο 11)

Η Έμιλι καθόταν κουλουριασμένη στην τραπεζαρία του Αρχηγείου. Το πρωί είχε ξυπνήσει στο κρεβάτι της, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς έφτασε εκεί. Εκείνος που έλυσε το μυστήριο ήταν ο πατέρας της όταν κατέβηκε για πρωινό.

«Ο Μάικλ σε έφερε χθες το βράδυ. Σε πήγε μέχρι το δωμάτιό σου. Πρέπει να σε αγαπάει πολύ».

«Δε με ενδιαφέρει, μπαμπά».

«Γιατί χωρίσατε;»

«Δεν είναι δουλειά σου».

«Σου έκανε κάτι;»

«Όλα είναι μια χαρά… Αλήθεια. Απλά κάνουμε ένα διάλλειμα. Αυτό είναι όλο».

«Πάντως εγώ έκανα το καθήκον μου». Η Έμιλι γύρισε και τον κοίταξε σοκαρισμένη. «Ορίστε;»

«Του είπα πως αν σε πληγώσει θα πρέπει να αλλάξει πλανήτη».

«Δεν το έκανες αυτό!»

«Καλημέρα» είπε ο Μάικλ επαναφέροντας τη στην πραγματικότητα.

«Καλημέρα».

«Τι κάνεις εδώ τόσο νωρίς;»

«Δεν ξέρω. Εσύ τι κάνεις εδώ τόσο νωρίς;»

«Συνήθως εδώ παίρνω το πρωινό μου… Περίπου τέσσερα χρόνια τώρα».

«Ουάου!»

«Εμένα μου λες;» Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλή. Πρέπει να τον ευχαριστήσεις, Έμιλι! είπε αυστηρά στον εαυτό της.

«Σ’ ευχαριστώ… Για χθες». Ο Μάικλ σήκωσε χαλαρά τους ώμους του.

«Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Όλοι είμαστε κουρασμένοι τις τελευταίες μέρες. Τη μια μέρα κυνηγούσαμε απλά εσένα και τώρα…»

«Κυνηγάμε έναν ψυχοπαθή διεστραμμένο Μάγο που θέλει να κλέψει τις δυνάμεις κάθε Χαρισματικού; Ναι… Λογικό να είναι όλοι κουρασμένοι».

«Δε φταις εσύ για αυτό».

«Δεν είμαι τόσο σίγουρη πλέον».

«Είμαι όμως εγώ. Θα μας κυνηγούσε ούτως ή άλλως».

«Πρέπει να βιαστούμε».

«Το ξέρω».

«Πώς είναι ο Άλεξ;»

«Ανήσυχος… Φοβισμένος. Έχει τρελαθεί από την αγωνία του».

«Την αγαπάει. Λογικό είναι να έχει τρελαθεί».

«Νομίζεις… Νομίζεις πως…»

«Όχι» τον σταμάτησε η Έμιλι. «Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε έτσι».

«Λείπει τρεις μέρες τώρα».

«Είναι μια χαρά, Μάικλ» του φώναξε. Τα μάτια της Σκοτείνιασαν και έγιναν μαύρα. Το ποτήρι στο τραπέζι μπροστά της έσπασε σε χίλια κομμάτια. «Συγγνώμη» είπε προσπαθώντας να ηρεμήσει. Σηκώθηκε από την καρέκλα και βγήκε βιαστικά από την τραπεζαρία. Ο Μάικλ βγήκε και την ακολούθησε.

«Περίμενε».

Η Έμιλι σταμάτησε και έπιασε το κεφάλι της απελπισμένα. Προσπάθησε να ηρεμήσει παίρνοντας βαθιές ανάσες. Γύρισε και αντίκρισε τον Μάικλ.

«Πρέπει να το πούμε στον πατέρα σου».

«Τι;» τη ρώτησε ξαφνιασμένος.

«Ανακαλύψαμε κάτι. Γιατί να το κρύψουμε;»

«Γιατί ο πατέρας μου θα μας σκοτώσει και τους δυο αν μάθει πως κάναμε κάτι χωρίς την έγκρισή του;»

«Τουλάχιστον θα γίνει Σκοτεινός, κάτι που είναι και στην πραγματικότητα… Και του αξίζει. Σε παρακαλώ… Μη μου δίνεις και άλλο λόγο για να το πω».

«Είσαι σίγουρη;»

«Δε μας μένει άλλος χρόνος, Μάικλ».

«Πού είναι;» ρώτησε ο Κρίστοφερ.

«Πήγε στο σπίτι της να ξεκουραστεί» απάντησε ξερά ο Μάικλ. «Χθες βράδυ ακολουθήσαμε τον «Μάγο» στο ξενοδοχείο που μένει».

«Ορίστε;»

«Γίναμε μάρτυρες της απαγωγής της Κάθριν Κάρβερ. Ακολουθήσαμε κρυφά τον Μάγο στο ξενοδοχείο που μένει. Μπήκαμε στο δωμάτιό του και ψάξαμε για κάποιο στοιχείο αλλά δε βρήκαμε κάτι. Η Έμιλι θεώρησε πως έπρεπε να σου το πούμε. Εγώ πάλι πιστεύω πως χάνουμε τον χρόνο μας μαζί σου».

«Πώς τόλμησες;»

«Χμ… Δεν ξέρω. Μήπως το τόλμησα επειδή έχω εσένα για πατέρα;»

«Αρκετά με τη μικρή σου επανάσταση, Μάικλ. Δε νομίζεις πως πάλιωσε ο ρόλος του εκνευρισμένου γιου;»

«Είμαι διατεθειμένος να το τραβήξω για όσο καιρό θέλω. Θα μου κάνεις κήρυγμα ή θα κάνεις κάτι για να βοηθήσεις;» Ο Κρίστοφερ κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή του και γέλασε σιγανά.

«Σε άφησε να πιστεύεις πως γύρισε στο σπίτι της… Πόσο αθώος είσαι για να πιστέψεις κάτι τέτοιο; Φαντάζομαι πόσο ανυπόφορο σε θεωρεί, για να σε αφήνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο, ενώ αυτή τη στιγμή που μιλάμε βρίσκετε στο Bomb».

«Μόνη; Νόμιζα πως θα είναι και ο Μάικλ μαζί σου» είπε ξαφνιασμένος ο Ντίλαν βρίσκοντας την Έμιλι στην είσοδο του Bomb.

«Ήταν απασχολημένος» του απάντησε η Έμιλι.

«Είναι εδώ».

«Είναι μόνος;»

«Ναι. Παράξενο».

«Γιατί;»

«Συνήθως έρχεται με δυο ή και περισσότερα άτομα. Είναι σαν…»

«Να περιμένει κάποιον;» συμπλήρωσε η Έμιλι.

«Ναι. Έχεις ιδέα ποιον περιμένει;»

«Ελπίζω όχι εμένα».

Δεν ανέβηκε στον δεύτερο όροφο παρόλο που τον είδε να κάθεται στα κάγκελα και να παρατηρεί το πλήθος από κάτω του που χόρευε και έπινε. Βρήκε μια κενή θέση στην μπάρα και κάθισε.

«Γεια σου και πάλι» είπε ο νεαρός μπάρμαν. «Τι να σου βάλω;»

«Ένα σφηνάκι τεκίλα» απάντησε η Έμιλι σκεπτική. Ο νεαρός το ετοίμασε γρήγορα.

«Ορίστε». Η Έμιλι κοίταξε το σφηνάκι για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα το κατέβασε αστραπιαία.

«Δε μοιάζεις με τον τύπο των κοριτσιών που αντέχει το βαρύ ποτό» είπε δελεαστικά μια αντρική φωνή. Η Έμιλι γύρισε και κοίταξε δίπλα της. Δεν είχε καταλάβει πως η καρέκλα στα αριστερά της είχε αδειάσει και τώρα καθόταν εκεί ο «Μάγος». Έμς, χαλάρωσε, είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε στον εαυτό της. Δεν ξέρει ποια είσαι.

«Κι όμως το αντέχω» του απάντησε αφήνοντας ψύχραιμα το σφηνάκι στην μπάρα.

«Γκρεγκ» της είπε δίνοντάς της το χέρι του.

«Τζέσικα» είπε μηχανικά η Έμιλι ανταλλάσσοντας χειραψία.

«Σε είδα και χθες». Η ανάσα της Έμιλι κόπηκε απότομα καθώς περίμενε να τον ακούσει να της λέει πως τους είχε καταλάβει. Σήκωσε το φρύδι της μπερδεμένη για να του δείξει πως δεν κατάλαβε τι εννοούσε.  «Στο κλαμπ. Ήσουν και χθες εδώ… Σωστά;»

«Ναι. Εδώ ήμουν».

«Χθες ήσουν μαζί με ένα αγόρι… Σήμερα…»

«Γιατί είμαι μόνη μου;» τον διέκοψε μαντεύοντας τα λόγια του. Εκείνος χαχάνισε.

«Ναι». Η Έμιλι χαμογέλασε και σήκωσε το ένα της φρύδι.

«Δεν άξιζε».

«Πρέπει να έκανε κάτι πολύ κακό».

«Η αλήθεια είναι πως ναι». Είναι πολύ όμορφος, σκέφτηκε. Και ταυτόχρονα τρελός!

«Θα ήθελες να έρθεις πάνω;» Η Έμιλι έμεινε για λίγο σκεπτική. «Μόλις με γνώρισες… Δε βγάζει νόημα» αποκρίθηκε αποθαρρημένος.

«Θα έρθω». Τι στον διάολο, Έμς; φώναξε στον εαυτό της. «Ανέβα εσύ και θα έρθω» προσέθεσε χαμογελώντας.

«Θα περιμένω» της είπε πονηρά. Η Έμιλι κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες. Μπήκε μέσα βαριανασαίνοντας. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Τι κάνω; σκέφτηκε φοβισμένη. Πρέπει να φύγεις από εδώ αυτή τη στιγμή. Θέλει να σε σκοτώσει. Βγήκε από τις τουαλέτες κοιτάζοντας τριγύρω της. Τον είδε να κάθεται στον δεύτερο όροφο. Εκείνος όμως δεν την είδε. Φύγε τώρα! είπε στον εαυτό της τρομοκρατημένη.

Δεν πρόλαβε να κουνηθεί καθώς ένα χέρι την άρπαξε από τον αγκώνα.

«Τι στον διάολο νομίζεις ότι κάνεις;» της φώναξε ο Μάικλ.

Την τράβηξε με το ζόρι έξω στο μπροστινό πάρκινγκ.

«Πώς…»

«Πώς σε βρήκα; Αυτό σε απασχολεί αυτή τη στιγμή; Το πώς σε βρήκα; Δε σε απασχολεί καθόλου το γεγονός πως ήρθες ολομόναχη να παρακολουθήσεις έναν τρελό ο οποίος απαγάγει Χαρισματικούς για να κλέψει τις δυνάμεις τους;»

«Θα έφευγα ούτως ή άλλως».

«Γιατί πας γυρεύοντας, Έμς;»

«Γιατί δε μας έχει μείνει χρόνος, δεν το καταλαβαίνεις;» του φώναξε. Κοίταξε τριγύρω της φοβισμένη μα το πάρκινγκ ευτυχώς ήταν έρημο.

«Θα τη βρούμε».

«Το ξέρεις πως για να τη βρούμε πρέπει να έχουμε ψάξει, έτσι; Το παραδέχομαι. Ήταν επικίνδυνο να έρθω εδώ μόνη μου και να μιλήσω μαζί του αλλά…»

«Τι έκανες;»

«Ήρθε και μου μίλησε».

«Δε μιλάς σοβαρά τώρα, έτσι δεν είναι;»

«Εσύ τι λες;»

«Το έχεις χάσει εντελώς. Θα τρελαθώ».

«Εγώ ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με έναν θεότρελο ψυχοπαθή πιθανό δολοφόνο και εσύ θα τρελαθείς;»

«Αυτό δε θα είχε συμβεί αν καθόσουν στο σπίτι σου να δεις τους Αγώνες Πείνας».

«Θεέ μου! Νομίζεις πως έχουμε την πολυτέλεια να καθόμαστε, Μάικλ; Η Ντέμυ μπορεί να είναι νεκρή αυτή τη στιγμή που μιλάμε».

«Ή μπορεί να είναι ζωντανή».

«Ακριβώς. Τι νομίζεις πως θα κερδίσουμε με το να καθόμαστε;»

«Και νομίζεις ότι με το να κάνεις τρέλες θα τη βοηθήσεις; Θα μπορούσε να σε είχε απαγάγει».

«Τουλάχιστον θα έβρισκα την Ντέμυ. Δε χρειάζομαι νταντά, Μάικλ. Και σίγουρα δε χρειάζομαι τον ζηλιάρη πρώην μου να έρχεται να με σώζει σαν τον Superman επειδή φοβάται μη με χάσει ενώ με έχει χάσει ήδη».

«Θες να σε αφήσω μόνη σου, Έμιλι; Αυτό θες; Να σε εγκαταλείψουμε όλοι;»

«Ναι. Αλλά δε νομίζω πως το καταλαβαίνει κανείς».

«Ξέρεις κάτι; Θα σε αφήσω μόνη σου. Γιατί αυτή τη στιγμή… Αυτό θέλω και εγώ».

«Γιατί με κάλεσες ξανά εδώ, Κρίστοφερ;» είπε εκνευρισμένη η Αμάντα Σίμονς.

«Έχω να σου προτείνω κάτι».

«Γιατί έχω την εντύπωση πως θα με μπλέξεις σε κάποιο σχέδιο που θα ωφελήσει μόνο εσένα;»

«Το μικρό κοινό μας πρόβλημα απ’ ότι φαίνεται θέλει να μας προξενήσει μεγαλύτερα προβλήματα. Υποθέτω πως δε θες κάτι τέτοιο».

«Η Έμιλι Τόμσεν δεν αποτελεί πρόβλημα για εμένα πλέον».

«Πιστεύεις πως θα έρθει τόσο εύκολα για να δηλώσει την αφοσίωσή της σε εσένα;»

«Κάποια στιγμή θα το κάνει. Όταν θα καταλάβει πως δεν μπορεί να ζει μόνη της και να βρίσκεται στο επίκεντρο των συγκρούσεών μας, θα έρθει μαζί μας. Είναι ζήτημα χρόνου».

«Κι αν μέχρι τότε καταφέρει να γίνει ξανά Φωτεινή και έρθει μαζί μας;» Η Αμάντα γέλασε.

«Δεν ήρθα εδώ για να κάνουμε υποθέσεις, Κρίστοφερ. Θες να μου προτείνεις κάτι. Μίλα».

«Πήγε μόνη της ξανά στο Bomb χωρίς να ζητήσει την άδειά μας. Αφού θέλει τόσο πολύ να βάλει τον εαυτό της σε κίνδυνο… Τότε ας της δώσουμε λίγη ώθηση». Η Αμάντα κοίταξε τον Κρίστοφερ μπερδεμένη.

«Τι εννοείς;»

«Νομίζω πως έχεις καταλάβει τι σου προτείνω, Αμάντα. Εκείνη θέλει να βρει τη φίλη της. Εμείς θέλουμε να πιάσουμε αυτόν τον «Μάγο». Όλοι θα κερδίσουμε. Αν είμαστε τυχεροί, μπορεί να ξεφορτωθούμε το μικρό μας πρόβλημα. Γιατί είναι πρόβλημα και ας μην το παραδέχεσαι. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να χρησιμοποιήσουμε την Έμιλι… Ως δόλωμα».

Rene Rafael