Storm II (Κεφάλαιο 17)

Ο ήχος ήταν τόσο σπαστικός, αλλά έπρεπε να ξυπνήσει. Μούγκρισε ενοχλημένη και σηκώθηκε κλείνοντας το ξυπνητήρι που εδώ και λίγα δευτερόλεπτα χτυπούσε δυνατά. Έκανε ένα ντους και πήγε για πρωινό. Μπαίνοντας στην κουζίνα, τον βρήκε να φτιάχνει πρωινό όπως κάθε μέρα. Μερικές φορές ένιωθε πως είναι αναίσθητη γιατί δεν του έχει φτιάξει ποτέ πρωινό.

«Καλημέρα» του είπε γλυκά. Ο Γουίλ χαμογέλασε και την πλησίασε δίνοντάς της ένα γλυκό φιλί.

«Καλημέρα, μωρό μου. Πώς νιώθεις;»

«Καλά».

«Μόνο καλά; Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα».

«Αγάπη μου, ένα πτυχίο είναι, δε χρειάζεται να το μεγαλοποιείς».

«Σ’ αγαπάω. Και αυτό σημαίνει πως χαίρομαι ακόμα και με τα λιγότερο σημαντικά». Η Έμιλι τον τράβηξε κοντά της και το έδωσε ένα γλυκό φιλί.

«Τι θα έκανα χωρίς εσένα;»

Με τον Γουίλ ήταν μαζί εδώ και τρία χρόνια. Όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τις δυνάμεις της, αποφάσισε να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή της. Τελειώνοντας το λύκειο, πέρασε στη σχολή Καλών Τεχνών στη Νέα Υόρκη όπου και μετακόμισε αμέσως μετά την αποφοίτησή της.

Τον πρώτο χρόνο προσπαθούσε να επιστρέψει στη φυσιολογική ζωή της. Είχαν περάσει τρία χρόνια από την τελευταία φορά που είχε νιώσει νορμάλ και της ήταν δύσκολο να επιστρέφει σε κάτι φυσιολογικό. Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που δεν είχε προσέξει τον Γουίλ. Φοβόταν. Βρισκόταν σε επιφυλακή περιμένοντας πως με κάποιον μαγικό τρόπο οι δυνάμεις της θα επέστρεφαν και βρισκόταν ξανά ανάμεσα στην εμπόλεμη ζώνη των Φωτεινών και των Σκοτεινών. Όμως όλα είχαν περάσει και εκείνη φοβόταν τα φαντάσματα του παρελθόντος της. Όταν επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο τη δεύτερη χρονιά ήταν πιο χαλαρή. Έτοιμη να ζήσει πραγματικά. Και έτσι γνώρισε τον Γουίλ. Ο Γουίλ σπούδαζε φωτογραφία και είχε προσέξει την Έμιλι από την πρώτη χρονιά. Ήταν γλυκός, αστείος και πάνω απ’ όλα φυσιολογικός. Δεν του είχε μιλήσει για τους Χαρισματικούς. Δε χρειαζόταν. Όλη αυτή η τρέλα ανήκε στο παρελθόν. Σε ένα παρελθόν που ήθελε να ξεχάσει.


 

Το προαύλιο ήταν γεμάτο με φοιτητές και τις οικογένειές τους.

«Δεν μπορούσαν να έχουν καλύτερο χρώμα σε αυτό το Πανεπιστήμιο;» ρώτησε αγχωμένος ο Γουίλ.

Καθόταν μπροστά από το παράθυρο του αυτοκινήτου του και προσπαθούσε μάταια να δέσει τη μαύρη γραβάτα του. Η τίβενος για την αποφοίτηση ήταν σκούρο μπλε. Ένα χρώμα που δεν άρεσε σε κανέναν.

«Μωρό μου, άκουσέ με. Κοίτα με, σε παρακαλώ» του είπε η Έμιλι προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Ο Γουίλ γύρισε και την κοίταξε αποθαρρημένος με τη γραβάτα στα χέρια του. «Η γραβάτα είναι ξεπερασμένη» του είπε παίρνοντας τη γραβάτα από τα χέρια του. «Ποτέ δεν με ακούς. Πρώτα απ’ όλα σε μεγαλώνει».

«Και τι θα φορέσω; Δεν έχω πάρει κάτι άλλο».

«Εσύ δεν έχεις πάρει. Εγώ ναι» είπε και άνοιξε το αυτοκίνητο και έβγαλε ένα φαρδύ κουτάκι από το ντουλαπάκι στη θέση του οδηγού. Άνοιξε το κουτάκι και έβγαλε ένα μαύρο παπιγιόν. «Το ήξερα πως θα κάνεις του κεφαλιού σου… Για αυτό φρόντισα να έχω και εναλλακτική μαζί μου» του είπε περνώντας το παπιγιόν γύρω από τον λαιμό του και κουμπώνοντάς το. «Έτοιμος». Ο Γουίλ γύρισε και κοίταξε στο τζάμι.

«Τι θα έκανα χωρίς εσένα;» τη ρώτησε ανακουφισμένος.

«Λάθος στιλιστικές επιλογές υποθέτω». Ο Γουίλ κούμπωσε την τήβεννο και άρπαξε την Έμιλι από τη μέση. «Μη!» του είπε σταματώντας τον. «Θα μου χαλάσεις το μακιγιάζ».

«Εσείς οι γυναίκες δεν παλεύεστε».

«Πλάκα σου κάνω. Έλα εδώ» του είπε γελώντας. Το τρυφερό τους φιλί διακόπηκε απότομα. Κάποιος πίσω τους καθάρισε δυνατά τον λαιμό του.

«Μαμά. Μπαμπά» είπε η Έμιλι ξαφνιασμένη.

«Γλυκιά μου… Αχ, κοίταξέ την. Σήμερα παίρνει το πτυχίο της. Το κοριτσάκι μου μεγάλωσε» είπε με συγκίνηση η μητέρα της αγκαλιάζοντάς την.

«Μαμά, μη σε πάρουν τα ζουμιά από τώρα. Κρατήσου μέχρι την τελετή» είπε η Έμιλι γελώντας.

«Πού να την έβλεπες το πρωί» είπε ο πατέρας της. «Τι κάνεις, αγάπη μου;» τη ρώτησε αγκαλιάζοντάς την.

«Μια χαρά» του απάντησε.

«Γουίλ» είπε ο Τζόρτζ αυστηρά δίνοντάς του το χέρι για χειραψία.

«Κύριε Τόμσεν» είπε επίσημα ο Γουίλ.

«Γουίλ, οι γονείς σου;» ρώτησε η μητέρα της Έμιλι. Ο Γουίλ κοίταξε τριγύρω του.

«Κάπου εδώ θα είναι. Θα τους βρούμε στο αμφιθέατρο. Πάμε».

Οι γονείς του Γουίλ θα καθόντουσαν δίπλα στης Έμιλι. Είχαν εξαιρετικές σχέσεις.

 

 

Η απονομή των πτυχίων πραγματοποιήθηκε με τεράστια επιτυχία. Οι απόφοιτοι είχαν ετοιμάσει ένα βίντεο μεγάλης διάρκειας με φωτογραφίες και στιγμιότυπα από τα τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο. Σε μια φωτογραφία υπήρχε ένα στιγμιότυπο με την Έμιλι και τον Γουίλ να φιλιούνται σε πάρτι του Αγίου Βαλεντίνου την περασμένη χρονιά. Βλέποντας τη φωτογραφία, ο Γουίλ ένιωσε το εκνευρισμένο βλέμμα του Τζόρτζ Τόμσεν πάνω του.

«Έμς… Νομίζω πως μετάνιωσα που έδωσα τη φωτογραφία από την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Ο πατέρας σου θα με σκοτώσει» της ψιθύρισε. Η Έμιλι γέλασε.

«Σε συμπαθεί. Χαλάρωσε. Απλά είναι…»

«Προστατευτικός με την κορούλα του;»

«Μη με κοροϊδεύεις».

«Απόδειξέ το μου. Απόδειξέ μου πως ο μπαμπάς σου με συμπαθεί».

«Έγινε!»

 

 

Βγήκαν όλοι στον κήπο του Πανεπιστημίου όπου θα γινόταν η δεξίωση.

«Έμιλι! Συγχαρητήρια! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω» είπε η μητέρα του Γουίλ αγκαλιάζοντάς την.

«Γεια σας, κυρία Μιράντα» είπε η Έμιλι.

«Έμιλι» της είπε αυστηρά. «Σκέτο Μιράντα. Μην τα ξαναλέμε».

«Εντάξει. Κύριε Στέφαν».

«Γεια σου, Έμιλι. Συγχαρητήρια».

«Ευχαριστώ».

«Έμς. Θέλω να σου πω κάτι» είπε ανυπόμονα ο Γουίλ.

«Με συγχωρείτε» είπε η Έμιλι και πήγε με τον Γουίλ πιο δίπλα. «Τι έγινε;» τον ρώτησε.

«Σήμερα… Αήμερα είναι μια πολύ σημαντική μέρα και για τους δυο μας» είπε ο Γουίλ.

«Αχά;»

«Και οι δικοί μου είναι εδώ. Οι δικοί σου είναι εδώ. Νομίζω… Νομίζω πως κάτι λείπει. Και ξέρω πώς να το διορθώσω».

Θα μου κάνει πρόταση; σκέφτηκε μπερδεμένη.

Κάποιος έκλεισε τα μάτια της. Τα ήξερε αυτά τα χέρια. «Ω, Θεέ μου!» είπε ξέπνοα.

«Δεν το πιστεύω πως νόμιζες ότι δε θα μπορούσαμε να έρθουμε στην αποφοίτησή σου» είπε η Ντέμυ.

«Είστε θεότρελες!» φώναξε η Έμιλι εκστασιασμένη. Γύρισε και είδε τις κολλητές της. Ήταν όλες εκεί. Η Ντέμυ, η Πένι και η Φαίη. Ζούσαν αρκετά μακριά για να τους ζητήσει να έρθουν στην άλλη μεριά της χώρας.

«Πώς ήρθατε εδώ;» ρώτησε έκπληκτη.

«Εγώ τις κάλεσα» είπε ο Γουίλ. Τα κορίτσια είχαν ξετρελαθεί μαζί του και τον είχαν εγκρίνει από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισαν.

«Δεν έχετε τελετή αποφοίτησης εσείς;» τις ρώτησε.

«Σε παρακαλώ πολύ, αγάπη μου. Δε θα χάσω την αποφοίτηση της κολλητής μου για κανέναν λόγο. Έκανα χαμό για να μεταφέρουν την ημερομηνία της τελετής την άλλη εβδομάδα» είπε η Πένι.

«Είστε όντως τρελές» είπε γελώντας.

«Σας αφήνω να μιλήσετε. Έχετε πολλά να πείτε» είπε ο Γουίλ και έφυγε. Είχαν όντως να πουν πολλά. Είχαν να βρεθούν από τα Χριστούγεννα.

«Λοιπόν; Πώς τα πάτε με τον Γουίλ;» ρώτησε πονηρά η Πένι.

«Πιο τέλεια δεν γίνεται» είπε χαρούμενη.

«Αχ! Χαίρομαι για εσένα, Έμς!» είπε η Φαίη.

«Μου λείψατε πολύ ρε» είπε χαρούμενη.

«Λοιπόν; Πότε θα σου περάσει δαχτυλίδι;» ρώτησε η Πένι.

«Τι;» ρώτησε η Έμιλι ξαφνιασμένη. «Σας έχει πει κάτι τέτοιο;»

«Όχι. Αν μας το έλεγε θα το ήξερες ήδη» είπε η Ντέμυ.

«Δηλαδή αν, υποθετικά μιλώντας, σου έκανε πρόταση, τι θα του έλεγες;» ρώτησε η Φαίη.

«Ναι. Θα του έλεγα ναι» απάντησε.

«Πραγματικά τον αγαπάς, ε;» είπε η Ντέμυ.

«Ναι» απάντησε η Έμιλι κοκκινίζοντας.

«Πηγαίνετε εσείς. Εγώ θα κάτσω να μιλήσω με την Έμς» είπε η Ντέμυ.

Η Πένι και η Φαίη απομακρύνθηκαν.

«Πώς τα πάτε με τον Άλεξ;» ρώτησε η Έμιλι.

«Καλά» απάντησε ξερά η Ντέμυ.

«Συμβαίνει κάτι; Δεν ακούστηκε καλά αυτό το «καλά». Περνάτε κρίση;» ρώτησε η Έμιλι.

«Όχι μωρέ. Απλά δε συναντιόμαστε και τόσο συχνά».

«Λόγω των προπονήσεων;»

«Ναι».

«Εντάξει ρε, Ντι. Πρέπει να τον καταλάβεις και εσύ. Έχει τόσες προπονήσεις. Είναι ο αρχηγός της ομάδας. Σ’ αγαπάει».

«Το ξέρω. Έμς;»

«Τι;»

«Αγαπάς πραγματικά τον Γουίλ;»

«Ντι… Πες αυτό που θες πραγματικά να πεις».

«Τι εννοείς;»

«Μιλάς για τον Μάικλ».

Η Ντέμυ έμεινε παγωμένη για λίγα δευτερόλεπτα.

«Ρωτάει για εσένα». Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Ξέρω πως τα πράγματα μεταξύ μας δεν τελείωσαν καλά… Τον σκέφτομαι ακόμα αλλά… Δεν τον αγαπάω πλέον. Μερικές φορές νομίζω πως από τη στιγμή που αποχωρίστηκα τις δυνάμεις μου έπαψα και να τον αγαπάω».

«Ήθελε να έρθει σήμερα».

«Τι πράγμα;» ρώτησε αγχωμένη.

«Ήθελε να έρθει».

«Ξέρει πως είμαι με τον Γουίλ;»

«Όχι. Πως γίνεται να μην έχετε συναντηθεί; Και εκείνος στη Νέα Υόρκη μένει».

«Υποθέτω πως φροντίσαμε και οι δυο να μην πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλο».

«Ακόμα σ’ αγαπάει».

Η Έμιλι κατέβασε το κεφάλι της στεναχωρημένη.

«Δεν μπορούσα να μείνω μαζί του επειδή με αγαπούσε».

«Κι όμως τον συμπεριέλαβες στη συμφωνία σου με τον Γκρεγκ».

«Του το χρωστούσα. Ήταν δίπλα μου σε κάθε δυσκολία. Με βοήθησε. Με έψαξε όταν εγώ δεν ήθελα να βρεθώ και έμεινε στο πλάι μου παρόλο που είχα γίνει σκύλα. Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω».

«Δεν πιστεύω πως δεν τον αγαπάς, Έμς. Ό, τι και να λες… Απλά δεν το πιστεύω».

«Τον αγαπάω σαν φίλο. Αλλά δεν μπορώ να αγαπάω αυτό που θέλω να αποφύγω».

«Εμένα και τον Άλεξ δε μας αποφεύγεις».

«Το ξέρεις πως δεν είναι το ίδιο».

«Δίκιο έχεις, δεν είναι».

«Τι θα κάνεις μετά την αποφοίτηση;»

«Λοιπόν… Σκέφτομαι να έρθω εδώ, στη Νέα Υόρκη και να κάνω πρακτική σε κάποιο μουσείο. Όμως τίποτα δεν είναι σίγουρο».

«Θα μου άρεσε να ερχόσουν εδώ. Μου έχεις λείψει πολύ».

«Κι εμένα».

«Ντι, σε παρακαλώ. Μην μας πάρουν τα ζουμιά» είπε βουρκωμένη η Έμιλι.

«Έλα εδώ ρε» είπε η Ντέμυ αγκαλιάζοντάς την.

 

 

 

 

«Κύριε Τόμσεν;» είπε αγχωμένος ο Γουίλ. «Μπορώ να σας μιλήσω ιδιαιτέρως;» Ο Τζόρτζ Τόμσεν ακολούθησε τον Γουίλ λίγα μέτρα πιο πέρα.

«Σε ακούω» του είπε.

«Ξέρω ότι δε με συμπαθείτε, αλλά…»

«Γουίλ!» του είπε έκπληκτος. «Το ότι σου κάνω καψώνια δε σημαίνει πως δε σε συμπαθώ. Είσαι ένα εξαιρετικό παιδί και σε συμπαθώ πολύ».

«Μα…»

«Η Έμιλι είναι η μοναχοκόρη μου και είμαι πολύ προστατευτικός μαζί της, όπως και όλοι οι πατεράδες άλλωστε. Δε θέλω να πληγωθεί από κανέναν. Ίσως είναι λιγάκι υπερβολικό αυτό που κάνω αλλά έχεις περάσει όλα τα τεστ».

«Άρα μπορώ να παντρευτώ την Έμιλι;»

«Τι;» ρώτησε έκπληκτος ο Τζόρτζ. Ο Γουίλ γούρλωσε τα μάτια του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το είπε αυτό.

«Αγαπάω την κόρη σας τόσο πολύ. Αλήθεια την αγαπάω. Δε λέω να παντρευτούμε αμέσως αλλά… Κύριε Τόμσεν… Έχω την άδειά σας;»

«Όχι» του απάντησε ξερά.

«Ορίστε;» ρώτησε ξέπνοα.

«Πλάκα σου κάνω. Θα χαρώ πολύ να γίνεις γαμπρός μου».

«Τώρα δεν κάνετε πλάκα;»

«Όχι».

«Είστε σίγουρος ότι δεν κάνετε πλάκα».

«Σε παρακαλώ, Γουίλ… Μη με κάνεις να αλλάξω γνώμη».

«Σας ευχαριστώ» είπε και πήγε να φύγει.

«Γουίλ;»

«Ναι;»

«Να μου μιλάς στον ενικό από εδώ και πέρα».

«Εντάξει».

 

 

 

Ο Γουίλ είχε αγχωθεί για τα καλά. Σε όλη τη δεξίωση βρισκόταν σε εγρήγορση.

«Γουίλ; Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Έμιλι όταν έπιασε τα ιδρωμένα του χέρια.

«Τι… τι… τίποτα. Είμαι μια μια μια χαρά».

«Αφού το λες λες λες εσύ. Σε σε σε πιστεύω».

«Τώρα με κοροϊδεύεις».

«Αφού βλέπω πως δεν είσαι καλά και μου λες ότι είσαι μια χαρά. Έχεις χάσει το χρώμα σου και τραυλίζεις. Τι συμβαίνει;» Ο Γουίλ πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Έλα μαζί μου» της είπε με τρεμάμενη φωνή. Ακολούθησε τον Γουίλ μπερδεμένη στο αμφιθέατρο της θεωρίας ζωγραφικής. Μπαίνοντας στο αμφιθέατρο κοκάλωσε. Ήταν λες και βρισκόταν στο διάστημα. Από έναν προτζέκτορα πρόβαλαν σε όλο τον χώρο εκατομμύρια αστέρια.

«Έτσι θες να με χωρίσεις;» ρώτησε μπερδεμένη. Τόση ώρα νόμισε πως ο Γουίλ ήθελε να τη χωρίσει.

«Τι;» είπε ξαφνιασμένος ο Γουίλ. «Όχι, όχι. Γιατί… Γιατί να σε χωρίσω; Εγώ θέλω να κάνω το αντίθετο» είπε πιάνοντας το χέρι της. Γονάτισε και άρχισε να ψάχνει αγχωμένος τις τσέπες του. «Γαμώτο… Πού είναι;» είπε απελπισμένα. «Να το!» Έβγαλε ένα μικρό μαύρο βελούδινο κουτάκι και το άνοιξε. «Έχω περάσει τα πάντα μαζί σου. Σε ξέρω καλύτερα και από εμένα. Από τη μέρα που σε γνώρισα έγινα καλύτερος άνθρωπος. Δεν μπορώ να σκεφτώ πως θα είναι η ζωή μου χωρίς εσένα. Έμιλι Τόμσεν, σ’ αγαπάω τόσο πολύ και θέλω να περάσω όλη μου τη ζωή μαζί σου. Θα με παντρευτείς;» Η Έμιλι έμεινε παγωμένη για λίγα δευτερόλεπτα. «Έμς;» είπε ο Γουίλ. Ήταν μπερδεμένη.

Πώς γνώρισα τον Γουίλ; αναρωτήθηκε.

Δε θυμόταν καμία στιγμή μαζί του.

Πώς έδωσα τόσο εύκολα τις δυνάμεις μου στον Μάγο;

«Όχι» είπε ξέπνοα.

«Τι;» ρώτησε μπερδεμένος ο Γουίλ.

«Είπα όχι» του είπε απότομα τραβώντας το χέρι της. Βγήκε από το αμφιθέατρο και κατευθύνθηκε προς την πύλη.

«Έμιλι… Έμιλι, περίμενε» φώναξε ο Γουίλ βγαίνοντας από το αμφιθέατρο.

Δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

Παλιομαλάκα… Το ξέρω πως όλα είναι ψέματα! σκέφτηκε έξαλλη.

«Έμιλι» φώναξε ο Γουίλ νευριασμένος. Όμως η φωνή δεν ήταν του Γουίλ. Ήταν του Μάγου.

Γύρισε απότομα για να τον αντικρίσει όμως το σκοτάδι την τύλιξε πνίγοντάς την.

Άνοιξε τα μάτια της παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι όμως άρχισε να ζαλίζεται.

«Σιγά. Μην κάνεις απότομες κινήσεις» είπε ο Γκρεγκ ανήσυχα περνώντας τα χέρια του γύρω της.

«Μη με ακουμπάς» του είπε με απέχθεια.

Σηκώθηκε από το χειρουργικό κρεβάτι αδύναμα και τον πλησίασε. «Είσαι αξιολύπητος» του είπε και έπειτα έχασε τις αισθήσεις της πέφτοντας στην αγκαλιά του.   

 

 Rene Rafael