Σχολείο για Διαφορετικούς (Κεφάλαιο 1)

 Δεν ξέρω πόση ώρα προσποιούμαι ότι κοιμάμαι αλλά ξέρω ότι δε θέλω να ξυπνήσω και να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Η μαμά μου, αφού βαρέθηκε να μου φωνάζει να ξυπνήσω, εφάρμοσε το σχέδιο βήτα, τον κουβά με το παγωμένο νερό. Υποχώρησα και άνοιξα τα μάτια μου. Ο σνόουμπολ, ο γάτος μου, άρχισε να γλύφει το νερό από το πρόσωπό μου. Έλεος αυτή η γάτα! Έχει χάρη που τον αγαπάω και που δεν ξέρω πότε θα τον ξαναδώ. Σηκώθηκα βαριεστημένα από το κρεβάτι και ντύθηκα. Πήρα τη βαλίτσα και κατέβηκα κάτω. Η μαμά είχε φτιάξει ένα σοκολατένιο κέικ. 

«Δεν έχω όρεξη να φάω». Έσπρωξα το πιάτο με το κέικ λίγο πιο πέρα.

«Στο αεροπλάνο όλα είναι πανάκριβα» επεσήμανε εκνευρισμένη η μαμά μου.

«Δε θα έχω όρεξη ούτε τότε, μην ανησυχείς».

Ο σνόουμπολ κουλουριάστηκε στα πόδια μου. Τον πήρα αγκαλιά και τον φίλησα στο κεφάλι.

«Αφού δε θα έχω που δε θα έχω φίλους, γιατί να μην τον πάρω μαζί μου;»

«Απαγορεύονται τα κατοικίδια στο σχολείο».

«Τότε δε θέλω να πάω. Δεν μπορώ να τον αποχωριστώ».

Όχι ότι αν ερχόταν θα ήθελα να πάω. Άνοιξα το κινητό και μας έβγαλα μια σέλφι. Αμέσως μετά την έβαλα εξώφυλλο.

Χίλιες φορές προτιμώ τη φάτσα του σνόου από τον Sean O'Donnell. Εξάλλου τον Sean O'Donnell δε θα τον δω ποτέ ενώ τον σνόουμπολ τον βλέπω συνέχεια, πράγμα που θα σταματήσει να ισχύει. 

 Ο μπαμπάς εμφανίστηκε από τις σκάλες και μου είπε ότι είχε έρθει η ώρα. Η μαμά με αγκάλιασε και με φίλησε στο μέτωπο. Ο σνόουμπολ μπλέχτηκε στα πόδια μας. Της είπα ότι θα μου λείψει και μετά βγήκα από την αγκαλιά της. Αγκάλιασα τον σνόουμπολ, πήρα τη βαλίτσα και βγήκα από το σπίτι. 

 Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο θα μου έλειπε η οικογένειά μου μέχρι που το σπίτι εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο.

«Σίγουρα δεν έχω άλλη επιλογή;» Κοίταξα τον μπαμπά κατάματα.

«Πίστεψέ με, αν είχες, θα ήμουν ο πρώτος που θα σ’ την έλεγε».

«Φοβάμαι να πάω».

«Είναι λογικό. Αλλά πίστεψέ με θα το συνηθίσεις και μπορεί να περνάς τόσο καλά που να μη θες να γυρίσεις».

«Πάντα θα προτιμώ τον σνόουμπολ, μπαμπά. Να τον προσέχεις». 

«Θα τον προσέχω» με επιβεβαίωσε.

Δυστυχώς είχαμε φτάσει στο αεροδρόμιο που σήμαινε ότι αυτά ήταν τα τελευταία λεπτά με τον μπαμπά μου. Ο μπαμπάς τακτοποίησε τα χαρτιά και ό,τι άλλο θα χρειαζόμουν και ήμουν έτοιμη να φύγω. Λάθος, ήμουν έτοιμη από άποψη χαρτιών γιατί από ψυχολογίας όχι. Τον αγκάλιασα πάρα μα πάρα πολύ σφιχτά και τον φίλησα στο μάγουλο. Χαμογέλασα ψεύτικα.

«Όταν γυρίσω να είσαι ξυρισμένος, παραλίγο να κοπώ».

Ο μπαμπάς μού χαμογέλασε. Αφού περίμενα στη βαρετή ουρά μπήκα επιτέλους στο αεροπλάνο. Κάθισα στη θέση μου και μια αεροσυνοδός με πλησίασε, μου χαμογέλασε, της ανταπέδωσα και μετά κάθισε δίπλα μου. Ευτυχώς, η θέση μου ήταν δίπλα στο παράθυρο. Έτσι τουλάχιστον θα μπορούσα να ξεχαστώ. Το αεροπλάνο απογειώθηκε. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που ανέβηκα σε αεροπλάνο. Με τον μπαμπά θα πηγαίναμε στο Λονδίνο. Είχε ένα σεμινάριο και με πήρε μαζί του. Φοβόμουν τόσο πολύ και σε κάθε κενό αέρος πίστευα ότι θα πεθάνω. Τώρα δεν ένιωθα τίποτα. Μετά από άπειρες ανεπιτυχείς απόπειρες να κοιμηθώ αποφάσισα να διαβάσω την «Κλέφτρα των βιβλίων». 

Το βιβλίο ήταν τρομαχτικά καλά γραμμένο. Χάθηκα στο μαγικό ταξίδι των λέξεων, ταυτίστηκα με τη Λιζέλ και ερωτεύτηκα το αγόρι με τα μαλλιά στο χρώμα του λεμονιού. Και μετά νόμιζα ότι θα πεθάνω… Κενό αέρος. Η αεροσυνοδός με ρώτησε αν ήμουν καλά και κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Μου είπε να την ενημερώσω αν χρειαστώ κάτι και πήγε να εξυπηρετήσει τους υπόλοιπους. 

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην Αγγλία. Θα είχαμε αναμονή τρεις ώρες.  Στο ίδιο αεροδρόμιο είχαμε πάει και με τον μπαμπά. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην φάω όμως εκείνος ο κορμός με τα ζαχαρωτά από τα Starbucks ήταν κάτι που έπρεπε επειγόντως να επισκεφτεί το στομάχι μου. Πήγα στο μαγαζί και ζήτησα ευγενικά ένα κομμάτι κορμό. Ο υπάλληλος με κοίταξε παράξενα και κατάλαβα ότι είχα παραγγείλει στα ελληνικά. Ωραία αρχή! Ξαναπαρήγγειλα στα αγγλικά. Κάθισα στην καρέκλα και φαντάστηκα τον μπαμπά να κάθεται απέναντι. Πήγα να κλάψω αλλά κρατήθηκα. 

Το καλό με το κινητό μου ήταν ότι η μπαταρία κρατούσε πολύ. Βέβαια για παν ενδεχόμενο είχα και έναν φορητό φορτιστή μαζί μου. Μπήκα στο facebook. Ο μπαμπάς μού είχε στείλει μια σέλφι του με τον σνόουμπολ. Νόμιζα ότι δεν τον συμπαθούσε… Αν είναι κάθε φορά που λείπω να γίνονται φιλαράκια, να το κάνω πιο συχνά. Άρχισα να απαντάω σε όσα περισσότερα μηνύματα μπορούσα. Ένιωσα ιδιαίτερα δημοφιλής. αλλά αυτό ήταν απλά επειδή δε θα με ξαναέβλεπαν. Εγώ, το παιδάκι με τα σαράντα με το ζόρι λάικ στην προφίλ, είχα διακόσια πλέον, ναι, εγώ. Εντάξει, παιδιά, δεν πέθανα κιόλας. Αν πέθαινα, πόσα λάικ λέτε να έπαιρνα; Το έχω παρακάνει, σταματάω. Κοίταξα το ρολόι, είχαν περάσει οι τρεις ώρες. 

Μετά από μία ώρα, το αεροπλάνο ήταν έτοιμο για απογείωση. Αντίο, Αγγλία, θα τα πούμε κάποια άλλη φορά. Ήρθε η ώρα να γνωρίσω την καινούρια μου αεροσυνοδό. Πριν καλά καλά προλάβω να τη δω να εμφανίζεται, άρχισε να μου μιλάει. Αγγλικά και γρήγορα ίσον αργός θάνατος. Την παρακάλεσα να επιβραδύνει. Ήμουν πολύ καλή στα αγγλικά, αλλά καταλάβαινα το ένα τρίτο από αυτά που έλεγε. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ δεν είμαι περήφανη για εμένα. Σκέφτηκα ότι όταν γυρίσω σπίτι πρέπει να σκίσω το λόουερ. Να το έσκιζα σε λωρίδες ή σε μικροσκοπικά τετράγωνα κομματάκια; 

 Για έναν παράξενο λόγο μου ήρθε μια αναπάντεχη επιθυμία για ύπνο. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα το μυαλό μου να κάνει τα υπόλοιπα.

***

Θα πέθαινα, ήμουν σίγουρη. Απορώ πως οι άνθρωποι μπορούν να παραμένουν ψύχραιμοι κατά τη διάρκεια της προσγείωσης. Αλλά όχι, πρέπει να με βασανίσουν πρώτα στο καινούριο σχολείο και μετά να πεθάνω, σωστά. Όταν λέω εγώ ότι η ζωή είναι άδικη κανένας δε με ακούει. Υπέθετα ότι στην Καλιφόρνια ήταν ξημερώματα αλλά και πάλι δεν ήμουν σίγουρη. Μετά θυμήθηκα ότι η πτήση κρατούσε δεκατρείς ώρες, άρα ήταν απλά πολύ αργά το βράδυ. 

Τώρα έπρεπε να πάρω ένα ταξί. Πήρα το πρώτο που βρήκα και είπα στον οδηγό τη διεύθυνση του σχολείου. Μετά από ένα τέταρτο το ταξί σταμάτησε μπροστά από μια όχι απλά μεγάλη, αλλά τεράστια πύλη. Ψιθύρισα μερικές λέξεις που θα έσωζαν το τομάρι μου και του καινούριου μου σχολείου και ακούμπησα το χέρι του οδηγού για να του δώσω τα χρήματα. Για να μη σας μπερδεύω, έκανα ένα μικρό ξόρκι αμνησίας για να μη θυμάται το μέρος που με άφησε. Πλησίασα την τεράστια πύλη και χτύπησα το κουδούνι. 

Θα σας εξομολογηθώ κάτι: αυτό το σχολείο είναι πολύ τρομαχτικό.

Η πόρτα άνοιξε με έναν εκκωφαντικό ήχο. Μπήκα μέσα ελπίζοντας να μην πεταχτεί κανένα παράξενο πλάσμα επάνω μου. Μια κυρία με ένα αναμμένο κερί με πλησίασε. Αν θυμάμαι καλά, στον εικοστό πρώτο αιώνα έχουμε ανακαλύψει τον ηλεκτρισμό, καλά δε θυμάμαι; Μωρέ καλά θυμάμαι. Με πλησίασε και χαμογέλασε. Από τα δόντια στοιχηματίζω ότι είναι βρικόλακας. Ας τους πει κάποιος να μη χαμογελάνε γιατί τρομάζουν τον κόσμο. Μίλησε και το παιδί που όταν χαμογελάει μοιάζει με ιπποπόταμο. Παρά τα παράξενα δόντια, η κυρία που δεν ήξερε ότι υπάρχει ο ηλεκτρισμός ήταν όμορφη. Με ρώτησε αν είμαι αυτή που είμαι και απάντησα θετικά. Μου έγνεψε να την ακολουθήσω και το έκανα. 


Έλμινθα