Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 2)

«Στην υγειά του Έρικ!» είπε ο Ντέμιαν και σήκωσε το κύπελλό του.

«Στον Έρικ!» είπαν με μια φωνή οι Κυνηγοί.

Παρότι ο Έρικ ένιωθε αμήχανα με όλη αυτή την προσοχή, ένα μικρό χαμόγελο τρεμόπαιξε στις γωνίες των χειλιών του. Απόψε το μεγαλύτερο όνειρό του θα γινόταν πραγματικότητα.

Απόψε τα γινόταν Κυνηγός.

Όλοι οι κόποι και η σκληρή εκπαίδευση χρόνων επιτέλους απέδιδαν καρπούς. Όλοι οι μώλωπες, οι κάλοι στα κουρασμένα χέρια του από τις ατελείωτες ώρες που κρατούσε το σπαθί, τα ματωμένα χείλη, οι νύχτες που κατέρρεε στο κρεβάτι του με την εξάντληση να έχει ποτίσει κάθε κόκαλο και μυ του κορμιού του. Ο Ντέμιαν θα τον ανακοίνωνε επίσημα ως το νέο μέλος των Κυνηγών απόψε στη γιορτή για το Πρώτο Φεγγάρι του Καλοκαιριού.

«Γιατί δεν πίνεις, αδελφέ;» τον ρώτησε εύθυμα ο Τομ ρίχνοντας ένα χέρι γύρω από τους ώμους του. Σπάνια ακουγόταν εύθυμος από τότε που πέθανε η Κέιτλυν, κοντά έναν χρόνο τώρα.

Ο Έρικ κοίταξε εξεταστικά το χάλκινο κύπελλο που κρατούσε στο χέρι του. Ο ταβερνιάρης της πόλης, βλογιοκομμένο-Μπάρνυ τον φώναζαν λόγω των σημαδιών στο πάντα πρόσχαρο πρόσωπό του, τους είχε ανοίξει ένα βαρέλι με το καλύτερο κόκκινο κρασί του (που φυλούσε με νύχια και με δόντια για τη γιορτή) για να συγχαρεί το αγόρι.Ο Έρικ τον είχε ευχαριστήσει για την τιμή που του είχε κάνει. Συνήθως απέφευγε το ποτό. Το κρασί θόλωνε την κρίση των ανθρώπων και εκείνος ήθελε το μυαλό του καθαρό. Σήμερα όμως ήταν ειδική μέρα και μπορούσε να κάνει μια εξαίρεση. Τσούγκρισε το κύπελλό του με το κύπελλο του αδελφού του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Δε συμπαθούσε ιδιαίτερα τη γεύση, αλλά του άρεσε η ζεστασιά που απλωνόταν μέσα του.

«Καλύτερα να πάω να δω τι κάνει ο πατέρας» είπε.

«Ο πατέρας είναι μια χαρά» αποκρίθηκε ο Τομ που ήξερε πολύ καλά τον αδελφό του ώστε να μπορεί να καταλάβει ότι έψαχνε μια δικαιολογία για να ξεφύγει. «Διασκέδασε λίγο. Όλα αυτά γίνονται για ‘σένα».

«Προτιμώ να γυρίσω σπίτι και να ξεκουραστώ, για να μπορώ να διασκεδάσω αργότερα στη γιορτή. Φαντάσου σε τι άβολη θέση θα βρεθώ αν τη στιγμή που με σηκώσει ο Ντέμιαν για να πω τους όρκους μου αρχίσω να χασμουριέμαι».

Ο Τομ άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Έρικ τού έδωσε το κύπελλο και άρχισε να απομακρύνεται.

Πολλοί τον σταμάτησαν στον δρόμο για το σπίτι για να τον συγχαρούν. Ένας νέος Κυνηγός ήταν μεγάλη υπόθεση, ειδικά για τις πόλεις και τα χωριά που βρισκόντουσαν κοντά στο δάσος και πάντα είχαν ανάγκη για περισσότερους. Από αύριο θα ήταν μέλος της Αδελφότητας, της ομάδας που είχε ορκιστεί να προστατεύει τους ανθρώπους από τις μάγισσες. Αλλά για τον Έρικ δεν ήταν μονάχα ένας αγώνας για να υπερασπιστεί την πόλη και την οικογένειά του από αυτά τα ανίερα πλάσματα. Για εκείνον και τον Τομ ήταν ο τρόπος τους να εκδικηθούν για τον θάνατο της μητέρας τους. Σε λίγες βδομάδες θα έκλειναν εφτά χρόνια από τη νύχτα που δολοφονήθηκε από τις μάγισσες.

Οι φωνές και τα ποδοβολητά ακουγόντουσαν μέχρι έξω. Με το που άνοιξε την πόρτα, ο Γουίλ έπεσε πάνω του κάνοντάς τον να παραπατήσει προς τα πίσω. Ή μήπως ήταν ο Τζέιμς; Ακόμα και εκείνος δυσκολευόταν να ξεχωρίσει τα δίδυμα. Όταν ήταν μικρά, η μητέρα τους τους είχε φτιάξει βραχιόλια με τα ονόματά τους, αλλά τη στιγμή που κατάλαβαν πως ήταν πιο αστείο όταν οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τα ξεχωρίσουν σταμάτησαν να τα φορούν. Και οι δυο είχαν ακριβώς το ίδιο πρόσωπο, ίδιο ύψος, το ίδιο κοκαλιάρικο σωματότυπο, και τα ίδια κατάμαυρα μαλλιά που έπεφταν σε ατίθασες τούφες μέσα στα μάτια τους. Φορούσαν ακόμα και τα ίδια ρούχα, καφέ λινό παντελόνι, λευκό πουκάμισο και μαύρο γιλέκο. Λες και δεν έμοιαζαν ήδη αρκετά.

«Προσέξτε» τους είπε. «Αν κάποιος από τους δυο σας πέσει και σπάσει το πόδι του εγώ δεν πρόκειται να τον κουβαλήσω μέχρι τον θεραπευτή».

Ο δεύτερος δίδυμος ξεπρόβαλλε κοιτώντας τον με μεγάλα γαλανά μάτια. Και οι δυο είχαν κληρονομήσει τα μάτια του πατέρα τους, ενώ ο Τομ είχε τα λαμπερά μαύρα μάτια της μητέρας του. Μόνο τα καστανά μάτια του Έρικ δεν ταίριαζαν πουθενά.

«Αν υπάρχει κάποιος τόσο ανόητος για να πέσει και να σπάσει το πόδι του αυτός είναι ο Γουίλ».

Ο αδελφός που είχε πέσει πάνω του όταν άνοιξε την πόρτα τον πήρε στο κυνήγι.

Ο Έρικ ξεφύσησε δραματικά και προχώρησε στη κουζίνα. Η μυρωδιά της ζεστής σούπας πλανιόταν στον αέρα. Ο πατέρας του στεκόταν μπροστά στο τζάκι και ανακάτευε με μια ξύλινη κουτάλα το φαγητό μέσα στο τσουκάλι που κρεμόταν από μια αλυσίδα πάνω από τη φωτιά.

«Πατέρα» είπε για να τραβήξει την προσοχή του.

Ο πατέρας του τον κοίταξε ξαφνιασμένος. Ο Ρίτσαρντ Στόρμπορν ήταν ένας άντρας που διάνυε την τέταρτη δεκαετία της ζωής του όπως υποδείκνυαν τα γκρίζα μαλλιά και οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του. Η πλάτη του ήταν πάντα στητή και το βλέμμα του καθαρό. Είχε μεγαλώσει τους γιους του μόνος του όταν έχασε τη γυναίκα του παρέχοντάς τους όλη την αγάπη και τη φροντίδα που χρειαζόντουσαν, για να γεμίσει το κενό που είχε αφήσει η απουσία της χωρίς να ζητήσει βοήθεια από κανέναν. Ήταν το πιο δυνατό άτομο που ήξερε ο Έρικ.

«Έρικ, τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε. «Νόμιζα πως ήσουν με τον Τομ».

«Προτίμησα να γυρίσω σπίτι».

Έστρεψε τη προσοχή του πάνω στο μεγάλο καλάθι πάνω στο τραπέζι. Μέσα του η Άλις κοιμόταν ήρεμα τυλιγμένη στις κουβέρτες της. Άγγιξε τη μικροσκοπική κλειστή γροθιά της ανιψιάς του που σε ένα μήνα θα έκλεινε τον πρώτο της χρόνο. Η ομοιότητα με την Κέιτλυν γινόταν πιο έντονη με κάθε μέρα που περνούσε.

«Οι Κυνηγοί με δέχθηκαν και ο Ντέμιαν θα το ανακοινώσει επίσημα το βράδυ στη γιορτή» είπε.

Ο πατέρας του άφησε την κουτάλα και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τον ιδρώτα που είχε αρχίσει να μαζεύεται στο μέτωπό του. Πήγε στο παράθυρο και το άνοιξε, για να μπει το τελευταίο ανοιξιάτικο, δροσερό αεράκι στη κουζίνα. «Το ήξερα ότι θα τα καταφέρεις» του είπε χωρίς να τον κοιτάζει. «Χαίρομαι για ‘σένα, γιε μου»

«Όχι, δε χαίρεσαι».

Οποιοσδήποτε άλλος πατέρας θα έλαμπε από υπερηφάνεια αν ο γιος του γινόταν Κυνηγός, πόσο μάλλον δυο γιοι του. Ο Ρίτσαρντ έδειχνε απλά κουρασμένος. Ο Έρικ δεν το καταλάβαινε. Εκείνος και ο Τομ είχαν ορκιστεί να κυνηγήσουν τους υπεύθυνους για τον θάνατο της μητέρας τους. Δε χαιρόταν ο πατέρας που θα έπαιρναν την εκδίκηση τους;

Τα αγόρια εισέβαλλαν στη κουζίνα και άρχισαν να κυνηγιούνται γύρω από το τραπέζι φωνάζοντας και σπρώχνοντας καρέκλες για να ανακόψουν ο ένας την πορεία του άλλου.

«Τζέιμς! Γουίλλιαμ!» τους επέπληξε ο πατέρας.

Η Άλις άνοιξε τα μάτια της και το ψιλό κλάμα της γέμισε τη μικρή κουζίνα. Τα δίδυμα σταμάτησαν το παιχνίδι τους και έτρεξαν κοντά της. Ο Τζέιμς τη σήκωσε προσεχτικά από το καλάθι και μαζί με τον Γουίλ έκαναν αστείες γκριμάτσες μέχρι που το μωρό ηρέμισε.

«Ακούσατε, αγόρια;» τους είπε ο πατέρας με ενθουσιασμός που στα αυτιά του Έρικ ακουγόταν εξαναγκασμένος. «Ο αδελφός σας έγινε Κυνηγός».

Σε αντίθεση με τον πατέρα τους, τα δίδυμα δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κρύψουν το κατσούφιασμα που απλώθηκε στα πρόσωπά τους.

«Έχουμε αδελφό Κυνηγό» είπε ο Τζέιμς.

Ο Γουίλ κοίταξε την Άλις που κρατούσε το δάχτυλό του μέσα στο μικρό χεράκι της. «Είναι ανάγκη να πας; Από τότε που ο Τομ έγινε Κυνηγός είναι σπάνια στο σπίτι. Η Άλις έχει χάσει τη μητέρα της και εξαιτίας τους μεγαλώνει χωρίς τον πατέρα της. Μη φύγεις κι εσύ» τον παρακάλεσε.

«Κάποιοι πρέπει να προστατεύσουν το χωριό από τις μάγισσες» προσπάθησε να τους εξηγήσει.

«Οι μάγισσες ζουν μέσα στο δάσος και εμείς έξω από αυτό» επεσήμανε το αγόρι. «Το να μπαίνετε σε ένα δάσος που μπορεί να σας σκοτώσει για να τις βρείτε είναι ανόητο».

«Οι μάγισσες είναι σατανικά πλάσματα και κάποιος πρέπει να τις σταματήσει» αποκρίθηκε, προσπαθώντας να κρατήσει τον εκνευρισμό μακριά από τη φωνή του.

Ήταν αλήθεια πως οι μάγισσες κατά κύριο λόγο έμεναν μέσα στο δάσος τους. Αλλά όταν κάποια αποφάσιζε να βγει από αυτό οι νεκροθάφτες στα χωριά που επισκέπτονταν έπιαναν δουλειά. Κάθε πόλη είχε και από μια ιστορία να διηγηθεί, για αρρώστιες που είχαν ξεκληρίσει ολόκληρες οικογένειες, για σπαρτά που είχαν πεθάνει αφήνοντας εκατοντάδες να λιμοκτονήσουν. Για ανθρώπους που είχαν χαθεί μέσα στη νύχτα αφήνοντας πίσω μονάχα κομμένα μέλη και σύμβολα γραμμένα με ξεραμένο αίμα. Μάγισσες είχαν κάνει μανάδες να τρελαθούν και να πνίξουν τα μωρά τους στις κούνιες τους. Ένα καπρίτσιο τους αρκούσε για να καταστραφούν ζωές και ήταν καθήκον των Κυνηγών να τις οδηγήσουν στη δικαιοσύνη και την κρεμάλα.

Αλλά δεν ήταν αρκετό γιατί πάντα μπορούσε να βγει άλλη μια από το δάσος και να σπείρει την καταστροφή στο διάβα της. Ο μόνος τρόπος να προφυλαχθούν ήταν να χτυπήσουν την απειλή στη ρίζα της. Οι πιο γενναίοι Κυνηγοί έμπαιναν στο δάσος ψάχνοντας το κρυμμένο χωριό των μαγισσών. Πολλοί δεν επέστρεφαν αφού το δάσος από μόνο του μπορούσε να σε σκοτώσει. Αλλά ο Έρικ είχε ορκιστεί ότι θα ήταν μέλος της αποστολής που θα τα κατάφερνε. Επειδή κάποιος έπρεπε να σταματήσει τα αυτά τα πλάσματα.

Και επειδή σκότωσαν τη μητέρα. Τα αγόρια ήταν μικρά και δεν καταλάβαιναν.

«Ανόητο» μουρμούρισε ο Τζέιμς.

«Ποιος θέλει σούπα;» επενέβη ο πατέρας τους για να εκτονώσει την ένταση που είχε αρχίσει να συσσωρεύεται στο δωμάτιο. «Αγόρια, πηγαίνετε την Άλις στο δωμάτιο και ετοιμάστε το τραπέζι».

«Εγώ δεν πεινάω» είπε ο Έρικ και ανέβηκε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Τομ. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια του νιώθοντας το κρασί να αρχίζει να τον επηρεάζει. Ήλπιζε να καταφέρει να ξεκουραστεί μερικές ώρες πριν τη γιορτή.

Αυτή η μέρα δεν εξελισσόταν όπως την είχε ονειρευτεί.



***



Η μουσική ακουγόταν μέχρι το δάσος. Οι τρεις μάγισσες κρύφτηκαν πίσω από ξέμακρα σκοτεινά κτίρια. Το φεγγάρι βασίλευε στον νυχτερινό ουρανό από πάνω τους, ένα ασημένιο νόμισμα ανάμεσα στα λαμπερά αστέρια.

«Είναι πολύ κακή ιδέα» είπε η Αριάνα κοιτάζοντας ανήσυχα τριγύρω.

«Τότε γιατί ήρθες;» τη ρώτησε η Νάγια. Τα κόκκινα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μια περίτεχνη πλεξούδα και έλαμπαν κάτω από το απαλό φως των αστεριών.

Η Σελίν κράτησε την προσοχή της καρφωμένη μπροστά. Το χωριό των ανθρώπων είχε γιορτή απόψε. Μεγάλες φωτιές ήταν αναμμένες και η μυρωδιά του ψητού κρέατος από τις σούβλες δίπλα τους πλανιόταν στον αέρα. Ένα από τα πρώτα πράγματα που τους μάθαιναν οι Πρεσβύτεροι ήταν να μένουν πάντα μέσα στα όρια του δάσους και σε καμία περίπτωση να μην πλησιάζουν τα χωριά των ανθρώπων. Η Σελίν όμως πάντα ήθελε να τα δει.

«Είναι πολύ επικίνδυνο» επέμεινε η Αριάνα κοιτώντας τες ικετευτικά.

Η Σελίν είχε περιμένει μέχρι να αποκοιμηθούν όλοι και είχε βγει κρυφά από το σπίτι. Πήγε πρώτα στη Νάγια ξέροντας πως η κοκκινομάλλα θα ενθουσιαζόταν με την προοπτική αυτής της μικρής περιπέτειας. Στη συνέχεια είχαν πάει να βρουν την Αριάνα που στην αρχή είχε αρνηθεί. Μετά από μερικές προσπάθειες, βέβαια, συμφώνησε, ίσως επειδή ήλπιζε πως θα τους άλλαζε γνώμη στην πορεία

«Πάμε να φύγουμε προτού μας αντιληφθεί κανείς».

Η Σελίν γύρισε το κεφάλι της για να κοιτάξει τη νεαρότερη μάγισσα της παρέας.

«Από αύριο θα είμαι αρραβωνιασμένη. Αυτή ίσως είναι η μοναδική μου ευκαιρία να δω το χωριό».

«Μα υπάρχουν Κυνηγοί εκεί!»

«Κοίτα τους» της είπε ήρεμα και έδειξε το πλήθος λίγο πιο πέρα από το σημείο που κρυβόντουσαν. Όλοι χόρευαν σε έναν έντονο ρυθμό, σε ζευγάρια ή μικρές ομάδες, χοροπηδώντας και γελώντας δυνατά κρατώντας στα χέρια τους κύπελλα με κρασί και μηλίτη. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα με μάσκες από σκαλιστό ξύλο σε σχήματα ζώων ή από ύφασμα στολισμένο με πολύχρωμα φτερά και κορδέλες. «Είναι μασκαρεμένοι. Κανείς δε θα μας καταλάβει».

«Ναι, αλλά…»

«Αν θες μπορείς να μείνεις εδώ» της είπε η Νάγια και φόρεσε μια πράσινη μάσκα που έκρυβε το μισό πρόσωπό της.

«Θα έρθω» αποκρίθηκε βιαστικά η Αριάνα. Μάλλον η προοπτική να βρεθεί μόνη της την τρόμαζε περισσότερο από το να βρεθεί περικυκλωμένη από Κυνηγούς.

Η Σελίν έβγαλε μια απλή μάσκα από μαύρη δαντέλα μέσα από τη ζώνη του φορέματός της και την έδεσε πίσω από το κεφάλι της. Κάλυπτε μονάχα τα μάτια και το πάνω μέρος των ζυγωματικών της.

«Όμως θα μείνουμε μαζί» είπε η Αριάνα, αλλά η Σελίν είχε ήδη ξεμακρύνει και δεν την άκουσε.

Πλησίασε τους χωρικούς αν και φρόντισε να κρατήσει μια μικρή απόσταση. Πέρα από τους Κυνηγούς και τις ιστορίες που είχαν ακούσει γι’ αυτούς από τους μεγαλύτερους μάγους, οι άνθρωποι δε φαινόντουσαν και τόσο απειλητικοί. Ειδικά τώρα που ήταν όλοι χαρούμενοι και μεθυσμένοι. Όσο περισσότερο τους παρατηρούσε, τόσο συνειδητοποιούσε πως δε διέφεραν πολύ από τις μάγισσες.

«Δεν είσαι από εδώ» άκουσε μια αντρική φωνή από πίσω της.

Γύρισε με και αντίκρισε ένα αγόρι, ένα ή δυο χρόνια μεγαλύτερό της, να πλησιάζει προς το μέρος της. Η καρδιά της άρχισε να βροντοχτυπά μέσα στο στήθος της. Είχε καταλάβει με κάποιο τρόπο πως ήταν μάγισσα;

«Μέχρι τώρα έχω αναγνωρίσει όλα τα κορίτσια του χωριού» συνέχισε ο νεαρός, φέρνοντας το κύπελλο με το κρασί που κρατούσε στα χείλη του. «Από πιο χωριό είσαι;»

Δεν έδειχνε απειλητικός, απλά την παρατηρούσε με περιέργεια. Ο ξέφρενος ρυθμός της καρδιάς της επιβράδυνε λίγο.

«Από μακριά» αποκρίθηκε αόριστα και άφησε ελεύθερη την ανάσα που κρατούσε. Ήταν ασφαλής. «Ήρθα με τα αδέλφια μου για τη γιορτή».

Τώρα που ο φόβος είχε χαθεί αφιέρωσε μερικές στιγμές για να τον παρατηρήσει. Δε φορούσε μάσκα αφήνοντας τα χαρακτηριστικά του εκτεθειμένα. Ήταν ένας ψηλός νεαρός άντρας, με φαρδιούς ώμους και ίσια κορμοστασιά. Η Σελίν ήταν ψηλή, αλλά υπολόγισε πως θα έπρεπε να σταθεί στις μύτες των ποδιών της για να τον κοιτάξει κατάματα. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα σαν τα φτερά ενός κορακιού και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του καλοσχηματισμένα. Έντονα ζυγωματικά, ίσια μύτη, γεμάτα χείλη. Τα καστανά μάτια του, σκεπασμένα με σκούρες βλεφαρίδες που έριχναν σκιές πάνω στα ζυγωματικά του, αντανακλούσαν το φως από τις φωτιές και έλαμπαν σαν κεχριμπάρι. Την παρατηρούσαν με τον ίδιο τρόπο που τον παρατηρούσε και εκείνη.

«Ποιο είναι το όνομά σου;» τη ρώτησε.

«Αν σου πω θα χαλάσει το παιχνίδι» αποκρίθηκε και άγγιξε την άκρη της μάσκας της. «Σκοπός είναι να κρατήσω τη ταυτότητά μου μυστική».

Το αγόρι γέλασε σιγανά και ήπιε άλλη μια γουλιά από το κρασί του. «Μάλλον έχεις δίκιο».

Σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει. «Γιατί κρύβεσαι;» τον ρώτησε.

«Δεν κρύβομαι».

«Αντί να είσαι μαζί με τους υπόλοιπους και να χορεύεις κάθεσαι μόνος στις σκιές» παρατήρησε. «Εμένα μου φαίνεται πως κρύβεσαι».

«Ούτε κι εσύ συμμετέχεις ιδιαίτερα στη γιορτή».

«Εγώ βρίσκομαι σε ένα ξένο μέρος και είμαι πολύ ντροπαλή» αποκρίθηκε. «Ποια είναι η δική σου δικαιολογία;»

Το αγόρι ξαναγέλασε συγκρατημένα. «Υποθέτω… Μάλλον δε νιώθω άνετα περιτριγυρισμένος από τόσο κόσμο» παραδέχθηκε. Το βλέμμα του στάθηκε για μια παρατεταμένη στιγμή πάνω της. «Ή ίσως δε βρήκα ακόμα την κατάλληλη ντάμα για να χορέψω». Έτεινε το ελεύθερο χέρι του προς το μέρος της. «Μπορώ να έχω την τιμή αυτού του χορού, άγνωστη αρχόντισσα;»

Η Σελίν απέμεινε να κοιτάει το χέρι του ασάλευτη. Η λογική και κάθε ένστικτό της έλεγαν να απορρίψει ευγενικά την πρόταση του αγοριού και να ψάξει για τις φίλες της. Να μην τραβήξει την προσοχή των ανθρώπων –και των Κυνηγών που κρυβόντουσαν ανάμεσά τους- χορεύοντας μαζί του. Άλλωστε την είχαν υποσχεθεί σε έναν άλλον άντρα.

Από την άλλη, αυτή ίσως να ήταν η μοναδική της ευκαιρία να βρεθεί σε ένα μέρος σαν κι αυτό και να χορέψει με κάποιον που δεν ήταν ο Ρόραν.

Με την απόφαση να έχει παρθεί είπε: «Δε θα χορέψω με κάποιον που δε γνωρίζω το όνομά του».

«Έρικ» της απάντησε.

Διστακτικά, έβαλε το χέρι της μέσα στο δικό του και τον άφησε να τον οδηγήσει κοντά στις φωτιές και το πλήθος που χόρευε. Ο Έρικ σήκωσε το αριστερό του χέρι στον αέρα και η Σελίν ένωσε τη δεξιά παλάμη της με τη δική του. Κρατώντας τα χέρια τους ενωμένα ξεκίνησαν έναν αργό, κυκλικό χορό.

«Τα μάτια σου είναι πανέμορφα» είπε ξαφνικά το αγόρι.

«Είσαι μεθυσμένος» αποκρίθηκε η Σελίν χωρίς να καταφέρει να κρύψει το μικρό χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη της.

«Πιθανόν» της απάντησε. «Δεν είμαι συνηθισμένος στο κρασί».

«Τότε γιατί πίνεις απόψε; Είσαι χαρούμενος λόγο της γιορτής;»

Το πρόσωπό του σκοτείνιασε κάπως. «Όχι όσο θα έπρεπε».

Η μουσική άλλαξε. Άλλαξαν χέρια και άρχισαν να κινούνται με αντίστροφη φορά.

«Τότε;» τον ρώτησε.

Ο Έρικ κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει την όποια δυσάρεστη σκέψη και η έκφρασή του έγινε ξανά εύθυμη. «Κάνεις πολλές ερωτήσεις, αλλά δεν φαίνεσαι πρόθυμη να απαντήσεις σε καμία. Πού είναι τα αδέλφια σου;»

«Κάπου εδώ γύρω φαντάζομαι» απάντησε και αμέσως ένιωσε τύψεις που είχε παρατήσει έτσι τις φίλες της.

«Και σε άφησαν μόνη; Δε φοβούνται…»

«Μήπως κάποιος άγνωστος νεαρός προσπαθήσει να με προσεγγίσει έχοντας ανέντιμες προθέσεις στο μυαλό του;» αστειεύτηκε.

«Δε θα τολμούσαν» απάντησε με ίδιο τόνο. «Θα έπρεπε να περάσουν πρώτα από εμένα».

«Τι καθησυχαστικό να ξέρω πως υπάρχει κάποιος να υπερασπιστεί την τιμή μου. Το κάνεις αυτό για όλες τις κοπέλες που χορεύεις, ευγενικέ ιππότη;»

«Φυσικά. Τι είδους άντρας θα ήμουν αν δε βεβαιωνόμουν πως οι ντάμες μου λαμβάνουν τον δέοντα σεβασμό, για να μπορούν να απολαύσουν τη γιορτή;»

«Μην ανησυχείς, Έρικ. Είμαι απόλυτα ικανή να φροντίσω τον εαυτό μου».

Ένωσαν και τα δυο χέρια. Ο ρυθμός της μουσικής είχε γίνει πιο αργός. Τα καστανά μάτια του Έρικ βρήκαν τα σκούρα μπλε δικά της. Ένιωθε το βλέμμα του έντονο πάνω της σαν να προσπαθούσε να δει το κορίτσι πίσω από τη μάσκα. Πώς θα αντιδρούσε αν μάθαινε πως η κοπέλα που είχε μπροστά του ήταν μια μάγισσα;

Δεν είχε σημασία επειδή δε θα το μάθαινε.

Ένας άντρας με μακριά μαύρα μαλλιά πιασμένα σε μια χαμηλή κοτσίδα τούς πλησίασε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Έρικ. «Είναι ώρα» του είπε.

Η Σελίν τράβηξε αμήχανα τα χέρια του από τα δικά του. Ξαφνικά θυμήθηκε πως υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι γύρω τους. «Σε ευχαριστώ για τον χορό» μουρμούρισε και έκανε στροφή να φύγει. Έπρεπε να βρει τη Νάγια και την Αριάνα και να επιστρέψουν στο χωριό τους αμέσως.

«Περίμενε» τη σταμάτησε ο Έρικ. «Μείνε λίγο ακόμα» Ο άντρας δίπλα του του έριξε ένα περίεργο βλέμμα αλλά το αγνόησε. «Θα επιστρέψω σύντομα. Μπορείς να το κάνεις;»

Ένευσε καταφατικά και οι δυο άντρες απομακρύνθηκαν. Μόνο τότε αντιλήφθηκε την ησυχία που είχε απλωθεί.

Η Αριάνα εμφανίστηκε δίπλα της με την Νάγια να την ακολουθεί λίγα βήματα πιο πίσω. «Πού ήσουν;»

Η Σελίν παρατήρησε τη σκηνή γύρω τους. Η μουσική είχε σωπάσει και ο χορός είχε σταματήσει. Δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Όλοι οι χωρικοί είχαν στρέψει την προσοχή τους σε μια μικρή ξύλινη εξέδρα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Νάγια, ανήσυχη για πρώτη φορά απόψε.

«Σας το είπα πως έπρεπε να είχαμε μείνει στο χωριό» ψιθύρισε πανικόβλητη η Αριάνα.

Ο Έρικ και ο άλλος άντρας ανέβηκαν στην εξέδρα. Η Σελίν ήξερε πως έπρεπε ν απομακρυνθούν όσο η προσοχή ήταν στραμμένη πάνω στους δυο άντρες, αλλά για κάποιο λόγο το βλέμμα της εστίασε πάνω στον Έρικ και έμεινε εκεί.

«Νιώθω μεγάλη περηφάνια» ξεκίνησε να λέει ο άντρας με τη μαύρη κοτσίδα «που απόψε, στον εορτασμό για το Πρώτο Φεγγάρι του Καλοκαιριού, η αδελφότητά μας αποκτά ένα νέο μέλος». Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του αγοριού και τον έβαλε να κάνει ένα βήμα μπροστά. «Από σήμερα καλωσορίζουμε τον Έρικ ως αδελφό μας, ως Κυνηγό, και ως προστάτη του χωριού και των ανθρώπων μας. Είθε η κρίση σου να είναι σωστή και το σπαθί σου κοφτερό».

Τα μάτια της Σελίν άνοιξαν διάπλατα. Ένας Κυνηγός. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της. Το αγόρι με το οποίο πριν από λίγο χόρευε και γελούσε ήταν κάποιος που είχε ορκιστεί να σκοτώσει εκείνη και τους όμοιούς της.

Ο μελαχρινός άντρας έκανε ένα βήμα πίσω δίνοντας τον λόγο στον Έρικ.

«Εγώ, ο Έρικ Στόρμπορν, ορκίζομαι να προστατεύω εκείνους που έχουν ανάγκη από τα πλάσματα του κακού και να υπηρετώ υπό τους νόμους του Θεού και των ανθρώπων. Θέτω το σπαθί και τον εαυτό μου στην υπηρεσία των Κυνηγών από αυτή τη στιγμή και μέχρι το τέλος των ημερών μου».

Και άλλοι άντρες πλησίασαν την εξέδρα και ένωσαν τις φωνές τους με τη δική του.

«Αν προχωρήσω, ακολουθήστε με. Αν υποχωρήσω, σκοτώστε με. Αν σκοτωθώ, εκδικηθείτε για ‘μένα».

Όλο το χωριό ξέσπασε σε ζητωκραυγές, εκτός από τις τρεις μάγισσες που στεκόντουσαν παγωμένες.

Η Αριάνα έπιασε το χέρι της Σελίν με δύναμη που η άλλη κοπέλα δε φανταζόταν ότι μπορεί να διέθετε. «Πάμε να φύγουμε τώρα».

Μουδιασμένα, τράβηξε το βλέμμα της από το αγόρι που δεχόταν τα συγχαρητήρια των συγχωριανών του και ανάγκασε τα πόδια της να προχωρήσουν.

«Αυτή κι αν ήταν νύχτα» μονολόγησε η Νάγια καθώς απομακρυνόντουσαν.

«Δε θα μιλήσουμε ποτέ σε κανέναν γι’ αυτό» την προειδοποίησε η Σελίν. Θα επέστρεφε στο σπίτι και θα ξεχνούσε αυτή τη νύχτα σαν να μην είχε συμβεί ποτέ. Θα αρραβωνιαζόταν τον Ρόραν, όπως την πρόσταξαν, και θα περίμενε τον γάμο της. Και δε θα ξανασκεφτόταν ποτέ το αγόρι με τα ζεστά καστανά μάτια.

Ένα χέρι έκλεισε γύρω από το μπράτσο της. Τινάχτηκε απότομα, με τουλάχιστον τρία ξόρκια άμυνας να περνάνε από το μυαλό της και τη μαγεία της να τριζοβολάει κοντά στην επιφάνεια του δέρματός της.

«Συγγνώμη» είπε ο Έρικ και τράβηξε αμέσως το χέρι του. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω». Να το πάλι, εκείνο το ανασήκωμα στις άκρες των χειλιών του, πολύ ντροπαλό για να χαρακτηριστεί χαμόγελο αλλά σίγουρα εκεί. «Σε είδα που έφυγες ξαφνικά. Νόμιζα πως θα έμενες λίγο ακόμα».

«Τα σχέδια άλλαξαν». Όταν αποκάλυψες πως είσαι Κυνηγός. «Λυπάμαι αλλά πρέπει να φύγω. Οι αδελφές μου με περιμένουν».

«Μόνο μια στιγμή» επέμεινε.

Η πιθανότητα να τον ρίξει αναίσθητο με ένα ξόρκι ήταν δελεαστική αλλά την απέρριψε. Κάτι τέτοιο θα προσέλκυε ανεπιθύμητη προσοχή και αυτό το χωριό είχε πολλούς Κυνηγούς. Ο Έρικ δε φαινόταν πρόθυμος να υποχωρήσει και να την αφήσει να φύγει. Μάλλον το κρασί που είχε πιει του έδινε θάρρος.

Στράφηκε προς τις φίλες της. «Προχωρήστε και θα σας προφτάσω» τους είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Τουλάχιστον να σιγουρευόταν πως εκείνες θα ήταν ασφαλείς αν την έπιαναν.

«Μα…» πήγε να διαμαρτυρηθεί η Αριάνα με τον τρόμο να αστράφτει στα μάτια της.

«Πηγαίνετε και θα σας βρω σε λίγο» επανέλαβε με τόνο που δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις.

Οι δυο κοπέλες προχώρησαν απρόθυμα ρίχνοντας ανήσυχες ματιές πάνω από τους ώμους τους.

«Γρήγορα, δεν έχω πολύ χρόνο» είπε στον Έρικ.

«Θέλω να σε ξαναδώ»

«Αυτό δε γίνεται»

«Γιατί;»

Για μια στιγμή σκέφτηκε να του πει πως ήταν αρραβωνιασμένη, αλλά οι λέξεις δε βγήκαν από τα χείλη της. Παρά την αγάπη που έτρεφε για τον Ρόραν, δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του και αυτός ο γάμος δεν ήταν δική της επιλογή. Δεν το ένιωθε αληθινό.

Ο Έρικ ερμήνευσε διαφορετικά τη σιωπή της και συνέχισε. «Στα ανατολικά, περίπου μισό μίλι από εδώ, υπάρχει μια βελανιδιά. Είναι τεράστια, δε γίνεται να μην τη δεις. Συνάντησέ με εκεί αύριο λίγο πριν το σούρουπο».

«Θα είμαι εκεί» απάντησε γρήγορα, ελπίζοντας πως αυτό θα τον έκανε να υποχωρήσει, αλλά το αγόρι δεν έδειξε τέτοια πρόθεση.

«Υποσχέσου μου ότι θα έρθεις».

«Σου δίνω τον λόγο μου». Η ζωή της άξιζε περισσότερο από έναν όρκο. Έσπευσε να απομακρυνθεί από κοντά του. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε συνέβη, είπε στον εαυτό της. Ήταν ανόητο να εκ μέρους της να έρθει εδώ.

«Ακόμα δεν ξέρω το όνομά σου!» τον άκουσε να φωνάζει πίσω της.

Θα μπορούσε να προσποιηθεί πως δεν τον άκουσε και να συνεχίσει. Αυτό ήταν το σωστό και το λογικό. Αλλά μετά από μια στιγμή δισταγμού σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του.

«Σελίν!» του φώναξε.

Τι σημασία είχε; Άλλωστε δε θα τον ξανάβλεπε.

Φαίη