Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (κεφάλαιο 12)

Ορόρα

Η πόρτα του σπιτιού της Αμελί ήταν ξεκλείδωτη, οπότε η Ορόρα απλά την άνοιξε και μπήκε. Αναρωτήθηκε αν ο Ντέβαν είχε διαβάσει το γράμμα της μέχρι τώρα. Είχε προσπαθήσει να μην τον ανακατέψει σε αυτή την ιστορία, αλλά τα πράγματα είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο Τον χρειαζόταν εδώ. Άλλωστε, αν δεν επέστρεφε σύντομα ο άρχοντας-πατέρας τους θα τον διάταζε να το κάνει.

Σκέφτηκε να φωνάξει για να κάνει γνωστή την παρουσία της -σε περίπτωση που ο Έντγκαρ και η Αμελί έκαναν κάτι στο οποίο δεν ήθελε να γίνει μάρτυρας- αλλά το εσωτερικό του σπιτιού ήταν σκοτεινό και σιωπηλό. Οι κουρτίνες των παραθύρων του σαλονιού ήταν τραβηγμένες και το αχνό φως των αστεριών έσπαγε κάπως το μαύρο, αρκετά ώστε η Ορόρα να μπορεί να ξεχωρίσει τα περιγράμματα των επίπλων και να μη σκοντάψει πάνω τους αλλά μέχρι εκεί.

Άραγε ο Έντγκαρ είχε επιτρέψει στο κάστρο ή κοιμόταν στον πάνω όροφο με την Αμελί; Δεν είχαν συνεννοηθεί τι θα έλεγαν αν γυρνούσαν χωριστά στο κάστρο. Η Ορόρα ξεφύσησε ενοχλημένη. Έτσι έμπλεκες όταν προσπαθούσες να βοηθήσεις κάποιον που δεν ήθελε τη βοήθειά σου. Τι έπρεπε να κάνει τώρα, να περιμένει λίγο ή να φύγει;

Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε μια μικρή σπίθα απογοήτευσης που δεν είχε βρει τον Έντγκαρ. Η συζήτηση που είχε κάνει νωρίτερα με τη μητέρα της της είχε δώσει μια ιδέα, και όσο κι αν δεν της άρεσε, ο ξάδελφος της έπαιζε βασικό ρόλο σε αυτή. Ένιωθε άσχημα απέναντι στην Αμελί, επειδή ήξερε πως ήταν αναπόφευκτο να τη χρησιμοποιήσει, για να πείσει τον Έντγκαρ να συνεργαστεί. Μακάρι να μη χρειαζόταν να πέσει τόσο χαμηλά, αλλά αν δεν έβρισκε άλλη εναλλακτική, δε θα δίσταζε να το κάνει.

Ίσως ήταν καλύτερα που δεν τον είχε βρει. Αυτή ήταν μια κουβέντα που έπρεπε να γίνει το πρωί, όταν θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένη και το μυαλό της θα ήταν καθαρό. Τα μάτια της έκλειναν από την κούραση.

«Δεν τα παρατάς, έτσι δεν είναι;»

Η φωνή την έκανε να τιναχτεί τρομαγμένη. Ακούμπησε το χέρι της πάνω από την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή και κοίταξε προς την κατεύθυνση του ήχου. Μέσα στο σκοτάδι δεν είχε συνειδητοποιήσει πως υπήρχε ένα ακόμα άτομο μέσα στο σαλόνι.

«Μπάσταρδε». Ήταν σίγουρη ότι το είχε κάνει επίτηδες. «Τι κάνεις μέσα στα σκοτάδια;»

«Σκέφτομαι» της απάντησε ο Έντγκαρ που καθόταν στον καναπέ, με τους ώμους του καμπουριασμένους και ένα χάλκινο κύπελλο στα χέρια του.

«Δεν ήξερα πως είχες αυτή την ικανότητα».

Ο Έντγκαρ γέλασε. Η Ορόρα μπορούσε να μυρίσει το άρωμα του κρασιού στον αέρα.

«Είσαι μεθυσμένος;» τον ρώτησε.

«Όχι αρκετά».

«Πόσο είναι το αρκετά;»

«Αρκετά για να ξεχάσω αυτά που είπες. Είσαι μεγάλη σκύλα».

«Κι εσύ είσαι ένας ανεύθυνος μπάσταρδος».

«Γιατί με λες ανεύθυνο;» τη ρώτησε, με τη φωνή του να υψώνεται. «Προσπαθώ να κάνω το σωστό για την Αμελί και το μωρό». Άπλωσε τα χέρια του δείχνοντας τον χώρο γύρω τους. Η απότομη κίνηση έκανε μερικές σταγόνες κρασιού να χυθούν έξω από το κύπελλο. «Προσπαθώ! Τους βρήκα ένα σπίτι, φροντίζω να έχουν φαγητό, ρούχα, ασφάλεια, κι εσύ τολμάς να μου λες ότι δεν ενδιαφέρομαι. Τι άλλο πρέπει να κάνω;»

Το ξέσπασμά του την σόκαρε. Μπορεί να είχαν ανταλλάξει πολλές βαριές κουβέντες αλλά ποτέ δεν πίστευε ότι τα λόγια της θα το επηρέαζαν, και σίγουρα όχι με αυτόν τον τρόπο.

«Έχεις πιει πολύ» του είπε, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της ήπια. Ένας νηφάλιος Έντγκαρ ήταν ανυπόφορος και εξοργιστικός, αλλά μπορούσε να τον χειριστεί. Αλλά ένας μεθυσμένος Έντγκαρ ήταν κάτι που δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί. Τι θα γινόταν αν η Αμελί ξυπνούσε και τον έβλεπε έτσι;

«Μπορεί να να έχεις δίκιο» αποκρίθηκε, με την ένταση να έχει εξαφανιστεί από τη μια στιγμή στην άλλη. «Το κρασί έχει αρχίσει να με πειράζει. Για να φανταστείς, πριν από λίγο ήμουν έτοιμος να σου ζητήσω συγγνώμη επειδή σε είπα δυστυχισμένη». Έκανε μια παύση και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κύπελλο. «Αλλά μετά το ξανασκέφτηκα και είδα πως αυτό είναι αλήθεια. Είσαι δυστυχισμένη. Ολόκληρος ο Οίκος μας είναι ένα μάτσο δυστυχισμένων». Γέλασε σιγανά σαν να το έβρισκε αστείο. «Ο σπουδαίος και τρανός Οίκος των Ντρόγκομιρ» είπε με κοροϊδευτική φωνή. «Οι Άρχοντες της Ναβίντια. Οι σπουδαίοι πολεμιστές που έδιωξαν τις μάγισσες. Ολόκληρη η Ναβίντια τρέμει το όνομά μας, αλλά αν ήξεραν τι πραγματικά συμβαίνει μέσα στους τοίχους του κάστρου θα μας περιφρονούσαν».

«Αρκετά» είπε η Ορόρα και πήγε προς το μέρος του. «Έχεις πιει πολύ και δεν ξέρεις τι λες. Δώσε μου το κύπελλο». Πήγε να το πάρει από τα χέρια του, αλλά το αγόρι το τράβηξε μακριά. «Έντγκαρ, δώσε μου το κύπελλο!» πρόσταξε και προσπάθησε να το πάρει, αλλά το αγόρι αντιστάθηκε σθεναρά. «Αναρωτιέμαι αν ο μοναδικός σκοπός της ζωής σου είναι να δυσκολεύεις τη δική μου» είπε ξινά και κάθισε στον καναπέ. Αν ήθελε τόσο πολύ αυτό το ηλίθιο κύπελλο μπορούσε να το κρατήσει. Ούτως ή άλλως, το περισσότερο κρασί είχε χυθεί πάνω τους. «Μου χρωστάς ένα φόρεμα» είπε δυσαρεστημένη, πιάνοντας το ύφασμα της φούστας της που είχε καταστραφεί από το κρασί.

Ο Έντγκαρ σήκωσε το κύπελλο σαν να ήθελε να κάνει μια πρόποση. «Ό,τι θέλεις, ξαδέλφη».

«Αν γυρίσεις στο κάστρο σε αυτή τη κατάσταση θα μας βάλεις και τους δυο σε μπελάδες».

«Τότε δε θα γυρίσω» αποκρίθηκε και ήπιε ό,τι είχε απομείνει μέσα στο κύπελλο. «Έχεις παρατηρήσει ποτέ την οικογένειά μας; Αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν δηλητήριο, καταστρέφουν τις ζωές τους και τις ζωές των γύρω τους. Το ξέρεις ότι δεν έχω δει τη μητέρα μου να χαμογελάει ούτε μια φορά στον πατέρα μου; Ούτε μια. Και αν βάλεις τους δικούς σου γονείς σε ένα δωμάτιο θα αλληλοσκοτωθούν. Ο Κλάους και ο Νάριαν σαπίζουν μέσα στις κρύπτες και η Νερίσσα θα χαραμίσει τη ζωή της στην ανόητη προσπάθειά της να φέρει πίσω τον αδελφό της. Κι εμείς ακολουθούμε τα βήματά τους».

«Σε αντιπαθώ ακόμα περισσότερο όταν είσαι μεθυσμένος» του είπε η Ορόρα. Ο σκοπός της δεν ήταν να τον προσβάλει, αλλά αυτό ήταν που έκαναν πάντα αυτοί οι δυο, οπότε δεν ήξερε πώς να φερθεί διαφορετικά μαζί του.

«Δε σου αρέσει να ακούς την αλήθεια; Η αλήθεια είναι πως εσύ θα καταλήξεις μόνη σου και εγώ θα ζω για πάντα με τις τύψεις, επειδή θα έχω καταστρέψει τη ζωή της Αμελί».

«Αυτό φοβάσαι;» τον ρώτησε με απορία. «Ότι καταστρέφεις τη ζωή της;»

«Θα μείνει μόνη με ένα παιδί επειδή έκανε το λάθος να μπλέξει με κάποιον που δεν μπορεί να μείνει δίπλα της. Αν μείνει εδώ, οι άνθρωποι θα αμφισβητούν την ηθική της, επειδή έχει ένα παιδί εκτός γάμου αγνοώντας το πόσο υπέροχο άτομο είναι στην πραγματικότητα, αλλά εγώ είμαι πολύ εγωιστής για να την αφήσω να φύγει και να κάνει μια καινούργια αρχή κάπου αλλού. Πώς το ονομάζεις αυτό;»

«Ειρωνεία της τύχης που τα λες όλα αυτά σε εμένα» μουρμούρισε η κοπέλα. Τίποτα δε θα μπορούσε να την προετοιμάσει για την εξέλιξη αυτής της βραδιάς, και ήταν σίγουρη πως, αν ο Έντγκαρ δεν ήταν τόσο μεθυσμένος, δε θα της τα είχε εξομολογηθεί ποτέ όλα αυτά. Αν τον ήξερε καλά, το επόμενο πρωί θα αρνιόταν όλα όσα είχε πει. Αλλά τον ήξερε καλά;

Δεν είχε φανταστεί πως ο ξάδελφος της περνούσε κάτι τέτοιο και ένιωθε άσχημα που δεν είχε μπει στη διαδικασία να σκεφτεί τι μπορεί να ένιωθε ο Έντγκαρ. Όποια κι αν ήταν η σχέση που είχαν, στο τέλος ήταν αίμα της, μέλος της οικογένειάς της. Αν δεν νοιαζόταν η οικογένειά σου για εσένα, ποιος θα το έκανε;

Ο Έντγκαρ σήκωσε το κύπελλο για να πιει, αλλά θυμήθηκε πως ήταν άδειο και το κατέβασε ξανά.

«Τελικά ο Ντέβαν αποδείχθηκε πιο έξυπνος από όλους μας. Έφυγε μακριά και γλίτωσε».

«Ο Ντέβαν είναι ευτυχισμένος, όχι επειδή έφυγε μακριά για να γλιτώσει, αλλά επειδή πάλεψε για να κερδίσει αυτή την ευτυχία».

«Δεν κέρδισε τίποτα. Οι άλλοι του την έδωσαν, εσύ, η μητέρα σου, ο Νάριαν, η Ραζιγιέ, ακόμα και αυτή η ηλίθια κατάρα που τελικά γύρισε υπέρ του. Ο αδελφός σου δε χρειάστηκε ποτέ να παλέψει για τίποτα επειδή όλα απλώθηκαν στα πόδια του και το μόνο που έκανε ήταν να τα πάρει».

«Κάνεις λάθος. Τίποτα δεν ήταν εύκολο ούτε για τον Ντέβαν ούτε για την Κίρα, αλλά αψήφησαν τους πάντες και τα πάντα για να είναι μαζί. Η αγάπη είναι κάτι για το οποίο αξίζει να παλέψεις, όσο κι εσύ αν το περιφρονείς».

Ο Έντγκαρ έμεινε σιωπηλός. Η Ορόρα δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του μέσα στο σκοτάδι και δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό του ξαδέλφου της. Όταν μίλησε ξανά η φωνή του ήταν σιγανή και ηττημένη.

«Η Αμελί ήταν άρρωστη τις τελευταίες δυο μέρες και εγώ δεν το ήξερα επειδή την είχα αφήσει μόνη. Με κατηγόρησες ότι έχω κάτι στη ζωή μου που αξίζει και το πετάω. Κι αν απλά δεν ξέρω πώς να το κρατήσω; Ποιο από τα δύο είναι χειρότερο;»

«Μπορώ να σε βοηθήσω» του είπε, τολμώντας να ακουμπήσει το χέρι της στο μπράτσο του. «Αν μόνο ήσουν όπως είσαι τώρα και όταν ήσουν ξεμέθυστος...»

«Το ξέρουμε και οι δυο πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί».

Η Ορόρα στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια της.

«Αυτό φοβάμαι Αλλά το ξέρω πως υπάρχει ελπίδα για 'σένα. Αν είσαι ικανός να δείξεις αγάπη τότε μπορείς και να γίνεις ευτυχισμένος. Εγώ θα σταθώ δίπλα σου, και είμαι σίγουρη πως και η Κάλικ θα κάνει το ίδιο. Αλλά πρέπει να κάνεις κάτι κι εσύ».

«Τι;» τη ρώτησε αβέβαια, σαν να ήθελε να πιστέψει τα λόγια της, αλλά ταυτόχρονα τον τρόμαζαν.

«Αρνήσου να πολεμήσεις δίπλα στον άρχοντα-πατέρα μου στον πόλεμο που ετοιμάζεται να ξεκινήσει με την Νταχάρα».

«Είσαι τρελή;» τη ρώτησε, σαν να αναρωτιόταν πράγματι αν είχε χάσει το μυαλό της και η Ορόρα ήξερε πως η μικρή ανακωχή που είχαν κάνει όταν της ανοίχτηκε είχε τελειώσει. «Να αρνηθώ να πολεμήσω για τον Άρχοντα μου; Εκτός από αδύνατον είναι και παράλογο. Μήπως είσαι και εσύ μεθυσμένη;»

Το αντίθετο. Τα πάντα ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό της. Η αυτοπεποίθηση του Αίρυς πήγαζε από το πλεονέκτημα που πίστευε πως είχε, τους δράκους. Όμως τι θα γινόταν αν δεν υπήρχαν δράκοι να πολεμήσουν για χάρη του; Ο πατέρας της δε θα σταματούσε ούτε θα έκανε πίσω, αλλά η Ορόρα ήλπιζε πως αυτό θα τον καθυστερούσε αρκετά μέχρι να σκεφτεί κάτι καλύτερο.

Η Νερίσσα δε θα πολεμούσε για τον πατέρα της, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο, και δε θα ήταν δύσκολο να πείσει την Κάλικ να μην το κάνει. Ο θείος Γκρέγκορ ήταν χαμένη υπόθεση, οπότε δεν θα έκανε καν τον κόπο να ασχοληθεί. Ο Ντέβαν δε θα μπλεκόταν στην μάχη εκτός κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο, όπως κι εκείνη. Τα δυο μεγάλα αγκάθια αυτού του σχεδίου ήταν ο Έντγκαρ και ο Κάσρελ, τα δυο αδέλφια που ανυπομονούσαν να βρεθούν στο πεδίο της μάχης. Δεν είχε κάποιο πλεονέκτημα για να αναγκάσει τον Κάσρελ να μην το κάνει, αλλά μπορούσε να επηρεάσει τον Έντγκαρ.

«Σκέψου το» του είπε. «Ένας πόλεμος δεν είναι υπόθεση μηνών. Μπορεί να κρατήσει χρόνια. Θα χάσεις τη γέννηση του παιδιού σου, τις πρώτες του λέξεις, τα πρώτα του βήματα, θα πάντα».

«Και; Δε θα το θυμάται όταν μεγαλώσει».

«Και η Αμελί; Θα την αφήσεις μόνη με ένα παιδί στην αγκαλιά για να πας σε έναν πόλεμο που πυροδοτείται από το μίσος δυο αντρών που δεν έχουν καμία σχέση με εσένα;»

«Δεν είμαι δειλός για να αρνηθώ να πολεμήσω» δήλωσε κατηγορηματικά, προσβεβλημένος που η Ορόρα είχε τολμήσει να του προτείνει κάτι τέτοιο. «Θα είμαι στην πρώτη γραμμή μαζί με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου και θα σταθώ περήφανα δίπλα στον Άρχοντά μου όταν η σημαία των Ντρόγκομιρ θα κυματίζει στην πρωτεύουσα της Νταχάρας. Δεν ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, αλλά για το δικό σου καλό, καλά θα κάνεις να το ξεχάσεις. Ο Άρχοντας Αίρυς δε θα ανεχτεί αυτή την προδοσία, ειδικά από την ίδια του την κόρη. Εγώ δεν πρόκειται να πάρω μέρος σε αυτό που σχεδιάζεις».

Κι όμως, ξάδελφε, σκέφτηκε η κοπέλα. Θα τη βοηθούσε μόλις καταλάβαινε πόσα είχε να κερδίσει αν την ακολουθούσε. Δεν είχε νόημα να επιμείνει περισσότερο -προς το παρόν- αλλά είχε φυτέψει τους σπόρους τις αμφιβολίας μέσα του. Αν οι πτυχές του χαρακτήρα του που είχαν βγει στην επιφάνεια απόψε ήταν αληθινές, τότε ήξερε πως με τους σωστούς χειρισμούς θα κατάφερνε να τον πάρει με το μέρος της.

Δεν ανυπομονούσε καθόλου να δει την αντίδραση του πατέρα της όταν θα μάθαινε για αυτή την ανταρσία. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να κρατήσει την έκρηξη μέσα στους τοίχους του κάστρου. Αν οι εχθροί τους μάθαιναν ότι ο Οίκος τους είχε διχαστεί, θα το θεωρούσαν σημάδι αδυναμίας και ίσως να βρισκόντουσαν αντιμέτωποι με μια εισβολή.

Γύρνα πίσω γρήγορα, Ντέβαν, προσευχήθηκε. Τον χρειαζόταν για να βρουν μαζί μια λύση σε όλο αυτό το χάος. Ένιωθε πως κάτι έλειπε χωρίς τον δίδυμο αδελφό της και της είχαν λείψει τρομερά η Κίρα και ο Ραίγκαρ. Αλλά θα τους έβλεπε -ήλπιζε- σύντομα.







Φαίη