Εξόριστοι (Κεφάλαιο 37)

Drite

Η Drite προχωρούσε σκυφτή, ενώ η βροχή την έδερνε αλύπητα. Το μόνο της μέλημα ήταν να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο σπίτι. Θα ετοίμαζε τα πράγματά της και με το πρώτο φως της αυγής θα έφευγε. Μόνο αυτό είχε σημασία πια.

Ένα τετράγωνο πριν τον προορισμό της, ένας τεράστιος σκοτεινός όγκος της έκλεισε τον δρόμο. Σήκωσε το κεφάλι της και μπόρεσε να διακρίνει στο φως που έριχνε μια κολώνα δίπλα του, τον αριθμό 88 σαν τατουάζ στον λαιμό του. Ξάφνου εμφανίστηκαν άλλοι δύο, πιο μεγαλόσωμοι από εκείνον. Ο ένας κρατούσε ένα κομμάτι σιδερένιου σωλήνα και ο άλλος μια χόντρη σκουριασμένη αλυσίδα.

Η καρδιά της σφίχτηκε, σήκωσε τα χέρια της σε στάση άμυνας, μα το ήξερε πως ήταν μάταιο. Δεν είχε καμιά ελπίδα εναντίον τους.

Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, ήξερε πως ο μόνος τρόπος να γλυτώσει ήταν να το βάλει στα πόδια. Ήταν πιο ευκίνητη από αυτούς και σίγουρα πιο γρήγορη.

Ακούστηκε το ανατριχιαστικό σύρσιμο της αλυσίδας στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο, ενώ ο δεύτερος κράδαινε απειλητικά το μεταλλικό του ρόπαλο προς το μέρος της.

Έσφιξε τις γροθιές της και ετοιμάστηκε να τρέξει, μα ένα δυνατό χτύπημα στο ύψος της μέσης την ξάπλωσε κάτω.

Ένας οξύς πόνος διέτρεξε τη σπονδυλική της στήλη, τα πόδια της μούδιασαν. Της κόπηκε η ανάσα, ένα ζεστό ρυάκι αίματος κύλησε από το σκισμένο της φρύδι, καθώς χτύπησε το κεφάλι της στο τσιμέντο.

Γύρισε το κεφάλι της και είδε τη Νατάσα, με έναν αδύνατο ψηλό νεαρό με ξυρισμένο κεφάλι που κρατούσε ένα ξύλινο καδρόνι.

-Σου είπα πως θα μου το πληρώσεις, σκύλα! της είπε με μοχθηρό βλέμμα.

Με ένα νόημα του κεφαλιού της, οι τρεις νεαροί όρμησαν επάνω της, χτυπώντας τη με λύσσα όπου έβρισκαν. Η Drite προσπάθησε να προστατευτεί, μα δεχόταν αλύπητα χτυπήματα από όλες τις κατευθύνσεις.

Ξαφνικά, από κάποιο απροσδιόριστο σημείο, ακούστηκαν φωνές. Οι νεαροί σταμάτησαν ξαφνιασμένοι και αλληλοκοιτάχτηκαν.

-Πάμε, ακούστηκε να λέει ο ένας από αυτούς και οι άλλοι υπάκουσαν.

Η Νατάσα στάθηκε από πάνω της και την κοίταξε με μίσος. Την κλώτσησε με δύναμη στα πλευρά, την έφτυσε και έφυγε και εκείνη τρέχοντας. Η Drite αγκομαχώντας, προσπάθησε να σηκωθεί μα δεν τα κατάφερε. Όλο της το σώμα πονούσε, ήταν παντού ματωμένη και γεμάτη μώλωπες. Η αναπνοή της έβγαινε με κόπο και η όραση της ήταν θολή.

Κάποιος άγνωστος άντρας, προφανώς αυτός που είχε ακούσει να φωνάζει, έτρεξε κοντά της και τη βοήθησε να σηκωθεί.

-Είσαι εντάξει, κορίτσι μου; τη ρώτησε καθώς την κρατούσε από το μπράτσο. Να σε πάω στο νοσοκομείο;

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ελευθερώθηκε από τα χέρια του και προσπάθησε να σταθεί όρθια μόνη της. Τα πόδια της ήταν ακόμα μουδιασμένα. Ακούμπησε στον τοίχο μπροστά της. Το κεφάλι της βούιζε, έβηξε και ένιωσε πόνο στο στομάχι της. Ο άγνωστος προσπάθησε να την πιάσει, μα εκείνη τραβήχτηκε απότομα.

-Παράτα με! έκανε άγρια και απομακρύνθηκε παραπατώντας.

Παρ’ όλο τον πόνο της, συνέχισε να περπατά με κόπο ρίχνοντας ματιές πίσω της μήπως και την ακολουθούσαν. Ένιωσε κάπως ανακουφισμένη σαν έφτασε στην πόρτα του διαμερίσματός της, εκεί τουλάχιστον, έστω και για λίγο, θα ήταν ασφαλής.

Ο Costa, που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, μόλις την είδε στην κατάστασή της, άρπαξε το όπλο του. Γούρλωσε τα μάτια του, το στόμα του άφρισε.

-Τι έπαθες; ούρλιαξε. Ποιος σου το έκανε αυτό;

Δεν του μίλησε, προσπάθησε να τον προσπεράσει, μα την άρπαξε από το χέρι και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.

-Σου μιλάω! Πες μου ποιος σου το έκανε;

-Κανείς! είπε η Drite υψώνοντας τη φωνή της. Παράτα με!

Κλείστηκε στο δωμάτιο της, ενώ ο θείος έμεινε έξω από την πόρτα, ξύνοντας το κεφάλι του με τη φθαρμένη του berretta αγριεμένος.

-Μίλησέ μου, Drite! Όποιος σε πείραξε θα τον σκοτώσω! Μίλησέ μου!

Κλώτσησε με οργή την πόρτα και έβρισε, ενώ η Drite ξάπλωσε στο κρεβάτι της αποκαμωμένη και έβαλε τα κλάματα.

 Ηλίας Στεργίου