Ο Τελευταίος Αποχαιρετισμός του Β. Ν. Συράκη

Η Κίμπερλι Γκουόνγκ προχωρούσε με σκυμμένο το κεφάλι της και έριχνε ανήσυχες ματιές πάνω από τον ώμο της. Οι τέντες των σκοτεινών καταστημάτων τής προσέφεραν περιοδική ανακούφιση από την εκδικητική βροχή εκείνου του βραδιού, ενώ τα πολύχρωμα νέον φώτα που διατυμπάνιζαν τις διαφημίσεις διάφορων προϊόντων έκοβαν με λεπτές λεπίδες την κάλυψη του σκοταδιού που τόσο λαχταρούσε. Νόμισε πως είδε κάποιον (ή μάλλον κάτι) να την παρακολουθεί ανάμεσα από την άμορφη μάζα κουκουλοφόρων ανθρώπων και ομπρελών, που αποτελούσε τον πληθυσμό της πόλης που κάποτε ονομαζόταν Χονγκ Κονγκ. «Μένουμε Ασφαλείς. Μένουμε Άνθρωποι» διατυμπάνιζε η ανακοίνωση από τις γιγαντοοθόνες που είχαν στηθεί στους ουρανοξύστες. Τη θέση της ανακοίνωσης πήρε μια όμορφη κυρία που διάβαζε τις ειδήσεις. «Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Ανθρώπινων Εθνών, Σαρλ Ωμπερτάν, σε δήλωσή του ανέφερε πως “Είναι ευθύνη όλων μας να τηρούμε ανεξαιρέτως τα μέτρα , όχι μόνον για την ασφάλεια της δημόσιας υγείας, αλλά και για την διασφάλιση ολόκληρου του ανθρώπινου είδους”».

Η Κιμ άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε τον δρόμο της. Πήρε μια αριστερή στροφή και βγήκε στην οδό Κουεϊλίν, όπου χώθηκε σ’ ένα μικρό στενάκι, ανάμεσα σ’ ένα εστιατόριο και ένα μαγαζί που δεν κατανοούσε τι προσέφερε, αφήνοντας τον πολύβουο κεντρικό δρόμο πίσω της. Πήρε μια βαθιά τζούρα και έβγαλε με απόλαυση τον καυτό καπνό από τα πνευμόνια της, αφήνοντας τον εαυτό της να γευτεί την γλυκιά αίσθηση της ηρεμίας. Ο κεντρικός δρόμος δεν ήταν μόνο γεμάτος από τον θόρυβο των αδιάκοπων ανακοινώσεων και των αυτοκινήτων, αλλά έβριθε και από έναν ακόμη, κρυφό θόρυβο· αυτό των ανθρώπινων σκέψεων. Είχε καταφέρει να δαμάσει αρκετά τις ««ικανότητές»» της, σε σημείο που μπορούσε να πνίξει την αθέμιτη παρέμβαση που έκαναν οι σκέψεις των ανθρώπων γύρω της στις προσωπικές της. Αυτό δεν τις εμπόδιζε ολοκληρωτικά από το να της πιέζουν το μυαλό, σαν το πνιχτό βουητό εκατοντάδων μελισσών. Ειδικά σε πολυπληθή μέρη, όπου έβριθε η αγανάκτηση, ο τρόμος και η αγωνία. Μπορεί όλοι να φορούσαν το ανακουφιστικό προσωπείο της ανθρώπινης αλληλεγγύης σε αυτούς του χαλεπούς καιρούς, κανείς δεν ήταν, ωστόσο, πλήρως καλυμμένος από το δίχτυ ασφάλειας που αποφάσισαν να τους απλώσουν οι ηγέτες των κρατών τους. Ήταν, όμως, μια αναγκαία παρενέργεια, την οποία έπρεπε να υποστεί, αν ήθελε να μείνει κρυμμένη από το πλάσμα που ονομαζόταν στην κοινότητά της Κυνηγόσκυλο.

Πέρασε από το βροχερό στενό και έστριψε πάλι για να εισέλθει σε μια γειτονιά, όπου είχε βρει κατάλυμα τον τελευταίο μήνα. Δεξιά και αριστερά της υψώνονταν πολυκατοικίες, όλες φθαρμένες και λεκιασμένες από τη βρόμα και την υγρασία. Καλώδια και σχοινιά, πάνω στα οποία άπλωναν τα ρούχα τους οι ένοικοι, περνούσαν σταυρωτά από κτίριο σε κτίριο, θυμίζοντας έναν μεταμοντέρνο ιστό αράχνης. Μια σειρήνα αντήχησε μέσα στο δρομάκι τρεις φορές, σηματοδοτώντας την έναρξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Τα φώτα που έφεγγαν από τα φθαρμένα παράθυρα έσβησαν στο ένα μετά το άλλο και τα οποιαδήποτε σημάδια ζωής ακολούθησαν. Η Κιμ σταμάτησε ξαφνικά, όταν ένιωσε κάτι να την πιέζει στα βάθη του μυαλού και της ψυχής της. Εικόνες την πλημμύρισαν, ζωγραφιές που απεικόνιζαν ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο σφιχτά με αγχωμένα μάτια καρφωμένα πάνω στην πόρτα τους, καθώς ο ήχος από βαριές στρατιωτικές μπότες έπαιζε το βλοσυρό εμβατήριό τους πάνω στις ξύλινες σκάλες του κλιμακοστασίου. Και υπήρχε και κάτι ακόμα. Μια παρουσία που διαστρέβλωνε αρνητικά τον χώρο γύρω της, εκπέμποντας έναν υπόκωφο απειλητικό παλμό, συνδυασμένο με αδημονία.

Η Κιμ χώθηκε σε μια εσοχή και τόλμησε να ρίξει ένα κλεφτό βλέμμα προς την πολυκατοικία της. Μπροστά της έστεκε μια βαριά αρματωμένη διμοιρία αστυνομικών. Ακούστηκε το σπάσιμο μιας πόρτας, δυο τσιρίδες και μετά το ΜΠΑΜ μιας κρότου λάμψης. Οι φωνές συνεχίστηκαν και όλη η γειτονιά ζωντάνεψε από τον ξαφνικό τρόμο. Το τελευταίο πράγμα που είδε η Κιμ προτού ξεκινήσει να υποχωρεί μέσα στις σκιές ήταν ένα δύο αστυνομικοί να σέρνουν ένα νεαρό ζευγάρι και να τους πετάνε στον βρεγμένο δρόμο. «Μείνετε στα σπίτια σας,» ακούστηκε μια ενισχυμένη από τηλεβόα φωνή. «Η επιχείρηση θα ολοκληρωθεί σύντομα και οι αρχές θα προβούν στον αποκλεισμό του τετραγώνου. Παρακαλώ για την συνεργασία σας. Μένουμε ασφαλείς, μένουμε άνθρωποι».

Γαμώτο! Όχι σήμερα, όχι τώρα! Η Κιμ κατάφερε να φύγει απαρατήρητη και έστριβε σε τυχαία δρομάκια, προσπαθώντας να μεγαλώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την απόστασή της από τις αρχές. Πώς την είχαν βρει; Και τόσο γρήγορα κιόλας!. Η τελευταία φορά που είχε καταφέρει να ξεφύγει από το Κυνηγόσκυλο και τους λακέδες του ήταν πριν τρεις μήνες στο Γιοχάνεσμπουργκ. Έπρεπε να βρει μια νέα κρυψώνα σύντομα. Δεν σκόπευε να περάσει άλλους τρεις μήνες στον δρόμο. Το εγχείρημά της έπρεπε να γίνει απόψε!

Κοντοστάθηκε όταν έπιασε μια κίνηση με την άκρη του ματιού της. Έστρεψε το βλέμμα της προς το σκοτεινό άνοιγμα ενός σοκακιού. Το αίμα της πάγωσε όταν είδε έναν λυγερόκορμο άντρα, με ξυρισμένο κεφάλι και ντυμένο με κοστούμι να σαρώνει τα σιδερένια μπαλκόνια των εξόδων κινδύνου με τα μάτια του. Μάτια που έμοιαζαν να φέγγουν κιτρινωπά, όπως αυτά ενός αποτρόπαιου δαίμονα. Ο άντρας σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι του, καρφώνοντάς τη με το ανατριχιαστικό βλέμμα του. Ένα μοχθηρό μειδίαμα κύρτωσε τα λεπτά του χείλη και άρχισε να περπατάει αργά και με σιγουριά προς το μέρος της.

Η Κιμ δεν περίμενε το Κυνηγόσκυλο να την φτάσει και τράβηξε το μικρό εξάσφαιρο που είχε κρυμμένο στο παντελόνι της. Πυροβόλησε το Κυνηγόσκυλο, αλλά ο διώκτης της σταμάτησε την σφαίρα στον αέρα, λίγα εκατοστά πριν τον πετύχει. Αυτό έδωσε στην Κιμ το περιθώριο να γυρίσει και να φύγει τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πήδησε πάνω από στοίβες κουτιών και πήρε μια απότομη στροφή, μπαίνοντας σε μια νυχτερινή αγορά, στην οποία ρούχα, σεντόνια και παραδοσιακά κινέζικα διακοσμητικά είχαν κρεμαστεί από στύλους σαν λάφυρα πολέμου. Βγήκε πάλι σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους και χάθηκε μέσα στην ανθρώπινη μάζα, που έτρεχε πια για να προλάβει τη διορία για την απαγόρευση κυκλοφορίας.

Καθώς ελισσόταν ανάμεσα από τα πλήθη σαν αιλουροειδές, έριχνε κλεφτές ματιές πίσω της. Το Κυνηγόσκυλο δεν φάνηκε πουθενά. Είδε το κλειστό εργοτάξιο ενός πολυτελούς ουρανοξύστη και πέρασε γοργά τον δρόμο, αγνοώντας τις κόρνες των θυμωμένων οδηγών. Πήδησε τον σιδερένιο φράχτη και άρχισε να τρέχει προς την ημιτελή σκαλωσιά του ουρανοξύστη, ώσπου έφτασε στον τέταρτο όροφο. Μπήκε σ’ ένα δωμάτιο και έπεσε στα γόνατα, παίρνοντας γρήγορες ανάσες ανάμεσα στα αναφιλητά της. Άρπαξε το κρεμαστό που ήταν περασμένο στον λαιμό της και το έσφιξε μέσα στην ιδρωμένη παλάμη της. Από κάπου μακριά ακούστηκαν οι αστυνομικές σειρήνες και η Κιμ ένιωσε την καρδιά της έτοιμη να σπάσει. Κοίταξε το κρεμαστό και το χάιδεψε απαλά με τις άκρες των τρεμάμενων δαχτύλων της. Ήταν το τελευταίο ενθύμιο που της είχε μείνει από τη μητέρα της. Η Κιμ το έφερε στο στόμα της και το φίλησε, κλείνοντας τα μάτια της σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει.

Ή τώρα, ή ποτέ σκέφτηκε και άδειασε το μυαλό της από το άγχος, τον φόβο και την βαβούρα του κόσμου. Υπήρχε μόνο εκείνη και το κρεμαστό. Είχε έρθει η ώρα να πραγματοποιήσει το ταξίδι της. Ένα ταξίδι για το οποίο είχε προετοιμάσει και εκπαιδεύσει τον εαυτό της να κάνει τα τελευταία δύο, άστατα χρόνια. Ένα ταξίδι που θα την γυρνούσε στην πατρίδα της, στο Πρέσκοτ της Αριζόνα, τέσσερα χρόνια πριν, μέσα στο λευκό δωμάτιο του Ιατρικού Κέντρου όπου η μητέρα της άφηνε την τελευταία της πνοή, ενώ καλούσε επανειλημμένα το όνομα της μοναχοκόρης της.

Η Κιμ συγκεντρώθηκε στο έργο της και σιγά, σιγά οι σειρήνες, οι φωνές και τα κλάματα, οι πυροβολισμοί και η βροχή, οι πινακίδες με τα γαλάζια νέον φώτα που αναβόσβηναν σαν φλας άρχισαν να λιώνουν γύρω της και να γίνονται ένα και τίποτα. Η Κιμ έπλεε στο μεγάλο κοσμικό τίποτα, που ήταν παράλληλα το μεγάλο κοσμικό όλον. Βάδιζε σε μια διάσταση με πλεκτούς δρόμους όπου έρεαν όλες οι έννοιες του χώρου, του χρόνου και της ύπαρξης. Μπορούσε να δει τα πάντα, μα τα αγνόησε, μην θέλοντας να χαθεί μέσα στο ορμητικό κύμα της απόλυτης γνώσης. Αντ’ αυτού, εστίασε το μυαλό της στην μητέρας της, την Νάμτζου Γκουόονγκ. Ένα φως σχηματίστηκε στην άκρη του δρόμου που διάβαινε και η Κιμ είδε μια σκιά που θύμιζε νοσοκομειακό κρεβάτι. Έκανε να πάει προς το φως, όταν κάτι την τράβηξε από τα μαλλιά, δάχτυλα ωχρά σαν της στάχτης ακολουθούμενα από ένα πύρινο, λαίμαργο βλέμμα. Μια φιδίσια φωνή της ψιθύρισε στο αυτί: « “Ποιο δρόμο να πάρω”,» ρώτησε η Αλίκη τη γάτα. Και η γάτα απάντησε: “Εξαρτάται από τον δρόμο που θέλεις να πάρεις”».

Η Κιμ ούρλιαξε και άρχισε να χτυπιέται, προσπαθώντας να ξεφύγει από την αρπάγη του Κυνηγόσκυλου. Όταν τα κατάφερε, ένιωσε τον εαυτό της να πέφτει ανεξέλεγκτα στο μεγάλο χωροχρονικό άπειρο που υπήρχε κάτω από τα πόδια τους.

***



Ξύπνησε κρυμμένη και κλαμένη κάτω από το κρεβάτι του παιδικού της δωματίου.

«Πού είναι;» ούρλιαζε ο πατέρας της. Η Κιμ σύρθηκε μέχρι τον τοίχο και έβαλε το χέρι της πάνω από το στόμα της, για να πνίξει το κλάμα της. Δεν πρέπει να με ακούσει! Ω Θεέ μου, δεν πρέπει να με ακούσει!

«Άφησέ την, Τζάε-Χο! Το κορίτσι δεν έχει κάνει κάτι!» ακούστηκε η απελπισμένη και τρομαγμένη φωνή της μητέρας της.

«Ανάθεμα αν δεν έχει κάνει, παλιοθήλυκο! Ρεζίλι μας έχει κάνει! Την είδαν οι Τζόνσονς!»

«Τζάε-Χο, μη!»

Ένας βαρύς γδούπος ακούστηκε και η μητέρα της έμεινε σιωπηρή.

«Σκάσε κι εσύ! Σε έχω δει πώς με κοιτάς! Πώς με κοιτάτε και οι δυο σας! Και τώρα με έκανε και τον περίγελο ολόκληρης της πόλης! Θα σας δείξω, παλιοπούτανα! Θα σας δείξω εγώ!»

Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε με κρότο και η Κιμ είδε τα παπούτσια του πατέρας της να πατάνε πάνω στο ροζ, χνουδωτό χαλί. Η μυρωδιά της ξινής μπίρας τρύπησε τα ρουθούνια της και της έφερε ναυτία.

«Ξέρω πως είσαι εδώ, πριγκηπέσσα μου. Μην φοβάσαι. Ο μπαμπάς απλά θέλει να σου μιλήσει.». Ο Τζάε-Χο άνοιξε την ντουλάπα και πέταξε τα ρούχα της στο πάτωμα. «Με έκανες ρεζίλι, Κίμμυ μου. Δεν σου έχω πει να μη με κάνεις ρεζίλι;»

Ο πατέρας της έσκυψε και η Κιμ είδε το πρησμένο από το αλκοόλ πρόσωπό του να της χαμογελάει θριαμβευτικά. Μόνο που κάτι ήταν διαφορετικό. Τα μάτια του· τα μάτια του ήταν κίτρινα.

«Εδώ είσαι, Αλίκη μου;» της απάντησε ο πατέρας Κυνηγόσκυλο και την τράβηξε από τα πόδια της έξω.

«Μπαμπά! Μην! Συγγνώμη!» φώναξε η Κιμ, μα ο πατέρας της δεν την άκουγε. Το μόνο που έκανε ήταν να σηκώσει τη ζώνη του.

***



Πετάχτηκε όρθια και λουσμένη στον ιδρώτα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό με μοναδικό φως το χλωμό φεγγάρι που τρυπούσε τις σκοροφαγωμένες κουρτίνες. Η Κιμ έβηξε, αλλά αντί να πιειί νερό, πήρε ένα τσιγάρο και το έβαλε στο στόμα της. Ένιωσε ένα τράβηγμα στο αριστερό της μπράτσο και είδε πως δεν είχε βγάλει τη ζώνη με την οποία έσφιξε το χέρι για να βρει τη φλέβα. Στο στρώμα που χρησιμοποιούσαν για κρεβάτι υπήρχε μια άδεια σύριγγα και, λίγο πιο δίπλα, ήταν ξαπλωμένη γυμνή η Λέιλα. Η πανέμορφη Λέιλα με το σκούρο μαλλί και τα ρουφηγμένα από την πρέζα μάγουλα. Πόσο την αγαπούσε! Είχαν κάνει έρωτα και μετά είχαν αφεθεί μαζί στο κυνήγι του δράκου. Δεν έπαιρναν συχνά ηρωίνη, μα ήταν κακιά βδομάδα για την Κιμ. Την απέλυσαν από τη δουλειά της, της είχαν κάνει προσαγωγή για κλοπή σε ένα πολυκατάστημα (ένα βρακάκι ήταν, έλεος πια!) και πριν μερικές μέρες η Νάμτζου την είχε πάρει να της πει πως ο πατέρας της είχε πεθάνει. «Ελπίζω να έρθεις, αγάπη μου. Ξέρω τι είχε κάνει, μα ήταν ο πατέρας σου». Μια ζωή το αδύναμο γυναικάκι είχε σκεφτεί η Κιμ.

Το κινητό της χτύπησε και η Κιμ σηκώθηκε με αργά βήματα να το βγάλει από την τσέπη του πεταμένου τζιν της. «Παρακαλώ;»

«Κ. Γκουόονγκ; Ονομάζομαι Δρ. Γκριν. Σας καλώ από το Ιατρικό Κέντρο του Πρέσκοτ. Πρόκειται για την μητέρα σας».

Η μοναδική λέξη που κράτησε από αυτή την κουβέντα η Κιμ ήταν καρκίνος. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, γύρισε να πει στην Λέιλα πως θα έφευγε για λίγο, μα η Λέιλα έλειπε. Στη θέση της καθόταν ένας χλωμός άντρας με κοστούμι που χαμογελούσε.

***



Η Κιμ ήταν πίσω από το τιμόνι του σαραβαλιασμένου Ford Escort της και όδευε για το Πρέσκοτ. Ήταν μαύρα μεσάνυχτα και έπρεπε να κάνει στην άκρη να κοιμηθεί λίγο, μα δεν ήθελε. Έπρεπε να συνεχίσει. Κάτι δόνησε το ταμπλό του αυτοκινήτου και η Κιμ κοίταξε τον καθρέφτη για να δει τι μπορεί να έκανε τέτοιο θόρυβο. Είδε τον σκοτεινό ουρανό να φωτίζεται από ένα αλλόκοτο φως, το οποίο μια έφεγγε ροζ, μια πράσινο και μια γαλάζιο. «Τι στην ευχή;» Προτού προλάβει να αντιδράσει, ένα ωστικό κύμα πέτυχε το αμάξι της και το αναποδογύρισε.

***



Βρισκόταν στη Εντατική ενός νοσοκομείου και κοιτούσε γύρω της ανήσυχη. Γιατροί, νοσοκόμοι και αστυνομικοί έτρεχαν πέρα δώθε σαν τρελοί. Στα φορεία μεταφέρονταν άτομα που έμοιαζαν να έχουν εγκαύματα ραδιενέργειας.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε μια από τις νοσοκόμες.

«Δεν ξέρω,» της απάντησε η κιτρινομάτα κοπέλα καθώς έτρεχε. «Το Συμβάν έχει φέρει τα πάνω κάτω!»

«Το Συμβάν;»

***



«Η Πρόεδρος των Η.Π.Α. ανακοίνωσε σήμερα πως θα παραδώσει την άρχουσα εξουσία του Λευκού Οίκου στα χέρια των Ηνωμένων Ανθρώπινων Εθνών, μετά την παγκόσμια αναταραχή που προκάλεσε το Συμβάν. Ανακοίνωσε, επίσης, πως, λόγω της γοργής εξάπλωσης της μόλυνσης από τη ραδιενέργεια, στρατιωτικές βάσεις θα μετατραπούν σε Κέντρα Μαζικής Θεραπείας, όπου οι μολυσμένοι θα μεταφερθούν και θα τεθούν σε καραντίνα. Τα Η.Α.Ε. αποφάσισαν πως θα κηρυχθεί παγκόσμια απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 20:00 το βράδυ μέχρι τις 8:00 το πρωί».

«Την προδότρα! Το ήξερα πως δεν έπρεπε να έχουμε γυναίκα για πρόεδρο!»

Η Κιμ στράφηκε στην Λέιλα ξαφνιασμένη. «Από πότε έχεις τέτοιες απόψεις;»

«Δεν είπα κάτι,» της απάντησε η σύντροφός της.

«Αναρωτιέμαι αν ο Μπόμπι μου θα με αγαπήσει πάλι. Εγώ φταίω. Δεν τον πρόσεχα. Γι’ αυτό την κοπάνησε με τη γραμματέα» ακούστηκε μια δεύτερη φωνή.

«Το άκουσες αυτό;» ρώτησε τρομαγμένη την Λέιλα.

«Τι πράγμα;» Την καημένη… Της στοίχισε πολύ ο θάνατος της μαμάς της.

***



Το δωμάτιο ήταν λευκό και στείρο από διακόσμηση, πέραν του λευκού πίνακα που ήταν καρφωμένος στον τοίχο. Ο πίνακας έγραφε με μεγάλα γράμματα ‘Αλλοιωμένοι Ιδιαίτερων Ικανοτήτων’ – ΑΛ.Ι.ΙΚ.

«Χα! Μας λένε Αλίκες!» αναφώνησε ένας μεγαλόσωμος άντρας δίπλα της. Η Κιμ γέλασε με το αστείο του και ο άντρας συστήθηκε ως Μπγιορν.

«Τι πιστεύεις πως μας θέλουν;» τον ρώτησε η Κιμ.

«Ξέρω κι εγώ; Μπορεί να γίνουμε σούπερ ήρωες σαν αυτούς με τον Γούλβεριν!»

Η Κιμ γέλασε και κούνησε το κεφάλι της. Κοίταξε και είδε πως στο δωμάτιο ήταν μαζεμένοι περίπου τριάντα ακόμη άνθρωποι. Μια πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας άντρας με λευκή ιατρική ρόμπα.

«Καλησπέρα σας,» τους χαιρέτισε ο άντρας. «Ονομάζομαι Δρ. Γιακαμούρα και σας καλωσορίζω στο πρόγραμμα μελέτης ανθρώπων με τις ιδιαίτερες ικανότητές σας».

#

Η ώρα ήταν πια 3 π.μ. από ότι είδε στο ρολόι που ήταν κρεμασμένο πάνω από τον λευκό πίνακα, μπροστά από τον οποίον είχε στηθεί μια οθόνη για βιντεοπροβολέα. Η Κιμ στράφηκε στον Μπγιορν και τον σκούντησε.

«Τι λες να μας θέλουν τέτοια ώρα;» τον ρώτησε, μα ο ψηλός Νορβηγός έμεινε σιωπηρός. Η Κιμ γύρισε να τον κοιτάξει και είδε πως ο Μπγιορν είχε καρφώσει τα διαπεραστικά γκρίζα μάτια του σε μια γωνία του δωματίου. «Μπγιορν;»

«Περίεργο…» μουρμούρισε ο Νορβηγός, προτού τινάξει το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να ξυπνήσει. «Έλα, τι;» τη ρώτησε.

«Όλα καλά;» τον ρώτησε εκείνη.

«Ε; Ναι, ναι, απλά νυστάζω». Ο Μπγιορν τής χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.

«Καλημέρα σας και συγγνώμη για την ώρα» είπε ο Δρ. Γιακαμούρα καθώς έμπαινε στο δωμάτιο γοργά, υπό τη συνοδεία δυο βαριά αρματωμένων στρατιωτών που έφεραν το σήμα των Η.Α.Ε. «Όπως θα καταλάβατε κάτι σημαντικό συνέβη για να σας φέραμε εδώ». Ο επιστήμονας πάτησε ένα κουμπί στο τηλεκοντρόλ που καθόταν πάνω στο γραφείο του και ο προβολέας άναψε.

Αυτό που εμφανίστηκε στο λευκό πανί έκανε όλο το δωμάτιο να αναφωνήσει και να μουρμουρίσει έκπληκτο. Το βίντεο έδειχνε μια φαβέλα, οι παράγκες της οποίας είχαν μετατραπεί σε χειρότερη κατάσταση από αυτήν που ήταν ήδη. Το σκηνικό θύμιζε εμπόλεμη ζώνη, καθώς κομμάτια σπιτιών, πτώματα και γκρεμισμένα κτίρια ήταν διάσπαρτα σαν να είχε πέσει πάνω τους μια βόμβα μεγατόνων. Στο κέντρο της φαβέλας στροβιλιζόταν μια μαύρη τρύπα στο μέγεθος ενός μικρού γηπέδου, η οποία ρουφούσε σαν λαίμαργη Χάρυβδης ό,τι ήταν κοντά της. Παράλληλα πράγματα εκσφενδονίζονταν πάλι εκτός του θεόρατου μαύρου ματιού που έχασκε στη μέση της εικόνας, ένα από τα οποία ήταν μια ισπανική φρεγάτα του 17ου αιώνα, η οποία προσγειώθηκε πάνω σε ένα συγκρότημα παραγκών, κάνοντας την εικόνα να δονηθεί βίαια.

«Τι στο…» ψέλλισε η Κιμ και κάθισε σοκαρισμένη μπροστά στο θρανίο της.

«Αυτό που βλέπετε» συνέχισε ο Δρ. Γιακαμούρα «είναι το έργο ενός ακόμα ΑΛ.Ι.Ι.Κ. Οι τοπικές αρχές είχαν ακούσει για έναν ακόμη Αλλοιωμένο και τον έψαχναν μανιωδώς για να μας τον φέρουν. Ωστόσο, οι ντόπιοι φαίνεται πως δόξαζαν το υποκείμενο ως είδους τοπικού ήρωα, καθώς βοήθησε αρκετό κόσμο να βρει χαμένα αντικείμενα, χρήματα, φαγητό κτλ.». Στη θέση του μακάβριου βίντεο ήρθε η εικόνα ενός νεαρού βραζιλιάνικου αγοριού, που κοιτούσε τρομαγμένο μια κάμερα. «Το Υποκείμενο 2345 βρέθηκε όταν φήμες που ήθελαν τον Αλλοιωμένο να παραληρεί στα σοκάκια του Ρίο και να μιλάει με ανύπαρκτους ανθρώπους ήρθαν στην υπόληψη των αρχών. Το Υποκείμενο έδειχνε και τάσης αυξημένης επιθετικής συμπεριφοράς, με αποκορύφωμα τη δημιουργία μιας φαινομενικής μαύρης τρύπας την ώρα της προσαγωγής». Ο Δρ. Γιακαμούρα σκούπισε τα γυαλιά του και στράφηκε προς τα άτομα που τον παρακολουθούσαν.

«Τι ακριβώς έγινε;» ρώτησε ένας καραφλός νεαρός στο βάθος της αίθουσας.

«Λειτουργούμε μόνο με υποθέσεις αυτήν τη στιγμή» είπε ο Δρ. Γιακαμούρα. «Από ότι φαίνεται ο νεαρός, με κάποιον τρόπο, δίπλωσε τον χωροχρόνο, προκαλώντας την καταστροφή αυτή. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό θα φέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που θα διεξαχθούν η εκπαίδευση και η μελέτη σας. Οι ομαδικές ασκήσεις θα γίνουν ατομικές, όλοι σας θα έχετε ελεύθερο χρόνο μόνοι σας, βάσει προγράμματος. Ένα τελευταίο. Αν κάποιος από εσάς δεν αισθανθεί καλά, έχει παραισθήσεις, αυξημένα νεύρα ή οποιοδήποτε σύμπτωμα, θα πρέπει να το αναφέρει άμεσα».

«Απίστευτο» ξεφύσησε η Κιμ. «Από ότι φαίνεται θα πρέπει να βρισκόμαστε στα κλεφτά σαν σχολιαρόπαιδα». Καμία απάντηση. Η Κιμ γύρισε πάλι στον Μπγιορν, μα ο Νορβηγός κοιτούσε πάλι τη σκοτεινή γωνία. Η νεαρή γυναίκα έκανε να τον σκουντήσει, μα κάτι της τράβηξε το βλέμμα. Ακολούθησε με τα μάτια της το βλέμμα του Μπγιορν και σταμάτησε όταν κοιτούσε προς την ίδια γωνία με εκείνον. Για λίγη ώρα δεν έβλεπε τίποτα πέρα από το μαύρο ισκιερό πέπλο της νύχτας. Η ανάσα της κόπηκε όταν είδε ένα ζευγάρι κίτρινα πεινασμένα μάτια να την κοιτούν.

«Δεν μπορεί να μου ξεφύγεις, Αλίκη μου» της είπε μια γλοιώδης σαν υφή σκώληκα φωνή.

«Τρελαίνομαι;» ρώτησε η Κιμ.

«Είμαστε όλοι τρελοί εδώ» της απάντησε η φωνή.

Η Κιμ σηκώθηκε απότομα από το θρανίο της και έχασε την ισορροπία, πέφτοντας με το πρόσωπο στο σκληρό, τσιμεντένιο δάπεδο της αίθουσας.

***



«Κιμ!» Ο Μπγιορν μπήκε κλεφτά μέσα στο δωμάτιο-κελί της και την ξύπνησε. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα και τα μάτια του κοιτούσαν σαν αυτά ενός τρελού, γουρλωμένα και με κίτρινη χροιά. Ο φίλος της έμοιαζε να χάνει τα λογικά του εδώ και αρκετές ημέρες. Μιλούσε συνέχεια για φαντάσματα κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους και είχε πάθει εμμονή με τον χρόνο.

«Τι θέλεις;» τον ρώτησε ενοχλημένη η Κιμ. «Θα μας πιάσουν και θα μας πετάξουν στο υπόγειο μαζί με τους άλλους λιποτάκτες!»

«Θα τα καταφέρω, Κιμ! Το Δίπλωμα! Θα γυρίσω τον χρόνο και θα τα σταματήσω όλα!» Ο Μπγιορν έβγαλε ένα πιόνι σκακιού από την τσέπη του και της το έδειξε ενθουσιασμένος. «Κατάλαβα τι λάθος έκανε ο πιτσιρικάς στη Βραζιλία. Έχασε τον έλεγχο! Χρειάζεσαι άγκυρα, βλέπεις. Αυτό έφταιγε! Πρέπει να μπορείς να γυρίσεις! Κάτι πρέπει να σε δένει με τον δικό σου χρόνο!»

«Έχεις τρελαθεί τελείως;» τον ρώτησε η Κιμ, η οποία πετάχτηκε έντρομη όρθια όταν κατάλαβε τι ήθελε να κάνει ο φίλος της. «|Θέλεις να πεθάνουμε όλοι;»

«Θα μας σώσω!» απάντησε ο Μπγιορν και βγήκε πάλι από το δωμάτιο.

***



Ο κρατήρας ήταν τεράστιος και έμοιαζε περισσότερο με μαύρη τρύπα, παρά με αποτέλεσμα έκρηξης. Αν ήταν έκρηξη. Στο κέντρο του χωροχρονικού κενού κάποτε έστεκε ο Μπγιορν. Τώρα, η τρύπα ρουφούσε μέσα της ό,τι υπήρχε κοντά της, φτύνοντας αντίστοιχα πράγματα έξω, τα οποία δεν έπρεπε να είναι εκεί, πόσο μάλλον σε αυτόν τον αιώνα. Η Κιμ παρακολουθούσε καθώς το Κέντρο Μαζικής Θεραπείας είχε βυθιστεί στο χάος. Βρήκε την ευκαιρία που της είχε δώσει άθελά του ο Μπγιορν και κατάφερε επιτέλους να δραπετεύσει.

Κοντοστάθηκε όμως. Κάτι ήταν λάθος. Τα είχε ζήσει αυτά. Τα είχε ζήσει όλα. Η Κιμ στράφηκε προς τη μαύρη τρύπα και άρχισε να τρέχει. Δεν έπρεπε να αφήσει τον εαυτό της να παρασυρθεί από το ποτάμι του δικού της χρόνου, των αναμνήσεών της. Αυτό ήθελε εκείνος. Να την κάνει να χαθεί. Δε θα τον άφηνε όμως. Πολλά ζευγάρια κίτρινα μάτια την παρακολουθούσαν καθώς εκείνη έτρεχε και έκαναν να την σταματήσουν, όταν πήδησε με φόρα μέσα στην τρύπα που είχε αφήσει ο Μπγιορν.

***



Το απότομο φως από τις νοσοκομειακές λάμπες την τύφλωσε, μα προσαρμόστηκε γρήγορα. Κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία, με εξαίρεση το ρυθμικό μπιπ των μηχανημάτων που ήταν συνδεδεμένα με τη μητέρα της.

«Μαμά;» ψέλλισε η Κιμ και πλησίασε το κεφαλάρι του κρεβατιού. Η μητέρα της είχε σφραγιστά τα μάτια και ανάσαινε βαριά. «Εγώ είμαι, μαμά». Τα μάτια της είχαν αρχίσει να βουρκώνουν και χάιδεψε το αδύναμο μαλλί στο οστέινο κεφάλι της Νάμτζου. «Ήρθα να σε δω... Ήρθα…» πήγε να πει, μα τα λόγια τής έφραξαν τον λαιμό. «Ήρθα να σε χαιρετήσω» είπε τελικά. Έπιασε το χέρι της μητέρας της και το έσφιξε στο δικό της, προσπαθώντας να απομυζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο μπορούσε από αυτά τα λίγα λεπτά που της απέμεναν για να δει την γυναίκα που τη γέννησε για τελευταία φορά. «Συγγνώμη» της είπε και ξέσπασε σε γοερό κλάμα. «Συγγνώμη για όλα».

Κάτι έκανε την Κιμ να παγώσει και ένιωσε τις τρίχες σε όλο της το σώμα να σηκώνονται προσοχή, σαν καλά εκπαιδευμένα στρατιωτάκια. Κάτι ήταν λάθος. Μπορούσε να το αισθανθεί· στον αέρα γύρω της, στο φως, σε όλο της το είναι. Γύρισε πίσω και είδε μια ωχρή μορφή, με φαλακρό κεφάλι και κίτρινα μάτια που την κοιτούσαν μοχθηρά. Το πλάσμα, που κάποτε ήταν άνθρωπος, έγλειφε τα χείλη του πεινασμένα και την πλησίασε. «Όχι!» φώναξε η Κιμ. «Όχι τώρα! Δώσε μου λίγο χρόνο ακόμα! Σε παρακαλώ! Άσε με να της πως αντίο!»

Το Κυνηγόσκυλο δεν φάνηκε να κλονίζεται από τα λόγια της, όμως, ούτε να ήταν έτοιμο να ενδώσει σε ελεημοσύνες. Είχε έρθει για εκείνην. Την έψαχνε για πολύ καιρό και επιτέλους την είχε βρει. Το πλάσμα άπλωσε τα γλοιώδη, μακριά δάχτυλα του και την άρπαξε από τον λαιμό.

«Τέλος το κρυφτό» ψιθύρισε μέσα στο μυαλό της. «Νίκησα!» Η Κιμ έκανε να αντισταθεί, μα δεν μπορούσε. Ήταν παγιδευμένη. Γύρισε να δει τη μητέρα της και προσπάθησε να κρατηθεί από το χέρι της, μα απομακρυνόταν πια, καθώς γινόταν ολοένα και περισσότερο μια μικρή κουκκίδα στο μεγάλο αχανές τίποτα. Το τελευταίο πράγμα που μπόρεσε να ακούσει ήταν η φωνή της μητέρας της που την καλούσε μανιωδώς και το ιατρικό προσωπικό που έτρεχε στο πλευρό της.


 Β. Ν. Συράκης