Κίρα
Αν ήξερε την κατάληξη που θα είχε εκείνη η μέρα, δε θα είχε ανοίξει ποτέ την πόρτα.
Καθόταν στο σαλόνι της Μελάρας, σίγουρη πως θα πέθαινε από τη ζέστη. Αυτός ο καύσωνας δεν έμοιαζε με τίποτα απ' όσα είχε συναντήσει στη ζωή της. Το ανοιχτό κρεμ φόρεμα που φορούσε δεν είχε μανίκια και η λαμποκοπή ήταν πολύ πιο χαμηλή απ' ό,τι θα τολμούσε να φορέσει κανονικά όμως και πάλι ένιωθε στάλες ιδρώτα να κυλάνε στο πίσω μέρος του λαιμού της. Δεν είχε τολμήσει να φορέσει κορσέ, το λεπτό ύφασμα κρεμόταν χαλαρό και αέρινο γύρω από το σώμα της. Το ζαφείρι που κρεμόταν από τον λαιμό της ήταν ζεστό πάνω στο δέρμα της.
Ο Ραίγκαρ ανασάλευε νευρικά στην ποδιά της. Ακούμπησε το ποτήρι με την πορτοκαλάδα που είχε στύψει η Μελάρα στο στόμα του μωρού και το σήκωσε προσεκτικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν τόσο ανήσυχος τις τελευταίες μέρες.
Ο Ντέβαν βγήκε από την κουζίνα, κρατώντας ένα μισοφαγωμένο στρογγυλό ψωμάκι που ακόμα άχνιζε.
«Νομίζω πως θα σε ζητήσω σε γάμο!» φώναξε στη Μελάρα. Το γέλιο της ηλικιωμένης ακούστηκε από την κουζίνα και ο νεαρός Ντρόγκομιρ διέσχισε το δωμάτιο για να πάει κοντά στην Κίρα και το μωρό.
«Θέλω να δω πώς θα το εξηγήσεις αυτό στον γιο μας μια μέρα» του είπε κατεβάζοντας το ποτήρι.
Ο Ντέβαν κάθισε δίπλα της και κοίταξε το μωρό που προσπαθούσε να πιάσει το ποτήρι. «Ραίγκαρ, παιδί μου, η μητέρα σου δε θέλει να με παντρευτεί οπότε πρέπει να αρχίσω να σκέφτομαι τις εναλλακτικές μου». Έκοψε ένα κομμάτι από το γλυκό που ακόμα άχνιζε και το έδωσε στο μωρό. «Εξάλλου, ξέρεις τι λένε: η ομορφιά χάνεται αλλά η μαγειρική είναι αιώνια».
«Αλήθεια;» ρώτησε η Κίρα τραβώντας την λέξη.
«Αλήθεια».
«Ποιος το λέει αυτό;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω πως το διάβασα σε ένα βιβλίο».
Δυο χτυπήματα στην πόρτα διέκοψαν την κουβέντα τους.
«Πάνω που η συζήτηση είχε αρχίσει να αποκτά ενδιαφέρον» μουρμούρισε η Κίρα και του έδωσε τον Ραίγκαρ που μασουλούσε το ψωμί, έχοντας ήδη αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του. «Μελάρα, θα ανοίξω εγώ!»
Άφησε το ποτήρι με τον χυμό στο πάτωμα και σηκώθηκε για να ανοίξει την πόρτα. Ένας ψηλόλιγνος άντρας στεκόταν στο κατώφλι. Δεν πρέπει να ήταν μεγάλος σε ηλικία, αν και η Κίρα δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αφού τα κοντοκουρεμένα μαύρα γένια που κάλυπταν το πρόσωπό του την μπέρδευαν. Τα ρούχα του ήταν απλά αλλά καλοφτιαγμένα και μια δερμάτινη τσάντα κρεμόταν από τον ώμο του.
«Ψάχνετε κάποιον;»
Ο άντρας άνοιξε την τσάντα και έβγαλε από μέσα μια διπλωμένη περγαμηνή. «Μεταφέρω ένα μήνυμα για τον Ντέβαν Ντρόγκομιρ, του Οίκου των Ντρόγκομιρ της Ναβίντια» ανακοίνωσε με επίσημο ύφος.
Η Κίρα τον κοίταξε περίεργα. Ποιος ήξερε ότι ο Ντέβαν βρισκόταν στο Νιέζντιελ, και μάλιστα του έστελνε επίσημο μήνυμα με αγγελιοφόρο;
Ο Ντέβαν πήγε και στάθηκε δίπλα της, στερεώνοντας το παιδί στον γοφό του. «Από ποιόν;»
«Από την πριγκίπισσα Ναζλί Ράκζαρ».
Του έκανε νόημα να συνεχίσει.
Ο αγγελιοφόρος ξετύλιξε την περγαμηνή και την κράτησε μπροστά του. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν για μια στιγμή πάνω στο χαρτί και ξεροκατάπιε νευρικά. Ίσιωσε την πλάτη του και ξεκίνησε να διαβάζει: «Παλιοτόμαρο...».
«Πώς τολμάς;» φώναξε η Κίρα.
«Κίρα, περίμενε, δεν κατάλαβες...» της είπε ο Ντέβαν.
«Συγχώρεσέ με, αρχόντισσά μου» έσπευσε να απολογηθεί ο αγγελιοφόρος. «Αυτό γράφει».
Ο Ντέβαν κούνησε το κεφάλι του ως διαβεβαίωση. «Συνέχισε».
Ο άντρας έριξε μια νευρική ματιά στην Κίρα και το βλέμμα του επέστρεψε στο χαρτί. «Βρίσκεσαι εδώ και βδομάδες στην πόλη μου και το μαθαίνω από άλλους; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Και μετά θέλεις να αποκαλείς τον εαυτό σου φίλο... Παρόλο που νιώθω βαθύτατα θιγμένη από αυτή τη συμπεριφορά, θα σου δώσω ένα μάθημα καλών τρόπων και θα διοργανώσω ένα δείπνο προς τιμήν σας απόψε στο παλάτι. Θέλω πολύ να γνωρίσω την όμορφη οικογένειά σου. Φιλικούς χαιρετισμούς, Ναζλί».
«Μπορείς να πηγαίνεις» του είπε ο Ντέβαν δίνοντάς του την άδεια να φύγει. Ο αγγελιοφόρος έκανε μια μικρή υπόκλιση και αποχώρησε.
Η Κίρα έκλεισε την πόρτα και τον κοίταξε. «Παλιοτόμαρο; Για θύμισέ μου τι είδους σχέση έχεις με την πριγκίπισσα;»
«Είμαστε φίλοι πολλά χρόνια» της απάντησε.
«Είσαι σίγουρος πως είστε φίλοι;»
Άπλωσε τα χέρια της για να πάρει το μωρό. Ο Ραίγκαρ πέταξε το μασημένο κομμάτι ψωμί που κρατούσε στα πόδια τους.
«Απλά έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να δείχνει την αγάπη της» αποκρίθηκε το αγόρι σηκώνοντας τους ώμους του.
Ο Ραίγκαρ κουνήθηκε βγάζοντας έναν παραπονεμένο ήχο. Η Κίρα τον κούνησε απαλά τρίβοντας την πλάτη του. Σε παρακαλώ, μη... Το μωρό άρχισε να κλαίει, με την ψιλή φωνούλα του να σκεπάζει κάθε άλλο ήχο στο σπίτι.
«Πάρ' τον» είπε γρήγορα στον Ντέβαν και του έδωσε το παιδί. Βγήκε από το δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας και ανέβηκε στον ξενώνα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και πήρε μια τρεμάμενη ανάσα.
«Κίρα;» άκουσε τη φωνή του Ντέβαν μετά από λίγο. Στάθηκε στην πόρτα και κοίταξε προβληματισμένος προς το μέρος της. Δεν κρατούσε τον Ραίγκαρ, άρα τον είχε δώσει στη Μελαρα. Το κλάμα του είχε σταματήσει.
«Τι κάνω λάθος;» τον ρώτησε με μάτια που έκαιγαν. «Είμαι τόσο κακή μητέρα που το μωρό μου κλαίει κάθε φορά που το κρατάω;»
«Τι είναι αυτά που λες;»
Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Είσαι θαυμάσια μητέρα. Μπορεί να βγάζει δοντάκια ή να είναι κουρασμένος επειδή αλλάζουμε συνέχεια μέρη, αυτό είναι όλο».
«Μα ταξιδεύουμε εδώ και μήνες και αυτή είναι η πρώτη φορά που το κάνει!»
«Άρα δε γίνεται να σε μίσησε τις τελευταίες πέντε μέρες».
«Τότε τι έχει;» τον ρώτησε, νιώθοντας τα δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια της. «Δεν είμαι καλή μητέρα και το μωρό μου το νιώθει, γι' αυτό κλαίει κάθε φορά που εγώ τον κρατάω». Σίγουρα εκείνη έκανε κάτι λάθος. Αν το παιδί της είχε κάτι άλλο δε θα έπρεπε να το ξέρει; Αυτό δεν έκαναν οι μητέρες; Προσπαθούσε τόσο σκληρά να τον φροντίσει σωστά και κάθε φορά που τον έπαιρνε αγκαλιά και τον άκουγε να κλαίει της ράγιζε την καρδιά. Και αν απλά δεν ήταν καλή στο να είναι μητέρα; Κι αν δε γινόταν ποτέ; Ένιωθε ανεπαρκής και αυτό την τσάκιζε.
Ο Ντέβαν έπιασε απαλά το πιγούνι της και σήκωσε το πρόσωπό της για να τον κοιτάξει. «Άκουσέ με» της είπε σταθερά, με τα κεχριμπαρένια μάτια του καρφωμένα στα βουρκωμένα γκρίζα δικά της. «Η μητέρα μου με άφησε όταν ήμουν ένα μικρό παιδί και για δέκα χρόνια δεν άκουσα λέξη από εκείνη. Δεν προσπάθησε να μας δει ούτε ήρθε να ρωτήσει αν ήμασταν καλά ή όχι. Εσύ δεν αφήνεις τον γιο μας από τα μάτια σου. Κοιμάσαι και ξυπνάς με την έγνοια του, μένεις ξάγρυπνη δίπλα του για να ακούς την ανάσα του και να βεβαιωθείς ότι είναι καλά και κάνεις τα πάντα για να μην του λείψει τίποτα. Είσαι καλή μητέρα, Κίρα».
Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη της παλάμης της. Ήξερε πως προσπαθούσε να την καθησυχάσει αλλά τα λόγια του –όσο γλυκά κι αν ήταν– δεν κατάφεραν να διώξουν τις ανασφάλειές της.
«Πρέπει να αρχίσουμε να ετοιμάζουμε τα πράγματά μας σύντομα» του είπε, προσπαθώντας να γυρίσει τη συζήτηση σε κάτι πιο ελαφρύ. Δεν της άρεσε να την βλέπει έτσι. «Για να πω την αλήθεια, ξαφνιάστηκα που άντεξες τόσο καιρό μακριά από την Ορόρα».
«Κι εγώ» συμφώνησε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έμενε για τόσο καιρό μακριά από τη δίδυμη αδελφή του και η Κίρα ήξερε πως αυτό ήταν πολύ δύσκολο και για τους δυο τους. «Δε μου είπες τι σκέφτεσαι για την πρόσκληση».
«Νομίζω πως είναι θαυμάσια ιδέα». Δεν είχε γνωρίσει κανέναν από τους φίλους του Ντέβαν και ήταν περίεργη να δει το παλάτι και να γνωρίσει την πριγκίπισσα για την οποία είχε ακούσει τόσα σπουδαία λόγια από τη Μελάρα.
«Πρέπει να αλλάξω;» τον ρώτησε, κοιτάζοντας το φόρεμα της. Η σκέψη να φορέσει κάτι πιο επίσημο –και κατά συνέπεια πιο κλειστό– φάνταζε με καταναγκαστικό έργο. Αυτή η ζέστη θα ήταν το τέλος της, ήταν σίγουρη.
«Όχι» απάντησε ο Ντέβαν, με τα μάτια του να κατεβαίνουν πολύ πιο κάτω από το πρόσωπο της. «Είναι ωραίο φόρεμα».
Έβαλε το χέρι του στη μέση της και προτού το καταλάβει την είχε ξαπλώσει στο στρώμα. Η Κίρα έβγαλε έναν μικρό ήχο ξαφνιάσματος και ο Ντέβαν έσκυψε από πάνω της. «Πολύ ωραίο φόρεμα».
Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της, ζεστά και απαλά, αλλά ταυτόχρονα απαιτητικά και πεινασμένα. Έμπλεξε τα δάχτυλα της μέσα στις μαύρες τούφες των μαλλιών του τραβώντας τον πιο κοντά. Ο Ντέβαν έπιασε τη φούστα του φορέματός της τραβώντας το ύφασμα προς τα πάνω.
«Θα μας ακούσει η Μελάρα» γέλασε σιγανά όταν την άφησε για να πάρουν ανάσα. Ήξερε πως τα μάγουλα της ήταν αναψοκοκκινισμένα.
«Τότε θα κάνουμε ησυχία» της είπε, με τη ζεστή ανάσα του να χαϊδεύει το πρόσωπο της και τα χείλη του διεκδίκησαν ξανά τα δικά της.
Λες και αυτό ήταν δυνατόν.
Τελικά δεν είχε αλλάξει φόρεμα. Έκανε ζέστη και ήταν πολύ κουρασμένη για να ψάξει για κάτι άλλο. Η αλήθεια ήταν ότι θα προτιμούσε να μείνει σε εκείνο το κρεβάτι με τον Ντέβαν, αλλά έπρεπε να πάνε στο δείπνο. Το σούρουπο είχε έρθει πιο γρήγορα απ' όσο θα ήθελε.
Το παλάτι ήταν ακόμα πιο όμορφο απ' ό,τι περίμενε. Αποχρώσεις του πορτοκαλί, του κίτρινου, του γαλάζιου και του μωβ έδιναν μια ζεστή αίσθηση στις τεράστιες αίθουσες και αστραφτεροί κρυστάλλινοι πολυέλαιοι έκαναν το εσωτερικό του παλατιού να λάμπει σα να ήταν μέρα, παρά το σκοτάδι που απλωνόταν στην πόλη απ' έξω. Το φως των κεριών αντανακλούσε πάνω στα καλογυαλισμένα πλακάκια του πατώματος.
Το βλέμμα της Κίρα έπεσε πάνω στις τοιχογραφίες που στόλιζαν τους τοίχους των διαδρόμων καθώς ένας υπηρέτης τους οδηγούσε μέσα στο παλάτι. Η ζωγραφιά ήταν τουλάχιστον δέκα μέτρα μακριά και απεικόνιζε ένα καταπράσινο δάσος. Θα πρέπει να είχαν χρειαστεί αρκετά άτομα και πολλές βδομάδες για να ολοκληρωθεί. Κάθε κορμός, κάθε κλαδί, κάθε χορταράκι στο έδαφος ήταν ζωγραφισμένο με μεγάλη προσοχή. Ζώα και πλάσματα βγαλμένα μέσα από τα παραμύθια έπαιζαν ξέγνοιαστα ανάμεσα στα δέντρα. Μπορούσε να ακούσει τον ήχο του νερού που έτρεχε από ένα συντριβάνι κάπου εκεί κοντά.
Άνθρωποι πήγαιναν και έρχονταν δυο-δυο ή περισσότεροι, μιλώντας και χαχανίζοντας σιγανά καθώς πήγαιναν προς τις δουλειές τους. Δεν ήταν σαν το κάστρο των Ντρόγκομιρ που, παρά την πολυτέλεια που εξέπεμπε ήταν ψυχρό, οι άνθρωποι που περπατούσαν στους διαδρόμους του ήταν σοβαροί και σιωπηλοί, με τα κεφάλια τους χαμηλωμένα. Αυτό το κάστρο ήταν χαρούμενο και ζωντανό.
Ο υπηρέτης τους οδήγησε μπροστά σε μια γιγαντιαία δίφυλλη πόρτα από σκουρόχρωμο ξύλο μπροστά στην οποία στέκονταν δύο φρουροί. Μακριές κυρτές λεπίδες κρέμονταν από τις ζώνες τους, πολύ διαφορετικές από τα ίσια σπαθιά που συναντούσε κανείς στη Ναβίντια. Ο υπηρέτης τους έκανε νόημα και οι δυο άντρες έπιασαν τα πόμολα της πόρτας ανοίγοντάς τη διάπλατα.
«Η πριγκίπισσα Ναζλί σας περιμένει» ανακοίνωσε δείχνοντας προς το δωμάτιο. Το ζευγάρι προχώρησε μπροστά και οι φρουροί έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.
Η Κίρα κοίταξε τριγύρω. Αυτό το δωμάτιο ήταν το μεγαλύτερο απ' όλα όσα είχαν περάσει μέχρι να φτάσουν εκεί. Μια κίτρινη ταπετσαρία με ένα μοτίβο από ήλιους κάλυπτε τους τοίχους και η θολωτή οροφή ήταν διακοσμημένη με ένα πολύχρωμο μωσαϊκό που αναπαριστούσε κάποιου είδους γιορτή. Μια μεγάλη αψιδωτή πόρτα οδηγούσε σε μια βεράντα στα δεξιά τους. Ο ζεστός νυχτερινός αέρας έμπαινε μέσα στο δωμάτιο κάνοντας τις φλόγες των κεριών να τρεμοπαίζουν.
Ένα τραπέζι είχε στηθεί στο κέντρο του δωματίου, αρκετά μεγάλο για είκοσι άτομα, παρόλο που μονάχα μια καρέκλα χρησιμοποιούταν. Η νεαρή γυναίκα που καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού σηκώθηκε όρθια και πήγε προς το μέρος τους. Ήταν πιο ψηλή από τις περισσότερες γυναίκες που ήξερε, με ίσια κορμοστασιά και πλούσιες καμπύλες που τονιζόντουσαν από το ανοιχτό λευκό φόρεμα που φορούσε.
«Είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου» είπε στον Ντέβαν, αλλά το ζεστό χαμόγελο στο πρόσωπο της έλεγε άλλα. Οι πλούσιες εβένινες μπούκλες της αναπηδούσαν στην πλάτη της καθώς περπατούσε. Τα καστανά μάτια της πριγκίπισσας εστίασαν στην Κίρα. «Αυτή είναι η γυναίκα σου;»
«Περίπου...» απάντησε το αγόρι, με μια άνεση που είχε κοντά σε πολύ λίγους ανθρώπους. Η Κίρα αναρωτήθηκε πόσο καιρό γνωρίζονταν.
«Ήμουν τόσο περίεργη να σε γνωρίσω» της είπε πιάνοντας τα χέρια της. Το μπρούτζινο δέρμα της ήταν αψεγάδιαστο και πυκνές σκούρες βλεφαρίδες σκέπαζαν τα μάτια της. Η πριγκίπισσα Ναζλί δεν ήταν απλά όμορφη. Ήταν εντυπωσιακή.
«Κι εγώ» απάντησε η Κίρα.
Η Ναζλί την άφησε και αγκάλιασε τον Ντέβαν. «Αν δε σου είχα στείλει την πρόσκληση, δε σκόπευες να εμφανιστείς, έτσι δεν είναι;» του είπε κάνοντας λίγο πίσω και η Κίρα την παρακολούθησε παγωμένη να κολλάει τα χείλη της πάνω στα δικά του.
Αν ήξερε την κατάληξη που θα είχε εκείνη η μέρα, δε θα είχε ανοίξει ποτέ την πόρτα.
Καθόταν στο σαλόνι της Μελάρας, σίγουρη πως θα πέθαινε από τη ζέστη. Αυτός ο καύσωνας δεν έμοιαζε με τίποτα απ' όσα είχε συναντήσει στη ζωή της. Το ανοιχτό κρεμ φόρεμα που φορούσε δεν είχε μανίκια και η λαμποκοπή ήταν πολύ πιο χαμηλή απ' ό,τι θα τολμούσε να φορέσει κανονικά όμως και πάλι ένιωθε στάλες ιδρώτα να κυλάνε στο πίσω μέρος του λαιμού της. Δεν είχε τολμήσει να φορέσει κορσέ, το λεπτό ύφασμα κρεμόταν χαλαρό και αέρινο γύρω από το σώμα της. Το ζαφείρι που κρεμόταν από τον λαιμό της ήταν ζεστό πάνω στο δέρμα της.
Ο Ραίγκαρ ανασάλευε νευρικά στην ποδιά της. Ακούμπησε το ποτήρι με την πορτοκαλάδα που είχε στύψει η Μελάρα στο στόμα του μωρού και το σήκωσε προσεκτικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν τόσο ανήσυχος τις τελευταίες μέρες.
Ο Ντέβαν βγήκε από την κουζίνα, κρατώντας ένα μισοφαγωμένο στρογγυλό ψωμάκι που ακόμα άχνιζε.
«Νομίζω πως θα σε ζητήσω σε γάμο!» φώναξε στη Μελάρα. Το γέλιο της ηλικιωμένης ακούστηκε από την κουζίνα και ο νεαρός Ντρόγκομιρ διέσχισε το δωμάτιο για να πάει κοντά στην Κίρα και το μωρό.
«Θέλω να δω πώς θα το εξηγήσεις αυτό στον γιο μας μια μέρα» του είπε κατεβάζοντας το ποτήρι.
Ο Ντέβαν κάθισε δίπλα της και κοίταξε το μωρό που προσπαθούσε να πιάσει το ποτήρι. «Ραίγκαρ, παιδί μου, η μητέρα σου δε θέλει να με παντρευτεί οπότε πρέπει να αρχίσω να σκέφτομαι τις εναλλακτικές μου». Έκοψε ένα κομμάτι από το γλυκό που ακόμα άχνιζε και το έδωσε στο μωρό. «Εξάλλου, ξέρεις τι λένε: η ομορφιά χάνεται αλλά η μαγειρική είναι αιώνια».
«Αλήθεια;» ρώτησε η Κίρα τραβώντας την λέξη.
«Αλήθεια».
«Ποιος το λέει αυτό;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω πως το διάβασα σε ένα βιβλίο».
Δυο χτυπήματα στην πόρτα διέκοψαν την κουβέντα τους.
«Πάνω που η συζήτηση είχε αρχίσει να αποκτά ενδιαφέρον» μουρμούρισε η Κίρα και του έδωσε τον Ραίγκαρ που μασουλούσε το ψωμί, έχοντας ήδη αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του. «Μελάρα, θα ανοίξω εγώ!»
Άφησε το ποτήρι με τον χυμό στο πάτωμα και σηκώθηκε για να ανοίξει την πόρτα. Ένας ψηλόλιγνος άντρας στεκόταν στο κατώφλι. Δεν πρέπει να ήταν μεγάλος σε ηλικία, αν και η Κίρα δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αφού τα κοντοκουρεμένα μαύρα γένια που κάλυπταν το πρόσωπό του την μπέρδευαν. Τα ρούχα του ήταν απλά αλλά καλοφτιαγμένα και μια δερμάτινη τσάντα κρεμόταν από τον ώμο του.
«Ψάχνετε κάποιον;»
Ο άντρας άνοιξε την τσάντα και έβγαλε από μέσα μια διπλωμένη περγαμηνή. «Μεταφέρω ένα μήνυμα για τον Ντέβαν Ντρόγκομιρ, του Οίκου των Ντρόγκομιρ της Ναβίντια» ανακοίνωσε με επίσημο ύφος.
Η Κίρα τον κοίταξε περίεργα. Ποιος ήξερε ότι ο Ντέβαν βρισκόταν στο Νιέζντιελ, και μάλιστα του έστελνε επίσημο μήνυμα με αγγελιοφόρο;
Ο Ντέβαν πήγε και στάθηκε δίπλα της, στερεώνοντας το παιδί στον γοφό του. «Από ποιόν;»
«Από την πριγκίπισσα Ναζλί Ράκζαρ».
Του έκανε νόημα να συνεχίσει.
Ο αγγελιοφόρος ξετύλιξε την περγαμηνή και την κράτησε μπροστά του. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν για μια στιγμή πάνω στο χαρτί και ξεροκατάπιε νευρικά. Ίσιωσε την πλάτη του και ξεκίνησε να διαβάζει: «Παλιοτόμαρο...».
«Πώς τολμάς;» φώναξε η Κίρα.
«Κίρα, περίμενε, δεν κατάλαβες...» της είπε ο Ντέβαν.
«Συγχώρεσέ με, αρχόντισσά μου» έσπευσε να απολογηθεί ο αγγελιοφόρος. «Αυτό γράφει».
Ο Ντέβαν κούνησε το κεφάλι του ως διαβεβαίωση. «Συνέχισε».
Ο άντρας έριξε μια νευρική ματιά στην Κίρα και το βλέμμα του επέστρεψε στο χαρτί. «Βρίσκεσαι εδώ και βδομάδες στην πόλη μου και το μαθαίνω από άλλους; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Και μετά θέλεις να αποκαλείς τον εαυτό σου φίλο... Παρόλο που νιώθω βαθύτατα θιγμένη από αυτή τη συμπεριφορά, θα σου δώσω ένα μάθημα καλών τρόπων και θα διοργανώσω ένα δείπνο προς τιμήν σας απόψε στο παλάτι. Θέλω πολύ να γνωρίσω την όμορφη οικογένειά σου. Φιλικούς χαιρετισμούς, Ναζλί».
«Μπορείς να πηγαίνεις» του είπε ο Ντέβαν δίνοντάς του την άδεια να φύγει. Ο αγγελιοφόρος έκανε μια μικρή υπόκλιση και αποχώρησε.
Η Κίρα έκλεισε την πόρτα και τον κοίταξε. «Παλιοτόμαρο; Για θύμισέ μου τι είδους σχέση έχεις με την πριγκίπισσα;»
«Είμαστε φίλοι πολλά χρόνια» της απάντησε.
«Είσαι σίγουρος πως είστε φίλοι;»
Άπλωσε τα χέρια της για να πάρει το μωρό. Ο Ραίγκαρ πέταξε το μασημένο κομμάτι ψωμί που κρατούσε στα πόδια τους.
«Απλά έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να δείχνει την αγάπη της» αποκρίθηκε το αγόρι σηκώνοντας τους ώμους του.
Ο Ραίγκαρ κουνήθηκε βγάζοντας έναν παραπονεμένο ήχο. Η Κίρα τον κούνησε απαλά τρίβοντας την πλάτη του. Σε παρακαλώ, μη... Το μωρό άρχισε να κλαίει, με την ψιλή φωνούλα του να σκεπάζει κάθε άλλο ήχο στο σπίτι.
«Πάρ' τον» είπε γρήγορα στον Ντέβαν και του έδωσε το παιδί. Βγήκε από το δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας και ανέβηκε στον ξενώνα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και πήρε μια τρεμάμενη ανάσα.
«Κίρα;» άκουσε τη φωνή του Ντέβαν μετά από λίγο. Στάθηκε στην πόρτα και κοίταξε προβληματισμένος προς το μέρος της. Δεν κρατούσε τον Ραίγκαρ, άρα τον είχε δώσει στη Μελαρα. Το κλάμα του είχε σταματήσει.
«Τι κάνω λάθος;» τον ρώτησε με μάτια που έκαιγαν. «Είμαι τόσο κακή μητέρα που το μωρό μου κλαίει κάθε φορά που το κρατάω;»
«Τι είναι αυτά που λες;»
Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Είσαι θαυμάσια μητέρα. Μπορεί να βγάζει δοντάκια ή να είναι κουρασμένος επειδή αλλάζουμε συνέχεια μέρη, αυτό είναι όλο».
«Μα ταξιδεύουμε εδώ και μήνες και αυτή είναι η πρώτη φορά που το κάνει!»
«Άρα δε γίνεται να σε μίσησε τις τελευταίες πέντε μέρες».
«Τότε τι έχει;» τον ρώτησε, νιώθοντας τα δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια της. «Δεν είμαι καλή μητέρα και το μωρό μου το νιώθει, γι' αυτό κλαίει κάθε φορά που εγώ τον κρατάω». Σίγουρα εκείνη έκανε κάτι λάθος. Αν το παιδί της είχε κάτι άλλο δε θα έπρεπε να το ξέρει; Αυτό δεν έκαναν οι μητέρες; Προσπαθούσε τόσο σκληρά να τον φροντίσει σωστά και κάθε φορά που τον έπαιρνε αγκαλιά και τον άκουγε να κλαίει της ράγιζε την καρδιά. Και αν απλά δεν ήταν καλή στο να είναι μητέρα; Κι αν δε γινόταν ποτέ; Ένιωθε ανεπαρκής και αυτό την τσάκιζε.
Ο Ντέβαν έπιασε απαλά το πιγούνι της και σήκωσε το πρόσωπό της για να τον κοιτάξει. «Άκουσέ με» της είπε σταθερά, με τα κεχριμπαρένια μάτια του καρφωμένα στα βουρκωμένα γκρίζα δικά της. «Η μητέρα μου με άφησε όταν ήμουν ένα μικρό παιδί και για δέκα χρόνια δεν άκουσα λέξη από εκείνη. Δεν προσπάθησε να μας δει ούτε ήρθε να ρωτήσει αν ήμασταν καλά ή όχι. Εσύ δεν αφήνεις τον γιο μας από τα μάτια σου. Κοιμάσαι και ξυπνάς με την έγνοια του, μένεις ξάγρυπνη δίπλα του για να ακούς την ανάσα του και να βεβαιωθείς ότι είναι καλά και κάνεις τα πάντα για να μην του λείψει τίποτα. Είσαι καλή μητέρα, Κίρα».
Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη της παλάμης της. Ήξερε πως προσπαθούσε να την καθησυχάσει αλλά τα λόγια του –όσο γλυκά κι αν ήταν– δεν κατάφεραν να διώξουν τις ανασφάλειές της.
«Πρέπει να αρχίσουμε να ετοιμάζουμε τα πράγματά μας σύντομα» του είπε, προσπαθώντας να γυρίσει τη συζήτηση σε κάτι πιο ελαφρύ. Δεν της άρεσε να την βλέπει έτσι. «Για να πω την αλήθεια, ξαφνιάστηκα που άντεξες τόσο καιρό μακριά από την Ορόρα».
«Κι εγώ» συμφώνησε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έμενε για τόσο καιρό μακριά από τη δίδυμη αδελφή του και η Κίρα ήξερε πως αυτό ήταν πολύ δύσκολο και για τους δυο τους. «Δε μου είπες τι σκέφτεσαι για την πρόσκληση».
«Νομίζω πως είναι θαυμάσια ιδέα». Δεν είχε γνωρίσει κανέναν από τους φίλους του Ντέβαν και ήταν περίεργη να δει το παλάτι και να γνωρίσει την πριγκίπισσα για την οποία είχε ακούσει τόσα σπουδαία λόγια από τη Μελάρα.
«Πρέπει να αλλάξω;» τον ρώτησε, κοιτάζοντας το φόρεμα της. Η σκέψη να φορέσει κάτι πιο επίσημο –και κατά συνέπεια πιο κλειστό– φάνταζε με καταναγκαστικό έργο. Αυτή η ζέστη θα ήταν το τέλος της, ήταν σίγουρη.
«Όχι» απάντησε ο Ντέβαν, με τα μάτια του να κατεβαίνουν πολύ πιο κάτω από το πρόσωπο της. «Είναι ωραίο φόρεμα».
Έβαλε το χέρι του στη μέση της και προτού το καταλάβει την είχε ξαπλώσει στο στρώμα. Η Κίρα έβγαλε έναν μικρό ήχο ξαφνιάσματος και ο Ντέβαν έσκυψε από πάνω της. «Πολύ ωραίο φόρεμα».
Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της, ζεστά και απαλά, αλλά ταυτόχρονα απαιτητικά και πεινασμένα. Έμπλεξε τα δάχτυλα της μέσα στις μαύρες τούφες των μαλλιών του τραβώντας τον πιο κοντά. Ο Ντέβαν έπιασε τη φούστα του φορέματός της τραβώντας το ύφασμα προς τα πάνω.
«Θα μας ακούσει η Μελάρα» γέλασε σιγανά όταν την άφησε για να πάρουν ανάσα. Ήξερε πως τα μάγουλα της ήταν αναψοκοκκινισμένα.
«Τότε θα κάνουμε ησυχία» της είπε, με τη ζεστή ανάσα του να χαϊδεύει το πρόσωπο της και τα χείλη του διεκδίκησαν ξανά τα δικά της.
Λες και αυτό ήταν δυνατόν.
Τελικά δεν είχε αλλάξει φόρεμα. Έκανε ζέστη και ήταν πολύ κουρασμένη για να ψάξει για κάτι άλλο. Η αλήθεια ήταν ότι θα προτιμούσε να μείνει σε εκείνο το κρεβάτι με τον Ντέβαν, αλλά έπρεπε να πάνε στο δείπνο. Το σούρουπο είχε έρθει πιο γρήγορα απ' όσο θα ήθελε.
Το παλάτι ήταν ακόμα πιο όμορφο απ' ό,τι περίμενε. Αποχρώσεις του πορτοκαλί, του κίτρινου, του γαλάζιου και του μωβ έδιναν μια ζεστή αίσθηση στις τεράστιες αίθουσες και αστραφτεροί κρυστάλλινοι πολυέλαιοι έκαναν το εσωτερικό του παλατιού να λάμπει σα να ήταν μέρα, παρά το σκοτάδι που απλωνόταν στην πόλη απ' έξω. Το φως των κεριών αντανακλούσε πάνω στα καλογυαλισμένα πλακάκια του πατώματος.
Το βλέμμα της Κίρα έπεσε πάνω στις τοιχογραφίες που στόλιζαν τους τοίχους των διαδρόμων καθώς ένας υπηρέτης τους οδηγούσε μέσα στο παλάτι. Η ζωγραφιά ήταν τουλάχιστον δέκα μέτρα μακριά και απεικόνιζε ένα καταπράσινο δάσος. Θα πρέπει να είχαν χρειαστεί αρκετά άτομα και πολλές βδομάδες για να ολοκληρωθεί. Κάθε κορμός, κάθε κλαδί, κάθε χορταράκι στο έδαφος ήταν ζωγραφισμένο με μεγάλη προσοχή. Ζώα και πλάσματα βγαλμένα μέσα από τα παραμύθια έπαιζαν ξέγνοιαστα ανάμεσα στα δέντρα. Μπορούσε να ακούσει τον ήχο του νερού που έτρεχε από ένα συντριβάνι κάπου εκεί κοντά.
Άνθρωποι πήγαιναν και έρχονταν δυο-δυο ή περισσότεροι, μιλώντας και χαχανίζοντας σιγανά καθώς πήγαιναν προς τις δουλειές τους. Δεν ήταν σαν το κάστρο των Ντρόγκομιρ που, παρά την πολυτέλεια που εξέπεμπε ήταν ψυχρό, οι άνθρωποι που περπατούσαν στους διαδρόμους του ήταν σοβαροί και σιωπηλοί, με τα κεφάλια τους χαμηλωμένα. Αυτό το κάστρο ήταν χαρούμενο και ζωντανό.
Ο υπηρέτης τους οδήγησε μπροστά σε μια γιγαντιαία δίφυλλη πόρτα από σκουρόχρωμο ξύλο μπροστά στην οποία στέκονταν δύο φρουροί. Μακριές κυρτές λεπίδες κρέμονταν από τις ζώνες τους, πολύ διαφορετικές από τα ίσια σπαθιά που συναντούσε κανείς στη Ναβίντια. Ο υπηρέτης τους έκανε νόημα και οι δυο άντρες έπιασαν τα πόμολα της πόρτας ανοίγοντάς τη διάπλατα.
«Η πριγκίπισσα Ναζλί σας περιμένει» ανακοίνωσε δείχνοντας προς το δωμάτιο. Το ζευγάρι προχώρησε μπροστά και οι φρουροί έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.
Η Κίρα κοίταξε τριγύρω. Αυτό το δωμάτιο ήταν το μεγαλύτερο απ' όλα όσα είχαν περάσει μέχρι να φτάσουν εκεί. Μια κίτρινη ταπετσαρία με ένα μοτίβο από ήλιους κάλυπτε τους τοίχους και η θολωτή οροφή ήταν διακοσμημένη με ένα πολύχρωμο μωσαϊκό που αναπαριστούσε κάποιου είδους γιορτή. Μια μεγάλη αψιδωτή πόρτα οδηγούσε σε μια βεράντα στα δεξιά τους. Ο ζεστός νυχτερινός αέρας έμπαινε μέσα στο δωμάτιο κάνοντας τις φλόγες των κεριών να τρεμοπαίζουν.
Ένα τραπέζι είχε στηθεί στο κέντρο του δωματίου, αρκετά μεγάλο για είκοσι άτομα, παρόλο που μονάχα μια καρέκλα χρησιμοποιούταν. Η νεαρή γυναίκα που καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού σηκώθηκε όρθια και πήγε προς το μέρος τους. Ήταν πιο ψηλή από τις περισσότερες γυναίκες που ήξερε, με ίσια κορμοστασιά και πλούσιες καμπύλες που τονιζόντουσαν από το ανοιχτό λευκό φόρεμα που φορούσε.
«Είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου» είπε στον Ντέβαν, αλλά το ζεστό χαμόγελο στο πρόσωπο της έλεγε άλλα. Οι πλούσιες εβένινες μπούκλες της αναπηδούσαν στην πλάτη της καθώς περπατούσε. Τα καστανά μάτια της πριγκίπισσας εστίασαν στην Κίρα. «Αυτή είναι η γυναίκα σου;»
«Περίπου...» απάντησε το αγόρι, με μια άνεση που είχε κοντά σε πολύ λίγους ανθρώπους. Η Κίρα αναρωτήθηκε πόσο καιρό γνωρίζονταν.
«Ήμουν τόσο περίεργη να σε γνωρίσω» της είπε πιάνοντας τα χέρια της. Το μπρούτζινο δέρμα της ήταν αψεγάδιαστο και πυκνές σκούρες βλεφαρίδες σκέπαζαν τα μάτια της. Η πριγκίπισσα Ναζλί δεν ήταν απλά όμορφη. Ήταν εντυπωσιακή.
«Κι εγώ» απάντησε η Κίρα.
Η Ναζλί την άφησε και αγκάλιασε τον Ντέβαν. «Αν δε σου είχα στείλει την πρόσκληση, δε σκόπευες να εμφανιστείς, έτσι δεν είναι;» του είπε κάνοντας λίγο πίσω και η Κίρα την παρακολούθησε παγωμένη να κολλάει τα χείλη της πάνω στα δικά του.
Φαίη