Storm II (Kεφάλαιο 9 - μέρος 2)

Το Αρχηγείο των Φωτεινών, εκτός από τη βιβλιοθήκη, το γραφείο του Αρχηγού και την τραπεζαρία, διέθετε και έναν μεγάλο αριθμό δωματίων, κοντά στα τριακόσια. Τα δωμάτια είχαν φτιαχτεί από πολύ παλιά και χρησίμευαν σε περιπτώσεις πολέμου ή για να φιλοξενήσουν Χαρισματικούς που ζητούσαν καταφύγιο. Όμως τα τελευταία σαράντα χρόνια συνήθως έμεναν όσοι ετοιμάζονταν για αποστολές.

Η Έμιλι είχε σηκωθεί αρκετά νωρίς και είχε πάει στην τραπεζαρία για να πάρει πρωινό.

«Καλημέρα» είπε ο Άλεξ.

«Καλημέρα» του είπε άτονα.

Ο Άλεξ πήγε και κάθισε στον καναπέ απέναντι της. «Ο Μάικλ;»

Η Έμιλι σήκωσε τους ώμους της χαλαρά. «Δεν ξέρω. Μόλις τελείωσα το τατουάζ πήγα να κοιμηθώ» του απάντησε σηκώνοντας το ποτήρι με τον χυμό πορτοκάλι πίνοντας μια γουλιά.

«Μακάρι να μπορούσα να έρθω κι εγώ απόψε μαζί σας».

«Το ξέρεις πως αυτό δε γίνεται».

«Γιατί;»

«Γιατί είδα πώς ήσουν χθες, Άλεξ».

«Ήταν η αντίδραση της στιγμής».

«Είχες τρομοκρατηθεί».

Ο Άλεξ στριφογύρισε τα μάτια του ενοχλημένος. «Καλά».

Η Έμιλι μισοέκλεισε τα μάτια της μπερδεμένη. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Αλήθεια, γιατί;»

«Γιατί τι;»

«Γιατί αγχώνεσαι τόσο πολύ για την Ντέμυ;»

«Είναι… είναι μια από εμάς».

«Εσύ και η Ντέμυ τρώγεστε σαν λυσσασμένα σκυλιά. Περιμένεις να σε πιστέψω;»

«Τον τελευταίο καιρό τα πάμε καλύτερα απ’ όσο πιστεύεις».

«Δηλαδή έπρεπε να γίνω Σκοτεινή, να απαγάγω τον Μάικλ και να μας ψάχνετε για να τα πάτε καλύτερα εσείς οι δυο;»

Ο Άλεξ γέλασε. «Απ’ ότι φαίνεται, οι δύσκολες καταστάσεις φέρνουν κοντά τους ανθρώπους».

«Όχι! Όχι» είπε η Έμιλι κοιτάζοντας έκπληκτη τον Άλεξ. «Σου αρέσει η Ντέμυ, έτσι δεν είναι;»

Ο Άλεξ γέλασε ψεύτικα. «Όχι βέβαια».

«Παλιοψεύτη… Σου αρέσει, πες την αλήθεια. Για αυτό η τόση κόντρα, έβγαζες τις μπλούζες σου… σου αρέσει».

«Όκεϊ, εντάξει. Νομίζω πως είμαι ερωτευμένος μαζί της. Ξέρεις αν νιώθει κάτι για εμένα;»

«Α όχι! Η Ντι είναι κολλητή μου. Δεν μπορώ να σου πω τίποτα».

«Άρα νιώθει κάτι για εμένα».

«Δεν ξέρω. Δεν απαντώ».

«Έμιλι…» είπε κλαψιάρικα ο Άλεξ.

«Άλεξ, μη με πιέζεις άλλο. Είστε και οι δυο φίλοι μου. Δεν μπορώ να πω το οτιδήποτε. Με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Αλλά θα χαρώ πολύ αν συμβεί κάτι μεταξύ σας».

 

 

 

 

Ο Άλεξ είχε φύγει από το Αρχηγείο καθώς είχε αναλάβει την εκπαίδευση ενός καινούργιου Χαρισματικού. Η Έμιλι καθόταν κουλουριασμένη στην πολυθρόνα κοιτάζοντας το τατουάζ. Ήταν μια νεκροκεφαλή με περίτεχνα λουλούδια. Το σχέδιο αυτό το αποκαλούσαν είτε Mexican Skull είτε Sugar Skull. Χάθηκε στις σκέψεις της αμέσως. Τι θα γινόταν αν είχε μιλήσει πιο νωρίς για τον Μάγο; Ίσως η Ντέμυ να ήταν εδώ. Ίσως να τον είχαν πιάσει και όλα να είχαν τελειώσει. 

«Σηκώθηκε πολύ νωρίς ε;» είπε μια φωνή σπάζοντας τη σιωπή.

Η Έμιλι επανήλθε στην πραγματικότητα και γύρισε για να κοιτάξει τον Μάικλ.

«Ναι… δεν μπορούσα να κοιμηθώ άλλο» του απάντησε σκυθρωπά.

Ο Μάικλ προχώρησε και κάθισε απέναντι της.

«Ο Άλεξ ήταν εδώ πριν λίγο» του είπε χαμηλόφωνα.

«Πού πήγε;»

«Έφυγε για να εκπαιδεύσει ένα παιδί».

«Α».

Μεταξύ τους έπεσε σιωπή για αρκετή ώρα.

«Εγώ φταίω» είπε η Έμιλι ξαφνικά.

Ο Μάικλ την κοίταξε μπερδεμένος. «Τι εννοείς;»

«Αν είχα μιλήσει πιο νωρίς για τον Μάγο… Αν σας είχα ειδοποιήσει… η Ντέμυ θα ήταν εδώ, Εγώ φταίω».

«Μην το λες αυτό. Δε φταις εσύ».

«Δεν έχει σημασία τι λες εσύ. Νιώθω υπεύθυνη και αν πάθει κάτι… αν πάθει κάτι θα πεθάνω» είπε βουρκωμένη.

Ο Μάικλ σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε κοντά της. Έσκυψε και έπιασε τα χέρια της τρυφερά. «Η Ντέμυ θα είναι μια χαρά. Θα το δεις. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου για κάτι που δεν έκανες. Δε φταις εσύ».

 

 

 

Οι ώρες πέρασαν αργά βασανίζοντας την Έμιλι και τον Μάικλ, που περίμεναν να έρθει το βράδυ για να φύγουν για το κλαμπ. Όταν επιτέλους η νύχτα έπεσε, η Έμιλι έφυγε για το δωμάτιό της. Για το κλαμπ της είχαν αγοράσει μια ολόσωμη φόρμα σε σορτς με μαύρη δαντέλα και σανδάλια με κοντό τακούνι στο χρώμα του δέρματος. Ίσιωσε τα μαλλιά της που πλέον έφταναν σχεδόν μέχρι τον αγκώνα της, τράβηξε μια παχιά γραμμή με το eyeliner και γύρισε στη βιβλιοθήκη. Ο Μάικλ δεν ήταν εκεί. Εκείνη κάθισε για να τον περιμένει. Πέρασαν σχεδόν δέκα λεπτά όταν είδε τον Μάικλ να μπαίνει επιτέλους στη βιβλιοθήκη. Φορούσε ένα σκούρο τζιν παντελόνι και ένα λευκό μπλουζάκι.

«Έτοιμη;» τη ρώτησε.

«Ναι» του είπε εκείνη ξερά πλησιάζοντάς τον.

 

 

Το αυτοκίνητο του Μάικλ ήταν έτοιμο στην είσοδο του δάσους. Η Έμιλι μπήκε σιωπηλή περνώντας γύρω της τη ζώνη. «Δεν είναι αστείο;» είπε ξαφνικά.

Ο Μάικλ γύρισε και την κοίταξε μπερδεμένος. «Τι εννοείς;»

«Σχεδόν ποτέ δεν έχω φορέσει ζώνη… όσες φορές και αν έχω μπει. Η μοναδική φορά που το έκανα ήταν όταν με κυνηγούσε ο Μάγος και ξέρεις γιατί το έκανα; Επειδή δεν ένιωθα ασφαλής. Και δες με τώρα. Το κάνω ξανά» του απάντησε με τρεμάμενη φωνή.

Ο Μάικλ άπλωσε και έπιασε το χέρι της τρυφερά. «Δεν πρόκειται να αφήσω να πάθεις κάτι. Όχι πάλι. Δεν είσαι μόνη σου σε αυτό, όχι πια».

 

 

 

Λίγη ώρα μετά έφτασαν στο Bomb. Η Έμιλι έβγαλε σταθερά τη ζώνη και βγήκε από το αυτοκίνητο. Ο Μάικλ βρέθηκε δίπλα της.

«Είσαι εντάξει;» την ρώτησε.

Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα αποφασισμένη. «Είμαι μια χαρά».

Πλησίασαν στην πόρτα, όπου υπήρχε πολύς κόσμος συνωστισμένος. Η Έμιλι αναγνώρισε αρκετά παιδιά από το σχολείο τα οποία ήταν ένα ή δυο χρόνια μικρότερα. Ο πορτιέρης μαζί με έναν ακόμα νεαρό έλεγχαν τα τατουάζ στα χέρια τους.

«Κι άλλο ψεύτικο» είπε βαριεστημένα ο νεαρός, που κρατούσε στα χέρια του μια λάμπα τετράγωνη, στο μέγεθος της παλάμης.

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν απογοητευμένα και έφυγαν από την είσοδο. Ο πορτιέρης έκανε νόημα στην Έμιλι και στον Μάικλ να πλησιάσουν. Εκείνοι ανέβηκαν τα σκαλιά που τους χώριζαν από τους δυο άνδρες.

Η Έμιλι σήκωσε το χέρι της και γύρισε προς τα έξω τείνοντάς το στον νεαρό με τη λάμπα. Εκείνος έπιασε τον καρπό της απαλά και έφερε τη λάμπα ακριβώς πάνω από το τατουάζ που της είχε κάνει ο Ντίλαν. Κάτω από το φως της λάμπας, το μελάνι του τατουάζ μετατράπηκε σε κίτρινο φωσφοριζέ. Ο νεαρός κοίταξε την Έμιλι περίεργα για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα προχώρησε στον Μάικλ. Το ίδιο συνέβη και με το δικό του τατουάζ. Ο νεαρός γύρισε και κοίταξε τον πορτιέρη, ο οποίος έφερε το χέρι του στο αυτί του και είπε κάτι ψιθυριστά.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μάικλ καχύποπτα.

«Δεν ξέρω» του απάντησε ψιθυριστά η Έμιλι.

«Είναι εντάξει. Μπορούν να μπουν» είπε ο πορτιέρης.

Η Έμιλι προχώρησε μπροστά προσπερνώντας τον νεαρό με την λάμπα.

Ο πορτιέρης είπε κάτι και η πόρτα άνοιξε από μέσα. Η Έμιλι και ο Μάικλ βρέθηκαν σε έναν προθάλαμο που έμοιαζε με μικρό σαλονάκι. Οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με μαύρο καπιτονέ δέρμα ενώ υπήρχε ένα μεγάλο λευκό γραφείο στα αριστερά και δυο λευκά τραπεζάκια με λευκά σκαμπό. Μπροστά τους υπήρχαν δυο τεράστιες πόρτες, πίσω από τις οποίες ακουγόταν αμυδρά μουσική. Μια κρυφή πόρτα άνοιξε πίσω από το γραφείο και εμφανίστηκε ο Ντίλαν.

«Συγνώμη γι’ αυτό που έγινε έξω» είπε.

«Δεν πειράζει. Απλά φάνηκαν λιγάκι… ξαφνιασμένοι» είπε η Έμιλι.

«Ναι, η αλήθεια είναι πως ξαφνιάστηκαν. Χρησιμοποίησα διαφορετικό μελάνι απ’ ότι στους υπόλοιπους».

«Και τότε γιατί μας άφησαν να μπούμε μέσα;» ρώτησε ο Μάικλ μπερδεμένος.

«Γιατί αυτό το μελάνι το χρησιμοποιώ σπάνια και μόνο για τους VIP» απάντησε ο Ντίλαν. «Ελάτε» τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν.

Οι δυο μεγάλες πόρτες άνοιξαν διάπλατα και η αμυδρή μουσική πλημμύρισε τον χώρο. Η Έμιλι κοίταξε το Μάικλ χαμογελώντας του. Έπειτα γύρισε στον Ντίλαν. «Δηλαδή θες να πεις πως το VIP κλαμπ σου έχει και VIP. Δηλαδή είμαστε οι VIP των VIP;» του φώναξε.

Ο Ντίλαν γέλασε. «Κάτι τέτοιο».

Η Έμιλι και ο Μάικλ τον ακολούθησαν μέσα στο κλαμπ. Έφτασαν σε μια ευρύχωρη μαύρη σκάλα και ανέβηκαν.

«Μοιάζει λιγάκι με το Jungle ή είναι η ιδέα μου;» είπε ο Μάικλ.

«Λιγάκι. Αλλά αυτό εδώ είναι σαφώς πιο μεγάλο και δεν μπαίνει ο κάθε τυχαίος» του είπε η Έμιλι.

«Μέχρι χθες ήμασταν κι εμείς αυτοί οι “τυχαίοι”« της υπενθύμισε ο Μάικλ.

Έφτασαν στο δεύτερο όροφο όπου υπήρχαν πολύ καναπέδες. Ο δεύτερος όροφος ήταν μισογεμάτος με άλλους καναπέδες εντελώς άδειους και άλλους γεμάτους. Όμως οι περισσότεροι ήταν άδειοι.

Ο Ντίλαν γύρισε και κοίταξε την Έμιλι και τον Μάικλ. «Ο τύπος που ψάχνετε είπες πως βρισκόταν εδώ πριν λίγες μέρες;»

«Αρκετές. Γιατί;» απάντησε η Έμιλι.

«Πίσω μου ακριβώς στην απέναντι μεριά υπάρχει ένας τύπος».

Η Έμιλι κοίταξε κλεφτά απέναντι της. «Αυτός με τα μαύρα μαλλιά και την μπλε-μαύρη μπλούζα;»

«Ναι. Έρχεται εδώ και δυο εβδομάδες περίπου. Νομίζω πως αυτός είναι που ψάχνετε».

«Έμς… το ξέρω αυτό το βλέμμα. Μην κάνεις καμία ανοησία» είπε αυστηρά ο Μάικλ.

Η Έμιλι τον κοίταξε εκνευρισμένη. «Χαλάρωσε… Δεν είχα σκοπό να τα βάλω μαζί του».

«Λοιπόν. Καθίστε όπου θέλετε. Πιείτε όσο θέλετε, κερνάω εγώ. Εντάξει;» είπε ο Ντίλαν βιαστικά.

«Όκεϊ» είπε ο Μάικλ.

Ο Ντίλαν εξαφανίστηκε κατεβαίνοντας τις σκάλες. Ένας σερβιτόρος έφτασε σχεδόν τρέχοντας.

«Τι θα πάρετε;» ρώτησε ευγενικά.

«Μια βότκα πορτοκάλι» είπε η Έμιλι και κάθισε στον καναπέ πίσω της.

Ο Μάικλ γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος.

«Τι;» ρώτησε η Έμιλι.

Ο Μάικλ γύρισε στον σερβιτόρο. «Κι εγώ μια βότκα πορτοκάλι».

Ο σερβιτόρος τους χαμογέλασε και έφυγε ξανά γρήγορα κατεβαίνοντας τις σκάλες.

Ο Μάικλ έκανε πίσω και κάθισε δίπλα της στον καναπέ. «Από πότε εσύ πίνεις βότκα;» τη ρώτησε.

«Από πότε λογοδοτώ σε εσένα;» του απάντησε επιθετικά. «Επίτρεψέ μου να σου θυμίσω για μια ακόμα φορά πως εγώ κι εσύ δεν είμαστε πλέον μαζί».

«Ήρθαμε για παρακολούθηση. Και για να κάνουμε μια σωστή παρακολούθηση δε νομίζεις πως πρέπει να είμαστε νηφάλιοι;»

«Είπε αυτός που παρήγγειλε βότκα» είπε η Έμιλι και σηκώθηκε από τον καναπέ.

«Πού πας;» τη ρώτησε.

«Να χορέψω» του απάντησε και κατέβηκε τις σκάλες.

Η Έμιλι μπλέχτηκε αμέσως μέσα στο πλήθος. Παρόλο που το κλαμπ ήταν μόνο για εκλεκτούς καλεσμένους ήταν γεμάτο. Όλοι χόρευαν κολλητά ο ένας πάνω στον άλλο. Έφτασε στην μπάρα.

«Τι θα ήθελες;» της είπε ευγενικά ο μπάρμαν.

«Ένα σφηνάκι τεκίλα» του είπε.

Ο μπάρμαν της έδωσε ένα σφηνάκι τεκίλα και εκείνη το κατέβασε μονομιάς. Ανέβηκε ξανά στον δεύτερο όροφο, όπου βρήκε τον Μάικλ να κάθεται στον καναπέ. Κοιτούσε όσο πιο διακριτικά μπορούσε απέναντι στον τύπο που τους είχε δείξει ο Ντίλαν.

«Δεν έχεις σκοπό να πιεις καθόλου απόψε, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε κοιτάζοντας το άθικτο ποτό του.

«Χρειάζεται μήπως να σου υπενθυμίσω πως ήρθαμε για παρακολούθηση και όχι για διασκέδαση;»

Η Έμιλι σήκωσε το βλέμμα της στο ταβάνι. «Υπάρχει περίπτωση να μη γίνεις έστω και ένα δευτερόλεπτο ξενέρωτος;» Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζοντας τριγύρω της. «Περισσότερη βότκα για εμένα» είπε αρπάζοντας το ποτήρι του και ήπιε μια γουλιά. «Λοιπόν; Έχουμε κάποιο στοιχείο πως είναι αυτός;»

«Τον παρατηρώ εδώ και λίγα λεπτά και το μόνο που κάνει είναι να κοιτάζει στην πίστα. Σαν να σκανάρει ολόκληρο το κλαμπ. Σαν να ψάχνει κάτι».

«Ή κάποιον».

Ο Μάικλ γύρισε και την κοίταξε μπερδεμένος. «Νομίζεις πως ψάχνει εσένα;»

«Δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρουμε καν πως είναι αυτός. Ίσως να περιμένει κάποιον, κάποια… Μπορεί να έχει φύγει ήδη».

«Θα τη βρούμε. Το υπόσχομαι».

«Μη δίνεις ψεύτικες υποσχέσεις».

Ο Μάικλ έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. Το ίδιο και εκείνη. Εκείνος έστρεψε ξανά το βλέμμα του απέναντι.

«Δεν ξέρουμε πώς τον λένε. Δεν ξέρουμε πώς μοιάζει. Ίσως και να έχεις δίκιο πως σου δίνω ψεύτικες ελπίδες. Αλλά θα είχαμε καταφέρει κάτι χωρίς ελπίδα;»

«Υπάρχει κάτι πάνω του… που δε μου κολλάει».

«Τι ακριβώς δε σου κολλάει πάνω του; Τα μαύρα αμυγδαλωτά του μάτια, τα τέλεια ζυγωματικά του ή το γυμνασμένο του σώμα;»

Η Έμιλι γύρισε και κοίταξε ξαφνιασμένη τον Μάικλ.

«Τι; Επειδή εμείς οι άντρες δε λέμε πως ένας άντρας είναι ωραίος δε σημαίνει και πως δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν».

«Και αυτό νομίζω πως είναι το πρόβλημα».

«Ποιο;»

«Είναι τόσο όμορφος. Τόσο αγγελικά όμορφος… που απλά δε γίνεται να μην υπάρχει κάτι στραβό πάνω του. Αυτός είναι. Και βάζω και το χέρι μου στη φωτιά».

«Δηλαδή… τον ακολουθούμε;» ρώτησε δύσπιστα ο Μάικλ.

«Εννοείται».

«Πώς γίνεται να μη σε έχει καταλάβει;»

«Δεν έχουμε συναντηθεί πότε από κοντά. Δεν ήξερε ποια κυνηγούσε και εγώ αντίστοιχα δεν ήξερα ποιος με καταδίωκε. Κι αυτό αποδεικνύεται καλό… σωστά;»

«Ναι».

«Σήκω».

«Τι;»

«Φεύγει».

Ο Μάικλ την έπιασε από τον καρπό σταματώντας την. «Περίμενε».

«Είσαι τρελός; Αν είναι αυτός και τον χάσουμε, μπορεί να μη βρούμε ποτέ την Ντέμυ!»

«Αν τον ακολουθήσουμε αμέσως, θα μας καταλάβει και μετά θα πρέπει να ψάχνουν όχι ένα αλλά τρία άτομα».

Ο Ντίλαν ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. «Φεύγει. Ακολουθήστε με».

Βρέθηκαν ξανά στον προθάλαμο, ο οποίος ήταν άδειος.

«Από εδώ» τους είπε ο Ντίλαν, ο οποίος άνοιξε την κρυφή πόρτα.

«Αυτό είναι το γραφείο μου και μερικές φορές δωμάτιό μου» είπε δείχνοντάς τους το ευρύχωρο γραφείο του με τον τεράστιο μαύρο καναπέ και το ασορτί μαύρο γραφείο και καρέκλα.

«Πρέπει να γίνω ενοχλητικός και να ξαναπώ πως βρισκόμαστε σε παρακολούθηση;» είπε ο Μάικλ λιγάκι ενοχλημένος.

«Δε σας έφερα εδώ για να σας δείξω το γραφείο μου. Σας έφερα για να σας βγάλω στην πίσω μεριά του κλαμπ» απάντησε αμέσως ο Ντίλαν προχωρώντας στην άλλη άκρη του χώρου. Άνοιξε ακόμα μια κρυφή πόρτα και τους έκανε νόημα να βγουν. «Δεν ξέρω τι θα δείτε και ελπίζω να μη σας συμβεί κάτι. Αλλά αν τα πράγματα είναι τόσο σοβαρά όσο νομίζω… καλύτερα να προσέχετε».

Η Έμιλι και ο Μάικλ βγήκαν έξω και η πόρτα έκλεισε αμέσως αφήνοντάς τους μόνους.

Η Έμιλι κοίταξε τριγύρω της. Βρισκόντουσαν σε ένα ύψωμα και από κάτω τους απλωνόταν ο πίσω χώρος του πάρκινγκ. Υπήρχαν περίπου δέκα παρκαρισμένα αυτοκίνητα αλλά δεν υπήρχε κανείς. «Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε.

«Πέσε κάτω!» της είπε ξαφνικά τραβώντας την.

Η Έμιλι έπεσε στα γόνατα δίπλα στον Μάικλ. «Άουτς!» είπε χαμηλόφωνα καθώς το δέρμα της άγγιξε τα κοφτερά χαλίκια.

Ο Μάικλ της έκανε νόημα να σωπάσει.

Μια κοπέλα πλησίαζε προς το αυτοκίνητο της. Η κοπέλα κάτι της θύμιζε αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει από τόσο μακριά ποια ήταν.

«Γιατί πέσαμε κάτω; Είναι απλά μια…»

Η Έμιλι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση της καθώς στον χώρο μπήκαν πέντε φιγούρες. Φορούσαν μαύρους μανδύες με μυτερές κουκούλες.

«Σοβαρά τώρα;» είπε η Έμιλι βλέποντας τους μανδύες.

«Μη μιλάς!» της είπε ο Μάικλ κοιτάζοντας τη σκηνή που εξελισσόταν μπροστά τους.

Η κοπέλα έπεσε ξαφνικά στην άσφαλτο σφαδάζοντας.

«Την ξέρω αυτή την τσιρίδα. Είναι η Κέιτ» είπε ξαφνικά η Έμιλι και πήγε να σηκωθεί.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» της είπε ο Μάικλ σταματώντας την.

«Πάω να τη σώσω».

«Δεν μπορείς να τη σώσεις. Θες να καταλήξουμε και εμείς έτσι;» είπε δείχνοντάς της την Κέιτ, που είχε πέσει αναίσθητη στην άσφαλτο.

«Δεν το λες επειδή εκείνη φταίει που χωρίσαμε, έτσι;»

«Όσο και να την μισώ αυτή τη σκύλα, δε νομίζω πως της αξίζει ό,τι και αν της κάνουν. Είμαστε δυο εναντίον πέντε. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους ακολουθήσουμε, με την ελπίδα πως θα μας οδηγήσουν στο κρησφύγετό τους».

Η Έμιλι έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζοντας την Κέιτ.

Η μια από τις πέντε φιγούρες έκανε ένα βήμα μπροστά βγάζοντας την κουκούλα. Ήταν ο νεαρός που σωστά είχαν υποπτευθεί. Έσκυψε πάνω από τη λιπόθυμη Κέιτ και πήρε το τσαντάκι της στα χέρια του. Ψαχούλεψε για λίγα δευτερόλεπτα και έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. «Εσύ, ο νέος. Βάλε την κοπελιά στα πίσω καθίσματα και πήγαινέ την στο κρησφύγετο. Οι υπόλοιποι φεύγετε με τα αυτοκίνητα που ήρθαμε».

«Εσύ πού θα πας;» ρώτησε μια από τις άλλες φιγούρες.

Ο Μάγος δεν είπε κάτι. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ρίξει κάτω το αγόρι που τον ρώτησε πού θα πάει. Εκείνος άρχισε να σφαδάζει από τον πόνο. «Θύμισέ μου για μια ακόμα φορά… ποιος κάνει κουμάντο εδώ;»

«Ε… εσύ!» είπε αγκομαχώντας ο νεαρός.

«Δεν άκουσα καλά. Τι είπατε;»

«Εσύ!» είπαν όλοι μαζί.

Ο Μάγος σταμάτησε να βασανίζει τον νεαρό με ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση. «Έτσι μπράβο. Τώρα πηγαίνετε».

Ο Μάικλ κοίταξε την Έμιλι. «Ποιον ακολουθούμε;»

Η Έμιλι έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλή. «Δεν ξέρω».

Ο Μάικλ κοιτούσε το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρισκόταν η αναίσθητη Κέιτ να φεύγει. «Πρέπει να αποφασίσουμε τώρα».

Η Έμιλι κοίταξε τον Μάγο γεμάτη φόβο. «Θα ακολουθήσουμε αυτόν».

 

Rene Rafael