Το Σκαλάτο του Γιάννη Γουδετσίδη

(Οι πιο αληθινές ιστορίες δεν είναι εκείνες που έχουν συμβεί πραγματικά)
Βγήκα από το σπίτι. Δε νύχτωσε για τα καλά ακόμη. Πολλή ησυχία μού φάνηκε πως είχε. Περπατούσα στον δρόμο, πηγαίνοντας στην ντισκοτέκ, και στο μυαλό μου στριφογύριζε μια σκέψη. Θα θέλει, ή δε θα θέλει; Μάλλον δε θα θέλει. Κι αν θέλει, θα τα καταφέρω ή όχι; Θα τα καταφέρω, ο κόσμος να χαλάσει. Αλλά αν δεν τα κατάφερνα; Θα γινόμουν ρεζίλι στα μάτια της! Και στα δικά μου… Πώς θα ξανακοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη;
Μήπως ήμουν ακόμη μικρός; Αλλά τι μικρός… Άλλοι στην ηλικία μου έχουν παιδιά. Τον άλλο μήνα, τον Ιούλιο, στις επτά, θα κλείσω τα δεκαοκτώ. Είμαι γεννημένος το ’60. Βγάλε τη σημερινή, μένουν ακόμη δεκαεπτά μέρες για τα γενέθλιά μου. Απ’ την άλλη μεριά, το κορίτσι είναι μικρό. Τον Σεπτέμβριο θα πάει πρώτη λυκείου. Τα κορίτσια, όμως, λένε πως ωριμάζουν πιο γρήγορα, οπότε μάλλον είμαστε εντάξει…
Θα τα κατάφερνα, ο κόσμος να χαλούσε. Αλλά αν δεν τα κατάφερνα; Θα γινόμουν ρεζίλι!
 
***
Στεκόμουν μπροστά στην παλιά ντουλάπα μου, καθρεφτιζόμουν στον καθρέφτη του ανοιγμένου φύλλου και αναρωτιόμουν: Φουστάνι ή παντελόνι; Το παντελόνι είναι πιο ασφαλές, αλλά το φουστάνι μ’ αρέσει πιο πολύ. Και κάνει αρκετή ζέστη. Θα βάλω φουστάνι. Το τιραντέ, με τ’ άσπρα και κόκκινα τριανταφυλλένια μπουμπούκια.
Στ’ αυτιά μου έφτασε η φωνή της μάνας μου απ’ την κουζίνα. «Πού είσαι μικρό;»
«Εδώ, στο δωμάτιο, ντύνομαι! »
«Θα βγεις; Νωρίς πίσω! Άκουσες; Και σφιχτά τα βρακιά σας!»

***

Μπήκα στη μισοσκότεινη αίθουσα της ντισκοτέκ και κάθισα κοντά στην άδεια πίστα. Δεν έχει αρχίσει ακόμα το χορευτικό πρόγραμμα. Κοίταξα την μπάλα με τα πολυάριθμα μικροσκοπικά καθρεφτάκια που ήταν στερεωμένη ψηλά, στο κέντρο της πίστας. Πάνω στην μπάλα έπεφτε μια δέσμη απ’ το φως ενός προβολέα. Η δέσμη άλλαζε συνεχώς χρώματα. Η μπάλα στριφογύριζε αργά και σκόρπιζε στην αίθουσα μια φωτεινή βροχή από χρωματικές πιτσιλιές, ζωγραφίζοντας μια νυχτερινή ιμπρεσιονιστική σκηνή: νέος στην ντίσκο περιμένοντας. Περίμενα τη Μ. Την πήρα τηλέφωνο το απόγευμα και είπαμε, όπως τις περισσότερες φορές, να συναντηθούμε εδώ. Α, να ’τη, μπήκε από την πίσω πόρτα, στο βάθος του μαγαζιού. Ήρθε γρήγορα και κάθισε δίπλα μου
«Γεια» είπε.
«Γεια» είπα σέρνοντας λίγο το α. Είχα σκοπό να της πω να βγούμε έξω αμέσως. Να πάμε να καθίσουμε στις σκάλες που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο πάνω από την ντισκοτέκ και στο τέλος έβγαζαν στην ταράτσα. Ήθελα να είμαστε μόνο οι δυο μας. Το γκαρσόνι όμως, που είχε έρθει να πάρει παραγγελία, μας κοιτούσε περιμένοντας. Η Μ. παρήγγειλε ένα χυμό κι εγώ ένα κάπταιν Μόργκαν με κόκα κόλα. Της έπιασα το χέρι. Μου το ‘σφιξε. Μου χαμογέλασε. Το ξανθό συμπαθητικό της πρόσωπο έδειχνε χαρά που ήταν εδώ μαζί μου. Ήρθε η παραγγελία μας. Πλήρωσα εγώ. Ήπιαμε από λίγο.
«Μόλις τα τελειώσουμε, θέλεις να πάμε πάνω να καθίσουμε στις σκάλες;» είπα κι έδειξα με το κεφάλι μου ψηλά.
«Θ’ αργήσουμε» είπε.
«Έλα, δε θ’ αργήσουμε, πόσο θ’ αργήσουμε…» είπα.
«Καλά, αλλά δε θ’ αργήσουμε πολύ, ε…» είπε. Ήπιε τον χυμό, τέλειωσα κι εγώ στα γρήγορα το ποτό και τη σκούντησα να φύγει. Αυτή θα έβγαινε από την πίσω πόρτα κι εγώ απ΄ την κύρια είσοδο. Αυτό ήταν πάντα το σχέδιό μας, για να μη μας καταλαβαίνουν. Σηκώθηκε και πήγε προς το βάθος του μαγαζιού, όπου βρίσκονταν οι τουαλέτες και η έξοδος κινδύνου. Σηκώθηκα κι εγώ. Βγήκα απ’ την κύρια είσοδο στον δρόμο, σπρώχνοντας τις ξύλινες, τύπου καουμπόικου σαλούν, εσωτερικές πόρτες. Έκανα τον γύρο του κτιρίου, από την περιμετρική αυλή κι έφτασα στο πίσω μέρος. Δίπλα στην έξοδο κινδύνου της ντισκοτέκ, στ’ αριστερά, υπήρχε μια μισοτελειωμένη είσοδος, που έβγαζε στον πάνω όροφο. Μπήκα, ανέβηκα τα σκαλιά ως τον πρώτο όροφο, όπου ήταν το σπίτι του ιδιοκτήτη, και συνέχισα πιο πάνω, προς την ταράτσα. Στεκόταν και με περίμενε στη μέση του τελευταίου κομματιού της σκάλας. Πάνω πάνω, στο τελείωμα, μια κλειστή πόρτα από λαμαρίνα έβγαζε στην ταράτσα. Το φως απ’ το φεγγάρι σχημάτιζε ένα ασύμμετρο φωτεινό πλαίσιο γύρω της, εκεί που ήταν οι τεράστιες χαραμάδες.

Έβγαλα το ελαφρύ τζιν μπουφάν μου και το ΄στρωσα σ’ ένα σκαλί. Καθίσαμε, το κορίτσι προς τον τοίχο. Την αγκάλιασα με τ’ αριστερό μου χέρι. Φιληθήκαμε. Το δεξί χώθηκε σιγά σιγά κάτω από το φουστάνι της.

« Μη… » είπε. Το ΄βαλα πιο βαθιά. Μου το ΄πιασε. «Μη. Δεν κάνει» είπε πολύ σιγά.

« Δεν κάνει, ή δε θες; » Άρχισα να τραβάω το φουστάνι προς τα πάνω.

***

Δεν αισθάνομαι και πολλά πολλά, αλλά τι να κάνω… Τον βλέπω που το θέλει. Τώρα όμως για τέτοια είμαστε; Θα τον αφήσω να μου σηκώσει το φουστάνι μόνο. Α, παίζει το τραγούδι μου κάτω. Τώρα όλοι θα χορεύουν στην πίστα. Τα φωτορυθμικά θα είναι πολύ ωραία.

***

Την έγειρα προς τα πίσω και άρχισα να κατεβάζω το σλιπάκι της.

«Μη, δε θέλω!» είπε.

«Γιατί δε θες;» είπα.
 
***
«Και σφιχτά τα βρακιά σας!» Σαν ν’ ακούω τη φωνή της μάνας μου. Ύστερα τη βλέπω μπροστά μου σαν σε οθόνη τηλεόρασης, μια χοντρή γυναίκα, όλη μέρα μια να πλένει, μια να σιδερώνει, μια να μαγειρεύει και να βοηθάει από πάνω για λίγες ώρες στη δουλειά του μπαμπά. Το βράδυ κουρασμένη αποκοιμιέται στον καναπέ. Προτού πάω κι εγώ για ύπνο, τη σκουντάω και μισοκοιμισμένη πηγαίνει στο κρεβάτι της.

***
« Έτσι, δε θέλω» είπε η Μ. και κοίταξε το ρολόι της. «Πω πω, έντεκα παρά είκοσι πήγε» είπε ανήσυχα… «Αργήσαμε, αργήσαμε. Θα με φωνάζει η μάνα μου! Πάμε;» είπε και με κοίταξε ερωτηματικά.
«Έλα, μείνε λίγο ακόμα» είπα κάπως παρακαλεστικά και προσπάθησα πάλι να της κατεβάσω το σλιπάκι. Μου ΄πιασε το χέρι. Το ελευθέρωσα και κατάφερα να κατεβάσω το εμπόδιο ως τις γάμπες της. Ύστερα το ’βγαλα τελείως και το ΄βαλα στην τσέπη μου να μη λερωθεί. Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα, μήπως σηκωθεί και φύγει. Δεν αντέδρασε. Κατέβασα το παντελόνι μου ως τα γόνατα, έγειρα πάνω της, βολεύτηκα όσο γινόταν, στηρίχτηκα στο δεξί μου χέρι και με τ’ αριστερό, προσπάθησα γρήγορα, αδέξια… Ίσως πόνεσε, ίσως θέλοντας να μ’ αποφύγει, αποτραβήχτηκε στο πιο πάνω σκαλί, τραβώντας το μπουφάν από κάτω της. Ακολούθησα, σαν φαντάρος που κάνει έρπην στην ανηφόρα για να καταλάβει το ύψωμα. Ένα πετραδάκι χώθηκε στο χέρι μου και αισθάνθηκα ένα οξύ τσίμπημα. Τα σκαλιά ήταν άφτιαχτα, μόνο άγριο μπετό. Την έφτασα, βολεύτηκα και προσπάθησα πάλι. Χτύπησα δεξιά, αριστερά, βρήκα κάπως το σημείο κι έσπρωξα. Τραβήχτηκε πάλι, πιο ψηλά. Ακολούθησα και πάλι. Δεν μπορούσα να την κρατήσω να μην υποχωρεί. Το ένα μου χέρι ήταν απασχολημένο και στ’ άλλο έπρεπε να στηρίζομαι. Πήρα μια λαχανιασμένη ανάσα… Στηρίχτηκα και στα δυο χέρια. Ακούμπησα απαλά πάνω στο σώμα της, στη ζεστή κοιλιά της, ερεθισμένος όσο δε γινόταν άλλο. Τρεμούλιασε με την επαφή μας. Σκέφτηκα: στα έργα, τις τσόντες που λέγαμε, φαινόταν τόσο εύκολο… Η μουσική, έφτανε από κάτω μας, σαν να ‘βγαινε απ’ τα έγκατα της γης. Τα σκαλιά να δονούνται με το ρυθμικό χτύπημα του μπάσου, οι δονήσεις να μεταδίδονται στο σώμα μου και να συντονίζονται με τον παλμό της επιθυμίας μου. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα και μεταφέρθηκα νοερά κάτω στην πίστα, τον χορό, την εκκωφαντική μουσική, τα πολύχρωμα φώτα, που εναλλάσσονταν με το σκοτάδι, έτη φωτός μακριά από έγνοιες δυσκολίες και σκοτούρες. Ύστερα μπλέχτηκα σ’ ένα κουβάρι σκέψεων, αναμνήσεων και επιθυμιών.
Ήθελα να το κάνω. Ποτέ δεν το είχα κάνει… Ήθελα να μάθω πώς γίνεται, πώς είναι, πώς αισθάνεσαι όταν το κάνεις, πώς αισθάνεσαι μετά, τι αλλάζει σε σένα, τι αλλάζει σ΄ αυτήν, τι αλλάζει στον κόσμο. Αξίζει, ή όχι; Γιατί μιλάνε όλοι γι’ αυτό; Ανέκδοτα, αστεία, υπονοούμενα, κρυφές ματιές, κουβέντες, ψέματα, τηλεφωνήματα, βόλτες, ραντεβού, κλάματα, καβγάδες, ξενύχτια.
Δεν ήξερα τι μου γίνεται. Δεν ήξερα πώς γίνεται. Δεν ήξερε πώς γίνεται. Ήταν παρθένα.

***
«Γιάννη, σήκω! Δε γίνεται έτσι. Δεν μπορεί να γίνει εδώ. Πάμε έξω στην ταράτσα» είπε σερί, παίρνοντας το κουμάντο. Τραβήχτηκα στο πλάι κι αυτή ανασηκώθηκε, πήρε το μπουφάν μου από κάτω, άνοιξε τη σκοτεινή πόρτα και βγήκε στην ταράτσα. Σήκωσα πρόχειρα το μπλου - τζιν μου ως τη μέση μου και την ακολούθησα. Έξω ήταν σαν μέρα. Έστρωσε το μπουφάν κάτω και ξάπλωσε. Σήκωσε το λουλουδάτο φουστάνι της ψηλά. Έγειρα δίπλα της.
«Και δε μου λες, πού ξέρεις εσύ πώς γίνεται;» ρώτησα με υποψία. «Το ΄χεις ξανακάνει;» ξαναρώτησα, αρχίζοντας να θυμώνω.
«Όχι, τι λες ρε» είπε χαμογελώντας. «Ξέρω απ’ τις μεγάλες αδερφές μου».
«Α» είπα καθησυχασμένος.
«Έλα, αλλά σιγά σιγά… Πολύ σιγά…» ψιθύρισε. Έβγαλα τα παπούτσια χωρίς να λύσω τα κορδόνια και ξεφορτώθηκα τελείως το μπλου - τζιν μου, κλωτσώντας το στο πλάι. Για μια στιγμή, άστραψε στο μυαλό μου η σκέψη για ευθύνες, εγκυμοσύνη, μπελάδες, όμως τα πόδια της, όπως φωτίζονταν από το φεγγάρι, ήταν μια πρόκληση ακατανίκητη για τη φυσική μου επιθυμία. Έγειρα πάνω της και προσπάθησα να το κάνω. Την κοίταξα στο πρόσωπο. Μου φάνηκε πως είδα μια εικόνα από ένα κορίτσι που ήθελε ν’ αποχαιρετήσει την ανεμελιά του παιδικού κόσμου και προσπαθούσε να μπει στον κόσμο των μεγάλων. Ίσως θέλοντας, ίσως μη θέλοντας και απλά να το ΄κανε για μένα.
 
***
Εκείνη τη στιγμή, ενώ προσπαθούσα να τον βοηθήσω, σκεφτόμουν: αφού το θέλει, ας το κάνουμε. Ας μη γίνω όμως σαν τη μάνα μου. Ας μη γίνω δυστυχισμένη.
 
***
Για μια στιγμή, αισθάνθηκα ότι ήμουν στο σωστό σημείο και τα σώματά μας ήταν ταιριασμένα. Οδηγημένος από ένστικτο και μόνο πίεσα. Μόλις νόμισα ότι επιτέλους θα γινόταν, μου φάνηκε ότι η ταράτσα άρχισε να τρέμει. Κοίταξα γύρω μου ξαφνιασμένος. Σκέφτηκα πως δεν μπορεί να τρέμει η ταράτσα! Ύστερα, κοίταξα το κορίτσι και τη ρώτησα με τα μάτια τι γινόταν. Τζάμια και σίδερα έτριζαν, όλη η οικοδομή βογκούσε και πήγαινε κι έρχονταν σαν ένα τεράστιο δέντρο στη μανία της καταιγίδας. Για μια στιγμή ζαλίστηκα λίγο.
«Σεισμός γίνεται» είπε και μ΄ απώθησε.
«Σεισμός;» επανέλαβα σαστισμένα. Ναι, ήταν σεισμός. Έπρεπε να τρέξουμε κάτω αμέσως. Άρπαξα και φόρεσα όπως όπως το μπλουτζίν παντελόνι μου και έβαλα τα πάνινα αθλητικά μου σαν παντόφλες. Το κορίτσι κατέβασε το φουστάνι της. Σηκωθήκαμε. Άρπαξα από κάτω το τζιν μπουφάν και το ‘δεσα πρόχειρα στη μέση μου, απ΄ τα μανίκια. Περπατήσαμε προς την πόρτα, σαν να ήμασταν σε κατάστρωμα πλοίου σε ώρα θαλασσοταραχής! Πέρασε πρώτα το κορίτσι κι ακολούθησα κατόπιν εγώ. Κατεβαίναμε κι οι δυο κολλητά στον τοίχο, μπρος το κορίτσι πίσω εγώ. Με το ένα χέρι, τ’ αριστερό, στηριζόμασταν ψηλαφητά στον τοίχο και με το δεξί κρατιόμασταν σφιχτά. Σε μια στιγμή, όλα ησύχασαν. Τα πάνε κι έλα του κτιρίου, τα τριξίματα κι οι φοβεροί θόρυβοι έπαψαν. Με τα χέρια μας σφιχτά κρατημένα ακόμα, φτάσαμε κάτω στην έξοδο. Μια βοή πήρε να σηκώνεται από εκατοντάδες στόματα. Φωνές γεμάτες απορία, ερωτήσεις αναπάντητες, όλα ανάκατα με επιφωνήματα φόβου.
«Φεύγω, θα με ζητάει η μάνα μου» είπε με φωνή που έτρεμε το κορίτσι. Μού ΄σφιξε πιο πολύ το χέρι. Ύστερα το αποτράβηξε κι έφυγε. «Θα τα πούμε αύριο» προσπάθησα ν’ ακουστώ στον χαμό. Αλλά σίγουρα δε μ’ άκουσε… Κραυγές και τσιρίγματα έφταναν από παντού γύρω. Έκανα τον γύρο της αυλής, βγήκα στον δρόμο, ανακατεύτηκα με τον κόσμο που είχε βγει από την ντισκοτέκ, έστριψα δεξιά στον κεντρικό δρόμο και περπάτησα για το σπίτι.
Μια ταραγμένη ανθρωποθάλασσα έβγαινε από τους κάθετους δρόμους. Περπατώντας και κάνοντας χάζι τον κόσμο, έβαλα αφηρημένος τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού. Κοντοστάθηκα για μια στιγμή. Το χέρι μου ψαχούλεψε το σλιπάκι της Μ. Ήταν το λάφυρό μου. Θα το κρατούσα ως τρόπαιο νίκης.
Χαμογέλασα από μέσα μου. Εντάξει, μπορεί να μην έγινε, αλλά θα μπορούσα να κοιταχτώ άφοβα στον καθρέφτη. Κι αύριο ήταν μια άλλη μέρα και νωρίς το απόγευμα θα τηλεφωνιόμασταν για να βγούμε ραντεβού.
 
Γιάννης Γουδετσίδης