Ο Οίκος των Δράκων (Βοnus 4)

(Η σκηνή διαδραματίζεται στο τέλος του πρώτου βιβλίου).

Ντέβαν

Παρακολουθούσε την Κίρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του, το συνοφρύωμα στο σφιγμένο πρόσωπό της, τη λεπτή στρώση ιδρώτα που γυάλιζε στο μέτωπο και τον λαιμό της. Άλλες φορές ικέτευε να μην της πάρουν το μωρό της προτού ξυπνήσει ουρλιάζοντας και άλλες έκλαιγε μουρμουρίζοντας «συγγνώμη». Σε ποιον απευθυνόταν, δεν ήταν σίγουρος. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να την ξυπνήσει ή να την αφήσει να κοιμηθεί όσο περισσότερο γινόταν για να αναρρώσει.

Από την πρώτη στιγμή που τον είχε παρακαλέσει -παρακαλέσει!- να μείνουν στο κάστρο του Αίρυς, είχε καταλάβει πόσο βαθιά τρομοκρατημένη ήταν, αλλά τίποτα δε θα μπορούσε να τον προετοιμάσει για τους εφιάλτες. Εκείνες οι στιγμές ήταν οι χειρότερες επειδή δεν ήξερε τι να κάνει, για να διώξει τους φόβους της. Το μόνο που την καθησύχαζε μετά από έναν εφιάλτη ήταν να δει το μωρό τους, για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν το είχε πάρει μακριά της, οπότε ο Ντέβαν είχε φέρει την κούνια από το παιδικό δωμάτιο στο δικό τους. Ένιωθε ανίσχυρος. Ήθελε να μισήσει τη Νιλάι για αυτό που τους είχε κάνει, αλλά δεν είχε νόημα να μισεί μια νεκρή.
Άγγιξε το μάγουλό της, για να δει αν ο πυρετός είχε πέσει. Το δέρμα της ήταν καυτό και κολλώδες. Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Δεν τον ένοιαζε τι έλεγε, θα της έφερνε μια Θεραπεύτρια και θα το έκανε αυτή τη στιγμή. Φυσικά, εκείνος δεν μπορούσε να φύγει από το κάστρο, αλλά μπορούσε να ζητήσει από την Ορόρα να πάει στο Δάσος των Ψιθύρων και να φέρει τη μητέρα τους ή τη μικρή Αιλίν, που πλέον έμενε στη Σύναξη των Ημισελήνων.

Βγήκε από το δωμάτιό του και έκλεισε σιγανά την πόρτα πίσω του. Τα μόνα δωμάτια σε αυτόν τον όροφο ήταν τα διαμερίσματά του και τις Ορόρας. Ο Κλάους, ο Κάσρελ και ο Έντγκαρ δεν πατούσαν ποτέ εκεί, το ίδιο και ο θείος Γκρέγκορ. Ο άρχοντας-πατέρας τους σπάνια πήγαινε εκεί. Αν ήθελε να τους μιλήσει έστελνε τους υπηρέτες να τους καλέσουν. Ο Αίρυς ήταν το είδος του ανθρώπου που περίμενε οι άλλοι να έρθουν μπροστά του, δεν πήγαινε εκείνος να τους βρει. Αν εξαιρούσες τους υπηρέτες ο όροφος ήταν σχετικά έρημος, αλλά αυτό ήταν καλό επειδή είχαν ησυχία.

Διέσχισε τον διάδρομο και πήγε στο δωμάτιο της δίδυμής του. Περίμενε πως θα την έβρισκε στο κρεβάτι της, σκεπασμένη με ένα βουνό κουβέρτες, να αρνείται να σηκωθεί από εκεί για τουλάχιστον μια εβδομάδα. Ευτυχώς είχε βγει σχεδόν αλώβητη από τη μάχη στα Σπήλαια των Οστών. Τα δικά του τραύματα, εκτός από αρκετές μελανιές και ασήμαντες εκδορές που μοιραζόντουσαν όλοι, περιορίζονταν σε ένα άσχημο κόψιμο στο δεξί μπράτσο από τα τέρατα που είχαν φτιάξει οι Ορεσίβιοι που είχε φροντίσει η μητέρα του. Φαντάστηκε την Ορόρα να βγάζει το αναμαλλιασμένο κεφάλι της έξω από τις κουβέρτες και να του γρυλίζει απειλητικά, όταν θα της ζητούσε να πάει στο δάσος.

Αλλά η Ορόρα δεν ήταν στο δωμάτιό της. Ούτε στο μπάνιο, ούτε στη βεράντα της, όπως τον ενημέρωσαν οι υπηρέτριες που καθάριζαν το καθιστικό. Πού να είχε πάει; Αν ήξερε καλά τη δίδυμή του μπορούσε να σκεφτεί τρία ενδεχόμενα. Πρώτον, είχε πάει στο κάστρο των Σέλτιγκαρ, για να βεβαιωθεί ότι όλα κυλούσαν ομαλά τώρα που η Κίρα δεν ήταν εκεί, για να επιβλέπει τους ανθρώπους της. Δεύτερον, προσπαθούσε να βρει τη Νερίσσα, που είχε αναχωρήσει σχεδόν αμέσως μετά τη μάχη, για να την πείσει να γυρίσει στο κάστρο και να τη συγχωρέσει (παρόλο που ο Ντέβαν της είχε πει χίλιες φορές πως δεν έφταιγε εκείνη για τον θάνατο του Νάριαν). Τρίτον, είχε πάει ήδη στο Δάσος των Ψιθύρων επειδή η Ορόρα είχε έναν τρόπο να μαντεύει τι χρειαζόντουσαν οι άλλοι και να κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει.

Ήξερε εκ των προτέρων πως η Ντεσμέρα δε θα ερχόταν να δει την Κίρα. Θα το έκανε αν βρισκόντουσαν στο κάστρο των Σέλτιγκαρ, αλλά όχι στην έδρα των Ντρόγκομιρ. Ακόμα δεν την είχε συγχωρήσει για το ψέμα που του είχε πει. Καταλάβαινε τη λογική της, αλλά δεν την αποδεχόταν. Ο πόνος στον οποίο τον είχε υποβάλει δεν άφηνε τον θυμό του να φύγει. Υπενθύμισε στον εαυτό του πως δεν είχε νόημα να μένει θυμωμένος. Η Κίρα ήταν ζωντανή. Ο γιος τους ήταν ασφαλής. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία.

Βγήκε από τα διαμερίσματα της Ορόρας και αναρωτήθηκε ποιον να ρωτήσει, για να μάθει πού είχε πάει. Όλο και κάποιος από τους υπηρέτες στο μπροστινό προαύλιο θα την είχε δει να φεύγει και θα ήξερε να του πει.

Βαριά βήματα ακούστηκαν από την άλλη άκρη του διαδρόμου και ο Ντέβαν σταμάτησε, για να δει ποιος ήταν. Προσπάθησε να κρύψει την έκπληξή του όταν είδε τον πατέρα του να περπατάει προς το μέρος του. Κανονικά θα έπρεπε να πάει κοντά του και να υποκλιθεί, αλλά ο νεαρός Ντρόγκομιρ έμεινε στη θέση του περιμένοντας να πάει ο Αίρυς σε εκείνον.

Ο Αίρυς σταμάτησε μπροστά του. Η πληγή πάνω από το φρύδι του είχε κλείσει καλά αλλά θα άφηνε σημάδι. Θα μπορούσε να είχε βάλει κάποιον να το φροντίσει, αλλά ο Αίρυς δε θα δεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Οι ουλές ήταν τα παράσημα ενός πολεμιστή.

«Τι θέλεις εδώ;» ζήτησε να μάθει ο Ντέβαν προτού προλάβει να συγκρατήσει τη γλώσσα του. Λίγες φορές είχε τολμήσει να μιλήσει απότομα στον άρχοντα-πατέρα του και ακόμα και ο ίδιος ξαφνιαζόταν όταν το έκανε. Αλλά η σκέψη ότι ο Αίρυς βρισκόταν κοντά στην οικογένειά του τον έκανε να παίρνει υποσυνείδητα μια αμυντική στάση.

Τα ψυχρά γαλάζια μάτια του Αίρυς τον κάρφωσαν. Αν ένα βλέμμα μπορούσε να σκοτώσει τότε ο Ντέβαν θα ήταν σίγουρα νεκρός.

«Μάζεψε τν γλώσσα σου. Μου φαίνεται πως ξεχνάς ότι αυτό είναι το σπίτι μου». Ο Ντέβαν δεν έσκυψε το κεφάλι ούτε υποχώρησε όπως θα είχε κάνει παλιότερα.

«Η Ορόρα δεν είναι εδώ» τον ενημέρωσε, με εξίσου ψυχρό ύφος, αν και στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να απαιτήσει να φύγει από τον όροφο.

«Το γνωρίζω αυτό» είπε ενοχλημένος. Και προφανώς δεν είχε έρθει για μια φιλική κουβέντα πατέρα γιου, άρα αυτό άφηνε μόνο ένα ενδεχόμενο και δεν του άρεσε καθόλου.

«Δε θα πλησιάσεις την Κίρα και το μωρό».

«Δε με ενδιαφέρει η ερωμένη σου» του είπε, με κάθε λέξη να στάζει φαρμάκι. «Αλλά είναι δικαίωμά μου να δω τον εγγονό μου». Πήγε να κάνει ένα βήμα, αλλά ο Ντέβαν μπήκε μπροστά του.

«Από τη στιγμή που προσπάθησες να σκοτώσεις τη μητέρα του, δεν έχεις κανένα δικαίωμα». Ένας χαμηλός ήχος σαν γρύλισμα βγήκε από τον λαιμό του Αίρυς.

«Φαίνεται πως δε σε δίδαξα πώς να δείχνεις σεβασμό όταν ήσουν μικρός. Κάνε στην άκρη, αλλιώς θα το κάνω τώρα». Ο Ντέβαν έμεινε στη θέση του.

«Έχεις δίκιο, δε με έμαθες να σε σέβομαι. Με έμαθες να σε φοβάμαι. Αλλά αυτές οι μέρες τελείωσαν. Δεν είμαι πια το αγόρι που του έριχνες ένα βλέμμα και χαμήλωνε το κεφάλι».

«Σου δίδαξα τη σημασία της πειθαρχίας. Πώς να είσαι δυνατός όπως θα έπρεπε να είναι ένας διάδοχος των Ντρόγκομιρ. Αλλά ήρθε αυτή και σε μετέτρεψε σε ένα αδύναμο, αξιοθρήνητο πλάσμα!»

«Κάνεις λάθος. Η Κίρα και το μωρό μας μου δίνουν δύναμη. Με κάνουν ευτυχισμένο. Κάτι που εσύ φρόντιζες τόσα χρόνια να μην είμαι, ούτε εγώ ούτε η Ορόρα, από τη στιγμή που έδιωξες τη μητέρα μας!»

«Η μητέρα σας μας εγκατέλειψε!»

«Οι δικές σου πράξεις και η συμπεριφορά σου την οδήγησαν σε αυτή την απόφαση!» Πόσα πράγμα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν η οικογένειά τους είχε μείνει ενωμένη; Πώς θα ήταν αν είχαν δίπλα τους τη μητέρα τους καθώς μεγάλωναν, να τους καθοδηγεί και να τους προστατεύει από τον Αίρυς;

«Μπορείς να μου καταλογίσεις όσα σφάλματα θέλεις» του είπε ο Αίρυς, με τη σκληρή, αδιάφορη μάσκα του να γλιστράει πίσω στη θέση της. «Αλλά μην ξεχνάς πως αν δεν ήμουν εγώ και ο Οίκος μου η γυναίκα για χάρη της οποίας μου αντιτίθεσαι θα ήταν νεκρή. Οι μάγισσες θα είχαν θυσιάσει τον γιο σου. Το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να δείξεις λίγη ευγνωμοσύνη».

«Μην το κάνεις να ακούγεται λες και το έκανες για εμένα. Τα δικά σου συμφέροντα εξυπηρετούσες».

«Το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Θα δω τον εγγονό μου. Μπορείς να προσπαθήσεις να με εμποδίσεις ή να κάνεις στην άκρη και να αποφύγουμε τα δράματα».

Ο Ντέβαν δεν πίστεψε ούτε για μια στιγμή ότι ο Αίρυς το έκανε αυτό επειδή ενδιαφερόταν για τον εγγονό του. Αν ήθελε πραγματικά να τον δει, θα το είχε επιχειρήσει νωρίτερα. Ο σκοπός του ήταν να του αποδείξει ότι άκουσε ακόμα δύναμη πάνω του και μπορούσε να τον αναγκάσει να κάνει κάτι που δεν ήθελε.

Θα μπορούσε να του αρνηθεί, να τον εμποδίσει και να παλέψει μαζί του. Το πιο πιθανό ήταν ότι θα μεταμορφωνόντουσαν και θα κατέστρεφαν τον μισό όροφο κατά τη διάρκεια της συμπλοκής. Αλλά οι διαφωνίες θα τάραζαν την Κίρα και δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Το μυαλό ενός ανθρώπου μπορούσε να αντέξει μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο και φοβόταν ότι η Κίρα είχε φτάσει στο δικό της. Σε κάθε περίπτωση, αυτός θα ήταν ο χαμένος.

Μερικές φορές ήσουν αναγκασμένος να επιλέξεις το μικρότερο κακό.

«Δε θα μπεις μέσα στο δωμάτιο. Θα περιμένεις στον διάδρομο και εγώ θα φέρω έξω το μωρό για λίγο» τόνισε.

Η δυσαρέσκεια ήταν ξεκάθαρη στο πρόσωπο του Αίρυς και η έκφρασή του ήταν λες και είχε δαγκώσει κάτι πικρό. Ο Ντέβαν αμφέβαλλε πως του είχαν ξαναδώσει διαταγή, τουλάχιστον όχι από τότε που ζούσε ο άρχοντας-παππούς του. Τα μάτια του πετούσαν φλόγες και τα χείλη του είχαν σχηματίσει μια σφιχτή γραμμή, αλλά δεν είπε τίποτα.

Του γύρισε την πλάτη και πήγε στο δωμάτιο του. Θα δει τον Ραίγκαρ και θα φύγει, είπε στον εαυτό του. Όσο πιο γρήγορα τέλειωναν με αυτό, τόσο το καλύτερο. Ευτυχώς η Κίρα συνέχιζε τον ανήσυχο ύπνο της. Δεν ήθελε ούτε να φανταστεί την αντίδρασή της αν γνώριζε το αίτημα του Αίρυς.

Στάθηκε πάνω από την κούνια και κοίταξε το μικροσκοπικό πλασματάκι που κοιμόταν μέσα στις πορφυρές κουβέρτες. Ο γιος τους ήταν πιο λίγο πιο μικρόσωμος από τα συνηθισμένα μωρά, αφού είχε γεννηθεί δυο φεγγάρια νωρίτερα, αλλά ήταν τέλειος από κάθε άποψη. Τον σήκωσε προσεχτικά, για να μην τον ξυπνήσει και τον στερέωσε στα χέρια του, στηρίζοντας το κεφαλάκι του όπως του είχαν δείξει.

Το μωρό κουνήθηκε και το μικρό ροζ κάτω χείλος του άρχισε να τρέμει.

«Σσσς...» έκανε ο Ντέβαν και τον κούνησε απαλά.

Ακόμη αισθανόταν δέος μπροστά στο μέγεθος της αγάπης που ένιωθε για αυτό το παιδί. Όταν ήταν μικρός νόμιζε πως ήξερε τι σήμαινε να αγαπάς και να σε αγαπούν από τον τρόπο που αγαπούσε την αδελφή του. Όταν ερωτεύτηκε την Κίρα είχε πιστέψει ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο ανώτερο από αυτό. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που ένιωθε όταν κρατούσε τον γιο του, μια αγάπη τόσο απόλυτη και ολοκληρωτική που πίστευε ότι η καρδιά του θα εκραγεί.

Βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο για να μην ξυπνήσει την Κίρα. Ο πατέρας του στεκόταν έξω από την πόρτα, με τα δάχτυλά του μπλεγμένα πίσω από την ολόισια πλάτη του και μια έκφραση που ήταν κάτι ανάμεσα σε ανυπομονησία και ενόχληση. Όμως μόλις το βλέμμα του έπεσε πάνω στο μωρό κάτι άλλαξε. Ο Ντέβαν δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς, κάτι μικρό, αλλά ήταν σίγουρα εκεί. Δεν είχε ξαναδεί τον Αίρυς να κοιτάζει κανέναν έτσι.

Στο μυαλό του ήρθε η ιστορία που του είχε πει η Ορόρα για την Ροσλιν Ρίχακ. Στην αρχή είχε δυσκολευτεί να το πιστέψει. Η σκέψη ότι ο Αίρυς Ντρόγκομιρ είχε υπάρξει ερωτευμένος ήταν τουλάχιστον αστεία. Τότε δεν μπορούσε να σχηματίσει την εικόνα στο μυαλό του.

Αλλά τώρα ένιωθε ότι μπορούσε να τον καταλάβει λίγο καλύτερα. Εκείνες τις λίγες ώρες που είχε πιστέψει πως είχε χάσει την Κίρα είχε νιώσει κάτι να νεκρώνει μέσα του, αφήνοντάς τον κενό και παγωμένο. Και εκείνες τις ώρες το μούδιασμα από το σοκ δεν τον είχε αφήσει να προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί και τι συνέπειες θα είχε. Φαντάστηκε πως θα είχε νιώσει ο πατέρας του όταν είχε μάθει πως η αγαπημένη του είχε χαθεί τόσο άδικα. Μόνο που στη δική του περίπτωση δεν ήταν ψέμα Ίσως ο Αίρυς δεν ήταν πάντα έτσι. Ίσως να είχε και μια άλλη πλευρά που ο Ντέβαν δε γνώριζε ποτέ, επειδή είχε θαφτεί κάπου βαθιά μέσα του εξαιτίας αυτής της τραγωδίας.

Δεν τον δικαιολογούσε, αλλά ως ένα σημείο, τον καταλάβαινε.

Δεν ήξερε ποιο πνεύμα κατέλαβε το σώμα του και τον έκανε να πει τα επόμενα λόγια: «Θέλεις να τον κρατήσεις;»

Η έκπληξη στα μάτια του Αίρυς ήταν τόσο στιγμιαία που ο Ντέβαν μπορεί και να το φαντάστηκε. Άργησε να απαντήσει και ο Ντέβαν είχε αρχίσει να πιστεύει ότι θα αρνιόταν, όταν ο μεγαλύτερος Ντρόγκομιρ άπλωσε τα χέρια του, για να πάρει το μωρό.

«Προσεχτικά» είπε ο Ντέβαν, δείχνοντάς του πώς να τον κρατάει σωστά, ενώ ταυτόχρονα προσευχόταν να τον συγχωρήσει η Κίρα για αυτή την προδοσία.

«Έχω δυο παιδιά» τον αποπήρε. «Ξέρω πώς να κρατάω ένα μωρό».

Ο Ντέβαν αμφέβαλλε ότι τους είχε κρατήσει έστω και μια φορά όταν ήταν μικρά αλλά δεν είπε τίποτα.

«Είναι ένας πραγματικός Ντρόγκομιρ» είπε ο Αίρυς, παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά του μωρού.

«Γιατί το έκανες;» τον ρώτησε. «Γιατί έσωσες την Κίρα;»

Η ερώτηση τον απασχολούσε εδώ και μέρες. Θα μπορούσε να είχε σώσει μόνο το μωρό, αφού το χρειαζόταν για να σπάσει η κατάρα του Μπράντον Σέλτιγκαρ. Η Κίρα του ήταν άχρηστη, αλλά την είχε σώσει από τη Νιλάι. Ένα μικρό και λίγο ανόητο κομμάτι του εαυτού του, που μάλλον έδειχνε υπερβολική πίστη στους ανθρώπους, ήθελε να πιστεύει ότι το είχε κάνει για εκείνον.

«Η μάγισσα μας προσέβαλε με τις πράξεις της, οπότε τη σκότωσα» αποκρίθηκε χωρίς να μπει στον κόπο να τον κοιτάξει. «Κανείς δε δολοπλοκεί εις βάρος του Οίκου μου και μένει ατιμώρητος. Υποθέτω πως η μικρή Σέλτιγκαρ είναι τυχερή που διάλεξα τη συγκεκριμένη στιγμή για να το κάνω».

Για κάποιο λόγο ο Ντέβαν δεν πείστηκε, αλλά δεν είπε τίποτα.

«Είναι έτοιμος να ξυπνήσει» είπε ο Αίρυς και του έδωσε το μωρό. «Δεν αντέχω τη φασαρία που κάνουν τα μικρά παιδιά». Του γύρισε την πλάτη για να φύγει αλλά στα μισά του διαδρόμου σταμάτησε και του έριξε μια κοφτή ματιά πάνω από τον ώμο του. «Ενημέρωσε την αδελφή σου πως την επόμενη φορά που θα φέρει μια μάγισσα στο κάστρο μου θα την κρεμάσω έξω από τις πύλες. Πριν από λίγο ήρθε μαζί με τη Θεραπεύτρια των Ορεσίβιων. Δε θα ανεχτώ ξανά τέτοια συμπεριφορά».

Το γεγονός ότι είχε επιτρέψει- ή μάλλον δεν είχε εμποδίσει την Ορόρα να φέρει την Αιλίν στο κάστρο και δεν είχε κρεμάσει ήδη τη μικρή μάγισσα τον παραξένευε. Αλλά δεν έπεσε στην παγίδα να προσπαθήσει να αναλύσει τα κίνητρα του άρχοντα-πατέρα του. Παρόλο που τους ένωνε ένας από τους πιο ισχυρούς δεσμούς, αυτός του αίματος, ουσιαστικά ήταν δυο ξένοι που υπό άλλες συνθήκες ίσως να μην ανεχόντουσαν ο ένας την παρουσία του άλλου. Δεν μπορούσε να καταλάβει τον τρόπο που σκεφτόταν ο Αίρυς και είχε σταματήσει να προσπαθεί να το κάνει πριν από χρόνια.

Κοίταξε τον γιο του και ορκίστηκε πως θα ήταν ένας πραγματικός πατέρας για εκείνον. Όχι ένα υποκατάστατο, μια απλή φιγούρα, όπως ήταν ο Αίρυς για εκείνον. Θα του έδινε αγάπη, και καθοδήγηση όταν τη χρειαζόταν, θα στήριζε τις επιλογές του και θα τον βοηθούσε να μάθει από τα λάθη του.

Αλλά προς το παρόν θα τον γύριζε στην κούνια του. Σε λίγο θα ξυπνούσε και θα ζητούσε τη μητέρα του. Έπρεπε να είναι δίπλα της. Στο μοναδικό μέρος που και ο Ντέβαν ήθελε να βρίσκεται.

Φαίη