Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 3 - Το παράξενο όνειρο)

Οι επόμενες μέρες ήταν αρκετά καλύτερες για τον Μιχάλη, αφού έβγαινε σχεδόν κάθε μέρα με τους φίλους του. Είχε περάσει μια βδομάδα πια από τότε που είχαν επιστρέψει και είχαν προγραμματίσει, ως συνήθως, να βγουν.
Το βράδυ εκείνης της μέρας ήταν έτοιμος να βγει και πάλι, όταν τον σταμάτησε η αδελφή του.
«Φεύγεις;» τον ρώτησε.
«Ναι, όπως βλέπεις» της απάντησε εκείνος αστειευόμενος.
«Θα γυρίσεις νωρίς;»
«Ναι, μάλλον θα γυρίσω νωρίς».
«Α…» έκανε εκείνη. «Δε σε ενοχλεί αν βγω εγώ και μείνεις μόνος σου, ε;» 
«Όχι, γιατί να με ενοχλεί; Δεν είμαι μικρό παιδί πια».
«Ωραία λοιπόν, γιατί μάλλον εγώ θα αργήσω».
«Άργησε όσο θες, δε με ενοχλεί καθόλου» της είπε και κίνησε να φύγει, ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού.
«Καλά να περάσεις!»
«Ευχαριστώ, επίσης» της απάντησε εκείνος κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Δεν άργησε να φτάσει στο σημείο που θα συναντιόταν με τον Χρήστο, αλλά εκείνος δεν είχε φτάσει ακόμη, πράγμα συνηθισμένο.
«Συγγνώμη που άργησα, ξεχάστηκα» του είπε ο φίλος του μόλις έφτασε εκεί.
«Εντάξει, δεν πειράζει».
«Ο Αντώνης δε θα μπορέσει τελικά να βγει, είναι λίγο άρρωστος» του είπε μετά.
«Α, κρίμα».
Οι δυο τους δεν άργησαν να φτάσουν σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης, όπου θα συναντούσαν και τις δύο κοπέλες της παρέας τους, οι οποίες θα ήταν μαζί με μία ακόμη φίλη τους.
Εκείνες έκαναν πάνω από είκοσι λεπτά να φτάσουν. Ήταν και οι δύο περιποιημένες, όπως και η φίλη τους, η οποία ήταν συμμαθήτριά τους στο Γυμνάσιο. Ο Μιχάλης κάτι τέτοιες στιγμές αισθανόταν άβολα, γιατί ο ίδιος ντυνόταν πάντα απλά, όπως και στο σχολείο ή οπουδήποτε αλλού.
«Συγγνώμη που αργήσαμε» τους είπε η Κική, με την οποία ήταν και πιο δεμένοι.
«Σιγά, πρώτη φορά είναι;» είπε αστειευόμενος ο Μιχάλης, και οι κοπέλες χαμογέλασαν.
«Τι κάνεις, Δήμητρα;» ρώτησε ο Χρήστος την κοπέλα που είχε έρθει μαζί τους, που φάνηκε στον Μιχάλη σαν προσπάθεια να σπάσει τον πάγο.
«Δεν ξεκινάμε;» παρενέβη η Κική με εύθυμο ύφος, αφού αντάλλαξαν τις κλασικές κουβέντες εκείνοι οι δύο.
«Και πού θα πάμε τελικά;» τη ρώτησε ο Μιχάλης.
«Εκεί που πάμε συνήθως, εκεί θέλει και η Δήμητρα».
Δεν άργησαν να φτάσουν στην καφετέρια όπου σύχναζαν και να καθίσουν εκεί. Όταν πήγε να κάτσει ο Μιχάλης δίπλα στον Χρήστο, η Κική τον τράβηξε απότομα και κάθισε εκείνη δίπλα του, αναγκάζοντάς τον έτσι να κάτσει δίπλα σε εκείνη και τη Γεωργία. Δεν κατάλαβε στην αρχή για ποιον λόγο το είχε κάνει αυτό, αλλά δεν άργησε και πολύ να συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Ήθελαν να αφήσουν τον Χρήστο να είναι κοντά στη Δήμητρα. Μάλιστα η Κική είχε κάτσει ανάμεσα στα δύο αγόρια γιατί, όπως έλεγε η ίδια, ένα αγόρι δεν μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα σε ένα κορίτσι όταν βρίσκεται δίπλα του κάποιο άλλο αγόρι.
Καθ’ όλη τη διάρκεια, η Κική προσπαθούσε να απασχολήσει τον Μιχάλη με διάφορα θέματα, με τη βοήθεια και της Γεωργίας, ώστε να μη μιλάει πολύ αυτός με τον Χρήστο και να μπορεί εκείνος να μιλά ελεύθερα με τη Δήμητρα. Το σχέδιο της Κικής και της Γεωργίας φάνηκε να πετυχαίνει, καθώς δύο ώρες αφότου έκατσαν στην καφετέρια, ο Χρήστος και η Δήμητρα σηκώθηκαν, με την πρόφαση ότι η Δήμητρα ήθελε να πάρει κάρτα για το κινητό της και ο Χρήστος θα τη συνόδευε στο περίπτερο για να πάρει τσίχλες.
«Έξυπνο σχέδιο» σχολίασε ο Μιχάλης μόλις έφυγαν.
«Ε φυσικά, ερασιτέχνες είμαστε;» του είπε η Κική αστειευόμενη.
«Τώρα πια επαγγελματίες» παραδέχτηκε γελώντας με τα καμώματα των φίλων του.
Την κουβέντα τους έκοψε η εμφάνιση ενός παλιού τους συμμαθητή, ο οποίος είχε κάποιες φιλικές σχέσεις με τον Αντώνη. Φίλο του Αντώνη δεν μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς εύκολα, γιατί είχε κλειστό χαρακτήρα και ήταν γενικά και μυστικοπαθής. Κατά τα άλλα όμως ήταν καλό παιδί και καλός μαθητής, με συνηθισμένη εμφάνιση, μετρίου αναστήματος, λεπτός, με μελαχρινά μαλλιά και καστανά μάτια. Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να ψάχνει κάτι στο τραπέζι τους.
«Δεν είναι ο Αντώνης μαζί σας;» τους ρώτησε ο Δημήτρης, ο συμμαθητής τους.
«Όχι» του απάντησε ο Μιχάλης, πριν προλάβει να μιλήσει η Κική. «Είναι λίγο άρρωστος και δε βγήκε». Αυτό που μπόρεσε να καταλάβει ο Μιχάλης ήταν πως ο Δημήτρης φαινόταν ανήσυχος για κάτι.
«Τον ήθελες κάτι;» ρώτησε την επόμενη στιγμή η Κική.
«Ναι, είναι επείγον».
«Πες το σε μας και θα του το μεταφέρουμε».
Εκείνος έμεινε για λίγο σκεφτικός, σαν αυτό που του είπε η Κική να του φαινόταν καλή ιδέα, αλλά για κάποιο λόγο να είχε ενδοιασμούς να το κάνει. Τελικά, φάνηκε να αποφασίζει τι να κάνει και μίλησε, αναφερόμενος όμως στον Μιχάλη.
«Θα μπορέσεις να έρθεις μόνος σου στις δώδεκα, έξω από το Γυμνάσιο;»
«Εντάξει, θα είμαι εκεί» του απάντησε μετά από λίγο ο Μιχάλης, αν και δεν ήταν βέβαιος για αυτό που θα έκανε.
Ο Δημήτρης έφυγε βιαστικά και πολύ σύντομα χάθηκε από τα μάτια τους. Και οι τρεις έμειναν να τον κοιτάνε παραξενεμένοι. Μόλις τον έχασαν από τα μάτια τους, η Κική στράφηκε στον Μιχάλη.
«Είσαι σίγουρος για αυτό; Δεν τον εμπιστεύομαι, είναι παράξενος τύπος. Καλύτερα να μην πας».
Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως δε θα έκανε κάτι τρελό ο Δημήτρης, συνεσταλμένο παιδί ήταν άλλωστε. «Θα πάω» της είπε. «Θέλω να μάθω τι θέλει τον Αντώνη».
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι».
«Καλά λοιπόν» συμφώνησε η Κική, αν και δε φαινόταν να συμφωνεί.
Ο Χρήστος, που βρισκόταν μαζί με τη Δήμητρα, είχε αργήσει να έρθει, αλλά αυτό ελάχιστα απασχολούσε τον Μιχάλη εκείνη τη στιγμή. Αναρωτιόταν τι να ήθελε ο Δημήτρης.
«Μήπως θες να έρθουμε μαζί σου;» διέκοψε τις σκέψεις του ξαφνικά η φωνή της Κικής. «Ίσως να ήταν καλύτερα να μην είσαι μόνος σου».
«Καλύτερα να πάω μόνος μου» της είπε, καθώς ο συμμαθητής τους ήταν αρκετά ντροπαλός και μάλλον δε θα μιλούσε σε πολλούς.
«Μπορούμε να έρθουμε κρυφά μαζί σου» του πρότεινε εκείνη μετά, πριν προλάβει όμως να της απαντήσει, μίλησε η Γεωργία.
«Νομίζω ότι είσαι υπερβολική, δε θα πάθει και τίποτα. Ήσυχο παιδί είναι ο Δημήτρης, δε μοιάζει με κάποιον που θα έκανε κακό σε άλλον. Απλά θα θέλει βοήθεια από τον Αντώνη σε κάτι και θα ντρέπεται να το πει σε άλλους».
Η Κική πήγε να απαντήσει, αλλά σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Τα λόγια της Γεωργίας φάνηκε τελικά να την πείθουν και μετά ηρέμησε και έκατσε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα που καθόταν.
Το θέμα της συζήτησης άλλαξε μετά από λίγο και δεν άργησαν να επανέλθουν στο θέμα που αφορούσε τον Χρήστο και τη Δήμητρα. Ο Χρήστος όμως αργούσε πολύ να γυρίσει και ο Μιχάλης είχε αρχίσει να βαριέται, αφού οι δύο φίλες του άρχισαν να συζητάνε για διάφορα γυναικεία θέματα.
Τελικά, ο φίλος του εμφανίστηκε μετά από πενήντα λεπτά περίπου αφότου είχε φύγει, αλλά μόνος του. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένο ένα πλατύ χαμόγελο. Μόλις έφτασε εκεί, πριν προλάβει να του φωνάξει ο Μιχάλης για την καθυστέρησή του, μίλησε η Κική.
«Όλα καλά να υποθέσω;»
«Ναι, μια χαρά όλα» της απάντησε εκείνος, κλείνοντάς της το μάτι.
«Και πού είναι τώρα;» τον ρώτησε η Γεωργία.
«Συναντήσαμε κάτι φίλες της και πήγε μαζί τους». Έπειτα κάθισε στη θέση του δίπλα στην Κική.
Η ώρα πέρασε συζητώντας για την κοπέλα αυτή και την επερχόμενη σχέση του κολλητού του.
«Αύριο εγώ δε θα μπορέσω να βγω, θα επισκεφτούμε μια θεία μου» τους είπε η Κική καθώς χωρίζονταν.
«Ούτε κι εγώ θα μπορέσω» είπε η Γεωργία.
«Εντάξει, θα κανονίσουμε από μεθαύριο» σχολίασε ο Μιχάλης. «Καληνύχτα!»
Αφού τους καληνύχτισαν και εκείνες, ξεκίνησαν οι δυο τους προς το Γυμνάσιο και το σπίτι του Χρήστου. Σε όλη τη διαδρομή, εκείνος του περιέγραφε πως ένιωθε και πόσο τυχερός αισθανόταν που ήταν μαζί με τη Δήμητρα.
Μόλις έφτασαν στο σημείο όπου ο Χρήστος έστριβε, δεν έκατσαν να μιλήσουν, όπως έκαναν συνήθως όταν χωριζόταν οι δρόμοι τους, αφού ο Μιχάλης βιαζόταν ήδη αρκετά. Αφού καληνύχτισε τον Χρήστο, κίνησε βιαστικά προς το Γυμνάσιο, ανοίγοντας το βήμα του.
Λίγη ώρα αργότερα έφτασε εκεί, διαπιστώνοντας πως είχε ακόμη πέντε λεπτά μέχρι τη συμφωνημένη ώρα. Περίμενε κάτω από ένα λεπτό δέντρο, με τη σκέψη πως δε θα έπρεπε να ανησυχεί ιδιαίτερα.
Δέκα λεπτά αργότερα φάνηκε ο Δημήτρης, που ερχόταν βιαστικά προς το μέρος του, κρατώντας ένα μικρό αντικείμενο, τυλιγμένο σε ένα μαύρο πανί. Από το βηματισμό του κιόλας φαινόταν αρκετά ανήσυχος, κάτι που επιβεβαίωσε και το ύφος του, αλλά και ο τρόπος που μιλούσε όταν έφτασε στο σημείο που βρισκόταν ο Μιχάλης.
«Συγγνώμη που άργησα».
«Δεν πειράζει» του είπε ήρεμα ο Μιχάλης, που αναρωτιόταν σε τι οφειλόταν η ανησυχία του.
Ο Δημήτρης τότε κοίταξε γύρω προσεκτικά, σαν να ήλεγχε αν βρισκόταν κάποιος εκεί κοντά και μόλις διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανείς, έστρεψε το βλέμμα του και πάλι στον Μιχάλη.
«Κοίτα» του είπε «θέλω να μου κάνεις μία δύσκολη χάρη, αλλά και να ζητήσεις από τον Αντώνη επίσης να μου κάνει και αυτός την ίδια χάρη στη συνέχεια. Θα το κάνεις; Είναι μεγάλη ανάγκη».
Τα λόγια του και ο τρόπος που μιλούσε ξάφνιασαν τον Μιχάλη, που άρχισε να απορεί με όλο αυτό.
«Ναι, αν μπορώ, θα το κάνω».
Ο Δημήτρης κοίταξε και πάλι γύρω τους ελέγχοντας αν κάποιος τους παρακολουθούσε. Ύστερα, με αργές κινήσεις, έτεινε το αντικείμενο που κρατούσε προς τον Μιχάλη.
«Θέλω να πάρεις το δέμα αυτό και να το δώσεις στον Αντώνη να το φυλάξει. Να μη μάθει όμως κανένας ότι το έχει εκείνος και να κάνετε σαν να μην ξέρετε τίποτα για αυτό. Είναι μεγάλη ανάγκη».
Ο Μιχάλης έμεινε να κοιτάει τον Δημήτρη για λίγη ώρα απορημένος. Ένιωθε αμηχανία, αφού δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, να δεχτεί δηλαδή να βοηθήσει τον Δημήτρη ή να αρνηθεί φοβούμενος μην είναι κάτι επικίνδυνο.
«Αν φοβάσαι για κάτι, να ξέρεις ότι δεν είναι κάτι κλεμμένο ή παράνομο, απλά έχω την ευθύνη του και πρέπει να το κρύψω από κάποιους. Είναι τεράστιας σημασίας να το κρατήσω, αλλά δεν μπορώ να σου εξηγήσω περισσότερα. Πάντως, δεν πρόκειται να πάθετε τίποτα απολύτως, αλλιώς δε θα ζητούσα μια τέτοια χάρη».
Ο Μιχάλης έμεινε να τον κοιτάζει σαστισμένος, προσπαθώντας να καταλάβει αυτά που του είχε πει. Ξαφνικά, ο Δημήτρης τινάχτηκε απότομα σαν κάτι να τον χτύπησε, αλλά ο Μιχάλης κοίταξε και δε βρήκε τίποτα κοντά τους αλλά και κανέναν στην περιοχή. Ο συμμαθητής του είχε χλωμιάσει, κάτι που μπορούσε να διακρίνει ακόμη και κάτω από το φως που προερχόταν από τις λάμπες στους στύλους που υπήρχαν κοντά τους.
«Πάρ’ το και πήγαινέ το στον Αντώνη να το φυλάξει» είπε αφήνοντας το αντικείμενο στα χέρια του Μιχάλη, ο οποίος το κράτησε για να μην πέσει, μιας και τα χέρια του Δημήτρη ήταν αδύναμα και έτρεμαν. «Πρόσεχε, όμως, μη βγάλει κανένας το πανί που είναι γύρω του».
Μόλις σταμάτησε να μιλάει, στράφηκε προς την αντίθεση κατεύθυνση τρέχοντας πάνω στον δρόμο που έπαιρνε όταν έφευγε από το σχολείο για να πάει στο σπίτι του, λογικά όπου κατευθυνόταν και τώρα, αν και δεν μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος για αυτό. Ο Μιχάλης πάλι στεκόταν ακίνητος μπροστά από την είσοδο της αυλής του Γυμνασίου.
Χωρίς να τον ρωτήσει αν τελικά δεχόταν να τον βοηθήσει, ο Δημήτρης του είχε δώσει το αντικείμενο, συμπεριφορά που δεν μπορούσε να εξηγήσει ο Μιχάλης. Ο τρόμος στο πρόσωπο του συμμαθητή του και η τελευταία συμβουλή του έκαναν την κατάσταση ακόμη πιο περίεργη.
Μπερδεμένος ακόμη, ξεκίνησε για το σπίτι, για να μην κουβαλάει πολλή ώρα έξω αυτό το αντικείμενο. Μετά όμως αποφάσισε να μην ασχοληθεί άλλο με αυτό, γιατί δε θα έβγαζε άκρη και τελικά θα σπαταλούσε τον χρόνο του αδίκως χωρίς να καταλήξει κάπου συγκεκριμένα.
Όταν έφτασε στο σπίτι του, δε βρήκε κανέναν εκεί, όπως και το περίμενε φυσικά. Μπήκε στο δωμάτιό του και άφησε το αντικείμενο μέσα σε ένα συρτάρι του και στη συνέχεια πήγε να δει τηλεόραση για να περάσει την ώρα του. Όσον αφορούσε το αντικείμενο, το μόνο που είχε καταλάβει ήταν ότι επρόκειτο για κάτι πολύ σκληρό που περιείχε μάλιστα αιχμηρές γωνίες, από τις οποίες η μία του δημιούργησε μια χαρακιά στην παλάμη του, παρόλο που ήταν καλυμμένο με το μαύρο πανί.
Δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον στην τηλεόραση και σιγά σιγά άρχισε να νιώθει τα μάτια του βαριά...
Έβλεπε κάτι περίεργες σκιές να κινούνται γύρω του, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τι ακριβώς τις δημιουργούσε, ενώ το μοναδικό φως που υπήρχε, του οποίου δεν μπορούσε επίσης να εντοπίσει την προέλευση, ήταν ασθενές και τρεμάμενο. Εκείνος βρισκόταν στη μέση και οι σκιές περνούσαν με πολλή μεγάλη ταχύτητα από δίπλα του, σαν να προσπαθούσαν να κάνουν κάτι, ενώ αυτός δεν μπορούσε να κουνηθεί.
Ξαφνικά, μία σκιά φάνηκε να κινείται με μεγάλη ταχύτητα προς το μέρος του, και σε λίγο διαπίστωσε ότι ερχόταν κατευθείαν προς αυτόν. Ενστικτωδώς, έβαλε το χέρι του μπροστά για να προστατέψει το πρόσωπό του και το μόνο που πρόλαβε να δει στη συνέχεια ήταν τη σκιά να χτυπάει το χέρι του και να εξαφανίζεται. Αμέσως μετά, ένιωσε ένα έντονο κάψιμο στο σημείο ακριβώς που τον είχε χτυπήσει και ούρλιαξε από τον πόνο που ακολούθησε, καθώς αισθανόταν το χέρι του να καίγεται. Έπιασε το χέρι του και προσπάθησε να δει αν είχε αρπάξει φωτιά, αλλά δε βρήκε τίποτα. Το χέρι του ήταν καθαρό, η αίσθηση του καψίματος όμως δεν υποχωρούσε.
Δεν πρόλαβε να κάνει κάτι άλλο, γιατί την επόμενη στιγμή αντίκρισε όλες τις περίεργες σκιές να τον περικυκλώνουν και στη συνέχεια να τον χτυπούν όλες μαζί ταυτόχρονα. Αντί για πόνο από χτύπημα, όμως, ένιωσε την καυτή αίσθηση της φωτιάς σε όλο του το σώμα, όπως ακριβώς είχε γίνει και όταν τον χτύπησε η πρώτη σκιά, καταλήγοντας στο έδαφος. Ο πόνος που ένιωθε ήταν τρομερός και δεν μπορούσε να αντέξει καθόλου αυτήν την αίσθηση. Παρακαλούσε μέσα του να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Η σκέψη του όμως άρχισε να θολώνει και παραδόθηκε ολόκληρος στο μένος της αόρατης φωτιάς.
Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του, που είχαν κλείσει και γεμίσει δάκρυα από τον πόνο, και διαπίστωσε πως αυτή τη φορά φαινόταν η φωτιά, η οποία είχε ένα ασυνήθιστο μαύρο χρώμα και υπήρχε σε όλο του το σώμα. Προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι, πράγμα πολύ δύσκολο με όλη αυτήν την αίσθηση του καψίματος, κατάλαβε ότι έπρεπε να βρει νερό για να τη σβήσει, αλλά δεν υπήρχε πουθενά εκεί κοντά. Σηκώνοντας το βλέμμα του για να δει καλύτερα γύρω του, με την ελπίδα ότι θα βρει κάπου νερό, αντίκρισε τις σκιές να βρίσκονται απέναντί του ακίνητες και άκουσε ένα απόκοσμο γέλιο. Αν δε βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση, αυτό το γέλιο θα του προκαλούσε πολύ μεγάλο φόβο και δε θα μπορούσε ούτε καν να κουνηθεί. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε όμως τόσο μεγάλο θυμό για εκείνα τα πλάσματα απέναντί του, που τινάχτηκε όρθιος και όρμησε προς το μέρος τους, προσπαθώντας να τα ρίξει όλα μαζί κάτω σπρώχνοντάς τα.
Παρόλο που αυτή η κίνηση έμοιαζε αποτυχημένη, αφού τα πλάσματα ήταν σκιές και φαινόταν πως δεν μπορούσαν να μετακινηθούν από την επαφή με έναν άνθρωπο, έπεσαν όλα κάτω και άρπαξαν φωτιά, εκείνη τη μαύρη με την οποία καιγόταν και ο ίδιος. Το επόμενο που ακούστηκε ήταν απόκοσμα ουρλιαχτά πόνου και μετά είδε την παράξενη μαύρη φωτιά να καταπίνει τις σκιές, εξαφανίζοντάς τες. Το θέαμα ήταν πολύ παράξενο και εντυπωσιακό, με τον ίδιο να πέφτει και πάλι στο πάτωμα γιατί δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο όρθιος εξαιτίας της εξάντλησης και του πόνου που του προκαλούσε η φωτιά. Έκλεισε πάλι τα μάτια του και ευχήθηκε να σταματήσει όλο αυτό.
Μετά από λίγο τα άνοιξε και πάλι, διαπιστώνοντας ότι βρισκόταν ξαπλωμένος στον καναπέ του σαλονιού, όπου είχε αποκοιμηθεί πριν. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να βγάλει από το μυαλό του τον εφιάλτη που είχε δει.. Όταν συνήλθε λιγάκι διαπίστωσε πως ήταν πολύ ιδρωμένος, ενώ ένιωσε ένα τσούξιμο στο χέρι του, το οποίο και κοίταξε την επόμενη στιγμή. Η παλάμη του είχε μελανιάσει, ενώ έτρεχε αίμα από την πληγή που του είχε προκαλέσει το αντικείμενο που του είχε δώσει πριν λίγες ώρες ο Δημήτρης.
Σηκώθηκε νιώθοντας αδύναμος και έκλεισε την τηλεόραση. Πήγε στο μπάνιο για να πλύνει το πρόσωπό του και να συνέλθει, αλλά και για να καθαρίσει το χέρι του από το αίμα, φροντίζοντας και την πληγή του.
Αφού βγήκε από το μπάνιο και πήγε να ξαπλώσει στο δωμάτιό του, άρχισαν να του έρχονται στο μυαλό σκηνές από τον εφιάλτη του. Φυσικά, ήταν μόνο ένας εφιάλτης και όλα όσα έβλεπε ήταν δημιουργήματα του μυαλού του, αλλά του έμοιαζε τόσο αληθινό όλο αυτό που είδε, όπως και οι σκιές αλλά και η φωτιά που τον έκαιγε. Το παράξενο ήταν πως το σημείο που τον χτύπησε η πρώτη σκιά και ένιωσε να καίγεται ήταν το ίδιο ακριβώς με εκείνο στο οποίο τον χάραξε το αντικείμενο ανοίγοντάς του πληγή, το οποίο μάλιστα είχε μελανιάσει και πονούσε.
Αποφάσισε όμως να τα σκεφτεί όλα αυτά το επόμενο πρωί, όταν θα είχε καθαρό μυαλό, αλλά και επειδή εκείνη τη στιγμή ένιωθε εξαντλημένος και δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο ξύπνιος. Αποκοιμήθηκε μετά από λίγο, ελπίζοντας να μην ξαναδεί άλλο έναν τέτοιο εφιάλτη.


Παναγιώτης Βάβαλος