Εξόριστοι (Κεφάλαιο 39)

Λαμπρινή

Η Λαμπρινή μπήκε βιαστικά μέσα από την ήδη ανοιχτή πόρτα της εκκλησίας. Δεν είχε αναμμένα φώτα, ο χώρος φωτίζονταν μονάχα από κεριά και καντήλια. Ήταν άδεια, επικρατούσε ησυχία. Ο χώρος μύριζε λιβάνι. Ο πάτερ Θεόκλητος, γονατιστός μπροστά στην ωραία πύλη, προσεύχονταν. Έμεινε να τον παρατηρεί από κάποια απόσταση, δεν ήθελε να τον διακόψει. Τον έβλεπε βυθισμένο στην προσευχή του και γαλήνευε και εκείνη μαζί του.

Μετά από λίγο, σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό του και φίλησε τις εικόνες. Μόλις την είδε, της χαμογέλασε και την κάλεσε κοντά του.

-Αισθάνεσαι καλύτερα; τη ρώτησε.

-Ναι και σας ευχαριστώ για αυτό.

Κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω του. Το ύφος του έδειχνε μελαγχολία με μια δόση πικρίας.

-Θα μου λείψουν όλα αυτά, είπε σιγά.

Τον κοίταξε παραξενεμένη.

-Τι εννοείτε;

-Προ καιρού, είχα κάνει αίτηση για μια θέση στην αρχιεπισκοπή της Νιγηρίας. Μόλις χτες μου έκαναν γνωστό ότι έγινε δεκτή.

Η Λαμπρινή χλόμιασε.

-Πότε θα επιστρέψετε;

Ο πάτερ Θεόκλητος έσκυψε το κεφάλι του.

-Δεν έχω σκοπό να επιστρέψω.

Η Λαμπρινή έκανε κόπο να μην αφήσει μια κραυγή και σωριάστηκε στην καρέκλα δίπλα της.

-Θέλω να αφοσιωθώ σε ανθρώπους που έχουν πραγματική ανάγκη. Έχω μιλήσει ήδη με τον πατέρα Νικόδημο και με περιμένει. Αύριο το πρωί φεύγω…

-Και εγώ τι θα απογίνω; είπε ξέψυχα. Ποιος θα βοηθήσει εμένα;

-Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι ιερείς στους οποίους θα μπορείς να απευθυνθείς.

-Εγώ θέλω εσάς όμως!

-Λαμπρινή…

-Αν φύγετε θα πεθάνω!

-Δεν το θες πραγματικά αυτό, Λαμπρινή. Αν το ήθελες την πρώτη φορά, δε θα έμπαινες στην εκκλησία αναζητώντας κάποιο θαύμα που θα σε έκανε να το σκεφτείς ξανά. Ούτε θα μου έστελνες εκείνο το μήνυμα. Αν ήσουν πραγματικά αποφασισμένη, θα το έκανες σιωπηλά, χωρίς να ειδοποιήσεις κανέναν. Κατά βάθος θέλεις να ζήσεις.

-Όχι, είπε σαν χαμένη. Δεν είναι αλήθεια.

Από τον νου της πέρασε φευγαλέα πως θα έκοβε τις φλέβες στο σπίτι της, αν δε φοβόταν μήπως μείνει λεκές στο χαλί. Την έπιασε από τα χέρια και την ταρακούνησε.

-Η κόρη σου έχει ανάγκη από κάποιον να τη θυμάται. Κάν’ το για εκείνη!

-Σας αγαπώ, είπε ξέψυχα με το κεφάλι της χαμηλωμένο.

Τα λόγια της ξάφνιασαν τόσο εκείνον όσο και την ίδια. Έκλεισε το στόμα με την παλάμη της και ο πάτερ Θεόκλητος έμεινε να την κοιτά.

-Δεν το εννοείς, είσαι σε σύγχυση…

-Σας αγαπώ! είπε με πιο σταθερή τώρα κοιτώντας τον κατάματα.

Κούνησε το κεφάλι του.

-Σε παρακαλώ, της είπε. Πρέπει να φύγεις.

-Μα…

Δεν της έδωσε περιθώριο να μιλήσει. Της γύρισε την πλάτη και γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς προσευχόμενος. Η Λαμπρινή ένιωσε άσχημα, ένα σφίξιμο στο στομάχι και ένα ράπισμα στο πρόσωπο σαν να είχε φάει χαστούκι. Σηκώθηκε από τη θέση της σωστό ερείπιο και, φτάνοντας στην πόρτα, έριξε μια ματιά πίσω της. Ο πάτερ Θεόκλητος δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του.

Τα μάτια της πλημμύρισαν από δάκρυα. Άνοιξε το στόμα της για να του μιλήσει, μα το μετάνιωσε. Γύρισε να φύγει, μα εκεί, δίπλα στο παγκάρι με τα κεριά, είδε κάτι που την έκανε να σταματήσει.

Ημέρα της Κρίσης

 Ηλίας Στεργίου