Σχολείο για Διαφορετικούς (Κεφάλαιο 3)

Κοιμόμουν όλο το μεσημέρι. Ευτυχώς με ξύπνησαν οι λυκάνθρωποι με τα ουρλιαχτά τους εγκαίρως για να ετοιμαστώ για το πάρτι. Όχι ότι μου πήρε πολλή ώρα. Φόρεσα το ένα και μοναδικό φόρεμα που είχα στη βαλίτσα και χτένισα τα μαλλιά μου. Ο Ιβάν πρέπει να είχε πάει ήδη στο πάρτι γιατί δεν ήταν πουθενά στο δωμάτιο.

Ο Λουκ χτύπησε την πόρτα και μου φώναξε να βγω. Μόλις άνοιξα έπεσε κάτω, και όχι από την ομορφιά μου.

«Δε σου έχουν πει να μη στηρίζεσαι στην πόρτα;»

«Κακιά συνήθεια υποθέτω». Έξυσε το κεφάλι του αμήχανα. Ύστερα μου έδωσε μια μαύρη μάσκα. «Ευτυχώς ταιριάζει με το φόρεμά σου. Η προηγούμενή μου συνοδός κατέστρεψε τη μάσκα που της έφτιαξα επειδή δεν πήγαινε με το ρούχο της. Πού να φανταστώ ότι είχε σκοπό να ντυθεί ουράνιο τόξο».

Του χάρισα ένα από τα ιπποποταμένια μου χαμόγελα.

«Μεταξύ μας, όταν χαμογελάω μοιάζω με ιπποπόταμο;»

Με κοίταξε και άρχισε να γελάει.

«Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι το δυνατό σου σημείο».


«Ευχαριστώ για την υποστήριξη, Λουκ».

Φορέσαμε και οι δύο τις μάσκες και κατευθυνθήκαμε προς την αίθουσα εκδηλώσεων. Και τότε έφαγα την απογοήτευση στα μούτρα. Πίστευα ότι αφού το σχολείο ακολουθούσε πιστά τις παραδόσεις όλοι θα χορεύαν ταγκό. Όμως οι συντηρητικοί βρικόλακες αποφάσισαν να είναι συντηρητικοί σε όλα εκτός από τον χορό. Σιχαίνομαι να χορεύω οποιονδήποτε χορό που δεν είναι ταγκό. Ο Λουκ με άρπαξε από το χέρι για να με γνωρίσει σε ένα κορίτσι.

«Από εδώ η Ντόνα».

Ανταλλάξαμε χειραψία. Η Ντόνα έφυγε βιαστικά.

«Σου αρέσει;» τον κοίταξα γελώντας ελαφρά. Ο Λουκ κοίταξε με τη σειρά του το πάτωμα. Του έπιασα το χέρι. «Σου αρέσει». 

«Καταντάει κουραστικό αυτό που κάνεις» είπε και καλά εκνευρισμένα.

« Έπρεπε με κάποιον τρόπο να μάθω».

Ο Λουκ άρχισε να κουνιέται στον ρυθμό. Τον παρατηρούσα όταν ένιωσα κάτι υγρό να πέφτει στα πόδια μου. 

«Ζητώ συγγνώμη».

Ο Ιβάν μου μίλησε; Επιτέλους θα μπορούσα να κοιμάμαι ήσυχη.

«Είναι εντάξει. Προς τα πού είναι οι τουαλέτες;»

Ο Ιβάν μού εξήγησε και βγήκα από την αίθουσα για να πάω να πλυθώ. Στον διάδρομο δεν υπήρχε σχεδόν κανένας και αυτό με τρόμαζε κάπως. Μπήκα στις γυναικείες τουαλέτες. Είδα ένα ξανθό κορίτσι να είναι κουλουριασμένο σε μια γωνία και να κλαίει.

«Είσαι καλά;»

Και τότε γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε.

«Τσέλσι;»

Αμέσως σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της και έφυγε. Λίγη ευγένεια δεν βλάπτει, κοπελιά. Αφού ξέπλυνα το φόρεμα πήγα να βγω από τις τουαλέτες. Κάποιος με άρπαξε με δύναμη και με κόλλησε στον τοίχο. Τα χέρια του πίεζαν με δύναμη τον λαιμό μου.

«Σαμ, τι θέλεις;» Ο Σαμ με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. «Γιατί δεν πας να παρηγορήσεις την Τσέλσι;» Με πίεσε ακόμα περισσότερο. «Με πονάς».

Ένιωθα την παγωμένη ανάσα του στον λαιμό μου. Τα δόντια του άρχισαν να πιέζουν το δέρμα μου. Προσπάθησα να τον κλωτσήσω αλλά δεν τα κατάφερα. Άνοιξε το στόμα του και άρχισε να με δαγκώνει. Πιστέψτε με, πονάει πολύ το δάγκωμα από βρικόλακα. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά μου. Όσο περνούσε η ώρα η όρασή μου γινόταν χειρότερη. Τα δόντια του ήταν ακόμα στο δέρμα μου. Και μετά σκοτείνιασαν όλα…

 Όμως όχι για πολύ. Κάποιος με επανάφερε με ένα δυνατό χαστούκι.

«Άουτς». Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τον Ιβάν και ένα ακόμα αγόρι να στέκονται πάνω από το κεφάλι μου. «Ιβάν, σταμάτα να παίρνεις εκδίκηση για τις βλακείες που έκανα την πρώτη μέρα. Ποιος είναι αυτός;»

«Άλεξ, χάρηκα» συστήθηκε το αγόρι.

Άπλωσε το χέρι για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Μόλις τα χέρια μας ήρθαν σε επαφή δεν ένιωσα τίποτα. Για κάποιον λόγο δεν μπορούσα να διαβάσω τις σκέψεις του. Αν έχω μάθει κάτι τόσο καιρό είναι ότι ποτέ δεν πρέπει να φανερώνουμε τις αδυναμίες μας στους άλλους. Έτσι, δεν ανέφερα σε κανέναν το γεγονός ότι δεν μπορούσα να διαβάσω τη σκέψη του Άλεξ.

«Πώς νιώθεις;» με ρώτησε ξερά ο Ιβάν.

«Χάλια. Εσένα από πότε σε νοιάζει;»

«Νιώθω υπεύθυνος. Αν δε σου είχα ρίξει τον χυμό, δε θα συνέβαινε ποτέ αυτό».

«Μην ανησυχείς. Δε θα σου κρατήσω κακία. Μπορείς να επιστρέψεις στον εαυτό σου που με μισεί». 

Ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλό μου. Τελευταία έχω γίνει πολύ ευαίσθητη, πρέπει να το κοιτάξω. Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε έφυγα.

Μετά από λίγα λεπτά βρισκόμουν στο δωμάτιο. Έπεσα με δύναμη στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω. Εκτός από τον Λουκ δεν υπήρχε κάποιος που να νοιαζόταν για εμένα. Ήθελα να γυρίσω στον σνόουμπολ και την οικογένειά μου, να φύγω από το καταραμένο το σχολείο. 

«Συγγνώμη» ακούστηκε η φωνή του Ιβάν έξω από την πόρτα.

Πλησίασα την πόρτα και την άνοιξα με δύναμη. Ο Ιβάν κόντεψε να πέσει. Μα καλά τι πάει λάθος με αυτήν την πόρτα; Αμέσως τον αγκάλιασα.

«Σ’ την έφερα, χαμένε». Με κοίταξε παράξενα. «Το ήξερα ότι δεν είσαι αναίσθητος και σήμερα μου το απέδειξες». 

«Αφού έκανες πλάκα γιατί τα μάτια σου είναι κατακόκκινα;»

«Γιατί μού έδωσες αφορμή να σκεφτώ πόσο μου λείπει η οικογένειά μου».

Ο Ιβάν για λίγο δεν έλεγε τίποτα μέχρι που ξαφνικά με κοίταξε με ένα βλέμμα ανησυχίας.

«Αριάδνη, πρέπει να κάνουμε κάτι με την πληγή».

Σχεδόν το είχα ξεχάσει.

***

«Κανονικά θα είχες δύο επιλογές τώρα. Επειδή είσαι υποκρίτρια όμως νομίζω ότι έχεις και μια τρίτη».

«Εξήγησέ μου τι επιλογές έχω».

«Αν ήσουν εκατό τις εκατό άνθρωπος οι επιλογές σου θα ήταν να γίνεις βρικόλακας ή να πεθάνεις. Όμως, είσαι υποκρίτρια. Άρα, η τελευταία σου επιλογή είναι να με αφήσεις να σου κάνω κάτι που θα πονέσει».

«Επιλέγω την τρίτη».

Το είπα με πολλή σιγουριά, όμως, πιστέψτε με, δεν ένιωθα το ίδιο. Ο Ιβάν μού έπιασε το χέρι. Στα μάτια του διέκρινα την ίδια αβεβαιότητα, ίσως και περισσότερη. Η θερμοκρασία στο σώμα μου αυξανόταν τρομαχτικά.

«Θα με κάψεις, Ιβάν». Προσπάθησα μάταια να τραβηχτώ.

Τα μάτια του είχαν πάρει το χρώμα της φωτιάς και νομίζω ότι δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον γύρω του. Προσπάθησα να απομακρύνω το χέρι μου, αλλά δεν τα κατάφερα. 

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε με δύναμη και ο Άλεξ μπήκε μέσα. Έπεσε με δύναμη πάνω στον Ιβάν και το χέρι μου απελευθερώθηκε. Τα μάτια του Ιβάν πήραν το κανονικό τους χρώμα. Ο Άλεξ τον κοίταξε με μίσος. 

Τι συμβαίνει;


Έλμινθα