Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 8)

Νερίσσα


Η Νερίσσα κοντοστάθηκε έξω από την ταβέρνα και ξεφύσηξε. Πώς είχε ξεπέσει έτσι! Η Νερίσσα Ντρόγκομιρ έξω από μια ταβέρνα όπου μαζεύονταν κάθε είδους μεθυσμένοι χωριάτες, κλέφτες, απατεώνες και οι Θεοί ήξεραν τι άλλο. Αν ο Νάριαν την έβλεπε εκείνη τη στιγμή θα γελούσε.

Σήκωσε την κουκούλα του μανδύα της κρύβοντας τα ξανθά μαλλιά της και βυθίζοντας το πρόσωπό της στη σκιά του μαύρου υφάσματος. Ένας ξένος με καλυμμένο πρόσωπο θα τραβούσε την προσοχή –ή ίσως και όχι σε ένα τέτοιο μέρος– αλλά μια ασυνόδευτη νεαρή γυναίκα θα τραβούσε άλλου είδους προσοχή. Το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν να διαδοθούν νέα για μια Ντρόγκομιρ που πηγαίνει από πόλη σε πόλη και αιματοκυλίζει ταβέρνες. Σίγουρα ο Άρχοντας Αίρυς δε θα ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος αν αυτά τα λόγια έφταναν στα αυτιά του.

Ίσως έπρεπε να το κάνει μόνο και μόνο για να τον ενοχλήσει.

Τα παράθυρα της ταβέρνας ήταν φωτεινά και οι φωνές από το εσωτερικό της ακούγονταν μέχρι την άλλη άκρη της πόλης. Δεν ήταν δύσκολο να τη βρει. Η ορθάνοιχτη πόρτα προσκαλούσε τους περαστικούς να μπουν.

Δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε μια άδεια θέση, λες και όλοι οι άντρες της πόλης είχαν μαζευτεί εκεί απόψε. Βαριές φωνές και τραχιά γέλια γρατζουνούσαν τα αυτιά της. Μερικοί είχαν μπροστά τους γαβάθες με βραστό και μεγάλα κομμάτια ψωμί αλλά οι περισσότεροι κρατούσαν στα χέρια τους κούπες με κρασί και μπίρα. Μια λογομαχία είχε ξεσπάσει σε ένα από τα μεγαλύτερα τραπέζια στο κέντρο αλλά οι γύρω τους δε φαινόντουσαν να δίνουν σημασία, απορροφημένοι στις δικές τους συζητήσεις και τις ιστορίες τους. Κάποιοι είχαν γυναίκες δίπλα τους και μια παρέα τεσσάρων μεθυσμένων είχε αρχίσει να τραγουδάει ένα τραγούδι που δεν έβγαζε νόημα.

Η Νερίσσα σάρωσε τον χώρο με το βλέμμα της για τον μάγο, βρίζοντας σιγανά τον εαυτό της που δεν είχε ρωτήσει την Ασαντόρα πώς έμοιαζε. Η ζέστη ήταν τρομερή μέσα στην ταβέρνα εξαιτίας της θερμότητας που ανέδιδαν όλα αυτά τα σώματα και των πυρσών που έκαιγαν στους τοίχους. Η μυρωδιά του ιδρώτα ανακατεμένη με τη μυρωδιά της μπίρας, της σκόνης και του καπνού τη χτύπησε σαν χαστούκι. Ευτυχώς που δεν είχε φάει τίποτα επειδή το στομάχι της ανακατευόταν.

Αρκετοί από τους θαμώνες της έριχναν περίεργες ματιές είτε από περιέργεια είτε από καχυποψία, αλλά κανείς δε σηκώθηκε από τη θέση του για να πάει προς το μέρος της ή να πει κάτι. Φαίνεται πως όταν σύχναζες σε μέρη σαν και αυτό μάθαινες να κοιτάς τη δουλειά σου. Η Νερίσσα προχώρησε προς τα μέσα κοιτάζοντας προσεχτικά ένα-ένα τα πρόσωπα. Ένας-δυο της ανταπέδωσαν το βλέμμα και ένας τρίτος της χαμογέλασε μεθυσμένα αποκαλύπτοντας τα στραβά κιτρινισμένα δόντια του.

Κανείς τους δεν της έμοιαζε με εξόριστο μάγο, αλλά και πάλι, οι μάγοι δεν έμοιαζαν με κάτι συγκεκριμένο άρα δεν είχε κάποιο τρόπο να τον ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος. Αυτό το σχέδιο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο αλλά δεν μπορούσε να εγκαταλείψει και να φύγει. Αυτή ίσως να ήταν η τελευταία της ευκαιρία.

Παραλίγο να μη δει το τραπέζι στο βάθος και για μια στιγμή νόμισε πως ήταν άδειο, σύντομα όμως συνειδητοποίησε πως κάποιος καθόταν στη γωνία, τυλιγμένος στις σκιές. Χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο πήγε προς το μέρος του.

Και η καρδιά της βούλιαξε μέσα στο στήθος της. Μπροστά της καθόταν ένας άντρας, όχι πολύ μεγάλος αλλά αρκετά μεγαλύτερος από εκείνη, που δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της ή την οχλαγωγία μέσα στον χώρο, με την προσοχή του αποκλειστικά στραμμένη στην κούπα με το κρασί που κρατούσε. Τα ρούχα του δεν ήταν πολύ φθαρμένα αλλά ήταν βρόμικα και γένια αρκετών ημερών ήταν φυτρωμένα στο πρόσωπο του. Τα ξανθά μαλλιά του δεν είχαν το φωτεινό ξανθό χρώμα των δικών της αλλά ένα πιο σκούρο, σχεδόν καστανό και δεν ήταν στην καλύτερη κατάσταση. Αυτός ήταν η τελευταία της ελπίδα για να ξαναδεί τον αδελφό της; Σίγουρα οι Θεοί έπαιζαν μαζί της, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση.

«Εσύ είσαι ο Κάσσιαν;» ρώτησε. Σε παρακαλώ πες όχι. Πες όχι...

«Εξαρτάται ποιος ρωτάει» αποκρίθηκε χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από την κούπα. Τέλεια, σκέφτηκε η Νερίσσα κάνοντας μια μικρή γκριμάτσα. Έριξε πίσω την κουκούλα του μανδύα της και κάθισε στην απέναντι καρέκλα. Και πάλι ούτε ένα βλέμμα παρόλο που πολλά κεφάλια είχαν γυρίσει προς το μέρος τους για να κοιτάξουν καλύτερα την ξανθιά οπτασία. Η Νερίσσα θα είχε προσβληθεί από την αδιαφορία του αν δεν έβραζε μέσα της. Η Ασαντόρα της χρωστούσε μερικές εξηγήσεις.

«Δεν θυμάμαι να σε προσκάλεσα στο τραπέζι μου» της είπε ξινισμένα. Τα μάτια του –ανοιχτά πράσινα, αν και σε αυτό το φως δεν μπορούσε να είναι σίγουρη– ήταν θολά και κοκκινισμένα από το κρασί ή ό,τι άλλο έπινε. «Αλλά είμαι σίγουρος πως υπάρχουν πολλοί εδώ που θα εκτιμήσουν περισσότερο τη συντροφιά σου». Σήκωσε την κούπα του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. «Δεν είναι σωστό να τους αφήνεις να περιμένουν» είπε κάνοντας της ένα ανυπόμονο νεύμα του τύπου άντε-λοιπόν-ξεκουμπίσου.

«Δεν ήρθα εδώ ψάχνοντας για παρέα» αντεγύρισε με ανάλογο ύφος. Κοίτα τι κάνω για χάρη σου, Νάριαν. «Και ακόμα κι αν έψαχνα, δε θα ήταν η δική σου» προσέθεσε προτού προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό της.

Ο νεαρός μάγος γέλασε. «Και τότε τι κάνει μια αρχόντισσα σε ένα μέρος σαν κι αυτό;»

Αυτή τη φορά σήκωσε το κεφάλι του για να την κοιτάξει. «Μπορώ να ξεχωρίσω μια αρχόντισσα όταν τη βλέπω και για να βρίσκεσαι σε αυτή τη πόλη που είναι ξεχασμένη ακόμα και από τους Θεούς γυρεύεις μπελάδες».

Η Νερίσσα αναστέναξε σιγανά. Είχε άσχημο προαίσθημα για αυτό. Έπιασε ένα μικρό βελούδινο πουγκί από τη ζώνη της και το πέταξε πάνω στο τραπέζι. Τα χρυσά νομίσματα μέσα του κουδούνισαν με τη σύγκρουση. Καλύτερα να έμπαινε κατευθείαν στο θέμα. «Θέλω να κάνεις κάτι για μένα».

Ο μάγος σήκωσε με περιέργεια το ένα καστανόξανθο φρύδι και η Νερίσσα πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. Συνήθως αυτό ήταν το σημείο που όλα άρχιζαν να πηγαίνουν στραβά. «Θέλω να φέρω κάποιον πίσω από τους νεκρούς».

Ο Κάσσιαν κοίταξε για μια στιγμή το πουγκί πάνω στο τραπέζι. Έπιασε την κούπα του και ήπιε το περιεχόμενό της χωρίς να πάρει ανάσα πριν την αφήσει πάνω στο ξύλινο τραπέζι και σηκωθεί απότομα. «Έφυγα».

«Τι;» είπε σαστισμένη η ξανθιά Ντρόγκομιρ.

«Η πρόταση σου με τιμάει, δεσποσύνη...» της είπε με προσποιητή ευγένεια. «Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση. Όμως μην ανησυχείς. Είσαι όμορφη, έχεις ευγενή καταγωγή και προφανώς είσαι πλούσια μέχρι αηδίας». Έκανε ένα μικρό νεύμα δείχνοντας το πουγκί πάνω στο τραπέζι. «Θα βρεις πολλούς άντρες που θα σε κάνουν να ξεχάσεις αυτόν που έχασες».

«Δεν προσπαθώ να φέρω πίσω κάποιον χαμένο εραστή» του είπε καθώς της γύριζε την πλάτη για να φύγει. ''Ο Νάριαν είναι ο αδελφός μου!''

Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει ή πού να στραφεί από εδώ και πέρα. Δεν ήθελε να αφήσει την απελπισία να την κατακλύσει αλλά αυτή η μάχη είχε αρχίσει να γίνεται άνιση. Κάθε φορά που σκεφτόταν ότι έβρισκε κάποια άκρη, ένα μικρό φως μέσα σε αυτό το σκοτάδι, κάποιος ερχόταν για να τη ρίξει ξανά.

Για πόσο ακόμα θα άντεχε να το συνεχίσει αυτό;

Ο Κάσσιαν σταμάτησε απότομα και γύρισε αργά για να την κοιτάξει. «Ο αδελφός σου;» επανέλαβε.

«Ναι».

Ο μάγος έμεινε ακίνητος με τα μάτια του καρφωμένα στο κενό σα να βρισκόταν σε κάποιον δικό του κόσμο και από την πονεμένη –ή ίσως η Νερίσσα δεν είδε καλά– έκφραση στο πρόσωπο του έκρινε πως μάλλον ό,τι κι αν ήταν αυτό που σκεφτόταν δεν ήταν ευχάριστο. Έμεινε έτσι αρκετές στιγμές και η Νερίσσα άρχισε να πιστεύει πως δεν την είχε ακούσει, αλλά τότε η έκφρασή του άλλαξε ξανά και είπε. «Πολύ καλά, θα το κάνω».

Τα γαλάζια μάτια της Νερίσσα καρφώθηκαν πάνω του στενεύοντας καχύποπτα. Μετά από όλα τα «όχι» που είχε ακούσει από τόσους άλλους η ξαφνική αλλαγή στη στάση του της φαινόταν τουλάχιστον ύποπτη. «Πριν από λίγο ήσουν κατηγορηματικός ότι δε θα το κάνεις αλλά άλλαξες γνώμη αμέσως μόλις σου είπα πως θέλω να φέρω πίσω τον αδελφό μου. Γιατί; Επειδή είσαι καλόκαρδος;»

«Γι' αυτό» της απάντησε και περπάτησε προς το τραπέζι. Πήρε το πουγκί με τα νομίσματα και το πέταξε στον αέρα πριν το πιάσει ξανά στη χούφτα του. «Και για πολύ χρυσάφι».

Φαίη