Θέλει να μας τρομοκρατήσει! σκέφτηκε εκνευρισμένη.
«Ει… Εσύ, η καινούργια» είπε αχνά μια φωνή. «Μπορείς να μιλήσεις».
Χθες το βράδυ, όταν ο ακόλουθος του Μάγου την έφερε στο δωμάτιο, προσπάθησε να μιλήσει αλλά δεν έβγαινε λέξη από το στόμα της. Νόμισε πως της είχε κάνει κάτι και δε θα μπορούσε να μιλήσει ποτέ πια.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε η φωνή.
«Έμιλι… Έμιλι Τόμσεν» είπε βραχνιασμένα.
«Άαρον Μπότλ». Η Έμιλι γέλασε. «Το βρήκες και εσύ αστείο, έτσι δεν είναι;»
«Ναι».
«Λογικό. Αφού με λένε Άαρον Μπουκάλι» είπε γελώντας. «Λοιπόν; Σκοτεινή ή Φωτεινή;»
«Σκοτεινή».
«Κι εγώ. Ποιο στοιχεία χειρίζεσαι;»
«Όλα».
«Τι εννοείς;»
«Ότι χειρίζομαι όλα τα Στοιχεία».
Άρχισαν να ακούγονται ψίθυροι παντού τριγύρω της.
«Αυτή είναι. Η κοπέλα που χειρίζεται όλα τα Στοιχεία».
«Ψάχνω τη φίλη μου. Τη λένε Ντέμυ. Την ξέρει κανείς σας;»
«Έμς;» φώναξε μπερδεμένη μια φωνή.
«Ντέμυ; Εσύ είσαι;» είπε γεμάτη ελπίδα η Έμιλι.
«Ω Θεέ μου… Έμς… Τι κάνεις εδώ;»
«Ήρθα για να σε σώσω. Όλους σας».
«Ναι… Μιας και εσύ μας έμπλεξες εξ’ αρχής. Καλή σκέψη» είπε εκνευρισμένη μια φωνή.
«Τι είναι αυτά που λέτε;» είπε μια φωνή.
Η Έμιλι την ήξερε αυτή τη φωνή. Είχε μιλήσει με αυτή την κοπέλα αρκετές φορές. Ήταν η Κλέρι.
«Αν δε γινόταν Σκοτεινή… Αν δεν έκανε όλα αυτά δε θα μας είχε βρει» είπε πάλι εκνευρισμένη εκείνη η φωνή.
«Ο Μάγος άρχισε να απαγάγει Χαρισματικούς πριν γίνει η Έμιλι Σκοτεινή. Αν ψάχνεις κάποιον για να κατηγορήσεις διάλεξες τον λάθος άνθρωπο» αποκρίθηκε η Κλέρι.
«Κλέρι Γκρέισον;» είπε η Έμιλι.
«Γεια σου, Έμιλι» είπε η Κλέρι.
«Γνωρίζεστε;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Ναι. Είναι η πηγή μου» απάντησε η Έμιλι. Ο Άαρον γέλασε.
«Και πάλι βλέπουμε πως όλα γυρίζουν γύρω από την Έμιλι».
«Σκάσε, αλαζόνα Βρετανέ» είπε εκνευρισμένη η Ντέμυ.
«Συγγνώμη αν γίνομαι αγενής, αλλά εμείς οι Άγγλοι-»
«Επιδιώκετε να γίνεστε αγενείς; Το ξέρουμε αυτό» τον διέκοψε η Ντέμυ. Η Κλέρι κοίταξε αγριεμένα τον Άαρον.
«Άρχισα να παρακολουθώ τις κινήσεις του πριν τέσσερις μήνες. Είναι η επιτομή… της απόλυτης τρέλας»
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Άαρον.
«Ότι κανένας μας δε θα βγει ζωντανός από εδώ μέσα!» είπε δυνατά μια γνώριμη φωνή.
«Η Κέιτ;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Ντέμυ.
«Ναι. Είναι και αυτή εδώ» αποκρίθηκε εκνευρισμένη η Έμιλι.
«Κοίτα ποια πιάστηκε στα δίχτυα» σχολίασε η Κέιτ. «Έμιλι Τόμσεν… Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από την καταιγίδα. Ούτε και εσύ». Η Έμιλι σήκωσε το βλέμμα της στο ταβάνι.
«Ναι… Κάτι μας είπες τώρα»
«Έμς;» είπε η Ντέμυ.
«Πόσες μέρες λείπω;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Αρκετές» της απάντησε η Έμιλι. «Τι συμβαίνει εδώ;»
«Με λίγα λόγια… Μας σκοτώνουν» απάντησε ο Άαρον.
«Κάθε μέρα φέρνουν τουλάχιστον και από έναν καινούργιο… Και κάθε μέρα παίρνουν από κάποιον από εδώ μέσα και τον πηγαίνουν στο δωμάτιο. Κανείς δεν επιστρέφει» προσέθεσε η Ντέμυ.
«Εκτός από εσένα!» είπε η Κέιτ γεμάτη κακία.
«Γιατί δεν άντλησε τις δυνάμεις σου;» ρώτησε μια άλλη φωνή.
«Ναι… Γιατί;»
Αρκετές φωνές άρχισαν να ρωτούν.
Αυτό το ερώτημα άρχισε να τη βασανίζει.
Γιατί δεν άντλησε τις δυνάμεις μου;
Κι έτσι ξαφνικά βρήκε την απάντηση. Ήταν τόσο προφανές. Ίσως ο λόγος να είναι παράλογος και όμως… Της φάνταζε σωστός. Σωστός για κάποιον τρελό όπως ο Μάγος.
«Η απάντηση είναι απλή» είπε τελικά η Έμιλι. «Είμαι το μεγάλο του φινάλε».
Η πόρτα στο βάθος του χώρου άνοιξε και όλοι ησύχασαν. Μια μορφή φάνηκε στην πόρτα. Η Έμιλι κατάλαβε ποιος ήταν. Ήταν ο Μέισον Ρέιμαν. Πώς είναι δυνατόν να είχε πέσει τόσο έξω; Ήξερε τον Μέισον εδώ και αρκετά χρόνια. Μπορεί να μην ήταν κολλητοί, αλλά τον ήξερε. Νόμιζε ότι τον ήξερε. Ήταν Μάγος. Μπήκε στο δωμάτιο και άρπαξε έναν νεαρό.
«Όχι, όχι σε παρακαλώ όχι. Μην πάρεις εμένα. Σε εκλιπαρώ. Πάρε εκείνη. Πάρε την καινούργια. Χειρίζεται όλα τα Στοιχεία. Σε παρακαλώ. Όχι. Όχι!» φώναζε.
Η πόρτα έκλεισε με δύναμη. Οι κραυγές του νεαρού συνέχισαν για λίγα ακόμα δευτερόλεπτα.
«Έμς;» ρώτησε ξέπνοα η Ντέμυ.
«Ναι;»
«Αυτός ήταν…»
«Ο Μέισον Ρέιμαν; Ναι».
«Τον ξέρετε;» ρώτησε ο Άαρον.
«Θα σου φαινόταν περίεργο αν σου λέγαμε ναι;» ρώτησε ειρωνικά η Έμιλι.
«Φυσικά και θα ξέρατε τον καινούργιο» είπε γελώντας.
«Περίμενε… Είναι καινούργιος;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Ναι… Κάνει όλη τη βρώμικη δουλειά του Μάγου τις τελευταίες μέρες. Τον περνάει από τεστ» απάντησε ο Άαρον.
«Τι εννοείς;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Θέλει να ελέγξει αν όντως μπορεί να γίνει ακόλουθός του. Αν ακολουθεί τις διαταγές του. Δοκιμάζει την αφοσίωσή του».
«Κι αν δεν περάσει το τεστ;» ρώτησε η Έμιλι.
«Εσύ τι νομίζεις;»
Η Έμιλι για μια στιγμή ευχήθηκε ο Μέισον να περάσει το τεστ του «Μάγου». Δεν του άξιζε να πεθάνει. Παρόλο που δεν τον αναγνώριζε πλέον, ευχόταν να κέρδιζε την εμπιστοσύνη του.
«Πού είναι;» φώναξε εκνευρισμένος.
Το προηγούμενο βράδυ, όταν επέστρεψε από το Bomb, ο Μάικλ έψαξε να βρει τον πατέρα του, αλλά εκείνος εντελώς τυχαία είχε φύγει από το Αρχηγείο.
«Δεν είναι εδώ» είπε φοβισμένη η Ρέιτσελ.
Το βλέμμα του Μάικλ ήταν εξοργισμένο, γεμάτο μίσος και αυτό τη φόβιζε.
«Δεν είναι στη δουλειά του… Για αυτό, Ρέιτσελ, μη γίνεσαι συνένοχος στα εγκλήματά του. Μείνε εκτός» της είπε προσπαθώντας να παραμείνει ήρεμος ενώ κατευθυνόταν προς το γραφείο του πατέρα του.
«Μα, Μάικλ… Ο πατέρας σου δεν είναι εδώ». Ο Μάικλ γύρισε και κοίταξε τη Ρέιτσελ. Τα μάτια του άστραψαν αμέσως μπλε.
«Είπα να μην ανακατευθείς» της φώναξε εξοργισμένος.
Η Ρέιτσελ πισωπάτησε φοβισμένη και έφυγε για το γραφείο της. Γύρισε και πλησίασε την πόρτα ανοίγοντάς την απότομα. Είδε τον πατέρα του να πετάγεται από την πολυθρόνα του. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του τη σφράγισε με πάγο.
«Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Πώς τόλμησες;» του φώναξε.
«Μάικλ… Δε θα καταλάβεις… Ακόμα και αν σου εξηγήσω…»
«Δε θέλω να μου εξηγήσεις τίποτα. Θέλω απλά να δω την έκφρασή σου, την αντίδρασή σου όταν μάθεις πως τα ξέρω όλα. Της υποσχέθηκες πως θα την προσέχεις. Είσαι ψεύτης. Ένας ελεεινός ψεύτης». Άρχισε να γεμίζει τον λαιμό του με νερό. Δεν μπορούσε να κρύψει τον θυμό του. Ήθελε να τον σκοτώσει. Δεν ήταν πλέον ο πατέρας του. Ήταν ένας ξένος. Δεν αξίζει, σκέφτηκε. Δεν αξίζει να πεθάνει. Όχι τώρα. Σταμάτησε να τον πνίγει και τον κοίταξε με απεχθές βλέμμα. «Αν πάθει κάτι… Οτιδήποτε… Θα σε σκοτώσω. Και να είσαι σίγουρος πως δεν πρόκειται για μια απειλή. Αν πάθει κάτι η Έμιλι… Είσαι νεκρός». Έσπρωξε την πόρτα με υπερβολική δύναμη σπάζοντας τον πάγο σε χιλιάδες θρύψαλα. Η πόρτα χτύπησε με δύναμη στον τοίχο και έκλεισε ξανά.
Ο Άλεξ καθόταν σοκαρισμένος στον καναπέ του σπιτιού του Μάικλ.
«Πώς το έκανε αυτό; Πώς μου το έκανε αυτό;» φώναξε ο Μάικλ.
«Τι κάνουμε τώρα;» είπε ο Άλεξ.
«Τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν υπάρχει τίποτα».
«Δε σε πιστεύω, Μάικ. Ενώ θα έπρεπε να κινείς γη και ουρανό για να βρεις την Έμιλι, κάνεις ακριβώς το αντίθετο. Έχεις χάσει κάθε ελπίδα».
«Και τι θέλεις να κάνω;» ρώτησε ο Μάικλ. Ένιωθε εξουθενωμένος και καταβεβλημένος.
«Όχι! Δεν πρόκειται να χάσω τις ελπίδες μου. Δεν πρόκειται να εγκαταλείψω την Ντέμυ. Την αγαπάω και ούτε και εσύ πρέπει να εγκαταλείψεις την Έμιλι. Εκείνη δε θα το έκανε».
«Τι μπορούμε να κάνουμε; Τι έχει μείνει για να κάνουμε;»
«Θα συνεχίσουμε από εκεί που έμεινε η Έμιλι. Ώρα να αναλάβουμε δράση».
«Να σου θυμίσω πως δεν είμαστε κοπέλες. Η Έμιλι πλησίασε τον Μάγο για αυτό τον λόγο».
«Ο Μάγος πλησίασε την Έμιλι. Και εκτός από κορίτσια ο Μάγος απαγάγει και άντρες».
«Άλεξ… Δε θέλουμε να μας απαγάγουν… Θέλουμε να σώσουμε όσους έχει απαγάγει ο Μάγος».
«Μπορείς να σταματήσεις να μιλάς και να πάρεις τηλέφωνο τον Ντίλαν;»
Το κλαμπ ήταν ασφυκτικά γεμάτο.
«Πώς υποτίθεται ότι θα βρούμε αυτόν τον τύπο;» ρώτησε ο Άλεξ κοιτάζοντας έκπληκτος τριγύρω του.
«Τον έχω δει… Είναι στον όροφο των VIP».
«Υπάρχουν VIP των VIP;»
«Αυτό ρώτησα και εγώ όταν πρωτοήρθα».
Πέρασαν αργά μέσα από το πλήθος που χόρευε και έπινε. Ανέβηκαν τις σκάλες.
«Δεν είναι εδώ… Άλεξ… Δεν είναι εδώ!»
«Ας περιμένουμε… Τι λες;»
Ο Μάικλ κοίταξε αγχωμένος τον άδειο καναπέ όπου ο Μάγος καθόταν τις προηγούμενες ημέρες.
Πέρασαν δευτερόλεπτα, λεπτά. Ώρες. Ο Μάγος δεν εμφανίστηκε.
«Παιδιά, συγγνώμη, αλλά… Πρέπει να κλείσουμε» είπε ο Ντίλαν που εμφανίστηκε ξαφνικά. Ο Μάικλ σηκώθηκε απογοητευμένος από τον καναπέ.
«Δεν πειράζει. Σε καταλαβαίνουμε. Πάμε, Άλεξ». Ο Άλεξ καθόταν απελπισμένος στον καναπέ. «Άλεξ;» Ο Άλεξ σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε φοβισμένος τον Μάικλ.
«Δε θα τις βρούμε. Δεν… Δεν μπορώ να τη χάσω, Μάικ. Δεν μπορώ να χάσω την Ντέμυ».
«Δε θα τη χάσεις. Θα τη βρούμε».
«Πώς, Μάικλ;» ο Άλεξ πετάχτηκε από τον καναπέ εκνευρισμένος. «Ο Μάγος δεν ήρθε εδώ και απ’ ότι φαίνεται δεν πρόκειται να ξανάρθει. Πώς θα τους βρούμε αν δεν βρούμε αυτόν; Τελείωσε, Μάικλ. Θα τη χάσω… Και αυτό δε θα το αντέξω».
«Πριν είπες ότι δεν πρόκειται να χάσεις τις ελπίδες σου. Ότι δε θα εγκαταλείψεις την Ντέμυ. Μην το κάνεις. Μην εγκαταλείψεις. Θα τις βρούμε. Το υπόσχομαι».
Απλά ελπίζω μέχρι τότε να μην είναι αργά.
Rene Rafael