Ο Αληθινός Θεός του Άγγελου Αναγνωστόπουλου

«Προσκύνα, άνθρωπε, προσκύνα».

Ήταν πρώτη του Μάη, αντί για τον εορτασμό όμως της εργατικής νίκης, ο κόσμος γιόρταζε το Μεγάλο Σάββατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Ο Βαγγέλης, ωστόσο, δεν ασπαζόταν τον Χριστιανισμό. Ήταν αγνωστικιστής. Φλέρταρε με την ιδέα της ανώτερης, υπεράνθρωπης δύναμης, χωρίς όμως να τολμά να την ταυτίσει με συγκεκριμένες μορφές. Ο κοινωνικός του περίγυρος από την άλλη τον έκανε να ντρέπεται για αυτή του την αντίληψη. Κάθε φορά που έλεγε πως ήταν πιστός αυτής της ιδεολογίας, οι συνομιλητές του τον κοιτούσαν σαν να χρησιμοποιούσε κάποιον όρο που ήταν της μόδας, εν έτει 2021.

Παρά το γεγονός πως απείχε από τις θρησκευτικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες, του άρεσε να συμμετέχει στην προετοιμασία του φαγητού για την Κυριακή του Πάσχα. Λάτρευε το κρέας, ειδικά το ψητό, και του άρεσε να βοηθά τους μεγαλύτερους με όποιον τρόπο μπορούσε. Εξάλλου, έπρεπε να χορτάσει πρώτα το κουρασμένο από την αναπόφευκτα επιβεβλημένη νηστεία μάτι και ύστερα να ανοιχτεί ο δρόμος για το στομάχι.

Είχε φτάσει μεσημέρι. Ο πατέρας του γύρισε στο σπίτι και του φώναξε από την αυλή:

«Κατέβα κάτω» τον προέτρεψε κουνώντας το χέρι του προς την κατεύθυνσή του, «σήμερα έχει σεμινάριο για την προετοιμασία του αρνιού». Ο Βαγγέλης ετοιμάστηκε γρήγορα. Το αρνί ήταν ένα από τα λίγα είδη κρέατος που δεν είχε μάθει ακόμα να ετοιμάζει και να ψήνει, μιας και του άρεσε να αναλαμβάνει τα χρέη του ψήστη της οικογένειας.

Μια κόκκινη σακούλα έπεσε βαριά πάνω στο τραπέζι.

«Τράβα την» πρόσταξε ο μάγειρας θείος του που παρευρισκόταν. Ο Βαγγέλης έκανε να τη βγάλει, αλλά το περιεχόμενο προέβαλλε σθεναρή αντίσταση, σαν να μην ήθελε να αποκαλυφθεί.

«Κάτσε να το πιάσω εγώ από την άλλη» προσέθεσε ο θείος βλέποντας πως ο Βαγγέλης δυσκολευόταν. «Για δοκίμασε τώρα». Ο Βαγγέλης τράβηξε με δύναμη και το κουφάρι του αρνιού κοπάνησε με το κεφάλι πέφτοντας πάνω στο πλαστικό τραπέζι. Τα μάτια του είχαν μια απαθή έκφραση, η γλώσσα του πεταγόταν ανάμεσα από τις γνάθους του και λίγες μαύρες τούφες είχαν μείνει στο κεφάλι του. Ο Βαγγέλης δεν περίμενε να νιώσει αποστροφή στο θέαμα αυτό, κι όμως διαψεύστηκε.

«Πιάστε το τραπέζι και πάμε μέσα» τους φώναξε ο πατέρας του Βαγγέλη «θα μας δει ο ήλιος». Οι άλλοι έκαναν όπως τους είπε.

Μετά από λίγο βρίσκονταν στον χώρο του μπάρμπεκιου. Ο θείος σκάλιζε με ένα μαχαίρι το κεφάλι του αρνιού, για να αφαιρέσει το εναπομείναν δέρμα, ενώ ο πατέρας προσπαθούσε να δέσει τα σκέλια του.

«Πέρασε τον σπάγκο από κάτω και κάνε δυο κόμπους» είπε στον Βαγγέλη, ενώ κρατούσε ενωμένα τα πόδια του νεκρού ζώου. Ο γιός του το έκανε.

Αφού τελείωσαν αυτές οι διαδικασίες, έπιασαν τη μεγάλη σε μήκος σούβλα. Ο θείος τού έδωσε οδηγίες για το πώς να την κεντράρει, για να το διαπεράσει από την ουρά ως το κεφάλι με την πρώτη.

«Με το τρία θα σπρώξουμε μαζί» του είπε ενώ ο πατέρας κρατούσε το πτώμα από την άλλη μεριά. Όταν η μέτρηση τελείωσε, θείος και ανιψιός κάρφωσαν το αρνί συγχρονισμένα και μετά από ένα ανατριχιαστικό «κρακ» η μύτη της σούβλας βγήκε από την άλλη άκρη του κρανίου.

Αφού ο Βαγγέλης έλαβε τα συχαρίκια, ακολούθησε η ρίψη αλατοπίπερου στο εσωτερικό της κοιλιάς του ζώου και έπειτα το ράψιμο. Ο πατέρας, μαθημένος από τον χειρούργο γαμπρό του, καθοδηγούσε επιδέξια τη βελόνα με τον σπάγκο μέσα από το τομάρι του οβελία. Ο Βαγγέλης για κάποιον λόγο, μπροστά στον κούφιο ήχο του τρυπήματος της σάρκας, ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω. Περνώντας από την πόρτα σκόνταψε και έπεσε στο πλακόστρωτο έδαφος.

Σηκώθηκε και κοιτώντας μπροστά του είδε πως βρισκόταν μπροστά σε μια κόκκινη ατμοσφαιρικά αχανή έκταση. Πήγε να ανοίξει την πόρτα της ψησταριάς, για να βρει τους δικούς του. Εκεί αντίκρισε το φοβερό θέαμα: γάντζοι δεξιά και αριστερά, από τους οποίους κρέμονταν ανθρώπινα κουφάρια, που είχαν μια μεγάλη τομή στην κοιλιά, από την οποία είχαν αφαιρεθεί τα εντόσθιά τους. Ο Βαγγέλης αναγούλιασε και ξέρασε στο γεμάτο αίματα πάτωμα. Σηκώνοντας το κεφάλι του είδε το τραπέζι όπου ήταν προηγουμένως ξαπλωμένο το αρνί. Έμοιαζε με κάποιου είδους βωμό, πίσω από τον οποίο ξεπρόβαλλε ο ήλιος ματωμένος. Το αρνί στεκόταν όρθιο στα δύο πόδια, με τα χαρακτηριστικά που είχε πριν ξεκινήσουν να το περιεργάζονται. Το κεφάλι του γύρισε απότομα δεξιά βγάζοντας έναν ανατριχιαστικό ήχο. Το μάτι του κάρφωσε τον Βαγγέλη.

«Προσκύνα, άνθρωπε, προσκύνα» του είπε ενώ η μαύρη γλώσσα του τρυπιόταν από τα λευκά του δόντια. Ο Βαγγέλης αμέσως έπεσε στα γόνατα. «Ο Θεός που τόσα χρόνια ψάχνεις επιτέλους εμφανίζεται μπροστά σου. Γιατί προσπαθείς να αποδόσεις την ύπαρξή του σε κάτι εξωπραγματικό, ενώ γνωρίζεις βαθιά μέσα σου πως σε κυβερνάει η αδιάκοπη λαιμαργία σου για τα υλικά αγαθά, όπως και τον καθέναν του είδους σου;»