Εξόριστοι (Κεφάλαιο 38)

Φάνης

Ο Φάνης περπατούσε αργά, χωρίς προορισμό, μέσα στα υγρά στενά της πόλης. Στο χέρι του κρατούσε ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι μπύρας, το τρίτο σε αυτή του την περιπλάνηση. Είχε πονοκέφαλο, το στομάχι του ήταν δεμένο κόμπος.

Ένιωθε άρρωστος, εγκαταλελειμμένος. Βίωνε την απόρριψη ξανά και ξανά, ένα έργο που έμοιαζε να επαναλαμβάνεται. Βυθιζόταν στην απελπισία, στη μοναξιά. Πονούσε, γέμιζε από αισθήματα θυμού, αναξιότητας και ενοχής. Ήταν μούσκεμα, κρύωνε μα αδιαφορούσε. Δεν τον ένοιαζε τίποτα, όλα έμοιαζαν πια άνευ σημασίας.

 Μια απότομη κούραση τον κατέβαλλε, κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε. Γιατί συνέχιζε να αναπνέει; Ποιος ο λόγος που υπήρχε ακόμα; Η ιδέα της αυτοκτονίας ξάφνου του φάνηκε πολύ δελεαστική, μα μόνο για λίγο. Χαμογέλασε, ένιωθε ανάξιος ακόμα και για αυτό.

Αντιλήφθηκε πως κάποιος στεκόταν μπροστά του και σήκωσε απότομα το κεφάλι του. Αντίκρισε με έκπληξη τον Άγγελο να στέκεται από πάνω του και να τον κοιτά. Σηκώθηκε οργισμένος και στάθηκε απέναντί του. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή, λαχανιασμένη, ξεχείλιζε από θυμό.

-Τι θες εσύ εδώ; του είπε μίσος.

-Νομίζω πως χρειάζεσαι βοήθεια, του είπε σιγά.

Τον έσπρωξε αηδιασμένος, μα ο Άγγελος δεν πτοήθηκε.

-Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; τον ρώτησε ο Άγγελος και η φωνή του έβγαινε ήρεμη, μειλίχια. Σε παρακαλώ, άσε με να σε βοηθήσω.

Ο Φάνης έβλεπε στα μεγάλα γαλάζια του μάτια που τον κοιτούσαν κάτι βαθύ, μια ειλικρινή διάθεση να του σταθεί. Ο Άγγελος άπλωσε το χέρι του και έπιασε το χέρι του Φάνη. Ο Φάνης στην αρχή σοκαρίστηκε, μα δεν κουνήθηκε. Μια αόρατη δύναμη τον κρατούσε καθηλωμένο στο βρεγμένο χώμα. Ο Άγγελος του χαμογέλασε. Έπειτα τον πλησίασε και τον φίλησε απαλά στο στόμα. Τα χείλη του είχαν άρωμα κανέλας, η καρδιά του χτυπούσε τρελά, ανεξέλεγκτα.

Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή γεμάτοι αμηχανία, μια άβολη στιγμή και για τους δύο. Ο Φάνης τον κοιτούσε έντρομος που χαμογελούσε. Ένιωθε τρόμο, γιατί ένιωσε όμορφα, η ψυχή του αγαλλίαζε, φτερούγιζε.

Έγειρε προς το μέρος του απότομα και αυτή τη φορά τον φίλησε αυτός με πάθος. Ήταν τόσο έντονη η στιγμή, που και ο Άγγελος ξαφνιάστηκε. Έπιασε τα χείλη του και χαμογέλασε. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή στα μάτια και ξαφνικά τίποτα άλλο δεν υπήρχε γύρω του. Έτρεμε.

Μια ομάδα χαρούμενων εφήβων που περνούσαν πιο εκεί τον έβγαλε θαρρείς από τον λήθαργό του. Σαν να συνήλθε απότομα, γύρισε και κοίταξε τον Άγγελο που στεκόταν ακόμα απέναντί του. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, το βλέμμα του γέμισε με φρίκη.

-Τι έκανες; του είπε με αποστροφή.

Τον έπιασε από την μπλούζα και τον έφερε κοντά του. Μπορούσε να μυρίσει τον φόβο στην αναπνοή του.

-Τι μου έκανες; ούρλιαξε πάλι.

Του έριξε μια γροθιά που τον ξάπλωσε στο μουσκεμένο γρασίδι. Άρχισε να τον κλωτσά με μανία, στο στομάχι, στο κεφάλι, όπου έβρισκε. Ήταν θολωμένος, εκτός εαυτού. Όταν σταμάτησε και τον κοίταξε, ο Άγγελος ήταν σε κακό χάλι. Το πρόσωπο του ήταν μελανιασμένο, γεμάτο αίματα. Μετά βίας ανέπνεε.

Κοίταξε γύρω του απελπισμένος αν τον έβλεπε κανείς και μετά το έβαλε στα πόδια.

Ηλίας Στεργίου