Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 23)

Όλοι είμαστε σε εγρήγορση. Είμαστε έτοιμοι να επιτεθούμε αλλά ταυτόχρονα και όχι. Εάν κάνουμε οποιαδήποτε κίνηση, η ζωή του παιδιού θα βρεθεί στο χείλος του γκρεμού. Έχουμε φτάσει στο σημείο που λες δεν αντέχω άλλο. Που λες κουράστηκα να με στριμώχνουν στη γωνία. Πάνω που λες ότι έχεις το πάνω χέρι της κατάστασης, έρχεται κάποιος και σε χαστουκίζει, λέγοντάς σου ότι πρέπει να συνεχίσεις να παλεύεις. Αλλά το σπαθί σου πια είναι πολύ βαρύ. Το κουβαλάς τόσα χρόνια. Τόσους αιώνες. Απλώς θέλεις όλα να τελειώσουν. Δεν έχεις κουράγιο να το σηκώσεις ξανά. Εκείνη τη στιγμή είναι που λες απλώς δε με νοιάζει. Κουράστηκα. Κουράστηκα να παλεύω και να πέφτουν όλα στον Καιάδα. Κουράστηκα να πολεμάω και στο τέλος πάντα να χάνω. Κουράστηκα να σκέφτομαι και να υπάρχω. Τι νόημα έχει να παλεύεις όταν το τέλος είναι σίγουρο;

Είμαστε σε μειονεκτική θέση. Η Spero είναι βαριά χτυπημένη μετά από όλες αυτές τις μάχες. Ο Ηρακλής
ακόμα βρίσκεται στο πλευρό όλων μας και παραμελεί τη δική του θέση, για να τρέξει δίπλα μας. Ποτέ δεν ξεχνάει. Και εγώ; Εγώ απλώς βρίσκομαι σε ένα μόνιμο χάος. Ο θυμός μου με τρέφει και με κάνει όλο και πιο δυνατό. Τι συμβαίνει όμως όταν φοβάμαι; Φοβάμαι να τη χάσω... Φοβάμαι να αποτύχω και να απογοητεύσω τη Spero. Φοβάμαι να τους αφήσω μόνους. Τι και εάν όμως το πιο σωστό θα ήταν αυτό; Τι εάν άνοιγα το πηγάδι με τους ουρανούς και τους έδιωχνα όλους πίσω στο φως; Η Spero θα με σκότωνε εάν έκανα κάτι τόσο απερίσκεπτο. Αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση. Είναι πολύ επικίνδυνο. Η Χρυσηίς μπορεί να τραυματιστεί αλλά θα σωθεί η αστραπή...

«Mortem!» με τραντάζει η δυνατή φωνή της Spero και με αποσπά από τις σκέψεις μου. Την κοιτάζω ταραγμένος και χωρίς να πάρει το βλέμμα της πάνω από τον εχθρό με επιπλήττει. «Τι νομίζεις ότι κάνεις; Τους δίνεις τροφή!» βρυχάται και καταλαβαίνω τι εννοεί.

Ο φόβος μου είναι τόσο μεγάλος που έχω δώσει μια αίσθηση ικανοποίησης σε όλους τους. Ο φόβος τους τρέφει και εγώ τους δίνω αυτό που θέλουν. Ένα δυνατό κύμα ενέργειας βγαίνει μέσα από τη Spero και η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική. Τα μαλλιά της γίνονται χρυσά. Το ίδιο και το σώμα της. Συνεχώς βγαίνουν από μέσα της κύματα φωτός. Η όψη της είναι υπέρτατη και ανατριχιάζω μπροστά στη θωριά της. Όλοι έχουν σηκώσει το βλέμμα τους και την κοιτάζουν με δέος.

«Η μάχη δεν τελείωσε ακόμα. Θέλεις τον άσσο; Έλα να τον πάρεις» του λέει η Spero και το επόμενό δευτερόλεπτο εξαφανίζεται μπροστά από τα μάτια μας. Πού στο καλό πήγε;

«Mortem! Έλα εδώ!» μου φωνάζει ο Ηρακλής και ανοίγει μια πόρτα για να μπω κάτω από την ασπίδα του.

Καθώς τρέχω προς το μέρος τους ένας δυνατός ήχος έρχεται από τη μεριά του εκπεσόντα. Ο Ηρακλής φαίνεται ξαφνιασμένος καθώς κοιτάζει πίσω μου. Στο σημείο που βρισκόταν πριν λίγο ο σκοτεινός άγγελος, τώρα έχει δημιουργηθεί ένα νέφος σκόνης. Είμαι κάτω από την ασπίδα αλλά η πόρτα παραμένει ανοιχτή. Τι συμβαίνει εκεί πέρα;

«Γιατί δεν κλείνεις την ασπίδα;» κοιτάζω τον Ηρακλή και μου κάνει νόημα να περιμένω. Κάτι έρχεται.

Μέσα από τους καπνούς, μια μαύρη φιγούρα διαφαίνεται να τρέχει προς το μέρος μας. Μικροκαμωμένη και σχετικά αργή για δαίμονα ή άγγελο. Δεν μπορεί... Μήπως είναι η Χρυσηίς; Μέσα από τον χαμό που γίνεται, ακούγονται δυνατά χτυπήματα και συγκρούσεις. Τελικά πράγματι, μέσα από τον καπνό εμφανίζεται το μικρό σώμα του κοριτσιού να τρέχει με τρόμο προς το μέρος μας. Ένα ακόμα δυνατό κύμα ενέργειας σκίζει τον αέρα και η δύναμή του ρίχνει τη μικρή κάτω. Καθώς πέφτει, κλείνει τα μάτια της και βάζει τις φωνές. Πετάγομαι όρθιος και πάω να τη βοηθήσω αλλά ο Ηρακλής με σταματάει. Το κύμα έρχεται μέχρι εδώ και είναι τόσο δυνατό που φέρνει μαζί του πέτρες και σκόνη.

«Δεν πρέπει να πας. Είναι πολύ επικίνδυνο. Η Spero μού είπε να σας προστατέψω όλους» μου λέει απότομα ο Ηρακλής και για μια στιγμή διστάζω.

Κοιτάζω το κορίτσι να παλεύει και να σηκώνεται ξανά στα πόδια του. Αρχίζει πάλι να τρέχει με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια της. Το επόμενο κύμα είναι τόσο δυνατό που ο καπνός εξαφανίζεται. Βλέπουμε καθαρά δύο φιγούρες λουσμένες με φως και σκοτάδι να παλεύουν σε απίστευτα γρήγορους ρυθμούς μπροστά μας. Δε θα τα καταφέρει. Δεν μπορεί να τα καταφέρει. Δεν αφήνω τον χρόνο να πάει χαμένος. Πετάγομαι έξω από την ασπίδα και αρπάζω το παιδί από τη μέση. Το κύμα είναι πολύ κοντά και δεν προλαβαίνω να πάω πίσω.

«Mortem!» ακούω τον Ηρακλή να φωνάζει και η ασπίδα του κλείνει. Με τη σειρά μου κλείνω τα φτερά μου γύρω από τη Χρυσηίς.

Την επόμενη στιγμή, η ενέργεια μάς φτάνει και νιώθω να κατασπαράζει σαν άγριο σκυλί την πλάτη μου. Νιώθω την πανοπλία μου να γίνεται χίλια κομμάτια και το δέρμα μου να ξεφλουδίζει. Σφίγγω τη μικρή με όλη τη δύναμη πάνω μου και, συγγνώμη, μικρή μου, εάν σε τρομάζω, αλλά πονάει τόσο πολύ που δεν αντέχω άλλο και ουρλιάζω από το χτύπημα. Ανοίγω τα μάτια μου και κάθε άλλο παρά φοβισμένη τη βλέπω. Το λεπτεπίλεπτο χεράκι της ακουμπάει το πρόσωπό μου και το βλέμμα της είναι ανήσυχο. Και τότε ηρεμώ. Δεν νιώθω πόνο πια. Δεν νιώθω να με χτυπάει τίποτα. Δεν ακούω τίποτα. Τα πανέμορφα ματάκια της, που σαν χαντρουλές φέγγουν μέσα στο σκοτάδι των φτερών μου, με ταξιδεύουν και με πάνε σε ένα μέρος που δεν υπάρχει πόνος. Δεν υπάρχουν προβλήματα. Μου χαμογελάει και ένα παιδικό γέλιο βγαίνει από το στόμα της.

Επιστρέφω πίσω στην πραγματικότητα και το χτύπημα έχει περάσει από πάνω μας και ο πόνος επιστρέφει. Όχι τόσο δυνατός όσο πριν όμως. Αλλά η πανοπλία μου δεν υπάρχει πια και τα φτερά μου είναι πληγωμένα όπως και η πλάτη μου. Η πύλη στην ασπίδα ανοίγει ξανά και πετάω με ταχύτητα μέσα σε αυτήν. Αφήνω τη μικρή από τα χέρια μου και συνειδητοποιώ ότι την κρατούσα τόσο σφιχτά που τόση ώρα δεν ανέπνεε καλά. Αρχίζει να βήχει καθώς πέφτει στις άγριες πέτρες και μαζί πασχίζουμε να πάρουμε μια ανάσα. Ο Ηρακλής με κοιτάζει άναυδος και εξετάζει την πλάτη μου.

«Μα πώς;» μου λέει καθώς τα δάχτυλά του επεξεργάζονται τη σπονδυλική μου στήλη.

Είμαι έτοιμος να αρχίσω τις ερωτήσεις, αλλά η Τερψιχόρη μάς διακόπτει. Το φως ανάμεσα στα χέρια τους έχει μεγαλώσει δραματικά και μάλλον ήρθε η ώρα...

«Κάντε πίσω!» μας φωνάζει καθώς ένας μικρός τυφώνας δημιουργείται γύρω τους.

Κάνουμε μερικά βήματα πίσω και ο Ηρακλής τούς βγάζει έξω από την ασπίδα του. Για μια στιγμή κοιτάζω προς τη μεριά της Spero. Τα μάτια μου δεν μπορούν να ακολουθήσουν αυτήν τη μονομαχία. Όλα γίνονται τόσο γρήγορα που δεν μπορώ να καταλάβω ποιος κερδίζει και ποιος χάνει. Οι φιγούρες τους χορεύουν συνεχώς σε όλη την αίθουσα. Τη μια στιγμή βρίσκονται μπροστά μας και την άλλη βρίσκονται στο ταβάνι. Αμέσως μετά βρίσκονται πίσω μας. Δεν ξέρουμε από πού θα έρθει το επόμενο χτύπημα. Οι σκιές γύρω μας έχουν αποχωρήσει τελείως από τον φόβο τους και χώμα με μπλε φως έχει περικυκλώσει την Τερψιχόρη και τον Donum.

«Vita!» ακούγεται η απόκοσμη φωνή του αρχηγού τους και σαν να το βλέπω σε αργή κίνηση, μέσα από ένα νέφος, βλέπω τον κατάμαυρο δαίμονα να βγαίνει και να προσπαθεί να γραπώσει την Τερψιχόρη.

Την επόμενη στιγμή, όμως, ένα κατάλευκο χέρι τον καταδιώκει και τον αρπάζει από τα μαλλιά τραβώντας τον πάλι πίσω. Δεν ξέρω εάν τα είδε κανείς άλλος όλα αυτά. Δεν ξέρω ούτε καν εγώ πώς τα είδα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ένιωσα σχεδόν τον χρόνο να παγώνει για να προλάβω να τα δω όλα. Ο δεσμός τους σπάει και μια έκρηξη κάνει την εμφάνισή της τραντάζοντας την ασπίδα του Ηρακλή τόσο πολύ που με το ζόρι κρατιέται όρθιος. Η ασπίδα είναι έτοιμη να φύγει από τα χέρια του και τον πλησιάζω, για να τον κρατήσω σταθερό. Μαζί θα κρατήσουμε την ασπίδα ζωντανή. Η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή που χτύπησε και τη Spero και τον εχθρό της, ρίχνοντάς τους κάτω και τους δύο.

Μέσα από πάγο και άνεμο αναδύεται η Τερψιχόρη. Μάλλον λάθος. Μέσα από πάγο και άνεμο αναδύεται η Vita. Με τα παγωμένα της φτερά και το ξίφος της που, στην όψη του και μόνο, κοιτάζεις αλλού, για να μην τυφλωθείς. Ο Ηρακλής όμως δε χάνει καιρό. Πάντα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά.

«Vita! Τώρα είναι η ευκαιρία! Τώρα!» της φωνάζει και εκείνη χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο πετάει μακριά και φτάνει στο πλευρό της Εχεκράτειας.

Ένας ήχος σαν μουγκρητό ακούγεται από τη μεριά του μαύρου αγγέλου την ώρα που σηκώνεται όρθιος. Άλλες τρεις κατάμαυρες φιγούρες εμφανίζονται και επιτίθενται όλοι μαζί στη Spero. Αλλά είναι πολύ αργά. Η Τερψιχόρη έχει αρχίσει ήδη την επαναφορά της Εχεκράτειας. Μόλις καταλαβαίνουν τι προσπαθεί να κάνει, της ορμούν για να την κατασπαράξουν. Το φως της Spero δυναμώνει και μέσα από το στήθος της βγαίνει μια χρυσή αλυσίδα που δεσμεύει τους τέσσερεις δαίμονες.

«Τι πας να κάνεις!» ουρλιάζει η Spero στην Τερψιχόρη καθώς προσπαθεί να ελέγξει τους δαίμονες που κοπανιούνται αλύπητα.

«Θα τη φέρω πίσω! Είναι η τελευταία λύση! Από στιγμή σε στιγμή θα σπάσει!» φωνάζει η Τερψιχόρη και ένα κατάλευκο φως βγαίνει μέσα από την καρδιά της Εχεκράτειας καθώς οι αστραπές έχουν πάρει άλλη διάσταση.

«Τι; Απλώς παρ’ την και φύγετε από εδώ!» φωνάζει η Spero. Η Τερψιχόρη όμως δεν την ακούει. Για να το λέει η Spero, κάτι δεν πάει καλά.

«Vita, σταμάτα!» της φωνάζω από την άλλη άκρη του δωματίου και με κοιτάζει έντρομη στα μάτια καθώς ένα άπλετο φως τη λούζει και η όρασή μας χάνεται προσωρινά εξαιτίας της λάμψης.

«Όχι!» φωνάζει η Spero.

Τα αυτιά μου σφυρίζουν από τον πόνο και το μόνο που ακούω είναι ένας ανατριχιαστικά, ψιλός ήχος που συνοδεύει τους δυνατούς και γρήγορους χτύπους της καρδιάς μου. Προσπαθώ να ανοίξω τα μάτια μου, αλλά με πονούν τόσο πολύ που νιώθω να με καίνε. Βάζω τα χέρια μου μπροστά για να προστατέψω τα μάτια μου από το λίγο φως που υπάρχει γύρω μου. Ναι, σωστά. Από το λίγο φως. Είναι σκοτεινά και λαμπερές δέσμες εμφανίζονται από εδώ και από εκεί. Τα μάτια μου είναι τόσο ευαίσθητα που δεν αντέχουν ούτε αυτό το ελάχιστο φως. Τελικά καταφέρνω να δω με χαμηλωμένο βλέμμα. Ο Ηρακλής δίπλα μου έχει ακόμα κλειστά τα μάτια του και η μύτη του ματώνει. Η μικρή Χρυσηίς έχει πιαστεί με δύναμη από πάνω μου, για να προστατεύσει το πρόσωπό της με το σώμα μου. Τρέμει ολόκληρη.

Η Spero βρίσκεται αρκετά μέτρα πίσω μας μαζί με τους δαίμονες που πλέον έχουν λυθεί από τα δεσμά τους. Όλοι προστατεύουν ακόμα τα μάτια τους και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους, καθώς μια ζάλη τούς έχει κατακλύσει. Η θολούρα σιγά σιγά χάνεται από τα μάτια μου και κοιτάζω προς τη μεριά της Εχεκράτειας. Η Τερψιχόρη βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά της, αναίσθητη στο κρύο χώμα. Αίμα τρέχει από τη μύτη της. Και η Εχεκράτεια... Η Εχεκράτεια είναι ζωντανή.

Είναι όρθια και το πανέμορφο φόρεμα που της χάρισε η Spero έχει σχεδόν καταστραφεί. Λάμψεις αστραπών βγαίνουν ανεξέλεγκτα από μέσα της. Ένα τεράστιο σημάδι λερώνει το χλωμό δέρμα της. Κατάμαυρες ρίζες σαν τατουάζ έχουν περικυκλώσει το σώμα και το πρόσωπό της. Τα μάτια της είναι κατάμαυρα και τα μαλλιά της λευκά. Ένα απαλό αεράκι σηκώνει τα μαλλιά της ανέμελα και κυματίζει τα κομμάτια από το φόρεμά της. Μένει ακίνητη και νιώθω το βλέμμα της να με χτυπάει βαθιά μέσα στην ψυχή. Κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι αυτή η Εχεκράτεια...

Οι δαίμονες έχουν αφήσει πίσω τους τη Spero και εμφανίζονται δίπλα από την Εχεκράτεια και της ορμάνε όλοι μαζί. Ο χρόνος για μια στιγμή σταματάει γύρω τους ενώ εμείς κινούμαστε κανονικά. Οι δαίμονες βρίσκονται ακίνητοι και ανίκανοι να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Ένα δυνατό φως βγαίνει από μέσα της και τους διαλύει σε χίλια κομμάτια καθώς ουρλιάζουν από τον πόνο. Αστραπές βγαίνουν από μέσα της και την επόμενη στιγμή, έτσι απλά, χωρίς ούτε καν να κουνήσει το μικρό της δάχτυλο, αποτελειώνει όλους τους μαύρους αγγέλους με μιας. Το ψυχρό βλέμμα της πέφτει πάνω στη Χρυσηίς.

«Ηλίθιοι!» φωνάζει η Spero και εμφανίζεται ακριβώς μπροστά από τη μικρή, αλλά έξω από την ασπίδα.

Η Εχεκράτεια πλησιάζει με αργούς και σταθερούς βηματισμούς. Όταν έχει φτάσει αρκετά κοντά της, η Spero παίρνει πάλι τη χρυσή μορφή της και με τις αλυσίδες της περικυκλώνει την Εχεκράτεια. Εκείνη όμως δεν κάνει ούτε βήμα. Ούτε αντιστέκεται.

«Εχεκράτεια! Άκουσε τη φωνή μου! Βρες τον δρόμο!» φωνάζει η Spero καθώς σφίγγει την Εχεκράτεια με τις αλυσίδες της.

Να βρει τον δρόμο; Δηλαδή... Το σώμα έχει αναστηθεί... Αλλά η ψυχή της Εχεκράτειας έχει χαθεί... Δε βρίσκεται μέσα στο σώμα της... Θεέ μου... Τι κάναμε;


Η Εχεκράτεια γυρνάει λίγο το κεφάλι της στο πλάι και οι αλυσίδες αμέσως σπάνε. Με μια κίνηση του χεριού της, η Spero εκτινάσσεται στην άλλη άκρη του δωματίου και χτυπάει με δύναμη πάνω στον τοίχο. Η Εχεκράτεια έρχεται όλο και πιο κοντά και διαπερνάει την ασπίδα χωρίς να τη σπάσει. Τείνει το χέρι της απαλά προς τη Χρυσηίς και της χαμογελάει γλυκά.

«Έλα μαζί μου... Κόρη μου...» Βγαίνει η φωνή της γλυκιά όπως πάντα και μένω άναυδος και ανήμπορος να κινηθώ...

Τι συμβαίνει;

Παρασκευή Γκύζη