Η Κατάρα του Σένγκαο (Πρόλογος)

Τα πόδια του τον έσυραν μέσα στο σπήλαιο. Ο αγέρας έξω λυσσομανούσε και το κρύο έγδερνε τη γυμνή σάρκα σαν μαχαίρι κοφτερό. Θα ήταν περισσότερο ασφαλής από το μένος της φύσης εκεί μέσα. Σε τέτοιο υψόμετρο, συνήθως, οι καταιγίδες του χειμώνα διαρκούσαν μέρες, ίσως κι εβδομάδες ολόκληρες. Αν ήταν τυχερός, θα κόπαζε σε λίγες ώρες, ή θα τον έβρισκε ο θάνατος από τον πάγο και την πείνα. Πόση τροφή να κουβαλήσει πάνω του ένας απλός μοναχός; Και πόσο μεγάλο ταξίδι να διανύσει; Μόνο που αυτός ο προορισμός δεν ήταν διόλου τυχαίος για τον Αν Νι. Χρόνια άκουγε από τους δασκάλους του για το πνεύμα που τάραζε την κορυφή του βουνού και που φώλιαζε μέσα στα σκοτεινά του σπήλαια. Χρόνια ολόκληρα προσευχόταν για εκείνες τις ψυχές που άσκοπα χάθηκαν από το χέρι της. Πίστευε με όλο του το είναι πως μπορούσε να απαλλάξει αυτόν τον κόσμο από την ανίερή της ύπαρξη. Η σιγουριά για την αποστολή αυτή έκαιγε την καρδιά του σαν τη φλόγα που του φώτιζε τον δρόμο˙ με άσβεστο σθένος. Κανείς δεν το είχε τολμήσει πριν από αυτόν. Κανείς ποτέ δεν είχε τολμήσει να πλησιάσει τούτον τον καταραμένο τόπο με σκοπό τον εξαγνισμό του. Αν το μάθαιναν τα αδέρφια και οι δάσκαλοί του πως είχε σκοπό να σκαρφαλώσει στην ψηλότερη κορυφή του βουνού Σένγκαο, να διαβάσει τις γραφές για την ακριβή τοποθεσία του σπηλαίου, να βρει το πνεύμα και να το εξαγνίσει, θα τον κλείδωναν σε ένα από τα ιερά δωμάτια με σκοπό οι θεοί να του επιστρέψουν τα λογικά του. Μα δεν ήταν πια παιδί. Ήξερε τις προσευχές μία προς μία. Γνώριζε τους χίλιους και δέκα στοίχους που εξορκίζουν το κακό, ενώ οι ικανότητές του στη μάχη είχαν πραγματικά βελτιωθεί. Θα τα κατάφερνε.
Ο δαυλός, όσο βαθιά προχωρούσε, έχανε σιγά-σιγά το φως του, με τη φωτιά να αργοπεθαίνει, επιτρέποντας στο σκοτάδι να τον καταπιεί. Το χέρι του γρήγορα άγγιξε τα υγρά τοιχώματα, ενώ η παλάμη του γδάρθηκε επιφανειακά από τα κοφτερά εξογκώματα. Τα ασήμαντα γδαρσίματα δεν τον ενοχλούσαν. Του πρόσφεραν μια ακατανόητη ανάγκη να εισχωρήσει βαθύτερα. Στο κάτω-κάτω, σκέφτηκε, κάθε δημιούργημα της φύσης ήταν μοναδικό. Έτσι και κάθε μονοπάτι που έπαιρνε, κάθε διαφορετική στροφή ήταν μοναδική στο άγγιγμα και στην αίσθηση. Δεν θα έχανε ποτέ τον δρόμο του και πάντα θα γνώριζε την ακριβή του τοποθεσία. Καθώς, λοιπόν, θα σκοτείνιαζε σύντομα η όρασή του, έπρεπε να εμπιστευτεί πλήρως τόσο το ένστικτο όσο και την αφή του. Οπότε, το ένα χέρι θα του φώτιζε τον δρόμο και το άλλο θα γινόταν ένα με τα βράχια.
Ο νεαρός άνδρας βημάτιζε αργά και προσεκτικά ενώ ο δρόμος άρχιζε να στενεύει κι ο αέρας λιγόστευε. Υγρασία πυκνή τον έπνιγε καθώς μια αηδιαστική μυρωδιά έκαιγε τα ρουθούνια του. Οι θρύλοι μιλούσαν για την ευωδιά του θανάτου που κολλούσε σαν γλίτσα όπου εκείνη περπατούσε και άγγιζε με τη σαπισμένη της ύπαρξη. Άρα, κάθε δυσάρεστο συναίσθημα ήταν ένα ακόμα σημάδι πως έφτανε κοντά της.
Πλησίασέ με… κι άλλο…
Βουητό ψιλό τού τρύπησε τα αυτιά. Γύρισε απότομα το κορμί του και η φλόγα, που τόσο αδύναμα έστεκε στο πλευρό του, έσβησε μονομιάς. Ήταν μόνος. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Τρόμος τον είχε τυλίξει. Γιατί βρισκόταν εκεί; Τι έψαχνε τελικά; Ήθελε όντως να αναμετρηθεί με τον ίδιο τον θάνατο; Ήθελε τόσο απλόχερα να προσφέρει ο ίδιος την ψυχή του σε αιώνια καταδίκη μαζί με τους καταραμένους δαίμονες;

Η σιωπή που επικρατούσε είχε πια κοπεί από την ανήσυχη ανάσα του. Τα βήματά του έγιναν γρήγορα και οι κινήσεις του απρόσεκτες. Οι παλάμες του δεν άγγιζαν τα τοιχώματα για να τα ακούσουν και να μάθουν, μα περισσότερο για να στηριχθεί ο ίδιος και να μη γλιστρήσει από τη βιασύνη του. Το βουητό δυνάμωνε κάθε λεπτό που περνούσε, όπως κι ο φόβος του.
Φτάσε πιο κοντά…ναι!
«Σταματήστε!» διέταξε τα αναθεματισμένα στοιχειά που προσπαθούσαν να τον τρελάνουν. «Καταραμένη ψυχή, άφθαρτο πλάσμα! Εμφανίσου μπροστά μου!» Η φωνή του έτρεμε και μέσα του ευχόταν σύντομα να έβρισκε την έξοδο. Ήταν λάθος που είχε φτάσει ως εδώ. Δεν έπρεπε ποτέ να πλησιάσει, να πατήσει το πόδι του σε τέτοιο ανίερο μέρος!
Σε νιώθω…σε μυρίζω…σε γεύομαι!
«Ακάθαρτο πνεύμα». Έβγαλε από το πουγκί του το φυλαχτό με τις ευλογημένες χάντρες και το κράτησε με τα δύο χέρια, νιώθοντας το αίμα να ρέει από τη μία παλάμη του. «Στο όνομα των δημιουργών, Σα-Κίντι και Κα-Σαρ, σε…» Οι λέξεις δεν έβγαιναν πια με την ίδια ευκολία όπως σε τόσες άλλες τελετές. Τούτος ο τόπος ήταν καταραμένος. Καταραμένος και δηλητηριασμένος που απαρνιόταν τα ιερά αυτά ονόματα.
Χα...χα...χα...
Τρόμος και ρίγη σε όλη του την πλάτη.
Ένα υστερικό γέλιο τρύπησε τα αυτιά του. Οι χάντρες μία-μία άρχισαν να ραγίζουν και να συνθλίβονται σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομμάτια-γυαλιά που πετάγονταν πάνω του και τρυπούσαν το δέρμα του. Το βουητό έγινε ανυπόφορο, ρίχνοντας τον άνδρα στα γόνατά του. Ο Αν Νι, με το πρόσωπό του αλλοιωμένο από τον τρόμο, κρατούσε σφιχτά τα αυτιά του, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διώξει τον θόρυβο αυτό.
«Οι θεοί σου δεν έχουν θέση εδώ μέσα. Τους αρνιέμαι όπως με αρνήθηκαν» σφύριξε σαν φίδι. «Φτύνω στα ονόματά τους!»
«Στο όνομα των δημιουργών, Σα-Κίντι, Κα-Σαρ, σε εξορκίζω πνεύμα της Νύχτας, σε διατάζω να αφήσεις τούτον τον κόσμο των θνητών και των αγνών και να επιστρέψεις εκεί που ανήκεις. Εις το όνομα του Νταάτου, η φθαρμένη σου ψυχή να διαλυθεί και ένα να γίνει με τη σκόνη των κόσμων. Σε -».
«Αρκετά! Οι προσευχές σου δεν πιάνουν εδώ, θνητέ! Το φυλαχτό καταστράφηκε. Δεν μπορείς να με διώξεις… Οι θεοί δεν είναι πλάι σου σήμερα».
Κουνούσε το κορμί του πέρα δώθε, σαν μικρό παιδί, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τους ίδιους στοίχους από την αρχή και δίχως ανάσα. Τα μάτια του κοιτούσαν το κενό, αρνούνταν να τη δουν, να δώσουν ύλη στην ύπαρξή της. Ο ψίθυρός του έγινε ένα με τις σταγόνες που έπεφταν από τα βράχια. Έχανε την υπομονή της. Ένας δυνατός κεραυνός ταρακούνησε την πλάση όλη και ο διαπεραστικός ήχος αντήχησε ως και τα παλάτια των θεών. Ο Αν Νι σήκωσε το κεφάλι του. Πράγματι δεν είχε την εύνοια των θεών και τώρα πια ήταν ξεκάθαρο: δεν θα έβλεπε ποτέ πάλι το φως του ήλιου, ούτε τα αγαπημένα του αδέρφια. Τις ιερές καμπάνες που χτυπούσαν κάθε πρωί και κάθε δειλινό δεν θα τις άκουγε ξανά, ενώ δεν θα αντίκρυζε ποτέ τον υπέροχο κήπο του Μοναστηριού. Τα μαύρα του μάτια άνοιξαν και είδαν την αλήθεια και το άσχημο πρόσωπό της. Οι κόρες του στράφηκαν γρήγορα προς το σκελετωμένο χέρι με κομμάτια σάπιας σάρκας που τον πλησίαζε. Αυτή τον άρπαξε από τις βρόμικές του ρόμπες και, όταν εκείνος κοίταξε για πρώτη φορά το αποκρουστικό κενό των κογχών και το γεμάτο φολίδες πρόσωπό της, σφράγισε για πάντα το στόμα του και κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε. 

 

Kristi Osima