Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 1 - Η Αποστολή)

«Πού είναι;»

Την επόμενη στιγμή επικράτησε σιγή στην αίθουσα. Ο χώρος δεν ήταν και πολύ μεγάλος, ενώ τα μόνα έπιπλα που υπήρχαν ήταν ένας κατάμαυρος φτωχικός θρόνος, ένα μεγάλο καφέ μπαούλο στην άκρη και ένα μικρό ξύλινο τραπέζι στη μέση. Η αίθουσα ήταν πολύ σκοτεινή˙ δεν υπήρχε κανένα παράθυρο στους πέτρινους τοίχους που την περιέβαλλαν.

Εκείνος που είχε μιλήσει ήταν ένας ψηλός άνδρας, ντυμένος με ένα μαύρο μανδύα που κάλυπτε όλο του το σώμα. Η φωνή του ήταν βαθιά και βραχνή, ενώ είχε κάτι το απόκοσμο που έκανε τους άλλους δύο που βρίσκονταν εκεί να ανατριχιάσουν.

Αυτοί στέκονταν απέναντι από τον άνδρα, με σκυμμένα τα κεφάλια τους. Πέρασε λίγη ώρα ακόμη, κατά την οποία παρέμειναν σιωπηλοί, σαν να δίσταζαν να απαντήσουν στην ερώτηση που τους είχε κάνει. Στο τέλος, ο ένας από τους δύο μίλησε με τρεμάμενη φωνή.

«Δεν το έχουμε, άρχοντά μου».

«Και ποιος το έχει τότε;»

«Ο… ο νέος φύλακάς του» απάντησε εκείνος, ενώ άρχισε να τρέμει ολόκληρος, σαν να φοβόταν εκείνη τη στιγμή όσο τίποτε άλλο στη ζωή του, θυμίζοντας παιδί που έκανε αταξία και αναγκάζεται να το αποκαλύψει στους γονείς του.

Πέρασαν μερικές στιγμές μέχρι εκείνος στον θρόνο να μιλήσει ξανά, μοιάζοντας να αναφέρεται περισσότερο στον εαυτό του, παρά στους άλλους δύο που βρίσκονταν εκεί:

«Φαίνεται ότι τους υποτίμησα… Ξέρετε πού είναι;» ρώτησε μετά.

«Όχι, άρχοντά μου».

Ο άνδρας με το μανδύα έμεινε και πάλι σιωπηλός.

«Θα σας δώσω μία τελευταία ευκαιρία και αυτή τη φορά μην κάνετε το λάθος να με απογοητεύσετε» άρχισε, διατηρώντας ήρεμο τον τόνο της φωνής του «βρείτε πού βρίσκεται αυτός και πού το κρύβει, πάρτε το και πηγαίνετέ το στον Αζαρέρ».

Οι άλλοι δύο φάνηκαν να παραξενεύονται από τη διαταγή του, αφού κοιτάχτηκαν αρχικά μεταξύ τους και μετά κοίταξαν τον ίδιο.

«Μα, άρχοντά μου» άρχισε να λέει διστακτικά ο ένας «αν το δώσουμε στον Ερυθρό Ηγέτη, τότε εσύ δε θα μπορέσεις…»

Την επόμενη στιγμή, ο άνδρας με το μανδύα σήκωσε το δεξί του χέρι στο ύψος του προσώπου εκείνου μιλούσε και αυτός σταμάτησε αμέσως. Μετά κατέβασε ξανά το χέρι του, ενώ οι άλλοι δύο έσκυψαν και πάλι και παρέμειναν ακίνητοι.

«Ξέρω πολύ καλά τι κάνω και τι θα συμβεί» είπε με ήρεμη φωνή. «Ξεκινήστε και κάντε γρήγορα».

«Μάλιστα, άρχοντά μου» ανέφερε ο ένας από τους δύο και αμέσως μετά έκαναν μεταβολή και κίνησαν βιαστικά προς τη μόνη πόρτα που υπήρχε στην αίθουσα, στην οποία όμως δεν υπήρχε κανένα χερούλι. Ήταν ξύλινη και παλιά, ενώ το ύψος της δεν ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Άνοιξε εντελώς ξαφνικά καθώς πλησίαζαν οι δύο άνδρες, οι οποίοι δε φάνηκε να ξαφνιάζονται καθόλου από αυτό το γεγονός. Μόλις βγήκαν, η πόρτα έκλεισε πίσω τους, αφήνοντας τον άνδρα με τον μανδύα μόνο του στην αίθουσα να κάθεται στον παράξενο θρόνο που υπήρχε εκεί εντελώς ακίνητος…



Παναγιώτης Βάβαλος