Όταν οι ψυχές περιφέρονται… της Ρένιας Αδάμ

Τ’ όνομά μου είναι Έλλη. Είναι το μόνο για το οποίο νιώθω σίγουρη. Ναι, Έλλη με λένε. Μέχρι πριν μια βδομάδα πίστευα πως είχα τον έλεγχο όλων όσων συνέβαιναν γύρω μου. Πλέον δεν είμαι βέβαιη για τίποτα άλλο πέρα του ονόματός μου.

Σπουδάζω κάπου στη νότια Ελλάδα. Αρκετά μακριά από την έδρα μου. Το διαμέρισμα που μένω είναι μικρό και ιδανικό για τα γούστα μου. Είναι σε πολύ κεντρικό σημείο και δε με ενοχλεί η παλαιότητά του. Το βρήκα τυχαία, πριν έναν μήνα, σε ένα ενοικιαστήριο που ήταν κολλημένο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Πάντα μου άρεσε να μένω στο κέντρο. Ν’ ακούω τους ήχους των αυτοκινήτων και τις φωνές των ανθρώπων. Δε με ενοχλεί ο θόρυβος. Εξάλλου, συνηθίζω να διαβάζω με μουσική. H καθημερινότητά μου είναι η σχολή και το σπίτι. Ενδιάμεσα βρίσκομαι με φίλες και τα σαββατοκύριακα δουλεύω σε ένα συνοικιακό καφέ για το χαρτζιλίκι μου. Δεν είμαι ιδιαίτερα εξωστρεφές άτομο. Μοναχικό θα με χαρακτήριζα. Τους υπόλοιπους ενοίκους δεν τους έχω καν γνωρίσει.

Μέχρι εκείνο το απόγευμα που χτύπησε το κουδούνι της πόρτας μου…

Χαμήλωσα τη μουσική και το άκουσα να χτυπάει για δεύτερη φορά. Δεν περίμενα κανέναν. Κοίταξα από το ματάκι και είδα έναν ψηλό νεαρό, ντυμένος με φόρμα και γλυκιά φυσιογνωμία να στέκεται μπροστά στην πόρτα κοιτάζοντας τριγύρω. Δεν κρατούσε τίποτα στα χέρια του ούτε είχε κάποιο πανωφόρι.

«Μα πώς βγήκε έτσι μέσα στο κρύο;» σκέφτηκα στιγμιαία. Άνοιξα την πόρτα διστακτικά.

«Λίγο ακόμη και θα έφευγα, νόμιζα πως λείπατε…» μου είπε, ενώ εγώ είχα ένα βλέμμα απορίας. «Είμαι ο Άρης. Μένω στο παραδίπλα διαμέρισμα. Καλησπέρα, κιόλας». Το χαμόγελό του άστραφτε. Καθώς μου μιλούσε, σκεφτόμουν ποιος να ήταν ο λόγος αυτής της επίσκεψης, αλλά δεν ήθελα να φανώ αγενής και να κλείσω την πόρτα.

«Καλησπέρα, Άρη, είμαι η Έλλη. Μη μου πεις πως ήταν δυνατά η μουσική μου; Συγγνώμη αν ενόχλησα» του απάντησα αμήχανα.

« Όχι, απεναντίας, λατρεύω τη μουσική. Απλά κάηκε η ασφάλεια και επειδή δεν είχα κάποια εφεδρική, σκέφτηκα μήπως εσύ….»

«Τι; Εγώ;» απάντησα απορημένη μην μπορώντας να συγκρατήσω τα γέλια μου. «Όχι, δυστυχώς δεν είμαι τόσο προνοητική».

«Χμ, κρίμα… Θα μείνω με το φως των κεριών απόψε. Χάρηκα για τη γνωριμία, θα τα ξαναπούμε» μου είπε, προτάσσοντας το χέρι του για χειραψία. Ανταποκρίθηκα διστακτικά. Ένα χέρι παγωμένο, άκαμπτο. Καθώς έκλεινα την πόρτα αργά, τον έβλεπα να φεύγει.

Ήταν περίεργος τύπος και το βλέμμα του σε απορροφούσε.

«Όλο τους παράξενους προσελκύω» μονολόγησα και άνοιξα πάλι τη μουσική.

Τρείς μέρες αργότερα, επιστρέφοντας από τη σχολή, άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος και είδα στο πάτωμα ένα σημείωμα. Φορτωμένη την τσάντα και τους φακέλους μου έσκυψα να το πάρω. Κατευθύνθηκα προς το καθιστικό διαβάζοντάς το…

Γεια σου, Έλλη, χτύπησα πριν αλλά μάλλον έλειπες. Αν έχεις διάθεση, σε προσκαλώ για μια ζεστή σοκολάτα. Θα είμαι στο σπίτι όλο το απόγευμα. Μη διστάσεις.

Χαμογέλασα και μπήκα για ντους να χαλαρώσω. Μετά από λίγη ώρα και, αφού είχα τελειώσει με τις αυριανές υποχρεώσεις μου, το μυαλό μου στριφογύρισε στο σημείωμα.

Δεν είναι κακή μια γνωριμία, σκέφτηκα. Εξάλλου γείτονες είμαστε. Και κάπως έτσι βρέθηκα έξω από την πόρτα του χτυπώντας το κουδούνι που δεν είχε όνομα. Η πόρτα άνοιξε και ο Άρης με υποδέχτηκε στο εσωτερικό του διαμερίσματος.

«Καλωσόρισες» μου είπε. «Οι σοκολάτες είναι έτοιμες και ζεστές».

«Μα πώς ήξερες πως θα έρθω;» τον ρώτησα.

«Από ένστικτο…» μου απάντησε, με ένα αινιγματικό ύφος.

Κάθισα διστακτικά στο σαλονάκι κάνοντας με το βλέμμα μου μια γρήγορη περιήγηση του χώρου. Οι τοίχοι είχαν ένα ουδέτερο χρώμα. Κενοί. Ούτε πίνακες, ούτε φωτογραφίες. Πολλοί άντρες βέβαια δεν ασχολούνται με τη διακόσμηση ενός χώρου. Υπήρχαν όμως παντού κεριά. Μικρά, μεγάλα. Κυλινδρικά, σφαιρικά, τριγωνικά. Κανένα δεν ήταν αναμμένο.

«Σου αρέσουν τα κεριά;» τον ρώτησα για να σπάσει ο πάγος, κρατώντας ένα από αυτά στα χέρια μου.

«Ναι, δημιουργούν ωραία ατμόσφαιρα» απάντησε, πίνοντας μια γούλια σοκολάτας.

Ανά διαστήματα ερχόταν μια περίεργη μυρωδιά που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Ίσως να έφταιγε η υγρασία στην πάνω δεξιά γωνία του δωματίου. Ο χώρος κρύος, χωρίς θέρμανση. Κάθισα, σχεδόν κουλουριασμένα, στην άκρη του καναπέ και από το κρύο άρχισα να μη νιώθω τα δάχτυλά μου.

Εκείνος το κατάλαβε….

«Κρυώνεις, ε;»

«Ε, είμαι γενικά της ζέστης» του απάντησα, προσπαθώντας να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση. Μετά από μια συζήτηση, γνωριμίας περισσότερο, το βλέμμα μου έπεσε στη βιβλιοθήκη του…

«Σπουδάζεις βιολογία;» τον ρώτησα.

«Έχω τελειώσει τη σχολή βιολογίας, αλλά πλέον ασχολούμαι με τη συγγραφή. Τώρα τελειώνω ένα μυθιστόρημα που η ιστορία του είναι αληθινή. Το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου θα το χαρίσω σε σένα».

«Τι θέμα έχει το μυθιστόρημά σου;» τον ρώτησα με ενδιαφέρον.

«Θα το μάθεις μόλις το πάρεις στα χέρια σου». Μια φράση γεμάτη μυστήριο που ποτέ δεν ξέχασα.

Σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης υπήρχε μια φωτογραφία. Ο Άρης με μια νεαρή χαμογελαστή κοπέλα. Παρόλο που δεν είμαι αδιάκριτη, πήγα προς τα εκεί να τη δω καλυτέρα. Μου έκανε εντύπωση γιατί ήταν η μοναδική φωτογραφία που είχα δει. Πίστευα πως θα είχε συναισθηματική αξία για τον ίδιο.

«Είναι η κοπέλα μου» τον άκουσα να μου λέει, προλαβαίνοντας τη σκέψη μου. «Δε μένουμε μαζί, αλλά έρχεται κάποιες φορές και κοιμάται εδώ. Κάποια στιγμή θα τη γνωρίσεις».

Μια μελαχρινή κοπέλα με μαύρα αστραφτερά μάτια και λαμπερό χαμόγελο. Μου έμοιαζε πολύ. Με τη συζήτηση η ώρα περνούσε και έπρεπε να αποχωρήσω. Τον καληνύχτισα, ευχαριστώντας τον για τη σοκολάτα και γύρισα στο διαμέρισμά μου.

Κάποια βράδια άκουγα από το διαμέρισμά του κάτι περιέργους ήχους, στιγμιαίες φωνές, αλλά δεν έδινα σημασία. Ήταν εξάλλου μακριά ώστε να ξεχωρίζω το είδος των ήχων. Ήμουν ανεπηρέαστη, μη καχύποπτη ώστε να το συνδυάσω με κάτι άσχημο. Κάποια στιγμή μάλιστα τον είχα ρωτήσει αν και εκείνος είχε ακούσει τους ήχους, όμως δεν είχε ιδέα σε τι αναφερόμουν.

Επισκέφτηκα άλλες τρεις φορές το σπίτι του Άρη. Όλα τα αντικείμενα ήταν τοποθετημένα στον χώρο με ψυχαναγκαστική ακρίβεια. Κάθε φορά ένιωθα το ίδιο περίεργο συναίσθημα μην ξέροντας το γιατί. Ένα συναίσθημα κενού, θλίψης.

Έλειψα για τρεις μέρες εκτός πόλης και όταν επέστρεψα όλα ήταν αλλιώς…

Με τη βαλίτσα στο χέρι άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ και είδα την πόρτα του Άρη ορθάνοικτη. Πλησίασα περισσότερο, ενώ εκείνη την ώρα έβγαιναν από μέσα δύο άντρες. Ο ένας φορούσε στολή αστυνομικού. Στάθηκα παγωμένη προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε συμβεί.

«Συγγνώμη, έχει συμβεί κάτι; Πού είναι ο Άρης;» ρώτησα με αγωνία τον αστυνομικό

Εκείνος με κοίταξε μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλός.

«Ποια είσαι εσύ, κοπέλα μου;»

«Μένω σ’ εκείνο το διαμέρισμα» του απάντησα αγχωμένα, δείχνοντάς του την πόρτα. «Έλειπα ταξίδι λίγες μέρες και μόλις γύρισα. Τι ψάχνετε εδώ; Έπαθε κάτι το αγόρι;»

«Επιτέλους, σας ψάχναμε. Αναζητούσαμε ενοίκους που θα μπορούσαν να μας δώσουν πληροφορίες για την κοπέλα που έμενε εδώ και τους πιθανούς λογούς που έπεσε από το μπαλκόνι».

Σάστισα. Κοκάλωσα. Δε καταλάβαινα τι μου έλεγε. Δεν έβγαιναν οι λέξεις. Είχα παγώσει.

«Δεν κατάλαβα τι είπατε… Ποια κοπέλα; Ποια πτώση από μπαλκόνι;» τον ρώτησα με την ελπίδα πως άκουσα παράλογα πράγματα και πως θα με καθησύχαζε με κάτι που ανήκε στη δική μου πραγματικότητα.

«Για την κοπέλα που έμενε εδώ σας ρωτάω» επέμενε ο αστυνομικός δείχνοντας την πόρτα του Άρη. «Την Αγνή Δρόσου. Έπεσε από το μπαλκόνι πριν τρεις μέρες. Πιθανόν αυτοκτόνησε. Μα τι πάθατε;»

Το στόμα μου είχε στεγνώσει, γύριζαν όλα γύρω μου. Κάθισα πάνω στη βαλίτσα μου, εκεί έξω στον διάδρομο, με ένα απλανές βλέμμα.

 «Είστε καλά; Να σας φέρω λίγο νερό;» με ρώτησε ο άλλος άντρας που ήταν μαζί με τον αστυνομικό και όπως κατάλαβα αργότερα ήταν ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος.

«Εδώ έμενε ο Άρης… Ο Άρης Στεργίου…» τους είπα, με όση δύναμη μού είχε απομείνει «Ήταν συγγραφέας. Είχαμε μιλήσει, είχα έρθει στο σπίτι του. Έμενε μόνος του. Κάποιες φορές ερχόταν η κοπέλα του, μου είχε πει, και κοιμόταν εδώ τα βράδια».

«Άρης Στεργίου; Ο Άρης Στεργίου είναι νεκρός, κοπέλα μου».

Σηκώθηκα και άρχισα να φωνάζω.

«Μα τι λέτε; Πού είναι; Πού τον έχετε; Πώς συνέβη αυτό;» Δεν καταλάβαινα τι γινόταν ούτε το πώς με μετέφερε ο ιδιοκτήτης μέσα στο σπίτι μου.

Έκλαιγα ασταμάτητα. Έτρεμα. Περίμενα να μάθω τι είχε γίνει με τον Άρη και ποια ήταν αυτή η Αγνή.

«Έλλη σε λένε; Έτσι βλέπω γραμμένο στον ντοσιέ. Εγώ είμαι ο Φώτης» μου είπε ήρεμα

Του απάντησα καταφατικά με ένα κούνημα του κεφαλιού.

Έτσι ξεκίνησε να μου εξιστορεί τα γεγονότα, ενώ εγώ ένιωθα πως βρισκόμουν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Έμαθα από τον Φώτη ότι ο Άρης Στεργίου νοίκιαζε το διαμέρισμα του πριν τρία χρόνια. Σκοτώθηκε πέφτοντας από το πατάρι. Ο θάνατός του δεν ήταν ακαριαίος. Η Αγνή Δρόσου είχε νοικιάσει φέτος το διαμέρισμα. Δυστυχώς πριν τρεις μέρες, έπεσε από το μπαλκόνι και σκοτώθηκε.

Ο Άρης ήταν νεκρός. Εγώ τον έβλεπα. Μιλούσαμε. Τα εξήγησα όλα στον Φώτη, αλλά πίστεψε ότι ήμουν σε σύγχυση. Ότι είχα ανάγκη να επισκεφτώ κάποιον ειδικό.

Η φωτογραφία. Αυτή που είχε στην βιβλιοθήκη… Δεν μπορεί να ήταν ψέμα.

«Υπήρχε φωτογραφία του Άρη και της κοπέλας του πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης. Αν δεν την έχει πάρει η αστυνομία, θα είναι εκεί ακόμη» του ανέφερα σαν τελευταία μου ελπίδα να μην αποτρελαθώ.

Σηκώθηκε βγάζοντάς την από την τσέπη του.

«Η μονή φωτογραφία που βρέθηκε στο σπίτι και ήταν στο ράφι της βιβλιοθήκης είναι αυτή εδώ…»

Τα έχασα. ‘Ήταν η φωτογραφία που είχα δει, όμως δεν υπήρχε ο Άρης σε αυτήν. Έμεινα να την κοιτάω έντονα.

«Αυτή την φωτογραφία είχες δει; Αυτή η κοπέλα είναι η Αγνή Δρόσου που νοίκιαζε το σπίτι».

Κοίταζα μια την φωτογραφία και μια τον Φώτη. Είχε παγώσει το αίμα μου.

«Ναι, αυτή….» Πλέον έβγαιναν με δυσκολία οι λέξεις από το στόμα μου. «Ο Άρης πού είναι; Στεκόταν διπλά της σ’ αυτήν τη φωτογραφία. Το θυμάμαι καλά».

Δε μου απάντησε καν. Απλά με κοιτούσε.

Του ζήτησα να μάθω λεπτομέρειες για το πώς η Αγνή βρέθηκε στο κενό. Δεν ήξερε να μου απαντήσει. Ακόμη ερευνάται από την αστυνομία. Το μόνο που γνώριζε ήταν πως η τηλεόραση «έπαιζε». Στο τραπεζάκι του σαλονιού υπήρχε μια κούπα γεμάτη ρόφημα σοκολάτας που δεν πρόλαβε να πιει καθώς και ένα φύλλο τετραδίου στο οποίο ήταν γραμμένη η φράση: Τίποτα στη ζωή δεν είναι πιο βέβαιο από τον ίδιο τον θάνατο.

Από εκείνη τη μέρα και μετά, δεν είχα ξανά επικοινωνία με τον Φώτη. Στην αστυνομία κατέθεσα όσα γνώριζα. Ή νόμιζα πως γνώριζα… Το διαμέρισμα το ξενοίκιασα και επέστρεψα στην οικογένειά μου. Είχα ανάγκη να συνέλθω. Συνέπεσε και η περίοδος των Χριστουγέννων, οπότε ήταν το κατάλληλο διάστημα για ξεκούραση και για μια επίσκεψη σε εσάς, γιατρέ…. Δεν είμαι τρελή, όλα όσα σας εξιστόρησα τα έζησα… Όλα… Δεν είχα καμία σχέση με θεωρίες παραφυσικού ή ό,τι άλλο. Πιστεύω, ή τουλάχιστον πίστευα, μόνο όσα αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου. Δεν ξέρω γιατί να εμφανιστεί ο Άρης σε μένα. Ούτε τι ρόλο έπαιξε ο αριθμός 3 σε όλο αυτό.

«Ηρέμησε, Έλλη, κάνεις δεν είπε ότι είσαι τρελή. Βρίσκεσαι σε μια σύγχυση και θα χρειαστεί κάποιο διάστημα για να συνέλθεις από όλα αυτό και να επιστρέψεις στην κανονικότητα. Εδώ σου έχω συνταγογραφήσει ένα πολύ ήπιο χάπι που θα σε βοηθήσει να κοιμάσαι ήρεμη τα βράδια. Αν ακολουθήσεις τη θεραπεία και κάνουμε τις συνεδρίες, δε θα έχεις κανένα πρόβλημα».

«Εσείς τι πιστεύετε;»

«Δεν είναι η στιγμή να αναλύσουμε αυτό το γεγονός. Προέχει η ηρεμία σου. Φρόντισε και εσύ να μην το σκέφτεσαι συνέχεια. Ξέρω πως είναι δύσκολο, όμως απαραίτητο. Σε δυο εβδομάδες θα ήθελα να σε ξαναδώ».

1 μηνά αργότερα…

Γιατρέ, ελπίζω να λάβετε το μήνυμά μου στον τηλεφωνητή. Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε τις συνεδρίες. Σήμερα ήρθε ένα δέμα. Χωρίς στοιχεία αποστολέα επάνω. Μέσα είχε ένα βιβλίο με τίτλο: «Όταν οι ψυχές περιφέρονται». Στην πρώτη σελίδα υπήρχε αφιέρωση για μένα με την υποσημείωση: Τίποτα στη ζωή δεν είναι πιο βέβαιο από τον ίδιο τον θάνατο. Συγγραφέας, Άρης Στεργίου…

 

 Ρένια Αδάμ