Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 3)

Κίρα

Οι αγορές του Νιέζντιελ ήταν μια έκρηξη χρώματος και ζωής. Όπου κι αν κοίταζε, η Κίρα έβλεπε ανθρώπους να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα ανάμεσα στους πάγκους που εκτείνονταν για μίλια κατά μήκος των δρόμων, σχηματίζοντας έναν απέραντο λαβύρινθο. Μπορούσες να βρεις τα πάντα, από τσίγκινα σκεύη, φρέσκα λαχανικά και τυριά, μετάξια και υφάσματα σε ζωηρά χρώματα, βότανα που υπόσχονταν να θεραπεύσουν κάθε ασθένεια, και χαλιά με μοτίβα τόσο περίπλοκα που μπορούσες να τα κοιτάς για ώρες, ενώ πλεχτά καλάθια με πολύχρωμες σκόνες γέμιζαν τον αέρα με την μυρωδιά της κανέλας και του μοσχοκάρυδου. Οι πάγκοι ποίκιλλαν σε μεγέθη, ανάλογα με το τι πουλούσε ο καθένας, με τους πωλητές τους να διαλαλούν τις πραμάτειες τους. Οι περισσότεροι είχαν ένα σκέπασμα από ανοιχτόχρωμο πανί που τους προστάτευε από τον καυτό ήλιο, στερεωμένο σε λεπτά, ψηλά ξύλινα στηρίγματα ή στους τοίχους των διπλανών κτιρίων. Στην αρχή η Κίρα ένιωθε μεγάλη δυσφορία με το υπερβολικά ζεστό και ξηρό κλίμα του Νιέζντιελ που δεν έμοιαζε καθόλου με το ήπιο κλίμα της Ναβίντια και δε μπορούσε να κυκλοφορήσει έξω παρά μόνο τις απογευματινές ώρες που ο ήλιος έδυε και η θερμοκρασία έπεφτε, αλλά μετά τις πρώτες βδομάδες το είχε συνηθίσει. Το χλομό δέρμα της είχε πάρει λίγο χρώμα, αν και ακόμα ξεχώριζε ανάμεσα στους ηλιοκαμένους κάτοικους του Νιέζντιελ όπως ένα μαργαριτάρι μέσα σε ένα μπολ από όνυχα.

Κοίταξε τον Ντέβαν που περπατούσε δίπλα της, με το χέρι του να ακουμπάει ελαφρά την πλάτη της και να την οδηγεί μέσα στην αγορά. Ήταν τόσο μεγάλη που θα χρειαζόντουσαν αρκετές μέρες για να την γυρίσουν όλη, και η Κίρα αναρωτιόταν πως γινόταν να μη χάνει ποτέ τον δρόμο του. Όμως και πάλι, ο Ντέβαν είχε σπουδαίο προσανατολισμό. Το δικό του δέρμα είχε πάρει μια πιο σταρένια απόχρωση από το δικό της και οι μαύρες τούφες των μαλλιών του έπεφταν ακατάστατες γύρω από το πρόσωπο του, ενώ τα χρυσά του μάτια έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου. Έδειχνε ευτυχισμένος, ίσως επειδή είχε την ευκαιρία να κάνει τον έξυπνο, επιδεικνύοντας όλες τις γνώσεις του για το Νιέζντιελ.

«Πως ξέρεις τόσα πολλά για αυτή τη χώρα;» τον ρώτησε, καθώς προσπερνούσαν τον πάγκο ενός ασπρομάλλη γέρου που σέρβιρε αχνιστό τσάι μέσα από κάτι ψηλές κανάτες με περίεργα σχήματα και έστριψαν προς τα δεξιά.

«Έχω έρθει πολλές φορές, και μάλιστα πριν από καιρό είχα μείνει και για ένα μικρό διάστημα» της απάντησε, καθώς παραμέριζαν για να αποφύγουν μια ομάδα παιδιών που έτρεχε γελώντας στους δρόμους. «Ο Οίκος μου γνωρίζει τη βασιλική οικογένεια. Δεν είναι ακριβώς φιλικές σχέσεις, αλλά δεν είναι εχθρικές όπως με τους Ρίχακ»

«Δηλαδή αρκετά φιλικές ώστε να μην υπάρξουν εχθροπραξίες, αλλά δεν ανακατεύεστε ο ένας στα πόδια του άλλου;»

«Κάπως έτσι. Αν και το Νιέζντιελ και η Ναβίντια είναι μακριά και ένας πόλεμος δεν θα ήταν εύκολος, όχι πως ο πατέρας μου θα νοιαζόταν αν αποφάσιζε να ξεκινήσει έναν… Θα δημιουργούσε όμως πρόβλημα στο εμπόριο, το μεγαλύτερο μέρος του σιδήρου και του μετάλλου της Ναβίντια προέρχεται από τα ορυχεία που είναι κοντά στα ηφαίστεια του Νιέζντιελ. Μια χώρα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς μέταλλο, και το Νιέζντιελ κερδίζει μεγάλα ποσά από το εμπόριο, οπότε ένας πόλεμος δεν συμφέρει κανέναν…»

«Μιλάς ήδη σαν Άρχοντας του Οίκου» τον πείραξε, κάνοντας μια μικρή γκριμάτσα. Δεν μπορούσε να τον φανταστεί στη θέση του Αίρυς, αλλά ταυτόχρονα ήξερε ότι θα ήταν πολύ καλύτερος από τον πατέρα του. Ο Ντέβαν ήταν λογικός, ενώ ο Αίρυς θα μπορούσε να ξεκινήσει πόλεμο με το Νιέζντιελ απλά και μόνο επειδή ξύπνησε με αυτή την ιδέα, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι δεν θα είχε μέταλλο για να φτιάξει τα σπαθιά που θα χρειαζόταν για να το κάνει. Έκανε γρήγορα να διώξει τον Αίρυς από τις σκέψεις της, η μέρα ήταν υπέροχη και δεν ήθελε να την καταστρέψει, όμως οι μνήμες εμφανίστηκαν απρόσκλητες στο μυαλό της…

Όταν ο Ντέβαν είχε ανακοινώσει στον πατέρα του ότι εκείνος και η Κίρα θα έφευγαν για λίγο καιρό, είχε ξεσπάσει ένας μικρός εμφύλιος στον Οίκο των Ντρόγκομιρ. Ο Αίρυς δεν νοιαζόταν αν ο γιος του και η Κίρα είχαν αποφασίσει να ταξιδέψουν, αλλά τους είχε απαγορέψει να πάρουν μαζί τους το μωρό, λέγοντας πως δεν θα διακινδύνευε να χαθεί η πηγή της δύναμης τους, επειδή ο γιος του ήταν ένας «ανεύθυνος ερωτοχτυπημένος που ήθελε ταξίδια με την ερωμένη του». Και τότε είχε ξεσπάσει το χάος, επειδή ο Ντέβαν δεν σκόπευε να ανεχτεί να επεμβαίνει ο πατέρας του στην οικογένειά του, και φυσικά η Ορόρα είχε ταχθεί υπέρ του αδελφού της, και ο Αίρυς είχε απειλήσει Θεούς και δαίμονες των Εφτά Κολάσεων αν τολμούσαν να πάρουν τον Ραίγκαρ μακριά από τον Οίκο. Όμως η Κίρα και ο Ντέβαν ήταν οι γονείς του και δεν είχε καμία εξουσία πάνω του, οπότε οι τρεις τους είχαν φύγει αφήνοντας τον Αίρυς να δυσανασχετεί και να βράζει από θυμό στο κάστρο του.

Με όλες αυτές τις σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό της δεν κατάλαβε πως ο Ντέβαν την είχε οδηγήσει μπροστά στο παλάτι παρά μόνο όταν το είδε να υψώνεται μπροστά της. Οι θολωτές οροφές ήταν επενδυμένες με χρυσό που αντανακλούσαν το φως σαν μικροί ήλιοι. Οι στριφογυριστοί πύργοι του ήταν καλυμμένοι με μικρά κεραμικά πλακάκια σε έντονα κίτρινα και μπλε χρώματα και οι κήποι που το περικύκλωναν δεν υπήρχαν λόγια για να τους περιγράψει. Τόσα πολλά διαφορετικά λουλούδια, με τόσα πολλά χρώματα, σχήματα και μυρωδιές, μικρά τεχνητά ρυάκια και χαμηλές πισίνες από μάρμαρο και πλακάκια με μικρά κόκκινα και πορτοκαλί ψάρια να κολυμπάνε στα πεντακάθαρα νερά τους! Πολλά παιδιά πλατσούριζαν μέσα τους, πετώντας νερά το ένα στο άλλο και πειράζοντας τα ψάρια, και το άρωμα από τις ανθισμένες λεμονιές και τις πορτοκαλιές έφτανε μέχρι το σημείο που στεκόντουσαν. Υπήρχε κάτι περίεργο στην όλη εικόνα, αλλά το μυαλό της Κίρας δεν μπορούσε να επεξεργαστεί τι ακριβώς.

«Δεν έχουν τείχη» συνειδητοποίησε έκπληκτη. Πρώτη φορά έβλεπε κάστρο χωρίς τείχη γύρω του για να το προστατεύουν, ήταν περίεργο...

«Οι άνθρωποι του Νιέζντιελ εκτιμούν πολύ την ελευθερία» αποκρίθηκε ο Ντέβαν. «Δεν θέλουν τίποτα που να τους περιορίζει, ακόμα κι αν είναι για την προστασία τους»

«Μου αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι» είπε αυθόρμητα η Κίρα κι ο Ντέβαν την κοίταξε, με τα χείλη του να σχηματίζουν ένα μικρό πλάγιο χαμόγελο.

«Ήμουν σίγουρος»

«Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω;»

«Γιατί;» την ρώτησε, παραξενεμένος από την απότομη αλλαγή της διάθεσής της.

«Δεν μου αρέσει να αφήνω τον Ραίγκαρ μόνο για τόση ώρα…»

Ο Ντέβαν ένευσε χωρίς να πει τίποτα άλλο και έκαναν μεταβολή παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, ήξερε πως η Κίρα δεν ένιωθε άνετα όταν ήταν μακριά από το μωρό της. Τις πρώτες εβδομάδες μετά τη γέννηση του δεν άντεχε να το αποχωριστεί, ούτε καν για να το βάλουν να κοιμηθεί στο δωμάτιό του, έτσι ο Ντέβαν είχε φέρει την κούνια του στο δικό τους δωμάτιο για να το έχει δίπλα της. Δεν επέτρεπε στις υπηρέτριες να το αγγίξουν, και ο μόνος τρόπος να την πείσουν να αφήσει την Ορόρα ή την Ντεσμέρα να το κρατήσουν στην αγκαλιά τους ήταν να είναι και εκείνη δίπλα τους. Τώρα τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα, αλλά ακόμα, κάποιες νύχτες ξυπνούσε ουρλιάζοντας από τους εφιάλτες.

Με την άκρη του ματιού της έπιασε μια λάμψη που τράβηξε την προσοχή της και γύρισε το κεφάλι της για να αντικρίσει έναν πάγκο στα δεξιά της. Ήταν μικρότερος από τους περισσότερους, και το ύφασμα που τον σκέπαζε σκούρο μοβ αντί για λευκό, ενώ η ηλικιωμένη γυναίκα που στεκόταν πίσω του τακτοποιούσε τα κοσμήματα που ήταν προσεχτικά τοποθετημένα πάνω του. Το μπροστινό κομμάτι του πάγκου δεν ήταν κρυμμένο στη σκιά και ο ήλιος έκανε τους πολύτιμους λίθους και το ασήμι να λαμποκοπούν σαν αστέρια. Κοίταξε τον Ντέβαν που είχε στρέψει κι εκείνος την προσοχή του στον πάγκο.

«Ντέβαν, όχι» είπε γρήγορα, μαντεύοντας τις σκέψεις του, όμως εκείνος την αγνόησε και πήγε προς το μέρος του πάγκου, καθοδηγώντας κι εκείνη βάζοντας το χέρι του στην πλάτη της. Η Κίρα ξεφύσηξε.

«Θέλω να πάω στο μωρό μου» διαμαρτυρήθηκε.

«Μια στιγμή θα κάνουμε μόνο»

«Αυτό είναι γελοίο»

«Το ξέρω» αποκρίθηκε σαρκαστικά το αγόρι. «Όλες οι γυναίκες λατρεύουν τα κοσμήματα, εσύ είσαι η μόνη που διαμαρτύρεται»

«Σου έχω δώσει λόγο να πιστεύεις ότι είμαι σαν τις υπόλοιπες γυναίκες;» είπε, δήθεν προσβεβλημένη.

«Ναι, εσύ προτιμάς τα μαχαίρια. Και το ξέρω ότι σου αρέσουν τα κοσμήματα»

«Όχι να τα φοράω! Ποιος ο λόγος, αφού είμαι κλεισμένη μέσα σε ένα κάστρο και κανείς δε θα με δει;»

«Έλα που σου λέω, θα πάρουμε κάτι και για την Ορόρα. Ίσως έτσι δεν μας σκοτώσει αν αργήσουμε να επιστρέψουμε και χάσει τα γενέθλια του Ραίγκαρ…»

Στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια της και τον άφησε να την σύρει μέχρι τον πάγκο. «Ένα κόσμημα για την όμορφη κυρία;» είπε πρόσχαρα η εμπόρισσα, κι από κοντά η Κίρα διαπίστωσε ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο είχε υποθέσει, απλά το δέρμα της είχε ζαρώσει και μαυρίσει από τις πολλές ώρες έκθεσης στον ήλιο. Ήταν ντυμένη με ένα μακρύ κίτρινο-μοβ καφτάνι και οι καρποί της ήταν στολισμένοι με άπειρα βραχιόλια που κροτάλιζαν με κάθε κίνηση των χεριών της.

«Τι λες γι' αυτό;» ρώτησε ο Ντέβαν την Κίρα, δείχνοντας της ένα βραχιόλι με μοβ αμέθυστους.

«Δε φοράω κοσμήματα» επανέλαβε η κοπέλα, χωρίς να τη νοιάζει που η εμπόρισσα την άκουγε. Πράγματι προτιμούσε να της ξανακάνει δώρο ένα μαχαίρι, ή ίσως ένα τόξο. Θα ήθελε να μάθει τοξοβολία.

«Γιατί δεν το δοκιμάζεις πριν αποφασίσεις;» της πρότεινε η γυναίκα πίσω από τον πάγκο. «Θα δείχνει υπέροχο πάνω σου»

«Θα αγοράσει ό,τι πουλάς ούτως ή άλλως, οπότε δεν υπάρχει λόγος για κολακείες»

«Γοητευτική» είπε η γυναίκα, πριν ο Ντέβαν ευκαιρήσει να απολογηθεί για την συμπεριφορά της Κίρας. Αλλά σίγουρα η γυναίκα δε νοιαζόταν για τη συμπεριφορά τους, παρά για το πορτοφόλι τους, οπότε συνέχισε να χαμογελάει.

«Δώσε μου το χέρι σου» ξανάπε η πωλήτρια, σηκώνοντας το βραχιόλι με τους αμέθυστους από τον πάγκο, και η Κίρα αναστέναξε δραματικά και άπλωσε το χέρι της. Η γυναίκα το έπιασε για να της φορέσει το βραχιόλι, αλλά η έκφρασή της άλλαξε και το πρόσωπο της σκοτείνιασε.

«Δεν είσαι μάγισσα» είπε, με ένα συνοφρύωμα να εμφανίζεται στο μέτωπο της, τονίζοντας τις ρυτίδες της. Η Κίρα τράβηξε απότομα το χέρι της, ξαφνικά σε επιφυλακή.

«Και λοιπόν;»

«Μπορώ να νιώσω τα ίχνη της μαγείας στο αίμα σου, αλλά δεν είσαι μάγισσα»

«Σου το είπα πως ήθελα να γυρίσω πίσω» έκανε η Κίρα γυρνώντας προς τον Ντέβαν, όμως η γυναίκα πετάχτηκε πάλι βιαστικά:

«Περίμενε!' Δεν είχα σκοπό να σε προσβάλω. Απλά... ξαφνιάστηκα. Αυτό είναι πολύ σπάνιο, οπότε μπορώ μονάχα να υποθέσω ότι είσαι κόρη μάγων που όμως δεν κληρονόμησες τις δυνάμεις τους. Είναι συναρπαστικό»

«Είναι βαρετό» απάντησε πικρά. «Και ντροπιαστικό… Οι γονείς μου δε με έχουν κάνει ποτέ να αισθανθώ άσχημα για αυτό, αλλά… Πάντα νιώθω ότι υστερώ σε κάτι…»

«Ντροπιαστικό; Όχι, όχι,όχι...» την κοίταξε περίεργα η εμπόρισσα, έπειτα έκανε τον γύρο του πάγκου και πήγε κοντά στο ζευγάρι. «Κανείς δεν σου εξήγησε ποτέ τι ακριβώς είναι οι μάγοι που γεννιούνται χωρίς μαγεία;»

Τώρα ήταν η σειρά της Κίρας και του Ντέβαν να της ρίξουν ένα απορημένο βλέμμα. «Γκάρλαρντ!» φώναξε, και μέσα από το πλήθος ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με πυκνά μαύρα γένια ξεχώρισε από μια παρέα αντρών που συζητούσαν έντονα και κινήθηκε προς το μέρος τους.

«Πρόσεχε λίγο τον πάγκο μέχρι να γυρίσω» του παρήγγειλε, κι ύστερα έκανε νόημα στο ζευγάρι να την ακολουθήσουν.

«Πιστεύεις πως πρέπει να πάμε μαζί της;» ρώτησε ψιθυριστά η Κίρα τον Ντέβαν, κι εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.

«Τι έχουμε να χάσουμε; Εκτός κι αν φοβάσαι…»

Τον χτύπησε στα πλευρά με τον αγκώνα της και άρχισε να περπατάει πίσω από τη μάγισσα χωρίς να τον περιμένει, αν και ήξερε πως βρισκόταν μονάχα ένα βήμα πίσω της. Μπήκαν μέσα σε ένα από τα κοντινά κτίρια, που η μετάβαση από τον δυνατό ήλιο είχε ως αποτέλεσμα να φαίνεται πολύ πιο σκοτεινό απ' ότι ήταν στην πραγματικότητα, αλλά ήταν ευχάριστα δροσερό. Τα δυο παράθυρα του μικρού χώρου είχαν χοντρά σιδερένια κάγκελα και οι λευκές κουρτίνες ήταν τραβηγμένες. Στη δεξιά πλευρά υπήρχε ένα γραφείο με μια καρέκλα πίσω του, και μια μεγάλη βιβλιοθήκη με δεκάδες μικρά, τετράγωνα ράφια κάλυπτε όλο τον αριστερό τοίχο, από το πάτωμα μέχρι την οροφή.

Μια ζυγαριά ήταν ακουμπισμένη πάνω στο γραφείο, γεμάτη με ακατέργαστα διαμάντια στη μια σκάλα και κυλινδρικά βαρίδια στην άλλη. Μπολάκια με μοβ αμέθυστους, βαθυπράσινα σμαράγδια και φλογερά ρουμπίνια ήταν τακτικά τοποθετημένα σε μια ευθεία, όπως και διάφορα εργαλεία και χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια με κενές θέσεις στα δεσίματα.

«Η Φύση δεν κάνει λάθη, ούτε πράγματα στην τύχη» τους είπε η μάγισσα και έκλεισε την πόρτα πίσω τους, ρίχνοντας το βλέμμα της στην Κίρα. «Όλα έχουν τον σκοπό του, ακόμα και οι μάγοι χωρίς μαγεία. Μπορεί να μη μπορούν να την χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι, αλλά οι άλλοι μάγοι μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν ως αγωγούς»

«Δεν καταλαβαίνω» είπε ανυπόμονα η κοπέλα, παίζοντας νευρικά με το ύφασμα του φορέματός της. Ήθελε να πάει στο μωρό της και αυτή η γυναίκα την καθυστερούσε, και επίσης, μετά την εμπειρία της με τη Νιλάι και τους Ορεισίβιους ένιωθε εξαιρετικά άβολα όταν βρισκόταν κοντά σε μάγισσες -με εξαίρεση την Ντεσμέρα-, λες και κάτι κακό πρόκειται να συμβεί.

«Οι αγωγοί ή σύνδεσμοι είναι τα μέσα που χρησιμοποιούν οι μάγισσες για να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να δημιουργήσουν μια πιο ισχυρή πηγή ενέργειας'. Το πρόβλημα είναι πως είναι πολύ περιορισμένοι. Η σκόνη από κάποια πολύ σπάνια ορυκτά, το έλαιο από τους σπόρους των γαλάζιων τριαντάφυλλων, η δύναμη από τις θυσίες και άλλες σκοτεινές τέχνες, για τις οποίες δε μου επιτρέπεται να μιλήσω, αλλά οι ανθρώπινοι αγωγοί είναι οι πιο σπάνιοι. Υπάρχουν πολλοί που θα πλήρωναν μεγάλα ποσά για τις υπηρεσίες τους»

«Αυτό είναι γελοίο. Γνωρίζω μια από τους αρχηγούς των Συνάξεων, αν ήμουν αυτό που λες θα μου το είχε πει»

«Ίσως ήθελε να σε προστατεύσει… Αυτού του είδους το χάρισμα μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο. Το ανθρώπινο σώμα μπορεί να αντέξει μέχρι μια συγκεκριμένη ποσότητα ενέργειας και αν ξεπεράσεις αυτό το όριο, θα καταρρεύσει. Αυτά που σας λέω δεν είναι κενά λόγια» τους προειδοποίησε και μια μελαγχολική σκιά πέρασε από το πρόσωπό της. «Έχασα μια πολύ αγαπημένη φίλη επειδή έδειχνε υπερβολική σιγουριά στον εαυτό της και υποτιμούσε τους κινδύνους, και αυτός ο θάνατος δεν ήταν ούτε γρήγορος ούτε ωραίος. Δεν εύχομαι αυτή τη μοίρα σε κανέναν»

Μια βαριά σιωπή απλώθηκε ανάμεσα τους, κάνοντας το δωμάτιο πιο παγωμένο και σκοτεινό. «Εσύ φτιάχνεις τα κοσμήματα;» ρώτησε ο Ντέβαν νεύοντας προς το γραφείο, σε μια απόπειρα να ξορκίσει τη στοιχειωμένη αίσθηση.

«Εγώ; Όχι, όχι...» γέλασε, με την προηγούμενη πρόσχαρη έκφραση να επιστρέφει στην όψη της. «Δεν θα είχα ποτέ την υπομονή να καθίσω τόσες ώρες και να προσπαθήσω να βάλω αυτά τα μικροσκοπικά πετραδάκια στη σωστή θέση, αλλά ο Γκάρλαρντ μπορεί να δημιουργήσει πραγματικά αριστουργήματα. Περίεργο, αν σκεφτεί κανείς αυτά τα λουκάνικα που έχει για δάχτυλα. Για περιμένετε μια στιγμή...»

Πήγε στη βιβλιοθήκη και άρχισε να ψάχνει τα ράφια μουρμουρίζοντας. «Το ήξερα πως ήταν κάπου εδώ» είπε με μια θριαμβευτική έκφραση, τραβώντας ένα κολιέ από τα μεσαία ράφια. Η ασημένια αλυσίδα ήταν τόσο λεπτεπίλεπτη που έδειχνε σχεδόν εύθραυστη, και ένα στρογγυλό ζαφείρι στο μέγεθός φουντουκιού πλαισιωμένο από ένα στεφάνι φτιαγμένο από διάφανες πέτρες κρεμόταν από αυτή.

'Αυτό θα τονίζει υπέροχα τα γκρίζα μάτια σου» είπε στην Κίρα, κι εκείνη ετοιμάστηκε να επαναλάβει για εκατοστή φορά πως δεν φορούσε κοσμήματα, αλλά έπρεπε να παραδεχθεί ότι το μενταγιόν ήταν πολύ όμορφο και καθόλου υπερβολικό, όπως κάποια από τα κοσμήματα που της είχε αφήσει η μητέρα της ή σαν αυτά που άρεσαν στην Ορόρα… Τελικά, ο Ντέβαν διάλεξε ένα μεγάλο χρυσό βραχιόλι με σπειροειδή σχέδια για την αδελφή του και άφησε μερικά χρυσά νομίσματα στη μάγισσα πριν την ευχαριστήσουν και πάρουν τον δρόμο της επιστροφής.

Στα μισά του δρόμου, τα λόγια της εμπόρισσας είχαν ξεχαστεί. Ακόμα κι αν όσα ισχυριζόταν ήταν αλήθεια και η Κίρα ήταν πράγματι αυτό που έλεγε, εξακολουθούσε να μη μπορεί να χρησιμοποιήσει μαγεία, και δεν σκόπευε σε καμία περίπτωση να αφήσει τις μάγισσες να την χρησιμοποιήσουν με οποιοδήποτε τρόπο, οπότε δεν είχε νόημα να το σκέφτεται.

Φτάνοντας κοντά στο σπίτι της Μελάρας, η Κίρα σχεδόν έτρεξε στην πόρτα. Μακάρι να μπορούσε να πάρει μαζί της τον γιο της στην αγορά, αλλά δεν ήθελε να τον εκθέσει σε όλη αυτή τη ζέστη και τον ήλιο.

«Μελάρα;» φώναξε μπαίνοντας μέσα στο σπίτι. Η Μελάρα ήταν μια υπερήλικη χήρα που τους τελευταίους μήνες τους νοίκιαζε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού της. Θα μπορούσαν να είχαν βρει κάτι πιο μεγάλο ή πιο ήσυχο, αλλά η Μελάρα ήταν καλόκαρδος άνθρωπος και τους φρόντιζε καλά, αφού όπως έλεγε τώρα που ήταν χήρα και όλα τα παιδιά της είχαν παντρευτεί «δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει»… Τη βρήκε να κάθεται σε μια από τις πολυθρόνες του σαλονιού, κρατώντας τον Ραίγκαρ στην ποδιά της που έπαιζε και τραβούσε μια τούφα από τα υπερβολικά μακριά λευκά μαλλιά της γερόντισσας. Το ότι ήταν μια από τους λίγους ανθρώπους που άφηνε να τον κρατήσουν χωρίς να κλάψει ήταν άλλος ένας λόγος που η Κίρα τη συμπαθούσε, και την εμπιστευόταν αρκετά για να την αφήσει να τον προσέχει για λίγες ώρες.

«Κοίτα ποιοι ήρθαν» είπε στο μωρό, κουνώντας το στα γόνατα της.

«Μελάρα, τρώει τα μαλλιά σου!» φώναξε η Κίρα και έτρεξε δίπλα τους για να πάρει την ασημόχρωμη τούφα από τα χέρια του γιου της. «Από τότε που έχει αρχίσει να βγάζει δόντια, μασουλάει τα πάντα…»

«Α, ναι;» έκανε ξαφνιασμένη η γυναίκα, που δεν το είχε παρατηρήσει. Το πρόσωπό της ήταν ζαρωμένο σαν σταφίδα και οι κόρες των ματιών της καλύπτονταν από μια ημιδιαφανή γαλακτερή μεμβράνη που έκανε δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιο ήταν κάποτε το χρώμα τους, αλλά το μυαλό της ήταν κοφτερό και δεν της ξέφευγε τίποτα. Η Κίρα ήξερε πως στην πραγματικότητα η Μελάρα δεν είχε ανάγκη από τα χρήματα που της έδιναν, αφού είχε οχτώ παιδιά που το καθένα τής έστελνε ένα μικρό ποσό τον μήνα για να τη συντηρήσουν, τώρα που δεν μπορούσε πια να εργαστεί, αλλά όταν πολλαπλασίαζες αυτή τη μικρή βοήθεια επί οχτώ σταματούσε να είναι και τόσο μικρή, τους είχε δεχθεί στο σπίτι της επειδή ήθελε κάποιον να της κρατάει συντροφιά…

«Που πήγατε;» τη ρώτησε.

«Στο παζάρι» απάντησε η Κίρα, χαϊδεύοντας τα απαλά μαύρα μαλλάκια του μωρού της. Κάθε μέρα που περνούσε έμοιαζε όλο και περισσότερο στον Ντέβαν, αλλά πλέον μπορούσε να διακρίνει και δικά της χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του, όπως τα μάτια του, που όταν είχε γεννηθεί ήταν γκριζογάλανα, αλλά τώρα είχαν μια ανοιχτή γαλάζια απόχρωση. Το φυλαχτό που του είχε δώσει η Ραζιγιέ ως δώρο για τη γέννηση του ήταν τυλιγμένο γύρω από τον καρπό του - είχαν κόψει την αλυσίδα ώστε να την κάνουν βραχιόλι, αφού θα ήταν επικίνδυνο να είναι τυλιγμένη γύρω από τον λαιμό του μωρού. Η Κίρα δεν ήταν προληπτική, ωστόσο ένιωθε καλύτερα όταν ο γιος της φορούσε το φυλαχτό. Τα πράγματα ήταν πολύ ήσυχα τους τελευταίους μήνες, αλλά λίγη παραπάνω προσοχή δεν έβλαπτε, σωστά;

«Πάλι; Σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε υπάρχουν κι άλλα μέρη στο Νιέζντιελ» στράφηκε προς τον Ντέβαν, αν και τα μάτια της δεν εστίαζαν σωστά πάνω του. «Πρέπει να την πας να δει τις λίμνες κοντά στους καταρράκτες. Μαγικό μέρος! Αλλά όπως όλοι, κρατάς τη γυναίκα σου κλεισμένη μέσα και όταν βγαίνετε, είναι συνέχεια στην αγορά» αναστέναξε δραματικά. «Οι σημερινοί άντρες δεν έχουν φαντασία, όπως στις δικές μου μέρες. Δεν θα την κατηγορήσω αν σε αφήσει για κάποιον πιο ρομαντικό από σένα»

Ο Ντέβαν κοίταξε την Κίρα. «Υπάρχει τέτοια πιθανότητα;» την ρώτησε, υψώνοντας το ένα φρύδι.

«Φυσικά και υπάρχει» Όταν όλα τα αστέρια του ουρανού σβήσουν και ο ήλιος θα ανατείλει από την δύση και θα δύσει στην ανατολή. «Γι' αυτό φρόντισε να κρατάς το ενδιαφέρον μου» γέλασε η Κίρα και στράφηκε προς τη Μελάρα. «Και μου αρέσει το παζάρι» τον υπερασπίστηκε. «Είδα και το παλάτι σήμερα» πρόσθεσε, και ταυτόχρονα φαντάστηκε τον γιο της να πλατσουρίζει στα νερά των κήπων και να προσπαθεί να πιάσει τα ψάρια που ζούσαν εκεί, κοιτώντας τα μπερδεμένος καθώς ξεγλιστρούσαν μέσα από τα μικρά χεράκια του, εικόνα που έφερε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη της.

«Αχ, τι μου θύμισες!» αναφώνησε η Μελάρα. «Τις γιορτές που γινόντουσαν στο παλάτι δεν μπορείς να τις δεις πουθενά αλλού! Διαρκούσαν μέρες ολόκληρες, και παλάτι ήταν ανοιχτό για όλους. Η μουσική, οι χοροί, τα συμπόσια που οργανώνονταν σε όλη την πόλη... Αχ, ανάθεμα αυτή την άτιμη ασθένεια που έριξε τον βασιλιά μας στο κρεβάτι!»

«Τι αρρώστια;»

«Ποδάγρα, αλλά δόξα τους θεούς η πριγκίπισσα Ναζλί έχει αποδειχθεί αντάξια του, τα Πνεύματα να τη φυλάνε. Αυτή είναι το μέλλον της χώρας μας…»

Ήταν ωραίο να ακούει η Κίρα πως μια γυναίκα είχε πάρει μια θέση εξουσίας που πολλοί θεωρούσαν πως ανήκε μόνο στους άντρες, και μάλιστα ένα ολόκληρο κράτος αναγνώριζε την αξία και τις προσπάθειές της. Μακάρι οι άνθρωποι της Ναβίντιας να ήταν τόσο ανοιχτόμυαλοι όσο οι άνθρωποι του Νιέζντιελ! Οι άντρες έπρεπε να καταλάβουν πως ο κόσμος δεν τους άνηκε μόνο και μόνο επειδή ήταν άντρες, και οι γυναίκες μπορούσαν να τα καταφέρουν το ίδιο, και καλύτερα από αυτούς... Εκεί, μια πριγκίπισσα κρατούσε τη χώρα της ακμαία, και σίγουρα η Ορόρα θα μπορούσε να κάνει την Ναβίντια ένα πολύ καλύτερο μέρος απ' ότι την είχε καταντήσει ο Αίρυς και οι Ντρόγκομιρ πριν από αυτόν…

«Σ' ευχαριστώ που τον πρόσεχες» είπε στη Μελάρα και άπλωσε τα χέρια της για να πάρει το μωρό από την ποδιά της, αλλά μόλις τον ακούμπησε ο Ραίγκαρ άρχισε να κλαίει. Η Κίρα τράβηξε απότομα τα χέρια της πίσω σαστισμένη, κι ο Ντέβαν πήρε το παιδί από τα χέρια της ηλικιωμένης και άρχισε να το κουνάει μαλακά μέχρι να ηρεμήσει.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε αυτό» σχολίασε αργότερα, απορημένη ακόμη, καθώς άλλαζε φόρεμα στο δωμάτιό τους και ο αγαπημένος της κρατούσε τον γιο τους. «Δεν κλαίει ποτέ όταν τον κρατάω, ποτέ…»

«Είναι απλό» αποκρίθηκε ο Ντέβαν, κουνώντας το κεφάλι του προς τα δεξιά για να αποφύγει το χέρι του μωρού που πήγαινε προς το μάτι του. «Με συμπαθεί περισσότερο απ' ο τι εσένα…»

«Νομίζω πως θα σε πετάξω έξω από το δωμάτιο απόψε» του είπε και έβγαλε το κολιέ με το ζαφείρι, το άφησε πάνω στη συρταριέρα και πήγε προς το μέρος τους. «Δώσε μου το παιδί μου» είπε απαιτητικά και πήρε το μωρό από την αγκαλιά του, το οποίο αυτή τη φορά δεν έβγαλε κανέναν ήχο, πιπιλίζοντας τα δάχτυλα του και ήσυχο όπως πάντα. Αυτό το είχε πάρει από τον Ντέβαν.

«Σου έλειψε η μαμά, Ραίγκαρ;» του έκανε γλυκά. «Πες μαμά. Πες μα-μά»

«Μπαμπά θα πει πρώτα…»

«Κάνε όνειρα» τον ειρωνεύτηκε, κι αναρωτήθηκε πότε θα έλεγε ο Ραίγκαρ την πρώτη του λέξη, σε λίγο καιρό θα γινόταν ενός έτους… Μάλλον έπρεπε να επιστρέψουν στη Ναβίντια, γιατί πραγματικά η Ορόρα θα τους σκότωνε αν έχανε τα γενέθλιά του.

«Σε ποια ηλικία αρχίζουν να μεταμορφώνονται οι Ντρόγκομιρ;» ρώτησε. «Υπάρχει περίπτωση να δω ξαφνικά το μωρό μου με ουρά;»

Ο Ντέβαν άρχισε να γελάει, αυτός ο πλούσιος, γλυκός ήχος που έκανε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. «Σοβαρολογώ!» επέμεινε, κι εκείνος στάθηκε πίσω της και έβαλε τα χέρια του στους ώμους της, η ζεστή του ανάσα γαργαλούσε τον λαιμό της.

«Μην ανησυχείς. Θα περάσουν τουλάχιστον δέκα χρόνια μέχρι να γίνει αυτό, οπότε έχουμε χρόνο…» την καθησύχασε, και αμέσως το βλέμμα του πλανήθηκε πάνω στη συρταριέρα και το κολιέ που ήταν ακουμπισμένο πάνω της.

«Το έβγαλες κιόλας;»

«Δεν θέλω να με ενοχλεί στον ύπνο, αλλά θα το ξαναβάλω το πρωί. Αφού είναι δώρο από εσένα θα το φοράω κάθε μέρα… Θα το κρατώ κοντά στην καρδιά μου όπως κρατώ κι εσένα, εσύ είσαι η καρδιά μου κι ο Ραίγκαρ η ψυχή μου, κι αφού έχω εσάς τους δυο, τι άλλο μπορώ να ζητήσω;» 
 
Φαίη