Οι πιο Σκοτεινές Μέρες (Για πόσο ακόμη;)

Επάνω στο γραφείο
χαρτιά, μελάνια και δάκρυα κυριαρχούν.
Οι τοίχοι
ακούν το γοερό το κλάμα
μα ακόμη δεν έχουν πέσει να με πλακώσουν.
Το πάτωμα,
αν και απηυδισμένο,
βαστά ακόμη τα ζοφερά μου βήματα.
Μα για πόσο ακόμη;
Τα μάτια στέρεψαν και η φωνή εγκατέλειψε.
Το μόνο που μου έμεινε είναι η σκέψη.
Στρυφνή και ξύλινη.
Επίμονη και βιαστική.
Αυτήν ποιος θα τη σιωπήσει;
Ποιος θα τη δαμάσει;
Για πόσο ακόμη θα κρατά τούτο το μελάνι;
Πόσο θα του πάρει να με αφήσει και αυτό;
«Φτάνει τόσο, σκέψη».
Μέχρι να πέσει η πένα από το χέρι,
εγώ θα συνθέτω μανιασμένα
λέξεις και σύνολα γκρίζα κι άγαρμπα.
Θα στριμώξω σε δυο φύλλα
λόγια και αισθήματα τόνων.
Και έτσι ασφυκτικά όπως θα είναι,
θα φτύσουν από μέσα τους
νότες και σύμβολα ακατανόητα.
Και θα συνθέσουν αυτά με τη σειρά τους
ένα τραγούδι λυπηρό
για μια καρδιά πυκνή και μαύρη.
Μια καρδιά που συνεχίζει μετά βίας να χτυπά
σ' ένα σώμα ελλιπές.
Άκου τον ρυθμό της.
Λιγόψυχος και μίζερος.
Μα είναι αυτός που σε κρατά ακόμη ζωντανή.
Και σου απαντά σε μια γλώσσα ανώτερη.
Αφουγκράσου τη και συνέχισε να γράφεις.
Και μην αναρωτιέσαι το πριν και το μετά.
Η πένα ακόμη αντέχει...


Jalan