Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 26 ή αλλιώς Επίλογος)

«Mortem». Από πού έρχεται αυτή η φωνή; «Mortem... Με ακούς;» Μου φαίνεται οικεία, αλλά δεν έχω το κουράγιο να ανοίξω τα μάτια μου.

«Πρέπει να ξυπνήσει... Μην είσαι τόσο καλή μαζί του» ακούω μια δεύτερη φωνή και σιγά σιγά καταφέρνω να βρω το μυαλό μου μέσα στο τεράστιο κενό που είχε πέσει για να ξεκουραστώ.

«Ξύπνα!» ακούω καθαρά τη φωνή της Τερψιχόρης και νιώθω ένα δυνατό ταρακούνημα στο σώμα μου.

Δεν έχω άλλη επιλογή και ανοίγω απότομα διάπλατα τα μάτια μου. Βλέπω την Τερψιχόρη να υποχωρεί. Ακριβώς δίπλα της ο Ηρακλής έχει βάλει τα γέλια. Τι στο καλό κάνουν αυτοί οι δύο; Προσπαθώ να ανασηκωθώ και να προσαρμόσω τα μάτια μου στο δυνατό φως του δωματίου. Ο Ηρακλής με βοηθάει βάζοντας το χέρι του στην πλάτη μου αλλά τον απομακρύνω. Ο πόνος έχει πάψει να υπάρχει πια και το μόνο που αισθάνομαι είναι μια περίεργη ζάλη. Νιώθω το σώμα μου ζεστό και πώς να το πω... Υγρό...

Κοιτάζω γύρω μου και συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι μέσα σε μια πηγή με νερό. Γύρω μου τρεις γυναίκες ακουμπάνε το νερό, το οποίο φαίνεται να φωτίζεται από τη δύναμή τους. Είναι φωτισμένα άτομα με ιαματικές ιδιότητες. Βρίσκομαι μέσα σε έναν «θάλαμο» του Θεραπευτηρίου. Μόλις σηκώνομαι οι γυναίκες βγάζουν τα χέρια τους από το νερό και το φως εξαφανίζεται. Ξαφνικά ο πόνος επιστρέφει και μαζεύομαι στη μέση.

«Μπορέσαμε να θεραπεύουμε πλήρως τα σπασμένα κόκαλά σου και να σταματήσουμε την αιμορραγία, αλλά θα κάνεις λίγο καιρό ακόμα μέχρι να αποκατασταθούν πλήρως οι ιστοί και οι μύες σου» μου λέει μια από τις γυναίκες καθώς σηκώνεται όρθια και σκουπίζει τα χέρια της στην ποδιά της.

«Σας ευχαριστώ πολύ για όλα» της απαντάω και κάνω μια μικρή υπόκλιση ευγενικά. Μάλλον είναι η συντονιστής των θεραπευτριών μου. Ανταποκρίνεται με ένα ευγενικό νεύμα και αποχωρεί. Πίσω της ακολουθούν οι άλλες δύο κοπέλες με χαμηλωμένο βλέμμα.

«Έλα...» μου λέει ο Ηρακλής και με βοηθάει καθώς με στηρίζει με τα χέρια του να βγω από το νερό.

Πατάω τα πόδια μου στο μάρμαρο και το νιώθω τρομερά κρύο σε σχέση με τη θερμοκρασία που είχε αναπτύξει το σώμα μου. Μια μεγάλη ζεστή πετσέτα έρχεται και καλύπτει τη γυμνή πλάτη μου και συνειδητοποιώ ότι είμαι σχεδόν γυμνός... Ταραγμένος γυρνάω και κοιτάζω την Τερψιχόρη, η οποία όμως προσπαθεί να καταλάβει γιατί την κοιτάζω έτσι. Τελικά το βλέμμα της αλλάζει και με κοιτάζει βαριεστημένα.

«Ηρέμησε. Δεν είδα κάτι που δεν πρέπει...» μου απαντάει και τραβάει το βλέμμα της μακριά μου.

«Μας αφήνεις λίγο μόνους μας;» της λέει ο Ηρακλής και εκείνη ενοχλημένη βγαίνει από το δωμάτιο.

«Μην αργήσετε. Θα ξυπνήσει από στιγμή σε στιγμή» μας λέει καθώς η πόρτα πίσω της κλείνει.

Αρχίζω να τρέμω από τις απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας. Τι μου συμβαίνει; Πού είναι τα ρούχα μου; Πού είναι τα φτερά μου;

«Σε έχουν βάλει σε καταστολή. Τραβάς τεράστια ποσά ενέργειας και η μόνη λύση για να σε σώσουμε ήταν να σου πάρουμε για λίγη ώρα τις δυνάμεις σου. Θα επιστρέφουν σιγά σιγά για να μην υπάρξει πρόβλημα στην επαναφορά σου. Μέσα στις επόμενες εικοσιτέσσερεις ώρες θα είσαι ο παλιός καλός Mortem» μου λέει ο Ηρακλής καθώς ανοίγει έναν σάκο που βρίσκεται στα πόδια μας.

Βγάζει έξω μια δεύτερη πετσέτα και μου τη δίνει. Την τρίβω πάνω μου για να στεγνώσω και τότε μου δίνει ρούχα και παπούτσια. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση τα δέχομαι. Πρώτη φορά στη ζωή μου χαίρομαι τόσο πολύ που φοράω φούτερ. Ποτέ πριν δεν είχα εκτιμήσει τη ζεστασιά που σου δίνει. Ποτέ πριν δεν είχα νιώσει ξανά τόσο έντονο κρύο. Είναι από την εξάντληση λογικά. Με το ζόρι μπορώ να κάνω μερικά βήματα και νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν ακόμα από την ένταση. Σε κάθε μου κίνηση έχω δίπλα μου τον Ηρακλή να με κρατάει. Νιώθω ανήμπορος και αρκετά ντροπιασμένος που μέχρι και για να ντυθώ χρειάζομαι βοήθεια, αλλά δεν υπάρχει και άλλη λύση.

«Σε ευχαριστώ πολύ» καταφέρνω να του πω καθώς σφίγγω το κορδόνι τις φόρμας στη μέση μου.

«Πρέπει να βιαστούμε. Μπορείς να περπατήσεις;» μου λέει και για μια στιγμή δοκιμάζω τα πόδια μου. Του νεύω θετικά αλλά το βλέμμα μου δεν είναι και τόσο σίγουρο. «Δεν πειράζει. Είμαι εγώ εδώ» μου λέει και χτυπάει την πλάτη του για να μου δείξει ότι μπορώ να βασιστώ πάνω του, στην κυριολεξία.

Περνάω το χέρι μου γύρω από τον ώμο του και σιγά σιγά με μεγάλη προσπάθεια βγαίνουμε έξω από τον θάλαμό μου. Μπαίνουμε στον κυρίως χώρο με τη μεγάλη πηγή που ενώνεται με τα νερά όλων των ποταμών, ουρανού και γης. Συνήθως δε χρησιμοποιείται εξ ολοκλήρου αυτή η πηγή πάρα μόνο ένα μικρό ποσό από τα νερά της. Για πρώτη φορά όμως τη βλέπω να χρησιμοποιείται εξ ολοκλήρου. Γύρω από την πηγή υπάρχουν εννιά γυναικείες αγγελικές φιγούρες που ακουμπάνε και στέλνουν την ιαματική τους ενέργεια στο νερό. Ένα δυνατό φως βγαίνει από μέσα της αλλά μπορώ να διακρίνω τη Spero μέσα σε αυτήν.

Τα μεγαλοπρεπή φτερά της καλύπτουν το γυμνό σώμα της και ο Ηρακλής προσπαθεί να καλύψει την όψη της, για να μην καταλάβω ότι είναι εκείνη. Αλλά θα ήταν πραγματικά αδύνατο να το κρύψει από εμένα. Από κάποιον άλλον μπορεί. Αλλά εγώ θα αναγνώριζα παντού κάθε μέλος του σώματός της όσο και εάν μου έκρυβαν το πρόσωπό της. Παρά αυτά κατάφερα να δω και το πρόσωπό της. Τα μάτια της είναι ορθάνοιχτα και από μέσα τους βγαίνει ένα χρυσό φως. Είναι σε κατάσταση οραματισμού...

«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για εκείνη πάρα μόνο να περιμένουμε...» μου λέει σχεδόν ψιθυριστά ο Ηρακλής και σκύβει ταπεινά το κεφάλι του.

Ξαφνικά ταράζομαι. Τι εννοεί; Μα βρίσκεται σε κατάσταση οραματισμού... Αυτό δε σημαίνει ότι είναι καλά; Φεύγω από τα χέρια του και πανικόβλητος την πλησιάζω. Ακούω τον Ηρακλή να μου φωνάζει επιβλητικά αλλά δεν τον ακούω. Όχι... Δεν είναι δυνατόν... Όλα της τα άκρα έχουν αρχίσει και φθείρονται και σαν χρυσόσκονη βγαίνει από το σώμα της και εξαϋλώνεται στον αέρα. Οι άκρες των φτερών της, τα δάχτυλά της, ακόμα και τα μαλλιά της χάνονται σε μικρά κομμάτια χρυσόσκονης. Αυτό σημαίνει ότι είναι σχεδόν...

«Mortem! Μην τις ενοχλείς. Μπορεί να κάνεις χειρότερα τα πράγματα. Κάνε μια φορά αυτό που σου λένε και απομακρύνσου!» Κοιτάζω τις αγγέλους γύρω της και πράγματι... Οποιαδήποτε κίνησή μου θα ήταν εναντίον μας. Είναι όλες απόλυτα συγκεκριμένες σε αυτό που κάνουν και δεν κουνάνε ούτε βλέφαρο.
«Η Εχεκράτεια... Ξυπνάει...» μου λέει και με τραβάει απαλά από τον ώμο. Τον ακολουθώ, όμως δεν παίρνω ούτε ένα δευτερόλεπτο τα μάτια μου από πάνω της...
«Έλα, μικρή» ακούω τον Ηρακλή να λέει καθώς βγαίνουμε έξω από το θεραπευτήριο και από την πόρτα του ξεπροβάλει η Χρυσηίς. Το πρόσωπό μου αλλάζει όψη. Δεν μπορώ να είμαι έτσι μπροστά της. Πρέπει να κάνω το καλύτερο για εκείνη.

«Τι κάνεις, μικρή;» της λέω και χαϊδεύω την κορυφή του κεφαλιού της ενώ τα μάτια και το στόμα μου χαμογελάνε. Μου δίνει ένα ελαφρύ χαμόγελο σαν να μου λέει καλά και στρέφει ξανά το βλέμμα της στο πάτωμα. «Θα έρθει πίσω σε εμάς. Το νιώθω» της απαντάω καθώς μου πιάνει το χέρι και έρχεται στο πλευρό μας.

Γυρνάει να με κοιτάξει και τα ματάκια της για μια στιγμή γεμίζουν με φως. Και εσύ χρειάζεσαι τη Spero δίπλα σου, το ξέρω, μικρή μου... Χωρίς εκείνη εγώ και εσύ θα είμαστε μισοί... Ο Ηρακλής βρίσκεται και πάλι κάτω από το χέρι μου για να με στηρίξει. Προχωράμε προς τον ναό του Διός που ευτυχώς δε βρίσκεται μακριά μας. Λίγο αργά αλλά μετά από μερικά λεπτά φτάνουμε. Δεν μπορεί έτσι απλά να μας αφήσει η Spero. Δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι αυτό. Η Εχεκράτεια έρχεται πίσω. Αλλά η Spero φεύγει... Δεν μπορεί να συμβαίνει πραγματικά αυτό... Ανεβαίνουμε τα επιβλητικά σκαλιά του ναού και οι πύλες του ανοίγουν.

Μπαίνουμε μέσα και οι τρεις και βλέπουμε την Τερψιχόρη να κάθεται σε ένα σκαλί μπροστά από το μεγαλοπρεπές άγαλμα του Δία. Ξαφνικά σηκώνεται όρθια. Την ακούω κάτι να λέει και κοιτάζει εξεταστικά την Εχεκράτεια που βρίσκεται σε μια όμορφη χρυσή κλίνη μπροστά της. Φαίνεται παραξενεμένη και κάνει συνεχώς κύκλους γύρω της. Μέχρι που πλησιάζουμε όλοι από πάνω της και σταματάει.

«Τι σου συμβαίνει, τέλος πάντων;» της λέει εκνευρισμένος ο Ηρακλής και η Τερψιχόρη δεν παίρνει τα μάτια της πάνω από την Εχεκράτεια.

«Σταμάτησε...» λέει και δείχνει την Εχεκράτεια.

«Τι;» λέει ο Ηρακλής και εγώ κοιτάζω την Εχεκράτεια. Τα μαλλιά της είναι μισά λευκά και μισά κατακόκκινα.

«Τα μαλλιά της... Σταμάτησαν να κοκκινίζουν!» του λέει εκνευρισμένη.
«Με το που μπήκατε μέσα τα μαλλιά της σταμάτησαν να κοκκινίζουν και έμειναν σε αυτό το σημείο». Μάλλον ξεκίνησε να παίρνει χρώμα και ήρθαν να με βρουν. Αλλά γιατί τώρα σταμάτησε;

Την επεξεργάζομαι και εγώ και η Χρυσηίς δε μιλάμε. Η μικρή την κοιτάζει κατευθείαν μέσα στα μάτια και εγώ απλώς περιμένω. Μέχρι... Μέχρι που τα μαλλιά της αρχίζουν πάλι να αλλάζουν. Όχι όμως προς το κόκκινο. Όσο κόκκινο είχε βγει σιγά σιγά αρχίζει να υποχωρεί και γίνεται πάλι λευκό. Τι συμβαίνει; Πλησιάζουμε όλοι λίγο πιο κοντά της και εγώ απλώνω το χέρι μου, για να την αγγίξω, αλλά μια μικρή δέσμη ηλεκτρισμού μου το απαγορεύεο. Τραβάω απότομα το χέρι μου πίσω και τα μαλλιά της πλέον είναι κατάλευκα. Τα μάτια της ανοίγουν απότομα και είναι και πάλι κατάμαυρα. Πριν προλάβουμε καν να αντιδράσουμε απλώνει το χέρι της και γραπώνει τη μικρή από τον λαιμό.

Χωρίς δεύτερη σκέψη τη χτυπάω με δύναμη στον αγκώνα της για να την ακινητοποιήσω, αλλά δεν καταλαβαίνεο τίποτα. Υπό κανονικές συνθήκες το χέρι της θα είχε σπάσει στη μέση. Δεν έπαθε όμως τίποτα. Ο Ηρακλής προσπαθεί να τις απομακρύνει και η Τερψιχόρη φαίνεται τρομαγμένη. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη της και το στόμα της ανοίγει.

«Τώρα είσαι δικιά μας» λέει και η Χρυσηίς εξαφανίζεται.

Το χέρι της Εχεκράτειας πέφτει αναίσθητο στο πάλι και τα μαλλιά της γρήγορα και απαλά γίνονται και πάλι κόκκινα. Όχι, όχι, όχι, όχι! Δεν είναι δυνατόν! Πού πήγε το κορίτσι; Τι συνέβη μόλις τώρα; Ταραγμένοι κοιτάζουμε την Εχεκράτεια. Έχουμε πάρει όλοι θέση μάχης και είμαστε έτοιμοι για την επόμενη κίνησή της. Αλλά εγώ είμαι πίσω από τον Ηρακλή. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα... Δεν περνάνε πάρα μόνο μερικές στιγμές και τα μάτια της ανοίγουν. Βάζει το χέρι της ζαλισμένη πάνω στο κεφάλι της και σηκώνεται καθιστή στην κλίνη της. Κοιτάζει μπερδεμένη γύρω της και μόλις βλέπει τον Ηρακλή και την Τερψιχόρη φαίνεται να τρομάζει. Είναι η Εχεκράτεια. Είναι πραγματικά αυτή. Μπαίνω μπροστά και τα μάτια της φωτίζονται.

«Μαξ;» μου λέει και χαμογελάει τόσο γλυκά. Τρέχω προς το μέρος της και την παίρνω αγκαλιά. Τη σφίγγω τόσο σφιχτά πάνω μου που νιώθω ότι θα τη σκάσω. Μόλις την απελευθερώνω τη βλέπω να κοιτάζει τα άτομα πίσω μας. «Ποιοι είναι αυτοί;» μου λέει τρομαγμένη.

«Αυτή είναι η Vita. Τον Ηρακλή πρέπει να τον θυμάσαι. Πήρε την ασπίδα της Αθηνάς και είναι στο συμβούλιο μαζί μας» της εξηγώ και φαίνεται τρομερά μπερδεμένη. Σαν να μην καταλαβαίνει καν τι της λέω. «Εχεκράτεια;» της λέω και με κοιτάζει καθώς παίρνω το κεφάλι της μέσα στα χέρια μου. «Πώς με λένε;» τη ρωτάω και κοιτάζει γύρω μας.

«Πού είμαστε;» με ρωτάει και εκνευρισμένος τη ρωτάω άλλη μια φορά.

«Πώς με λένε;» τη ρωτάω πιο έντονα και μετά από μια μικρή παύση χαμογελάει.

«Τι χαζή ερώτηση είναι αυτή; Μαξ, φυσικά» μου απαντάει ήρεμη.

«Το πραγματικό μου όνομα...» διευκρινίζω. Τα μάτια της στενεύουν από τη σκέψη.

«Μ...Μαξ...» λέει ξανά και βγάζει το κεφάλι της από τα χέρια μου.
«Δεν καταλαβαίνω. Πού είναι η Μάτερ; Πού βρισκόμαστε;» Η Μάτερ;

Έτσι έλεγε τη Γρυνώ... Την πνευματική της μητέρα... Πέθανε πριν από πολλά χρόνια... Ω, Θεέ μου... Τέλεια! Η Spero είναι έτοιμη να πεθάνει... Χάσαμε τη Χρυσηίς και δεν έχουμε ιδέα πού μπορεί να έχει πάει! Και τώρα; Τώρα ο μοναδικός άνθρωπος που αγαπάω και που θα μπορούσε να βοηθήσει την κατάσταση της Spero και τη Χρυσηίδας με το ζόρι θυμάται πώς τη λένε! Δε θυμάται σχεδόν τίποτα... Οι πύλες ανοίγουν απότομα και μου τραβάνε την προσοχή. Μπαίνει μέσα ο Sophus λαχανιασμένος.

«Η αρχόντισσα Spero...»

«Τι έπαθε η Spero;» πετάγομαι όρθιος και τον διακόπτω. Μέσα από την ανάσα του που τον πνίγει καταφέρνει τελικά να μας πει τι συμβαίνει.

«Ξύπνησε...»

Τέλος (για τώρα)

Παρασκευή Γκύζη