Εξόριστοι (Κεφάλαιο 35)

Φάνης

Ο Φάνης σχημάτισε ξανά τον αριθμό της Drite. Μάταια, το είχε κλειστό. Είχε βραδιάσει, αλλά δεν ήθελε να πάει στο σπίτι. Καθισμένος σε ένα παγκάκι στο πάρκο, στο κέντρο της πόλης, κοντά στο γυμναστήριό της, κρυβόταν στις σκιές. Αισθανόταν άσχημα, είχε μια διάθεση πολύ χάλια μετά από τις προηγούμενες αποκαλύψεις. Μέσα του πια δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο, τι να πιστέψει και από πού να σταθεί; Έχασε κάθε σταθερό σημείο αναφοράς, του φαινόταν μάταιο να παλέψει για οτιδήποτε πια. Άθελά του κατηγορούσε τον εαυτό του, θεώρησε πως για ό,τι συνέβαινε είχε ένα μεγάλο μέρος ευθύνης.

Ακούστηκε το τηλέφωνο. Το πήρε με λαχτάρα και απάτησε στην κλήση, ήταν η Drite. Της ζήτησε να συναντηθούν και δέχτηκε μάλλον απρόθυμα και προφανώς έπειτα από μεγάλη σκέψη. Προθυμοποιήθηκε να τη συνοδέψει τουλάχιστον μέχρι το σπίτι της. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον και αυτή τη στιγμή, εκείνη ήταν το πιο κοντινό του άτομο.

Συναντήθηκαν λίγο πιο κάτω. Στα πρόσωπα και των δύο μπορούσες να διακρίνεις μια έντονη αμηχανία. Της έδωσε ένα βιαστικό φιλί και της χαμογέλασε. Η Drite παρέμεινε ανέκφραστη, φαινόταν προβληματισμένη.

-Έχεις κάτι; τη ρώτησε.

-Όχι, είπε ξερά και άρχισε να περπατά.

Καθώς πήγαινε δίπλα της, διαπίστωσε πως περπατούσε με κάποια σχετική δυσκολία.

-Συνέβη κάτι; τη ρώτησε.

-Σου είπα όχι, του απάντησε στεγνά.

Το αίσθημα ότι έφταιγε εκείνος ανέβηκε ξανά στην επιφάνεια.

-Αν είναι για χτες… ξεκίνησε να λέει.

-Θα φύγω, έκανε απότομα διακόπτοντάς τον.

Ο Φάνης σταμάτησε.

-Τι εννοείς;

Η Drite σταμάτησε και εκείνη, μα δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό. Είχε συννεφιάσει, ετοιμαζόταν για βροχή.

-Όλο αυτό είναι λάθος, δεν το καταλαβαίνεις;

Η καρδιά του σφίχτηκε. «Και εγώ;» θέλησε να της πει, μα οι λέξεις κόλλησαν στα χείλη του και δεν τις ξεστόμισε. Αντ’ αυτού, πήγε από πίσω της και την αγκάλιασε. Η Drite έσφιξε τις γροθιές της προσπαθώντας να πνίξει κάθε της συναίσθημα. Με μια βίαιη κίνηση απελευθερώθηκε από τα χέρια του. Τότε ήταν που γύρισε και την κοίταξε. Η έκφραση του προσώπου της φανέρωνε οργή και αγανάκτηση, τα μάτια της γυάλιζαν.

-Έκανα κάτι; της είπε.

Αντί να του απαντήσει, του γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται με γοργό βήμα. Έμεινε για λίγο να την κοιτά ξαφνιασμένος και μετά έτρεξε ξοπίσω της. Τη σταμάτησε πιάνοντάς της το χέρι.

-Στάσου! της φώναξε.

-Παράτα με! έκανε αγριεμένη προσπαθώντας να ελευθερωθεί.

Πάλεψε για λίγο, μα οι αντιστάσεις της κάμφθηκαν καθώς την αγκάλιασε για να την ηρεμήσει.

-Παράτα με, έκανε ξανά πιο σιγά όμως, παραδομένη.

Την έσφιξε πάνω του και τη φίλησε στο κεφάλι.

-Ηρέμησε, της είπε. Εγώ είμαι εδώ.

Οι ουρανοί άνοιξαν και άρχισε να βρέχει. Την πήρε καθώς ήταν αγκαλιά και χώθηκαν στο βιβλιοπωλείο του Πέτρου που ήταν δυο βήματα παρακάτω. Εκείνος έτρεξε να τους υποδεχτεί.

-Έξω ρίχνει καρεκλοπόδαρα, του είπε ο Φάνης καθώς τίναζε τα νερά από πάνω του.

-Μη στεναχωριέστε, είπε ο χαμογελώντας ο Πέτρος. Τώρα που είστε εδώ στην «Εδέμ», είσαστε προστατευμένοι.

Τους οδήγησε σε έναν μικρό μα ζεστό χώρο με δύο ξύλινα τραπέζια και καρέκλες που χρησίμευαν σαν αναγνωστήριο.

-Να προσφέρω κάτι; Έναν καφέ να ζεσταθείτε;

Ο Φάνης συμφώνησε, μα η Drite κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Το καμπανάκι της εισόδου χτύπησε πάλι και στην είσοδο φάνηκε μια γυναίκα με χαμένο βλέμμα, αναστατωμένη.

-Πέρασε μέσα, της είπε και εκείνης ο Πέτρος. Μη στέκεσαι εκεί.

Η Λαμπρινή προχώρησε με αδέξια βήματα στο εσωτερικό. Σκούπισε το νερό από το πρόσωπό της και ταίριαξε μια τούφα από τα μαλλιά της που είχαν κολλήσει στο μέτωπό της. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε το πορτοφόλι της.

-Δεν ήταν ανάγκη, της είπε. Μπορούσε να γίνει και κάποια άλλη μέρα, δε χρειαζόταν να γίνετε μούσκεμα.

Η Λαμπρινή αναλογίστηκε για μια στιγμή πως παραλίγο να μην υπάρξει επόμενη φορά. Θα είχε τότε να προσθέσει και αυτό το κρίμα μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Κάθισε στο τραπέζι δίπλα στους άλλους και δέχτηκε με ευχαρίστηση τον καφέ που της προσέφερε ο Πέτρος.

-Λοιπόν; είπε ο Φάνης στην Drite.

-Τι λοιπόν; του είπε χωρίς να τον κοιτά.

-Ήταν λάθος μου που έμεινα τόσο πολύ. Όλο αυτό είναι λάθος, δεν το καταλαβαίνεις;

-Όχι, η αλήθεια είναι πως δεν το καταλαβαίνω.

Έμεινε για λίγο σιωπηλή.

-Έχεις νιώσει ποτέ, του είπε, πως είσαι κάπου που δεν ανήκεις; Ότι στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είσαι κάπου αλλού;

Ο Φάνης ήπιε λίγο από τον καφέ του. Έδειχνε προβληματισμένος.

-Δεν περνάει μια μέρα που να μην το αισθάνομαι. Νιώθω εξόριστος, πώς να το πω, πως έχασα τον παράδεισο που μου ανήκε δικαιωματικά.

Η ματιά της χάθηκε για λίγο.

-Δεν τον έχασες, σου τον στέρησαν.

Ο Φάνης την κοίταξε με απορία.

-Για να μιλήσω με τη δική σου ορολογία, του είπε, δεν ήταν το φίδι η αιτία που εκδιώχθηκαν οι πρωτόπλαστοι από τον παράδεισο. Ο μόνος υπεύθυνος, ήταν ο Δημιουργός Θεός που απαγόρεψε τη γνώση και επέτρεψε την παραπλάνηση.

-Οπότε;

-Ο μόνος τρόπος για να είσαι πραγματικά ελεύθερος είναι να σκοτώσεις τον Δημιουργό σου.

Ο Φάνης την κοίταξε δύσπιστος βαθιά μέσα στα μάτια και έπιασε τα χέρια της.

-Μη φύγεις, της είπε.

-Έχω ένα εκατομμύριο λόγους για να φύγω, δώσε μου έναν για να μείνω.

-Τραγούδι δεν είναι αυτό; της είπε χαμογελώντας.

Τραβήχτηκε αγανακτισμένη πίσω στην καρέκλα της.

-Δε θα σοβαρευτείς ποτέ σου, του είπε άγρια.

-Με συγχωρείς, μου βγήκε αυθόρμητα.

-Δεν παίρνεις τίποτα στα σοβαρά, γιατί κατά βάθος φοβάσαι, το ξέρεις;

Το βλέμμα του άλλαξε, σκοτείνιασε.

-Μικρός έμενα μέρες ξάγρυπνος, γιατί φοβόμουν τα φαντάσματα. Όταν όμως μεγάλωσα, ανακάλυψα πως οι άνθρωποι τελικά είναι πιο τρομακτικοί. Οι πραγματικοί εφιάλτες υπάρχουν μόνο όταν είμαστε ξύπνιοι.

Η Drite απέφευγε να τον κοιτάξει.

-Θέλεις ένα λόγο; συνέχισε ο Φάνης. Μείνε για εμένα.

Και μετά από λίγο συμπλήρωσε.

-Σ’ έχω ανάγκη.

Τράβηξε νευρικά τα χέρια της κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της.

-Εγώ δε θέλω να έχω την ανάγκη κανενός. Μου είναι ήδη δύσκολο όλο αυτό.

Σηκώθηκε από τη θέση της.

-Drite…

Σηκώθηκε και εκείνος. Έμοιαζε έτοιμος να ξεστομίσει κάποια βαριά κουβέντα, μα απέμεινε να την κοιτά.

-Μην το κάνεις αυτό, του είπε. Μην το πεις, σε παρακαλώ.

Γύρισε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ο Φάνης κάθισε ξανά βαρύς στην καρέκλα του γεμάτος απόγνωση. Εκείνη ίσως ήταν η μόνη του ελπίδα.

Ήταν έρωτας; Ήταν αντίδραση; Δεν ήξερε να πει με σιγουριά, μα δεν τον ένοιαζε κιόλας. Το μόνο που τον ένοιαζε πια ήταν το τεράστιο κενό που ήδη ένιωθε στο στήθος του.

Ηλίας Στεργίου