Ποίηση Aurora - Αποτσίγαρα

Στης ανάμνησης τη σιωπή
το συναίσθημα κραυγάζει.
Μα πού να ήξερε πως η
φωνή του είναι μια βοή
στο κενό του χωροχρόνου.
Ένα αποτσίγαρο.

Στην τσέπη του μια αρμαθιά κλειδιά
Κλειδιά για πόρτες αόρατες,
για πόρτες μαύρες,άσπρες, παλιές,πρόσφατες.
Κλειδιά ποτισμένα με δάκρυα.
Κλειδιά ποτισμένα με αίμα.
Κλειδιά βουτηγμένα σε ροδόνερο.
Κλειδιά που σκούριασαν και κλειδιά που λάμπουν σαν ατόφιο χρυσάφι.
Δύο αποτσίγαρα.

Στον λαιμό του το κολιέ της ελπίδας.
Σκονισμένο, ξεθωριασμένο,γεμάτο γρατσουνιές.
Χαρακιές με νόημα και χαρακιές τυχαίες.
Μια λέξη που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Μια απάντηση που έμεινε ερώτημα.
Τρία αποτσίγαρα.

Στη γωνία του δωματίου κουρνιάζει ένα ρούχο.
Λησμονημένο από την ίδια του την ύπαρξη.
Ταλαιπωρημένο από τον απόηχο μιας νύχτας που δεν τελείωσε ποτέ.
Εγκαταλελειμμένο από μια μέρα που ποτέ δεν ήρθε.
Τέσσερα αποτσίγαρα.

Δεν υπάρχουν κλειδιά, δεν υπάρχει κολιέ, μα ούτε και ρούχο.
Υπάρχει ο ήχος μιας νύχτας ενός καλοκαιριού.
Υπάρχει η αίσθηση ενός κρύου μετάλλου.
Υπάρχει το άρωμα μιας ύπαρξης που καιρό τώρα εξαφανίστηκε.
Και τα αποτσίγαρα δε μετριούνται πια.


Aurora