Ήθελε να μάθει γιατί το έκανε αυτό. Πώς μπορούσε να είναι τόσο σκληρός;
«Ρέιμαν!» του φώναξε εκνευρισμένη. Ο Μέισον σταμάτησε και την κοίταξε με κενό βλέμμα. «Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν είσαι έτσι εσύ» του είπε.
Ο Μέισον σαν να μην είχε ακούσει τίποτα. Γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα κρατώντας μια Χαρισματική κοπέλα. Η Έμιλι ένιωσε τον θυμό να κυριεύει όλο της το σώμα. Σηκώθηκε από το πάτωμα και τα μάτια της άστραψαν από θυμό. «Σου μιλάω!» του φώναξε.«Νομίζεις ότι αυτό που κάνεις είναι το σωστό; Νομίζεις ότι θα αποκτήσεις αξία με αυτό; Είσαι ένα μηδενικό, Μέισον Ρέιμαν, και θα παραμείνεις ένα μηδενικό. Πάντα θα σε περιφρονούν και θα σε έχουν στην απ’ έξω. Κανείς δε νοιάζεται για εσένα… Και μάλλον αυτός θα είναι και ο λόγος που έχεις γίνει δολοφόνος. Κανένας δε νοιάζεται για εσένα. Κανένας».
Όση ώρα η Έμιλι του μιλούσε εκείνος είχε σταματήσει και την άκουγε. Όταν τελικά εκείνη σταμάτησε, γύρισε και ψιθύρισε κάτι λόγια. Η Έμιλι εκτοξεύτηκε στον τοίχο πίσω της και το κεφάλι της χτύπησε δυνατά. Προσγειώθηκε στο έδαφος με δύναμη. Κάποιος φώναξε ανήσυχα το όνομά της. Όμως δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν. Το κεφάλι της κουδούνιζε και πονούσε πολύ. Τα μάτια της άρχισαν να θολώνουν και τα πάντα χάθηκαν.
Το κεφάλι της πονούσε τόσο πολύ. Ήταν λες και κάποιος τη χτύπησε με ρόπαλο του baseball. Όχι! Δεν ήταν ρόπαλο αυτό που τη χτύπησε. Ήταν ο Μέισον. Έπιασε το κεφάλι της και βόγκηξε. Ένιωσε κάτι υγρό στο χέρι της. Είχε ματώσει! Άνοιξε τα μάτια της αργά, αλλά δεν είδε τίποτα. Για μια στιγμή νόμισε πως είχε τυφλωθεί αλλά θυμήθηκε πως βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι.
«Έμς;»
Τα αυτιά της βούιζαν ακόμα αλλά μπόρεσε να καταλάβει πως η φωνή ήταν της Ντέμυ. Η φωνή της ερχόταν ακριβώς από δίπλα της.
«Ντι;» ρώτησε μπερδεμένη η Έμιλι ενώ ανασηκωνόταν.
«Δόξα τω Θεώ… Είσαι καλά!»
«Νομίζω πως έπαθα διάσειση… Σεν το λες και τόσο καλά! Πώς ήρθες μέχρι εδώ;»
«Όσες φορές ερχόταν ο Μέισον για να πάρει κάποιον κοιτούσα και υπολόγιζα την απόσταση μεταξύ μας. Όταν ο Μέισον σε πέταξε στον τοίχο έτρεξα και ήρθα δίπλα σου».
«Πόσο καιρό είμαι αναίσθητη;»
«Λίγες ώρες. Τι στον διάολο συνέβη στον Μέισον;»
«Δεν ξέρω».
«Ήταν λιγάκι σκληρά τα λόγια που του είπες». Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Το ξέρω. Το μετάνιωσα. Αλλά είναι που…»
«Έχασες την ψυχραιμία σου;»
«Ναι». Από τότε που έγινε Σκοτεινή εκνευριζόταν με το παραμικρό.
«Τι έγινε όσο έλειπα;»
«Ντι;»
«Ναι;»
«Κάνε την ερώτηση που πραγματική θες».
«Πώς είναι ο Άλεξ;»
«Έχει τρελαθεί από την αγωνία του».
«Αλήθεια;» ρώτησε λιγάκι χαρούμενη.
«Νομίζω πως είναι πραγματικά ερωτευμένος μαζί σου».
«Δεν πρόλαβα να του πω τι νιώθω για εκείνον».
«Μην ανησυχείς. Θα του το πεις όταν βγούμε από εδώ».
«Θα βγούμε; Θα τα καταφέρουμε; Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;»
«Δεν είμαι. Αλλά αυτό που ξέρω είναι πως θα τα καταφέρουμε. Τα αγόρια θα τα καταφέρουν. Θα μας βρουν».
«Ελπίζω να μας βρουν πριν είναι αργά. Γιατί αν αργήσουν… Είμαστε νεκροί… Κυριολεκτικά».
Η Έμιλι και η Ντέμυ άκουσαν βήματα μέσα στον χώρο. Η πόρτα δεν είχε ανοίξει. Δεν ήταν κάποιος από τους ακόλουθους του Μάγου.
«Γεια σας, κορίτσια» είπε ψιθυριστά η Κλέρι και κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα.
«Γεια σου, Κλέρι» είπε η Ντέμυ.
«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε την Έμιλι.
«Ναι».
«Τι ξέρουμε για τον Μάγο;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Σχεδόν τίποτα. Μόνο πως δρα. Δεν ξέρουμε γιατί. Δεν ξέρουμε καν το όνομά του» είπε η Έμιλι.
«Ξέρω το όνομά του» είπε η Κλέρι.
«Τι;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Έμιλι.
«Το βράδυ που με απήγαγαν το άκουσα».
«Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως είναι το πραγματικό του;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Δεν ξέρω. Πάντως το άκουσα».
«Και; Πώς τον λένε;» ρώτησε η Ντέμυ ανυπόμονα.
«Γκρέγκ. Γκρεγκ Κρέιν».
«Κρέιν;» ρώτησε μπερδεμένη η Έμιλι. «Όπως λέμε Ντενίζ Κρέιν;»
«Σας λέει κάτι αυτό το επίθετο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Κλέρι.
«Ω, ναι! Το ξέρουμε αυτό το επίθετο» είπε η Έμιλι λιγάκι αναστατωμένη. Η Ντέμυ γύρισε και κοίταξε την Έμιλι.
«Έμς; Τι στον διάολο συμβαίνει;»
Rene Rafael