Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (κεφάλαιο 11)

Κίρα 


Μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της Μελάρα, η Κίρα ένιωθε λες και όλη η ενέργειά της είχε εξατμιστεί από το σώμα της. Ήθελε να κοιμηθεί για μερικές μέρες, να κοιμηθεί και να σταματήσει να σκέφτεται το κάστρο που υψωνόταν επιβλητικό μερικούς δρόμους μακριά και την όμορφη πριγκίπισσα που κοιμόταν μέσα σε ένα από τα δωμάτιά του.

«Πες κάτι» της ζήτησε ο Ντέβαν. «Δεν έχεις πει λέξη όλο το βράδυ».

«Τι θες να πω;» τον ρώτησε κουρασμένα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα στο σπίτι.

Σίγουρα ο Ντέβαν ήξερε ποιο ήταν το δωμάτιο της Ναζλί. Πόσες νύχτες είχε περάσει σε εκείνο το δωμάτιο;

Ήθελε να πάει στο μωρό της. Ο γιος της ήταν ο μόνος που ήθελε να έχει κοντά της αυτή τη στιγμή, δε νοιαζόταν για τίποτα άλλο. Δεν έπρεπε να τον είχε αφήσει μόνο του.

Χοντρά κεριά ήταν αναμμένα στον προθάλαμο ρίχνοντας ένα απαλό πορτοκαλί φως.

Η Μελάρα πρέπει να τα είχε αφήσει αναμμένα για εκείνους. Η κουζίνα και το σαλόνι στα αριστερά και τα δεξιά ήταν βυθισμένα στις σκιές. Η Κίρα πήγε στη σκάλα. Ευτυχώς, ένα αναμμένο κερί μέσα σε ένα μπολ με νερό ήταν τοποθετημένο κάθε δυο σκαλοπάτια. Ο μόνος τρόπος να γίνει χειρότερη αυτή η νύχτα ήταν να πέσει και να σπάσει τον λαιμό της.

Βρήκαν τη Μελάρα να κάθεται στο κρεβάτι τους και να κουνάει το φυλαχτό με τη μαύρη πέτρα που τους είχε δώσει η Ραζιγιέ πάνω από τον Ραίγκαρ που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της.

«Γυρίσατε;» είπε η ηλικιωμένη. «Πίστευα πως θα περνούσατε τη νύχτα στο παλάτι».

«Και να σε αφήσουμε μόνη με ένα μωρό που ξυπνάει τουλάχιστον τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας;» της είπε ο Ντέβαν. «Δεν είμαστε τόσο άκαρδοι».

Η Κίρα κοίταξε τον γιο της που είχε σηκώσει τα χεράκια του και προσπαθούσε να πιάσει το φυλαχτό και αμέσως ένιωσε την καρδιά της να ζεσταίνεται.

«Μα τους Θεούς, αυτό είναι αλήθεια!» γέλασε η ηλικιωμένη. «Τον έκανα μπάνιο, τον άλλαξα, του τραγούδησα όλα τα νανουρίσματα που ξέρω, και ακόμα δεν έχει αποκοιμηθεί. Και νόμιζα πως τα δικά μου παιδιά ήταν δύσκολα στον ύπνο». Ο Ραίγκαρ έπιασε το φυλαχτό και η Μελάρα τον άφησε να το τραβήξει από το χέρι της. «Νομίζω πως σας περίμενε».

«Σε ταλαιπώρησε πολύ;» την ρώτησε η Κίρα καθώς έβγαζε το κολιέ με το ζαφείρι από τον λαιμό της.

«Καθόλου. Είναι ωραίο να ακούω ξανά παιδικές φωνές μέσα σε αυτό το σπίτι. Μπορεί να έχω δεκάξι εγγόνια, αλλά δεν τα βλέπω σχεδόν ποτέ επειδή είναι σκορπισμένα σε όλη τη χώρα. Μου έχει λείψει αυτό». Κοίταξε τον Ραίγκαρ που είχε βάλει το μενταγιόν στο στόμα του και προσπαθούσε να το δαγκώσει. «Βέβαια, αν αυτοί οι αχαΐρευτοι οι γιοι μου ερχόντουσαν πιο συχνά να επισκεφτούν τη μητέρα τους, που τους μεγάλωσε με τόσους κόπους, δε θα μου έλειπαν τόσο, αλλά τέλος πάντων».

Παρά τη μαύρη διάθεσή της, η Κίρα έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει λίγο.

«Αλλά μη σας κουράζω άλλο» τους είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Σας αφήνω να κοιμηθείτε. Αύριο όμως περιμένω να μου πείτε για το δείπνο με την πριγκίπισσα».

«Σε ευχαριστώ που τον πρόσεχες» της είπε η Κίρα.

Να μια συζήτηση για την οποία δεν ανυπομονούσε καθόλου, σκέφτηκε πικρά η κοπέλα. Έπρεπε να είναι δίκαιη, η συμπεριφορά της πριγκίπισσας ήταν άψογη και δεν της είχε δώσει καμία αφορμή για να ζηλέψει ή τίποτα άλλο, αν μπορούσε να εξαιρέσει εκείνο το μικρό φιλί στην αρχή. Ήταν μια πολύ ευγενική και γλυκιά κοπέλα. Όμως καθώς την παρακολουθούσε να μιλάει με τον Ντέβαν, η Κίρα δεν μπορούσε παρά να νιώσει σαν ξένο σώμα, ένας εισβολέας μέσα στον δικό τους κόσμο.

Ο Ντέβαν περίμενε να φύγει η Μελάρα και έκλεισε την πόρτα πριν στραφεί προς την Κίρα.

«Δεν θέλω να είσαι θυμωμένη».

«Δεν είμαι» αποκρίθηκε, και ήταν η αλήθεια. Δεν μπορούσε να θυμώσει για κάτι που ο Ντέβαν είχε κάνει όσο δεν ήταν μαζί της, και το ήξερε πως είχαν υπάρξει γυναίκες στη ζωή του, αλλά ποτέ της δεν είχε συναντήσει μια από αυτές. Δεν το σκεφτόταν και ποτέ της δεν περίμενε ότι θα την ενοχλούσε τόσο. Έβγαλε τα παπούτσια της και ανέβηκε στο κρεβάτι. Δεν είχε δύναμη για να βγάλει το φόρεμά της και να φορέσει νυχτικό, αλλά δεν την ένοιαζε κιόλας. «Απλά εύχομαι να μου το είχες πει».

«Δε μου πέρασε από το μυαλό. Δεν το θεώρησα σημαντικό».

«Δεν το θεώρησες σημαντικό» επανέλαβε κενά και πήρε το φυλαχτό από το στόμα του γιου της που έβγαλε μερικούς ήχους διαμαρτυρίας επειδή του είχε πάρει το καινούργιο του παιχνίδι. Το άφησε δίπλα στο μαξιλάρι της και σήκωσε το βλέμμα της για να κοιτάξει τον Ντέβαν. «Όμως είναι».

Αν δεν ήταν σημαντικό, δε θα την πονούσε τόσο. Η σκέψη ότι ήταν στο κρεβάτι μιας άλλη γυναίκας... Την έκανε να νιώθει άρρωστη.

Ο Ντέβαν διέσχισε την απόσταση που τους χώριζε με δυο βήματα και γονάτισε μπροστά της στο κρεβάτι.

«Δεν ήταν σημαντικό» της είπε, με τα κεχριμπαρένια μάτια του καρφωμένα στα γκρίζα δικά της σαν να ήθελε να την κάνει να καταλάβει την πλήρη σημασία των λέξεων. «Ήταν μια ανόητη απόπειρα να σε ξεχάσω, επειδή πίστευα πως δεν υπήρχε ελπίδα να είμαστε μαζί. Δεν ήξερα καν αν εσύ το ήθελες. Η Ναζλί ήταν φίλη μου, νοιαζόμασταν βαθιά ο ένας για τον άλλο, και πίστευα πως αυτό ήταν αρκετό. Πίστευα πως αν προσπαθούσα πολύ σκληρά να βάλω κάποια άλλη μέσα στην καρδιά μου θα κατάφερνα να βγάλω εσένα. Έκανα λάθος. Άντεξα μονάχα δυο βδομάδες μέχρι να γυρίσω τρέχοντας πίσω».

«Δυο βδομάδες;» Μια νύχτα πριν από πολύ καιρό άστραψε στη μνήμη της, ένα βράδυ που όχι ένας, αλλά δυο δράκοι εμφανίστηκαν στο δωμάτιό της. «Τη νύχτα που ο Κλάους είχε έρθει...» ξεκίνησε να λέει με τη φωνή της να τρέμει. «Ήταν η πρώτη φορά που σε είχα δει μετά από δεκαπέντε μέρες. Ήσουν μαζί της, έτσι δεν είναι;»

Τα μάτια της έκαιγαν και κάθε ανάσα που έπαιρνε πονούσε σαν να εισέπνεε μικροσκοπικά κομματάκια από σπασμένο γυαλί. Την πλήγωνε που, όσο εκείνη πάλευε για να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματα που είχε για εκείνον, ο Ντέβαν βρισκόταν στην αγκαλιά μιας άλλη γυναίκας. Τα δάκρυα δραπέτευσαν από τα μάτια της και κύλησαν πάνω στα μάγουλά της. Ήθελε να πει στον εαυτό της πως αυτό ήταν κάτι που είχε συμβεί παλιά και τώρα δεν είχε καμία σημασία γιατί τώρα ο Ντέβαν ήταν εδώ μαζί της, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει.

Ο Ντέβαν έπιασε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του και σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν πάνω στα μάγουλά της με τον αντίχειρά του. «Σε παρακαλώ, μην κλαις» την παρακάλεσε σαν να πονούσε κι εκείνος μαζί της. «Μίλα μου».

«Συγγνώμη». Σκούπισε τα μάτια της και προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Το ξέρω πως δε θα έκανες τίποτα για να με πληγώσεις, απλά... Απλά συνειδητοποίησα κάτι απόψε».

«Τι;» Τα χρυσά μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπό της σαν να έψαχναν την απάντηση.

«Από την πρώτη στιγμή που σε είδα ήμουν δική σου. Πάντα ήμουν δική σου, ακόμα και τις στιγμές που προσπαθούσα να το αρνηθώ». Άγγιξε το μάγουλό του, νιώθοντας το ζεστό του δέρμα κάτι από τα δάχτυλά της. «Αλλά εσύ δεν ήσουν πάντα δικός μου».

«Κίρα...»

«Είμαι κουρασμένη» του είπε και τραβήχτηκε μακριά από το άγγιγμά του, δίνοντας τέλος στη συζήτηση. «Θέλω να κοιμηθώ».

Κοίταξε τον γιο τους που τους παρακολουθούσε με μεγάλα φωτεινά ματάκια σαν να καταλάβαινε την κουβέντα τους. Τον σήκωσε και τον κράτησε στην αγκαλιά της. Αυτή τη φορά δεν έκλαψε. Έκλεισε τα μάτια της εισπνέοντας τη μυρωδιά του μωρού της και έγειρε την πλάτη της πάνω στα μαξιλάρια. Ήδη ένιωθε πιο ήρεμη. Όλα τα υπόλοιπα έγιναν ασήμαντα, τα πράγματα που ήξερε και όλα όσα της είχαν κρατήσει κρυφά, γιατί η πιο σημαντική αλήθεια στη ζωή της ήταν το παιδί που κρατούσε στα χέρια της. Συγκεντρώθηκε στην αναπνοή του γιου της και άφησε το μυαλό της να αδειάσει, αγνοώντας τους πάντες και τα πάντα γύρω της.

Ακόμα και τον άντρα που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της και την κοίταζε με ανήσυχα, θλιμμένα μάτια.




Φαίη