Εξόριστοι (Κεφάλαιο 41)

Φάνης

Ο Φάνης ήταν σε κατάσταση σοκ, όταν έφτασε στην πόρτα του σπιτιού του. Κοιτούσε τα χέρια του που είχαν ακόμα το αίμα του Αγγέλου επάνω τους και ανακατευόταν. Γονάτισε στο σκαλί και ξέρασε όλη εκείνη την πικρία και το κακό που είχε μέσα του. Δεν ένιωσε να ξαλαφρώνει όμως, τουναντίον, αισθάνθηκε χειρότερα. Ζαλιζόταν.

Μπήκε στο σπίτι και ξαφνικά η ατμόσφαιρα γύρω του έγινε πολύ βαριά. Προχώρησε στο μικρό χολ και βρέθηκε στο σαλόνι. Ο χώρος φωτιζόταν από μια μικρή επιτραπέζια λάμπα και ο πατέρας του, φορώντας ακόμα τη στολή του, καθόταν στην πολυθρόνα, κρατούσε κάτι στα χέρια του και διάβαζε.

Η καρδιά του σφίχτηκε από ένα κακό προαίσθημα. Στάθηκε ακίνητος καθώς ο πατέρας του φάνηκε να τον αγνοεί. Γύρισε σελίδα, ο Φάνης ένιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν. Ο πατέρας του έπιασε το όπλο που είχε ακουμπισμένο δίπλα του και με το τετράδιο στα χέρια σηκώθηκε όρθιος χωρίς να τον κοιτά και ξεκίνησε να διαβάζει.

«Πονάει το σώμα μου από την επιθυμία να αγκαλιάσω, η ανάσα κόβεται στη μέση, το κορμί θέλει να σπάσει τα δεσμά του, να ελευθερωθεί, μουδιάζει στη σκέψη του…»

Ο Φάνης πάγωσε ολόκληρος, στα χέρια του κρατούσε το ημερολόγιό του. Το στόμα του είχε στεγνώσει, μια φωνή του έλεγε να τρέξει να σωθεί, μα τα πόδια του ήταν κολλημένα στο πάτωμα.

Ο πατέρας του κατέβασε το τετράδιο και σήκωσε το κεφάλι του. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό, τα μάτια του κόκκινα. Για μερικά λεπτά, γεμάτα αγωνία και τρόμο, κανείς δε μιλούσε. Μια φριχτή σιωπή επικράτησε, που έκανε όλη την κατάσταση αβάσταχτη.

-Να σου εξηγήσω, προσπάθησε να πει με πνιγμένη φωνή.

Το πρόσωπο του πατέρα του αγρίεψε, σκοτείνιασε. Το στόμα του στράβωσε και με μια απότομη κίνηση του έριξε μια γροθιά στο πρόσωπο. Ο Φάνης σωριάστηκε στο πάτωμα σφαδάζοντας από τον πόνο, η μύτη του είχε σπάσει και γέμισε αίματα.

-Σήκω πάνω! γρύλλισε.

Αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι του. Πήγε κοντά του και τον άρπαξε από τα μαλλιά αναγκάζοντάς τον να σταθεί όρθιος. Τον κόλλησε στον τοίχο. Η ανάσα του βρωμούσε, ήταν πιωμένος και θολωμένος, ένας πολύ επικίνδυνος συνδυασμός. Του έριξε άλλη μια γροθιά στο στομάχι του, μα τον κρατούσε ακόμα από τα μαλλιά και δεν τον άφησε να πέσει. Ο Φάνης έβηξε και τον πιτσίλισε με αίμα.

Το ένιωθε πως αυτό ήταν το τέλος. Δε θα έβγαινε ζωντανός από εκεί μέσα. Προσπάθησε να αντισταθεί, μα ήταν μάταιο, ήταν εξαντλημένος και υστερούσε σε δύναμη. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να μιλήσει.

-Πατέρα…

Του άστραψε ένα δυνατό χαστούκι.

-Σκάσε! ούρλιαξε. Ώστε γουστάρεις, αγοράκια, ε;

Κούνησε αδύναμα το κεφάλι του.

-Πατέρα, σε παρακαλώ, είπε με όση δύναμη του απέμεινε.

Τον έσυρε με τη βία ως την κουζίνα και κόλλησε το κεφάλι πάνω στο τραπέζι. Άφησε τα μαλλιά του και έστριψε το χέρι του πίσω απ’ την πλάτη, ακινητοποιώντας τον. Του κατέβαζε το παντελόνι και έβγαλε το μεταλλικό κλομπ από τη ζώνη του.

-Θα σου μάθω από πρώτο χέρι πώς είναι, είπε με σχεδόν σαδιστική διάθεση.

Το σκοτάδι έσκισε μια κραυγή και ο αέρας γέμισε με πόνο και κλάματα. Κανείς δεν ανταποκρίθηκε στις ικεσίες και τις φωνές του, ο θρήνος απλά χάθηκε και ξαφνικά όλα σταμάτησαν, μια τρομακτική σιωπή έπεσε ξανά στο σπίτι.

Ο Φάνης καθισμένος στα παγωμένα πλακάκια της κουζίνας, είχε αναλυθεί σε βουβούς λυγμούς γεμάτος ντροπή και σιχασιά για τον εαυτό του. Πονούσε ολόκληρος, μα ο πόνος που ένιωθε μέσα του ήταν χειρότερος. Είχε παγώσει, τα άκρα του ήταν μουδιασμένα και το βλέμμα του ακίνητο, γυάλινο ατένιζε το κενό μπροστά του.

Ο βιαστής του είχε λιποθυμήσει από το πολύ ποτό πάνω στην πολυθρόνα. Στα χέρια του κρατούσε ακόμα το όπλο του και στο νου του ήρθαν τα λόγια της Drite.

«Ο μόνος τρόπος για να είσαι πραγματικά ελεύθερος είναι να σκοτώσεις τον Δημιουργό σου».

Με πόδια που έτρεμαν, σηκώθηκε και πήγε δίπλα του. Πήρε το όπλο από τα χέρια του και του το ακούμπησε στον κρόταφό. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα.

-Γιατί; ψέλλισε.

Έκλεισε τα μάτια και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.

-Γιατί; φώναξε. Γιατί μου το έκανες αυτό;

Πήρε μια βαθιά ανάσα και πάτησε τη σκανδάλη.

 Ηλίας Στεργίου